ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.107/23

                                                                                                                                   

28 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J. D. D. T.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Κουπαρή, δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Θ. Παπαχαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.21/12/22, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως στις 08/02/19 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας την ίδια μέρα (ερ.1-3, 13-15, 45).  

Στις 03/08/22 διεξάχθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.29-45). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση (ερ.85-95) και στις 14/10/22 η Υπηρεσία αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 21/12/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτόν (ερ.2, 98-99).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε την χώρα του καθότι κινδύνευε με θάνατο. Ειδικότερα, ως αναφέρει, επιστρέφοντας από την εργασία του ως οδηγός ταξί, είδε ότι οι Ambazonians είχαν σκοτώσει τους συγκάτοικους του λέγοντας ότι όλοι οι Γαλλόφωνοι που ζούσαν μαζί τους πωλούσαν «εκρηκτικά στο κράτος». Κατόπιν των ως άνω, ο αιτητής και ένας γείτονας του έφυγαν μαζί για τη γαλλόφωνη ζώνη, όπου σκότωσαν τον γείτονα του. Ο ίδιος έφυγε και «κάποιος [τον] έβαλε σε μια βάρκα». Ως αναφέρει τέλος, «στο Καμερούν είναι πολύ άσχημα τώρα».

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στη Yaounde, όπου διέμεινε μέχρι που τα 8 του χρόνια, μετά μετακόμισε στη Bafoussam μέχρι το 2017, επέστρεψε στη Yaounde μένοντας εκεί μέχρι τις αρχές του 2018, έπειτα στη Limbe όπου διέμεινε για 5 μήνες και στη συνέχεια στη Douala, έως την αναχώρησή του από τη χώρα τον Νοέμβριο του 2018. Ως ανέφερε, ανήκει στη φυλή των Bamileke, μιλά γαλλικά, αγγλικά και την τοπική διάλεκτο την Yemba. 

Όσον αφορά το λόγο που έφυγε από τη χώρα του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοβόταν ότι οι Ambazonians επρόκειτο να τον σκοτώσουν. Συγκεκριμένα, μίλησε για συγκεκριμένη ομάδα που επαναστάτησε ενάντια στην κυβέρνηση, τους λεγόμενους Ambazonians, οι οποίοι επιδίωκαν την οικονομική ενίσχυσή του αγώνα τους από χρήματα επιχειρηματιών, ανεξαρτήτως του είδους των επιχειρήσεών τους. Ισχυρίστηκε ότι μια συγκεκριμένη μέρα, όταν αυτός και ο φίλος του επέστρεψαν στο σπίτι όπου διέμεναν με άλλους, αντίκρισαν την πόρτα και τα παράθυρα κατεστραμμένα και τον ιδιοκτήτη και την οικογένειά του σοβαρά τραυματισμένους από τους Ambazonians. Έπειτα, μετοίκησε στη Douala όπου πληροφορήθηκε από άλλους ανθρώπους ότι η ομάδα των Ambazonians είχε μεγάλη επιρροή και αρκετές διασυνδέσεις. Ένεκα όσων πληροφορήθηκε, θεώρησε ότι έπρεπε να φύγει ακόμη πιο μακριά από την Douala. Μια μέρα όταν επέστρεψε στο σπίτι που διέμενε, είδε το φίλο του δολοφονημένο, με συνεπεία να λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να ταξιδέψει στη Δημοκρατία. Όταν ερωτήθηκε σχετικά με τον λόγο που δεν επιθυμούσε να επιστρέψει, ανέφερε ότι φοβόταν ότι οι Ambazonians θα τον σκότωναν και ότι θα τον εντόπιζαν εύκολα, αφού το χωριό του πατέρα του βρισκόταν μέσα σε περιοχή όπου υπήρχε έξαρση δολοφονιών, ενώ το χωριό της μητέρας του συνδεόταν με την εν λόγω περιοχή.

Σε ερωτήσεις όσον αφορά την πολιτική δραστηριότητα που είχε ο πατέρας του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι όσα περιήλθαν εις γνώση του τα έμαθε από τρίτους καθότι ο πατέρας του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν ηλικίας 8 ετών.  Ανέφερε ότι άκουσε τα μεγαλύτερα αδέλφια του να συζητούν για αυτή του τη δραστηριότητα και ότι ο πατέρας του είχε ταχθεί ενάντια στο κόστος ζωής της περιόδου 1989 και 1990, ενώ είχε αναπτύξει σχέσεις με άτομα πολιτικού κόμματος που είχε αντιταχθεί στην Κυβέρνηση. Ακόμη, δήλωσε ότι μερικοί πολιτικοί που ο πατέρας του γνώρισε αλλά ουδέποτε συμμετείχε στο κόμμα τους, πιθανώς και να τον δηλητηριάσαν. Όταν ρωτήθηκε αναφορικά με τον θάνατό του πατέρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι δολοφονήθηκε και ότι δεν γνώριζε περαιτέρω λεπτομέρειες καθότι επρόκειτο για ζήτημα που πλήγωνε τόσο τον ίδιο όσο και τη μητέρα του και δεν επιθυμούσε να συζητά για οτιδήποτε τόσο ψυχοφθόρο γι’ αυτό και ουδέποτε επιδίωξε να μάθει στοιχεία σχετικά με το θάνατό του πατέρα του.

Όταν ερωτήθηκε για το αν οι Ambazonians ζήτησαν οικονομική βοήθεια από τον ίδιο, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι μια μέρα ορισμένοι από αυτούς μετέβησαν στο σπίτι που διέμενε με φίλο του αξιώνοντας και από τους δυο οικονομική ενίσχυση.  Αμφότεροι απάντησαν καταφατικά αλλά καθότι δεν διέθεταν χρήματα, ζήτησαν μερικές μέρες προκειμένου να συγκεντρώσουν κάποιο ποσό.  Ένα μήνα μετά το περιστατικό αυτό, ο αιτητής υποστήριξε ότι επιστρέφοντας στην οικία, βρήκε την πόρτα και τα παράθυρα κατεστραμμένα και τον ιδιοκτήτη και την οικογένειά του κτυπημένους. Ως ανέφερε, ενημερώθηκε από τρίτους, ότι οι Ambazonians ήταν αυτοί που το έκαναν για δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορούσε την αδυναμία του αιτητή να εκπληρώσει το αίτημά τους, ήτοι να τους στηρίξει οικονομικά όταν του το ζήτησαν, και ο δεύτερος λόγος σχετιζόταν με το ότι δεν είχε ταχθεί μαζί τους, όποτε θεωρείτο προδότης που έδιδε πληροφορίες στην κυβέρνηση.

Όταν του επισημάνθηκε ότι κατά την καταχώρησή της αίτησής ανέφερε ότι μια μέρα, όταν επέστρεψε από την εργασία του, είδε ότι οι Ambazonians σκότωσαν τους συγκάτοικους του γιατί, ως ανέφερε, όλοι οι Γαλλόφωνοι που ζούσαν μαζί τους πωλούσαν εκρηκτικές ύλες στο κράτος, περιστατικό το οποίο αντιτίθετο σε όσα υποστήριξε κατά τη διάρκειά της συνέντευξής του, η εξήγηση που έδωσε ήταν ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι άνθρωποι που ζούσαν μαζί του ήταν γαλλόφωνοι. Όταν του αναφέρθηκε ότι στην αίτησή του κατέγραψε ότι ο ίδιος και ο γείτονας του έτρεξαν να φύγουν μακριά, ενώ  την ώρα της συνέντευξης αναφέρθηκε σε φίλο και όχι σε γείτονα, ο αιτητής υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για φίλο του, ο οποίος του είχε πει να πάει στη Limbe αρχικά.

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης εντόπισαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως:

·         Η ταυτότητα, το προφίλ, η χώρα καταγωγής και ο τόπος διαμονής του αιτητή.

·         Οι Ambazonians ζήτησαν οικονομική βοήθειά από τον αιτητή ενόσω εργαζόταν ως οδηγός ταξί στη Limbe

·         Οι Ambazonians προσπάθησαν να βλάψουν τον αιτητή γιατί δεν τους βοήθησε οικονομικά

Από τους ως άνω ισχυρισμούς ο 1ος έγινε δεκτός ενώ ο 2ος και 3ος απορρίφθηκαν, λόγω ανεπαρκούς εσωτερικής αξιοπιστίας καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ασαφείς και ότι στερούνταν λεπτομέρειας.

Συγκεκριμένα, επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν ήταν λεπτομερείς και στερούντο συνέπειας και συνοχής.  Ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, όταν ο αιτητής κλήθηκε να περιγράψει το περιστατικό, απάντησε μη συγκεκριμένα και επαναλαμβανόμενα ότι όταν οι Ambazonians έφτασαν στο σπίτι στο οποίο διέμεναν ο αιτητής και ο φίλος του, ζήτησαν από τον τελευταίο να καλέσει τον πρώτο για να έρθει, ενώ, όταν ο αιτητής κατέφθασε στην οικία, τους ζήτησαν οικονομική στήριξη.  Αμφότεροι απάντησαν καταφατικά αλλά ζήτησαν μερικές μέρες, ώστε να συγκεντρώσουν κάποιο ποσό, ενώ σκέφτονταν αν έπρεπε να τους δώσουν χρήματα ή να φύγουν. Όταν ο αιτητής ρωτήθηκε αν ειπώθηκε οτιδήποτε άλλο μεταξύ του ιδίου και των Ambazonians, απάντησε γενικά και αόριστα όχι, αφού, ως ισχυρίστηκε, όταν σε «ρωτούσαν ερωτήσεις, υπέθεταν ότι ήδη ήξερες».

 

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία, έγινε έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με την οποία προέκυψε ότι το 2018, οι αυτονομιστές προέβησαν σε εκβιασμούς ατόμων και υποβολή «φόρων» σε επιχειρήσεις και πολλές άλλες σοβαρές παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά του τοπικού πληθυσμού. Παρότι οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με την οικονομική ενίσχυση των Ambazonians υποστηρίζονταν από εξωτερικές πηγές, εντούτοις, ένεκα της έλλειψης σαφήνειας και λεπτομέρειας στις αναφορές του, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν πληρούνταν η εσωτερική αξιοπιστία τους ως προς τον ισχυρισμό αυτό και συνεπώς απορρίφθηκε.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ομοίως ότι η εσωτερική αξιοπιστία δεν πληρείτο, αφού οι επ’ αυτού δηλώσεις του αιτητή αξιολογήθηκε ότι ήταν γενικές, χωρίς εξηγήσεις και περιείχαν πιθανολόγηση ως προς το τι πραγματικά συνέβη.

Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι, παρότι ο αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς και με σαφήνεια ότι όταν αυτός και ο φίλος του επέστρεψαν στην οικία τους, αντίκρισαν ζημιές, νεκρούς και τραυματισμένους, εντούτοις η σύνδεση του περιστατικού με τη δράση των Ambazonians και η σχέση με το ότι προηγουμένως τους ζητήθηκαν χρήματα απ’ αυτούς, δεν θεωρήθηκε ότι αποτελεί κάτι περισσότερο από πιθανολόγηση του ιδίου, χωρίς να βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και χωρίς να είναι σε θέση ο αιτητής να εξηγήσει περαιτέρω αυτή την εικασία του. Αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, όταν αναφέρθηκε στη δολοφονία του φίλου οι δηλώσεις του ήταν γενικές και αόριστες, χωρίς να περιγράψει το συμβάν, ενώ, όταν κλήθηκε να απαντήσει σχετικά με το λόγο που τον ώθησε στο να θεωρήσει ότι υπεύθυνοι ήταν οι Ambazonians, δήλωσε ότι αυτή η ομάδα είχε αρκετές διασυνδέσεις, ότι όταν πέθανε ο φίλος του δεν κλάπηκε τίποτα από εκείνον και ένεκα αυτού του γεγονότος έκρινε ότι επρόκειτο για κάποιου είδους εκδίκηση, πράγμα που απέχει από το να θεωρηθεί ως εύλογα τεκμηριωμένη απάντηση σχετικώς.

Όσον αφορά την πολιτική δραστηριότητά του πατέρα του, κρίθηκε πως ο αιτητής δήλωσε γενικά και χωρίς λεπτομέρειες ότι είχε σχέσεις με πολιτικό κόμμα που εναντιωνόταν στην κυβέρνηση και ότι μερικοί γνώριζαν τον ίδιο αλλά και τη σχέση του με τον αιτητή. Ακόμη, όταν ερωτήθηκε σχετικά με το λόγο για τον οποίο νόμιζε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε, απάντησε γενικά και αόριστα ότι γνώριζε αρκετούς πολιτικούς όμως δεν εντάχθηκε σε κάποιο πολιτικό κόμμα και γι’ αυτό τον αντιμετώπιζαν ως ξένο και ότι όταν πέθανε θεώρησαν ότι δηλητηριάστηκε και ότι αυτό το ανέφεραν στον αιτητή όταν ήταν ηλικίας 8 ετών. Όταν δε ερωτήθηκε σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων που δεν συμπαθούσαν τον πατέρα του και αυτούς που θα τον εντόπιζαν σε περίπτωση που επέστρεφε πίσω στη χώρα, απάντησε γενικά και χωρίς εξηγήσεις ότι αφού τα χωρία των γονιών του γειτνίαζαν, τα νέα της επιστροφής του θα μεταδίδονταν γρήγορα και γι’ αυτό υπήρχε πιθανότητα να παρενοχληθεί ή ακόμα και να δολοφονηθεί από άτομα που δεν συμπαθούσαν τον πατέρα του ή από εκείνους που θεωρούσαν ότι δεν στήριξε οικονομικά τους Ambazonians. Αυτά κρίθηκε ότι στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων και εμπεριείχαν εικασίες.

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, έγινε σχετική έρευνα εκ της οποίας καταδεικνυόταν ένοπλοι αυτονομιστές συμπεριφέρονταν με βία σε όσους δεν τάσσονταν ανοικτά και έμπρακτα με τους σκοπούς των αυτονομιστών και θεωρούνταν ότι συμπράττουν με την κυβέρνηση. Περαιτέρω προέκυψαν πληροφορίες ότι, ορισμένες φορές, οι αυτονομιστές επέβαλλαν την τήρησή της "πόλης-φάντασμα" για δύο ή τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο τοπικός πληθυσμός έπρεπε να παραμείνει στα σπίτια του και να μην εργαστεί, αλλιώς θα μπορούσαν να τους "κυνηγήσουν ή ακόμη και να τους σκοτώσουν". Ομοίως με τον ως άνω 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι, παρότι οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν άτομα που δεν υπάκουαν τους Ambazonians υποστηρίζονταν από εξωτερικές πηγές, εντούτοις, και πάλι ένεκα της έλλειψης σαφήνειας και λεπτομέρειας στις αναφορές του, δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία τους ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή και γι’ αυτό απορρίφθηκε.

Εκ των ως άνω, στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος και, κατόπιν αξιολόγησης ασφαλείας στη Yaounde (η οποία καθορίστηκε ως ο τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένου ότι η πόλη αυτή είναι γενικά ασφαλής και δεν πλήττεται από αδιάκριτη βία, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς επικουρικής προστασίας, στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου. Τέλος, αναφορικά με την υγεία του αιτητή, ήτοι ότι έχει διαγνωσθεί στη Δημοκρατία με Ηπατίτιδα Β, οι καθ’ ων η αίτηση, ανατρέχοντας σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, κατέληξαν ότι υπάρχει διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής ιατροφαρμακευτική φροντίδα σε σχέση μ’ αυτό και δεν καταδεικνύεται ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να στερηθεί την πρόσβαση του σ’ αυτήν κατά την επιστροφή του.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

Στα πλαίσια λοιπόν των γραπτών του αγορεύσεων ο αιτητής προώθησε ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως καθότι αυτή είναι προϊόν μη δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας και κατά παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας που βαραίνει τους καθ’ ων η άιτηση κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας αφού, μεταξύ άλλων, ο αιτητής δεν παραπέμφθηκε σε εξέταση αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει (αναφέρει σχετικώς και την απόφαση του ΕΔΔΑ αρ.59166/12, J. K. and Sweden, ημ.23/08/16). Παραθέτει δε απόσπασμα από πηγή και συνδέσμους (links) σε πηγές που αναφέρουν ότι το σύστημα υγείας του Καμερούν είναι ανεπαρκές, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, και μη προσβάσιμο από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, ειδικώς για την ασθένεια του αιτητή, η οποία λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας. Σημειώνεται ότι η μια εκ των πηγών έχει ως χρόνο ετοιμασίας το 2011 η δε έτερη πηγή αναφέρεται στην εξάπλωση της νόσου σε συγκεκριμένη αγροτική περιοχή, στη βορειοδυτική περιφέρεια της χώρας το 2020.

Επιπροσθέτως παραθέτει πηγές εκ των οποίων δεικνύεται ότι είναι συχνό φαινόμενο η κακομεταχείριση επιστραφέντων αιτητών, ότι οι αγγλόφωνοι αντιμετωπίζουν σοβαρές παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες χειροτερεύουν την κατάσταση για τον εσωτερικά εκτοπισθέντα λόγω της αγγλόφωνης κρίσης πληθυσμό και οι αρχές δυσχεραίνουν τη ροή βοήθειας από μη κυβερνητικές οργανώσεις. Συνεπεία των ως άνω, ως καταλήγει, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής χρήζει διεθνούς προστασίας, τόσο αναφορικά με το φόβο δίωξης από τους Ambazonians όσο και σε σχέση με την ασθένεια του ή κατ’ ελάχιστο προστασία στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης και δεν συντρέχουν σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για εσωτερική μετεγκατάσταση του αιτητή, δεδομένου, ως αναφέρει, ότι πουθενά δεν θα είναι ασφαλής.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας όλων των ισχυρισμών του αιτητή, δεόντως αιτιολογημένη, με αναφορές σε πλούσιες πηγές πληροφόρησης και ορθή επί της ουσίας αυτής. Περαιτέρω αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή ήταν ομοίως ορθά και εύλογα υπό τις περιστάσεις ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Σχετικά με τον ισχυρισμό περί παράβασης του καθήκοντος συνεργασίας από τους καθ’ ων η αίτηση, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, θεωρώ ότι τούτο δεν άνευ ετέρου για να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης αφού το Δικαστήριο έχει εξουσία να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], και ο αιτητής διατηρεί δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της προσφυγής ισχυρισμούς, είτε προγενέστερους είτε μεταγενέστερους της επίδικης [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018]. Ουδέν έπραξε εδώ ο αιτητής.

Σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΕ στη C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο ερωτήματος επί των δικονομικών συνεπειών της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής:

«1)     Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους,

έχει την έννοια ότι:

        η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει, αφενός, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο και διεθνή προστασία και, αφετέρου, ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική υγεία του αιτούντος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα καταγωγής και όταν η διενέργεια μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης είναι αναγκαία ή πρόσφορη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

        η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Αναφορικά ειδικώς με τον ισχυρισμό περί παράλειψης ιατρικής εξέτασης του αιτητή, σημειώνω ότι δεν θεωρώ ότι ήταν εν προκειμένω σκόπιμη ή πρόσφορη για την εξέταση της επίδικης αίτησης [βλ. αρ.15 (1) του Νόμου], δεδομένου και του ότι το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει αυτός έχει ήδη διαγνωστεί στη Δημοκρατία και αξιολογήθηκε κατά την εξέταση της επίδικης αίτηση, στη βάση αξιόπιστων πηγών πληροφόρησης και αυτή η πτυχή της αιτήσεως. Άλλωστε οι πρόνοιες του αρ.15 (1) αναφέρονται σε περιπτώσεις όπου κρίνεται «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης […] όσον αφορά [ε]νδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν και συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Ουδέν από τα πιο πάνω ισχύει εν προκειμένω.

Σημειώνω ότι δεν εντοπίζω οιονδήποτε σημείο εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων.

Ενόψει των ως άνω προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή καθώς και υπαγωγή τους στο νομικό πλαίσιο.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Επί των απορριφθέντων ισχυρισμών του αιτητή θα διαφωνήσω με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία του αφηγήματος του επί του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως και ανωτέρω καταγράφονται, καθώς θεωρώ ότι τα πλείστα των λεγομένων του δεν στερούνται εσωτερικής συνοχής και μάλιστα αυτά υποστηρίζονται από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, ως και οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει και τις οποίες παραθέτουν δεόντως στα ερ.88-91. Δεν κρίνω σκόπιμη την επανάληψη των σχετικών πληροφοριών. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε περί πίεσης από τους Ambazonians προς τον τοπικό πληθυσμό για την ενεργή στήριξη του κινήματος τους, δια χρηματοδότησης ή άλλως πως, οι βιαιότητες και η απόδοση σε μη ενεργά συμμετέχοντες στον αγώνα τους για αυτονόμηση προδοτικής και προσκείμενης στη κυβέρνηση συμπεριφοράς, επιβεβαιώνονται από πλήθος πηγών και συνάδουν με τις επί τούτου αναφορές του αιτητή.

Ενόψει των ως άνω αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του αιτητή περί προσέγγισης αυτού και του φίλου του από άτομα που μετέχουν στους Ambazonians για χρηματοδότηση του αγώνα τους καθώς και το περιστατικό με τον ξυλοδαρμό του σπιτονοικοκύρη τους στην Limbe, όχι όμως ότι το τελευταίο περιστατικό συνδέεται με προσωπική στοχοποίηση του αιτητή και του φίλου του για τους λόγους που ανέφερε. Σημειώνω ότι δεν αποδέχομαι εκ του αφηγήματος του αιτητή τον κατ’ ισχυρισμό φόβο δίωξης του λόγω πολιτικής δράσης του πατέρα του αφού ουδέν αποκαλύφθηκε επί τούτου εκ των λεγομένων του που να συνηγορεί υπέρ του ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος. Άλλωστε ο αιτητής ήταν πολύ μικρός όταν πέθανε ο πατέρας του (8 ετών) και ουδέν περαιτέρω ήταν σε θέση να αναφέρει πέραν πιθανολογήσεων στις οποίες προέβη ο ίδιος, οι οποίες στερούνται αντικειμενικού ερείσματος. Αποδέχομαι δε περαιτέρω τη δολοφονία του φίλου του στη Douala, όπου και διέφυγαν μαζί μετά την καταστροφή της οικίας όπου διέμεναν μαζί στη Limbe, όχι όμως και ότι τούτο οφείλεται σε δράση των Ambazonians ή ότι σχετίζεται με τα προαναφερθέντα γεγονότα, αφού, ομοίως με τα ως άνω περί του πατέρα του, η σύνδεση που επιχειρεί ο αιτητής είναι προϊόν δικής του πιθανολόγησης και δεν βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα.

Επί της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών για τη δράση των Ambazonians, για σκοπούς πληρότητας της παρούσης, παραθέτω τα εξής επιγραμματικά, επιπροσθέτως των όσων οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει.

Σύμφωνα με έκθεση της 1ης Μαρτίου του 2023 της R2P Monitor, «περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της κρίσης από το 2016. Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία λόγω φύλου, έκαψαν αγγλόφωνα χωριά και υπέβαλαν σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση άτομα που θεωρούνταν ύποπτα ως αυτονομιστές. Οι ένοπλοι αυτονομιστές γίνονται επίσης ολοένα και πιο βίαιοι, σκοτώνοντας, απαγάγοντας και τρομοκρατώντας πληθυσμούς ενώ διεκδικούν σταθερά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Από τις αρχές του 2022 η κυβέρνηση αύξησε τις επιχειρήσεις της κατά των ένοπλων αυτονομιστικών προπύργιων. Οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές απάντησαν εντείνοντας τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας, χρησιμοποιώντας περισσότερα φονικά όπλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς IED. Οι αυτονομιστές έχουν απαγορεύσει την κυβερνητική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και καθηγητές, και επιπλέον καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία. Αυτές οι επιθέσεις, καθώς και τα αυστηρά lockdown που επιβλήθηκαν από ένοπλους αυτονομιστές, έχουν στερήσει την εκπαίδευσή τους από τα παιδιά. Σύμφωνα με τον OCHA, μόνο το 46 τοις εκατό των σχολείων λειτουργούν και το 54 τοις εκατό των μαθητών πραγματοποίησαν εγγραφή για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές και χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η OCHA εκτιμά, όπως αναφέρει η ίδια ως άνω έκθεση, ότι τουλάχιστον 628.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 87.000 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία». [1]

Περαιτέρω ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου επισημαίνεται ότι βάσει της αναφοράς της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Human Rights Watch για το 2023 οι αποσχιστές εξακολούθησαν τις επιθέσεις σε σχολικά κτίρια, μαθητές και εργαζόμενους στην εκπαίδευση. Οι αποσχιστές αναφέρεται ακόμα ότι εξακολούθησαν να υποχρεώνουν τους αμάχους σε κατ’ οίκον παραμονή και να διενεργούν επιθέσεις σε κοντινές χρονικά περιόδους σημαντικών περιστατικών. Οι κρατικές δυνάμεις απάντησαν στις δυνάμεις των αποσχιστών με επιχειρήσεις οι οποίες συχνά αποτύγχαναν να προστατεύσουν τους αμάχους ή τους στοχοποιούσαν ευθέως. Σε ορισμένα περιστατικά αναφέρεται ότι οι άμαχοι διέφευγαν των μαχών όταν δολοφονήθηκαν, ενώ επιδρομές του στρατού και δολοφονίες αμάχων κατά αυθαίρετο τρόπο ενδέχεται επίσης να έλαβαν χώρα κατά προσώπων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι είναι αποσχιστές ή σε αντίποινα για επιθέσεις κατά στρατιωτικών θέσεων.[2] Οι αποσχιστές, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας, ευθύνονται για εγκλήματα σε βάρος του τοπικού πληθυσμού στις αγγλόφωνες περιοχές, όπως δολοφονίες, απαγωγές, βασανισμούς και καταστροφές κατοικιών. Ως προς τα χρησιμοποιούμενα όπλα, ειδικά ως προς τη χρήση εκρηκτικών μηχανισμών οι οποίοι είναι δυνατό να επιφέρουν απώλειες αμάχων, οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής υποδεικνύουν την τάση αύξησης των επιθέσεων με τέτοια μέσα εκ μέρους των αυτονομιστών με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας από τις αρχές του 2021, με απώλειες αμάχων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών. Η χρήση αυτών αναφέρεται ότι εξακολούθησε και το 2022.[3]

Συνεπώς, ως ανωτέρω αναφέρω, αποδέχομαι ότι ο αιτητής, ως γαλλόφωνος διαμένων και εργαζόμενος στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, στη Limbe, υπέστη απειλές με σκοπό την χρηματοδότηση του αγώνα των αυτονομιστών από ομάδα που πρόσκειται σ’ αυτούς, και υφίσταται εύλογη πιθανότητα, δεδομένου του προφίλ του, να υποστεί πράξεις διώξεως απ’ αυτούς, οι οποίες ενδεχομένως να φτάνουν μέχρι τον κίνδυνο κατά της ζωής του και έχουν ως αιτία (λόγο διώξεως) την αποδιδόμενη σ’ αυτόν σύμπραξη με την κυβέρνηση ένεκα της μη ενεργής και έμπρακτής συμμετοχής του στον αγώνα τους. Σημειώνω εδώ ότι, με βάση τα λεγόμενα του αιτητή, ο τελευταίος τόπος διαμονής του, παρά το σύντομο της εκεί διαμονής του (5 μήνες), θα πρέπει να καθοριστεί η πόλη Limbe. Στη δε Douala διέμενε για μικρό διάστημα 1 ½ εβδομάδας (ερ.40 – 1Χ), μετά τη φυγή του από τη Limbe.

Συνεπώς οι καθ’ ων η αίτηση λανθασμένα καθόρισαν ως τέτοιο την Douala, αφού ελλείπει εν προκειμένω η συνήθης διαμονή του εκεί και η βούληση μόνιμης εκεί μετεγκατάστασης του, ως στοιχείο που εξετάζεται κατά την αξιολόγηση και εντοπισμό του τελευταίου τόπου διαμονής ενός αιτητή.

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου προχωρώ με εξέταση κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα εσωτερική μετεγκατάστασης του αιτητή σε άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής του, στο οποίο δεν θα διατρέχει τους ως άνω κινδύνους από τους αυτονομιστές.

Με βάση το αρ.12Γ του Νόμου [βλ. και αρ.8 (1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ], προκειμένου να στοιχειοθετήθει η ύπαρξη δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης θα πρέπει να τεκμηριωθούν τα εξής, στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής και των περιστάσεων του αιτητή:

 «[…] σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-

(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

(Αρ.12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000))

Στο εγχειρίδιο του EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση, σελ.83 αναφέρονται τα εξής:

«Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαιτεί να μην υπάρχει για τον αιτούντα βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο τμήμα της χώρας στο οποίο προτείνεται να παρασχεθεί εγχώρια προστασία. Η αρχική ή οποιαδήποτε νέα μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήματης χώρας εμποδίζει την εφαρμογή της έννοιας της εγχώριας προστασίας [εκτός εάν υπάρχει πρόσβαση σε προστασία βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαπιστώσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ [επίσης άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] σχετικά με την παύση. Το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υφίστανται πλέον οι αρχικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τον φόβο του ενδιαφερομένου ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά «δεν [πρέπει να] υφίστανται άλλοι λόγοι που να του προκαλούν φόβο ότι θα “υποστεί δίωξη”».»

Στην σελ.88 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Βάσει της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου (475), ο όρος «λογικά» σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα δύσκολο να αναμένεται ότι ο αιτών θα μετεγκατασταθεί. Η House of Lords (Βουλή των Λόρδων) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε διάφορα κριτήρια «λογικής προσδοκίας». Στην υπόθεση Januzi, ο λόρδος Bingham περιέγραψε την προσέγγιση ως εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο υφίσταται στη χώρα ιθαγένειάς του δίωξη για λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση. Η χώρα είναι φτωχή. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας είναι χαμηλό. Το επίπεδο στερήσεων και ελλείψεων είναι υψηλό. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ελάχιστος. […]

Θα μπορούσε, χωρίς φόβο δίωξης, να ζήσει αλλού στη χώρα ιθαγένειάς του, αλλά θα υφίστατο εκεί όλα τα μειονεκτήματα της ζωής σε μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα. Θα ήταν παράξενο εάν το τυχαίο γεγονός της δίωξης του παρείχε τη δυνατότητα να διαφύγει όχι μόνο από τη συγκεκριμένη δίωξη, αλλά και από τις στερήσεις που γνωρίζει η χώρα καταγωγής του. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούσε απειλές για τη ζωή του ή τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (476)

Σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη Yaounde εντοπίζω τα εξής.

Η Yaounde είναι η πρωτεύουσα του Καμερούν καθώς και η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας με πληθυσμό περί των 3 εκατομμυρίων κατοίκων [4]. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Home Office), σε έκθεση Δεκέμβριου 2020, αναφέρεται ότι η κατάσταση εκεί χαρακτηρίζεται ως σχετικά ασφαλής:

«Areas outside of the conflict zones in the NWSW regions and northern Cameroon are stable and offer relative security. A person returning to these areas, including the main cities of Douala and Yaoundé, will not face a real risk of being subject to a threat to their life or person and a breach of Article 15(c) QD (see Situation of Anglophones outside of the SW and NW regions). » [5]

Σε άρθρο του The Africa Report ημ.20/04/20 αναφορικά με την κατάσταση των εσωτερικά εκτοπισμένων από τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, αναφέρεται ότι παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τα άτομα με τα οποία μίλησε το δίκτυο, ανέφεραν ότι σε αντίθεση με τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, στην Yaounde δεν φοβούνται για τη ζωή τους, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές και βιοποριστικές δυσκολίες, ιδίως οι Αγγλόφωνοι (ο αιτητής είναι γαλλόφωνος) εσωτερικά εκτοπισμένοι. [6]

Κατά περίοδο 20/05/23-17/05/24, στη βάση δεδομένων ACLED καταγράφηκαν συνολικά στην περιφέρεια Centre Region (όπου υπάγεται η Yaounde), 25 περιστατικά βίας (7 περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών, 11 ταραχές, 2 μάχες και 5 διαδηλώσεις, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων)[7], εκ των οποίων προέκυψαν 15 θάνατοι (5 από περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών, 8 από ταραχές/εξεγέρσεις και 2 από μάχες, ενώ δεν καταγράφηκαν θάνατοι από περιστατικά διαδηλώσεων).[8] Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του 2015, ο πληθυσμός στην περιφέρεια Centre Region του Καμερούν ανέρχεται στους 4.159.500 κατοίκους.[9]

Κατά την ίδια με την ως άνω περίοδο, στη ίδια βάση δεδομένων, προκύπτει ότι υπήρξε ένα περιστατικό βίας στην περιοχή στο οποίο εμπλέκονταν αποσχιστές Ambazonians (το οποίο αφορά μάχη που έγινε στην τοποθεσία Ndjimekong και το οποίο δεν στόχευε πολίτες/αμάχους), από το οποίο προέκυψε ένας θάνατος.[10]

Κατά την ίδια με την ως άνω περίοδο, στην πόλη Yaounde καταγράφονται 19 περιστατικά βίας (6 περιστατικά βίας εναντίων πολιτών, 7 ταραχές, 1 μάχη και 5 διαδηλώσεις, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων),[11] εκ των οποίων προέκυψαν 10 θάνατοι (5 από περιστατικά βίας εναντίων πολιτών, 4 από ταραχές και 1 από μάχες.[12] Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του 2015, ο πληθυσμός στη Yaounde ανερχόταν στους 2.765.600 κατοίκους.[13]

Δεν παραβλέπω ότι, εξαιτίας του μεγάλου ρυθμού μετεγκατάστασης εκτοπισμένου λόγω της αγγλόφωνης κρίσης πληθυσμού στη Yaounde, οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικώς επιστρεφόντων οι οποίοι δεν έχουν δεσμούς, κοινωνικούς ή οικογενειακούς με την πόλη, χειροτερεύουν, όμως, με βάση αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας, φαίνεται ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν οι ελάχιστες συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν σε άτομα τα οποία εγκαθίστανται στην πόλη να εξεύρουν πόρους διαβίωσης.

Σχετικώς, σε Query του EASO με τίτλο Internally displaced persons (IDPs) and returnees in Douala and Yaoundé, ημ.24/08/21, αναφέρονται τα κάτωθι (σελ.3-4):

«The significant displacement of Anglophone populations has strained host communities and service delivery capacities in the neighbouring Littoral and West regions, and in the main urban centres of Douala and Yaoundé.14

[…]

In its January 2021 report, the World Bank outlined that ‘the capital, Yaoundé, offered a wider range of economic activities, but IDPs have still struggled due to a lack of financial capital and equipment. The lack of identification documents further exacerbates IDPs’ vulnerability, increasing the risk of exploitation and preventing them from accessing education and government assistance’.18. »

Σύμφωνα με τον International Organization for Migration (ΙΟΜ), έχουν ήδη καταγραφεί πέραν των 233 επιτυχημένων εθελοντικών επιστροφών από άτομα τα οποία έλαβαν και βοήθεια επανένταξης κατά το 1ο εξάμηνο 2021.[14] Η Yaoundé είναι αεροπορικώς προσβάσιμη [15]. Μέσω του προγράμματος υποβοηθούμενης εθελοντικής επιστροφής και επανένταξης, το IOM έχει υποστηρίξει το Καμερούν στην υποδοχή περισσότερων από 400 μεταναστών και, συμπράττοντας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για προσφορά φαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και ψυχολογικής υποστήριξης με σκοπό την ενσωμάτωση των επιστραφέντων.[16]

Σχετικά με το εύλογο της μετεγκατάστασης ενδιαφέρουσα καθοδήγηση παρέχει και η απόφαση του Εφετείου του Ην. Βασιλείου, το οποίο, στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873 [17], ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi [18], επισημαίνει ότι επί δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης στα πλαίσια υποθέσεων ασύλου θα πρέπει να εξετάζεται αν ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του, θα διάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες. Η εσωτερική μετεγκατάσταση εξακολουθεί να είναι εύλογη ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι χειρότερες σε σχέση με την χώρα ασύλου.

Στην ανωτέρω απόφαση, παρ.47, αναφέρεται, σε ελεύθερη μετάφραση, ότι «Όσο σκληρό και αν ακούγεται, και παρ’ όλη την συμπάθεια που ένας αναπόφευκτα νιώθει προς αυτούς που υπέφεραν ως οι εφεσείοντες (και οι δεκάδες χιλιάδες όμοιοι τους), η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες, όπως επιχείρησα να εξηγήσω, έχει πραγματικά σκοπό να προστατεύσει μόνο αυτούς που απειλούνται με συγκεκριμένες μορφές δίωξης. Δεν είναι γενικό ανθρωπιστικό μέτρο. […] Με δεδομένο ότι μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα τους, μόνο απόδειξη ότι οι ζωές τους μετά την επιστροφή τους θα ήταν πολύ απλά ανυπόφορες, συγκρινόμενες ακόμα και στα προβλήματα και τις στερήσεις τόσων άλλων συμπατριωτών τους, θα μπορούσε να τους καταστήσει δικαιούχους προσφυγικού καθεστώτος.».

Εν προκειμένω ο αιτητής είναι νεαρός ενήλικας (35 ετών σήμερα), γαλλόφωνος, έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση, την οποία σταμάτησε οικειοθελώς ως ανέφερε (ερ.40 – 3Χ) για να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, και έχει πλούσια εργασιακή εμπειρία ως οδηγός ταξί, τόσο στη Bafoussam όσο και Yaounde, όπου μάλιστα διατηρεί η οικογένεια του ακίνητη περιουσία από την οποία εισέπραττε ενοίκια (ερ.40 – 1Χ, 41 – 2Χ) και διατηρεί στην Bafoussam, τη Douala και τη Yaounde (ερ.39 – 2Χ) εκτεταμένο οικογενειακό δίκτυο από αδέλφια, ξαδέλφια, θείους και τη μητέρα του. Διέμενε δε για αρκετά χρόνια στη Yaounde και στη Bafoussam και λίγο καιρό στη Douala

Ενόψει των ως άνω, περιλαμβανομένου και αξιολογούμενου του προφίλ του αιτητή, ως πιο πάνω καταγράφεται, καταλήγω ότι οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης σε περίπτωση μετεγκατάστασης του αιτητή στη πόλη Yaounde δεν θεωρώ ότι θα είναι κάτω από το εύλογα αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, παρά τις όποιες οικονομικές ή άλλες δυσκολίες που θα κληθεί ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ο αιτητής κατά την επανένταξη του στην τοπική κοινωνία καθώς θεωρώ πως δεν είναι τέτοιες που θα καθιστούσαν την ζωή του ανυπόφορη και θα τον εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του εξαιτίας των κακών οικονομικών και άλλων συνθηκών, ως ανωτέρω καταγράφονται. Ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει σημειώνω ότι, ως ο ίδιος ανέφερε, έχει λάβει στη Δημοκρατία, όπου και έχει διαγνωστεί, ιατροφαρμακευτική φροντίδα και δεν αντιμετωπίζει κάποιο άμεσο κίνδυνο εξ αυτού (ερ.43 – 1Χ).

Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας σε συνάρτηση τόσο με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας όσο και στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:

«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση MBodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»

Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, EU:C:2014:2452, ημ.18/12/14). Εδώ ελλείπει παντελώς ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση του λόγου υγείας που αναφέρθηκε.

Εξάλλου, στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), επί της οποίας αναφέρθηκε ο συνήγορος του αιτητή, ακόμα και επί ανεπαρκούς συστήματος υγείας, ως στο ως άνω απόσπασμα αναφέρεται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη». Δεν ετέθη ενώπιον μου κάποιο στοιχείο ή μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η περίπτωση του αιτητή και το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει συνιστά όλως εξαιρετική περίπτωση και ότι αυτό αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή του.

Σε κάθε δε περίπτωση αξίζει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω, ως καταδεικνύεται από τις πληροφορίες που εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση και καταγράφεται εκτενώς στα ερ.85-86 και στις αναφερόμενες εκεί πηγές πληροφόρησης, οι οποίες είναι πιο επικαιροποιημένες από τις παρατεθείσες εκ της συνηγόρου του αιτητή, καθότι μεγάλο μέρος αυτών αφορά το έτος 2020, δεν διαπιστώνεται – στο βαθμό τουλάχιστον που περιγράφει η συνήγορος του αιτητή - ανεπάρκεια του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής ή και μη πρόσβαση σ’ αυτό.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, ήτοι του ότι η επίδικη αίτηση εξετάστηκε σε συνάρτηση με τη Douala και όχι τη Limbe, που είναι και ο ορθός τόπος τελευταίας διαμονής του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγώ, και συνεπώς δεν αξιολογήθηκε ο κίνδυνος εκεί, το λανθασμένο της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας μέρους του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού αλλά και ότι, συνεπεία των ανωτέρω δεν εξετάστηκε η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης του αιτητή, παρότι – τελικώς – το αποτέλεσμα παραμένει ότι ο αιτητής δεν είναι άτομο που χρήζει διεθνούς προστασίας, θεωρώ δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικαστούν έξοδα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Global Centre for the Responsibility to Protect (Author), published by ReliefWeb: R2P Monitor, Issue 64, 1 March 2023, 2 March 2023, σελ. 4,  https://reliefweb.int/attachments/4df72bc8-c5c2-4e1b-a2db-95e32a179862/R2P-Monitor-March-2023.pdf (ημ. 22/04/2024).

[2] HRW, ‘Cameroon Events of 2023’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)

[3] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire’ (2023), 16 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20230220.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024).

[4] CIA World Factbook, ‘Cameroon’ (2021), https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/cm.html 

[5] UK Home Office, ‘Country Police and Information Note, Cameroon: North-West/South-West crisis’, December 2020, Par. 2.4.30, p. 13, Available: https://www.ecoi.net/en/file/local/2042244/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf 

[6] The Africa Report, ‘Fleeing violence in Anglophone Cameroon, life in Douala is a different hardship’, 20 April 2020, Available: https://www.theafricareport.com/26446/fleeing-violence-in-anglophone-cameroon-life-in-douala-is-a-different-hardship/

[7] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Event Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Centre’) [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[8] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Fatality Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Centre’) [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[9] CITY POPULATION, βλ. Africa – Cameron – Regions: Centre Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[10] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Event Counts’ / ‘Fatality Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Centre’, Actors: ‘Ambazonian Separatists (Cameroon)’) [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[11] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Event Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Centre’, Location: ‘Yaounde’) [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[12] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Fatality Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Centre’, Location: ‘Yaounde’) [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[13] CITY POPULATION, βλ. Africa – Cameron – Major Cities: Yaounde, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 28/05/2024]

[14] ReliefWeb, Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial, Available here: https://reliefweb.int/report/cameroon/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial

[15] UK Home Office, Country Background Note: Cameroon (Δεκέμβριος 2020)”, p. 9, available at: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/948164/Cameroon_-_Background_-_CPIN_-_v1.0__final__Gov.uk.pdf, accessed on 20/10/2022

[16] EASO, COI Query Cameroon Internally Displaced Persons and Returnees in Douala and Yaoundé, p. 2-3, available at: https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_Q27_EASO_COI_Query_Response_CAMEROON_IDPs.pdf , 20/10/2022

[17] AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873, 24 May 2019, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/content/afghanistan-v-secretary-state-home-department-2019#content (accessed on 4 May 2021)

[18] UK - House of Lords, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors, 15 February 2006, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content  (accessed on 4 May 2021)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο