ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ1992/23

10 Απριλίου , 2024

[Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

K.M.G.A

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Α. Μπενέτης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

S. Habib (κ), για απευθείας μετάφραση (από Αραβικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής  με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28/06/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον ίδιο αυτοπροσώπως την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Αιγύπτου και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 10/01/2018, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 23/07/2019, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 23/07/2019, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία στις 27/07/2019. Στις 13/02/2020, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο αυτοπροσώπως την ίδια ημέρα. Στις 24/02/2020 καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 7308/22.

Στις 28/06/2023 ο Αιτητής  υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Επίσης, την ίδια ημέρα αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη.

Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 28/06/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, την οποία ο τελευταίος παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος  κατανοεί. Στις 30/06/2023 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και των συνηγόρων του.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Θεωρώ χρήσιμο προτού προβώ στην κατάληξή μου να επεξηγήσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάζει την μεταγενέστερη αίτηση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. 

Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο στην αίτηση του Αιτητή  προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης με γενικότητα και αοριστία χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα. Όπως έχω επισημάνει σε πολλές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και οι συναφείς νομολογιακές αρχές, επιβάλλουν την αιτιολόγηση και εξειδίκευση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται ήδη στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων -αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»-  ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο για τον οποίο προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και ώστε το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο Αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου.

Επιπρόσθετα, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζεται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Εξάλλου, η παράθεση απλώς των νομικών διατάξεων και παραπομπή σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης αποτελεί περίπτωση αόριστης προβολής των λόγων ακύρωσης. Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.

Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας και αοριστίας με την οποία αυτοί εγείρονται.

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του  ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια της αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στην παρούσα Προσφυγή και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Αιγύπτου. Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, την Αίγυπτο, για οικονομικούς λόγους. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ο  Αιτητής, κληθείς να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της αίτησής του για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της φτώχειας και με σκοπό να εργαστεί και ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του και να κατορθώσει να οικοδομήσει το δικό του σπίτι.

Ο αρμόδιος Λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, τα στοιχεία του προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για να εργαστεί. Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον περί Προσφύγων Νόμο, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας αντίστοιχα.

Στη συνέχεια,  καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε.

Στο πλαίσιο του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης την οποία συμπλήρωσε στις 28/06/2023, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει ένα παιδί και ότι μετά τον θάνατο του παππού του, του ζήτησαν να αναλάβουν την πλήρη κηδεμονία του. Ο Αιτητής έκανε λόγο για τα δικαιώματά του απέναντι στο παιδί, και ότι άρχισαν να τον απειλούν, με αποκορύφωμα όπως ισχυρίστηκε να του πουν πώς αν δεν παραιτηθεί από την κηδεμονία θα τον σκοτώσουν. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η ζωή του το τελευταίο διάστημα κινδυνεύει και ότι εξαιτίας αυτής της κατάστασης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να φτάσει στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να σωθεί. Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής από δική του υπαιτιότητα δεν ανέφερε τον ως άνω ισχυρισμό στη συνέντευξη του κατά τη διαδικασία της πρώτης αίτησης, ενώ είχε την ευκαιρία να το πράξει και να το τεκμηριώσει. Στην  συνέχεια, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του δεν δικαιολογούν την επανεξέταση του φακέλου του με βάση το άρθρο 16Δ του ιδίου Νόμου.

Έχοντας εξετάσει τα ενώπιόν μου δεδομένα, ως αυτά ανακύπτουν μέσα από τον διοικητικό φάκελο, θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορό του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας καθότι η  έρευνα που διενεργήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση δεν ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις. Πράγματι  δεν αξιολογήθηκαν στο σύνολό τους τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα παρείχαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα[1]. Συγκεκριμένα, διαπιστώνω έλλειψη δέουσας έρευνας από τους Καθ' ων η αίτηση ως προς τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης αίτησης του.

Προς τούτου παρατηρώ και όπως εξάλλου προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση (βλ. ερυθρά 73-76 του δ.φ.), ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, φαίνεται να αξιολόγησε έναν ανύπαρκτο ισχυρισμό ότι δηλαδή ο Αιτητής έχει ένα παιδί και ότι μετά τον θάνατο του παππού του, του ζήτησαν να αναλάβουν την πλήρη κηδεμονία του και ότι άρχισαν να τον απειλούν, με αποκορύφωμα όπως ισχυρίστηκε να του πουν πως αν δεν παραιτηθεί από την κηδεμονία θα τον σκοτώσουν. Σε αντίθεση ο Αιτητής ισχυρίστηκε επί της μεταγενέστερης αίτησης του ότι μετά τον θάνατο του παππού του, του ζήτησαν να πάρουν την κληρονομιά του και ως εκ τούτου άρχισε να λαμβάνει απειλές αναγκάζοντας τον να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρό 61.Δ.Φ).  Ως εκ τούτου και από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να αξιολογήσουν τα όσα ανέφερε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του. Επομένως κρίνω ότι οι Καθ’ ων δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, ερευνώντας όλα τα κρίσιμα στοιχεία, διαπιστώνοντας τα ορθά γεγονότα και εφαρμόζοντας τις προβλεπόμενες διατάξεις του νόμου στην συγκεκριμένη περίπτωση. (βλ. Δημοκρατία v Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47). 

Άρα αυτό που καταρχάς προκύπτει είναι ότι τα όσα αναφέρει ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτηση περί κληρονομικών οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει μετά τον θάνατο του παππού του είναι «νέα». Πράγματι και από τα ενώπιον μου στοιχεία είναι νέα κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς η απόφαση επί της προγενέστερης αίτησης εκδόθηκε χωρίς τα στοιχεία αυτά να έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια για τον καθορισμό του καθεστώτος του Αιτητή αρχή.

Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση XY[2], μελετήθηκε το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων. Το ΔΕΕ κλήθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία 2013/32/ΕΕ»), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (σκέψεις 31 έως 44). 

Κατά συνέπεια διαφωνώ με την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησής του Αιτητή, λόγω του ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε νέα στοιχεία. Η παράλειψη τους για διεξαγωγή δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας  οδήγησε τους Καθ' ων η αίτηση στην εσφαλμένη κρίση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής συνιστούν τέτοια νέα στοιχεία. Επισημαίνεται ότι, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid  (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].

Ωστόσο, το γεγονός ότι πρόκειται για νέα στοιχεία κατά την έννοια του νόμου, δεν αρκεί προκειμένου το αίτημά του Αιτητή να κριθεί με προκριματική απόφαση ως παραδεκτό και να διερευνηθεί ακολούθως επί της ουσίας του. Ως έχουν ανωτέρω παρατεθεί τα νομολογημένα κριτήρια, το Δικαστήριο θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει κατά πόσο τα νέα αυτά στοιχεία και ισχυρισμοί είναι ουσιώδη, δηλαδή κατά πόσο αυτά είναι κατ' αρχήν ικανά να θεμελιώσουν την ανάγκη διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, μόνο στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξακρίβωσης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, όπως περιγράφεται στη σκέψη 37 της ως άνω αναφερθείσας απόφασης, μπορεί η εκτίμηση της αποφαινόμενης αρχής να αφορά την εξακρίβωση του κατά πόσον τα νέα στοιχεία και πορίσματα που προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα είναι ικανά να αυξήσουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95[3].

Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου τα όσα ο Αιτητής  ανέφερε με τη μεταγενέστερη αίτηση του, αλλά και επί των όσων αναφέρει στην παρούσας δικαστικής διαδικασίας και καταλήγω στην συνέχεια και όπως θα αναπτύξω πιο κάτω ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Πρωτίστως και αναφορικά με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ότι διατρέχει κίνδυνο λόγω περιουσιακών κληρονομικών διαφορών μετά τον θάνατο του παππού του αυτός δεν προβλήθηκε από τον ίδιο από δική του υπαιτιότητα κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία, παρ' όλο που του είχε δοθεί η σχετική ευκαιρία να το αναφέρει.

Ειδικότερα και κατά την ακροαματική διαδικασία ερωτηθείς πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα ανέφερε ότι τα προβλήματα άρχισαν μετά τον θάνατο του παππού του το 2019.  Προς τούτου επισημαίνω ότι ο Αιτητής υπέβαλε τη μεταγενέστερη αίτηση στις 28/06/2023 ως εκ τούτου τα κληρονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον θείο του προϋπήρχαν του μεταγενέστερου αιτήματος του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αιτητής κατά την αρχική του αίτηση και την συνέντευξη του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του την Αίγυπτο για οικονομικούς λόγους και ειδικότερα με σκοπό να εργαστεί λόγω φτώχειας αναφέροντας παράλληλα ότι επιθυμεί να παραμείνει στην δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένεια του οικονομικά (βλ. ερυθρά 52-36, 30-27,24-20, 17-15 3-1).

Προχωρώντας ούτε οι εν λόγω ισχυρισμοί  αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής  έχει παρουσιάσει νέο ισχυρισμό αλλά εξαιτίας της χαμηλής γενικότερης αξιοπιστίας του στα πλαίσια εξέτασης η δήλωσή του και μόνο δεν αρκεί για να μεταβάλει δυνητικά την αρχική αξιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση κρίνω ότι οι απαντήσεις που έδωσε ο Αιτητής τόσο επί της μεταγενέστερης αίτησης του αλλά και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ήταν στο σύνολό τους αόριστες, ασαφείς, αντιφατικές και χωρίς βιωματικό στοιχείο. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε χρονολογικά ξεκίνησαν οι απειλές, από ποιον, το είδος των απειλών, την συχνότητα τους και αν είχε αποταθεί στις αρχές. Ερωτηθείς κατά την ακροαματική διαδικασία να περιγράψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Αιτητής απάντησε γενικά και αόριστα ότι επρόκειτο για διαφωνίες για κάποια σπίτια. Ερωτηθείς από ποιον δέχτηκε απειλές, απάντησε από τον θείο του χωρίς ωστόσο να περιγράψει το είδος των απειλών, την συχνότητα τους αλλά και γενικότερα δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον φερόμενο φόβο δίωξης του. Ο Αιτητής θα πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. Το βάρος απόδειξης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], βαραίνει αρχικά τον Αιτητή ενώ και ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν εν δυνάμει την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Ούτε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και παρά την έκταση του ασκούμενου ελέγχου της επίδικης πράξης ο Αιτητής εγείρει οποιοδήποτε τεκμηριωμένο ισχυρισμό, αλλά ούτε και προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη των θέσεων του. Αντιθέτως επαναλάμβανε ασυνάρτητους και γενικούς ισχυρισμούς περί κληρονομικών προβλημάτων και απειλών. Ο Αιτητής θα πρέπει να είναι σε θέση να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει οποιαδήποτε ειλικρινή προσπάθεια από τον Αιτητή να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του. Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι - "(ί) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας- και

(ίί) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος

Σε κάθε περίπτωση τα διάφορα κληρονομικά προβλήματα που ο Αιτητής  επικαλείται υπάγονται σε ιδιωτικής φύσεως διαφορές, και οποιαδήποτε ζητήματα που ενδεχομένως να προκύπτουν θα μπορούσε να τα θέσει στις αρχές της χώρας καταγωγής του χωρίς ο Αιτητής να προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να του παρέχει την απαιτούμενη προστασία δεδομένου ότι φορέας δίωξης όπως παρουσιάζεται και αναφέρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία  είναι ο θείος του.  Σημειώνεται συναφώς ότι στο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/23), δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή, ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο τελευταίος να προβάλλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Επομένως στην προκείμενη περίπτωση κρίνεται εύλογη αλλά και εφικτή η οποιαδήποτε κρατική προστασία για τον προσφεύγοντα.

Συνοψίζοντας και σε συνάρτηση με τα ως άνω αναφερθέν κρίνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή παραμένουν γενικοί και αόριστοί και κατ' επέκταση  δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης στο πρόσωπο του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.  Ο Αιτητής δεν προσέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο πέραν των γενικών αναφορών το οποίο να αποδεικνύει ότι υπάρχει βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί τον φόβο του ότι αντιμετωπίζει σοβαρή και πραγματική απειλή δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή  του βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου φρονώ, ορθώς, απερρίφθη η μεταγενέστερη αίτησή του, καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π 

 

  

 



[1] Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.

[2] C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710

[3] C‑921/19, 10.06.2021, LH Κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid σκέψη 53


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο