ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1239/23

 

17 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

V.B.M.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντού της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Κ. Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Ν. Τζιρτζιπή (κα) για Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/03/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της  για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 27/11/2021.

 

Στις 17/02/2022 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 06/03/2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή της από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο (EUAA – πρώην EASO) προς εξέταση του αιτήματός της. Στις 09/03/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 09/03/2023 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Στις 28/03/2023 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή στις 26/04/2023.

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας, δια της γραπτής της αγόρευσης,  υποβάλλει γενικά και αόριστα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση κατόπιν λανθασμένης εφαρμογής της νομοθεσίας, ανεπαρκούς έρευνας,  υπό καθεστώς πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα και κατόπιν κατάχρησης εξουσίας. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλει πραγματικούς ισχυρισμούς καταλήγοντας ότι η Αιτήτρια στοιχειοθέτησε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου θα έπρεπε να της χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ενώ η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που της αναλογεί.  

 

Καταρχάς, παρατηρώ ότι οι πλείστοι λόγοι ακύρωσης εγείρονται με γενικότητα και αοριστία στην γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας, δεδομένου ότι ελλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται, ενώ γίνεται αναφορά μόνο στη νομολογία και ουδόλως στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που πλαισιώνουν την επίδικη υπόθεση. Πλην όμως, παρατηρώ ότι  κατά τις διευκρινήσεις, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι έγινε λανθασμένη αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας παραπέμποντας στα ερυθρά 59 και 62, αναφέροντας ότι η Αιτήτρια έδωσε λεπτομέρειες για την ζωή της στη χώρα καταγωγής της με τον συγκεκριμένο στρατηγό, και επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη του εν λόγω στρατηγού από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(I)/2018). 

  

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. 

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι ο σύντροφός της δημοσίευσε γυμνές φωτογραφίες της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επειδή εκείνη τον κατήγγειλε στην αστυνομία, εκείνος άρχισε να την απειλεί. Προσέθεσε δε ότι ένας φίλος τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (ερ. 1 ΔΦ).

 

Κατά τη συνέντευξή της ενώπιον Υπηρεσίας Ασύλου, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 36-46 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στην Αιτήτρια γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική της εμπειρία. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: Λ.Δ.Κ.), ότι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του είναι η κοινότητα Kalamu της πρωτεύουσας Kinshasa. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη και άτεκνη, ενώ, ως προς τα μέλη της πατρικής της οικογένειας, δήλωσε ότι οι γονείς της και ο αδερφός της απεβίωσαν. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αναφορικά με το επάγγελμά της δήλωσε ότι εργάστηκε ως πωλήτρια ρούχων στην Κinshasa (ερ. 44-42 ΔΦ).

 

Αναφορικά με τον λόγο που την ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της δήλωσε ότι ο πρώην σύντροφός της κοινοποίησε βίντεο επί των οποίων η ίδια απεικονιζόταν γυμνή και όταν εκείνη τον κατήγγειλε, εκείνος άρχισε να την απειλεί. Ειδικότερα, η Αιτήτρια προέβαλε ότι ο πρώην σύντροφός της την απείλησε ότι θα τη βλάψει, αφενός μεν γιατί τον κατήγγειλε, αφετέρου δε γιατί ήταν πιο ισχυρός από εκείνη. Προέβαλε δε ότι μια μέρα λεηλατήθηκε η οικία της και ακολούθως η Αιτήτρια επικοινώνησε με ένα φίλο της, ιερέα, ο οποίος την παρέλαβε από την οικία της και τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (ερ. 41 2Χ ΔΦ).

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2021 αποφάσισε να εργαστεί ως ιερόδουλη κατόπιν προτροπής μιας φίλης της. Εξήγησε δε ότι η φίλη της την είχε ενημερώσει ως προς το αντικείμενο της εν λόγω εργασίας και επειδή της εξήγησε ότι ήταν κάτι εύκολο, η Αιτήτρια συμφώνησε (ερ. 39 1Χ ΔΦ). Ως προς τη συνάντησή της με τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τον γνώρισε στα πλαίσια της εργασίας της καθώς ήταν ο πρώτος πελάτης τον οποίο η Αιτήτρια συνάντησε. Επειδή όμως η Αιτήτρια έκλαιγε και του εξήγησε την ιστορία της,  εκείνος αποφάσισε να την πάρει από το συγκεκριμένο μέρος, πλήρωσε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου επί του οποίου η Αιτήτρια αρχικά διέμεινε, ενώ ακολούθως της νοίκιασε ένα ακίνητο επί του οποίου η Αιτήτρια διέμεινε δεχόμενη από εκείνον οικονομική βοήθεια. Ερωτηθείσα πότε συνάντησε τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια επικαλέστηκε το έτος 2019. Κληθείσα να κατονομάσει το ξενοδοχείο επί του οποίου διέμεινε αρχικά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε θυμάται.

 

Κληθείσα να σχολιάσει τη δήλωσή της σύμφωνα με την οποία άρχισε να εργάζεται σαν ιερόδουλη το 2019, σε συνάρτηση με τη δήλωσή της περί του ότι συνάντησε τον πρώην σύντροφό της, ως πρώτο πελάτη, το 2021, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι η σχέση της άρχισε να χαλάει το 2021, επικαλούμενη ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση που της υποβλήθηκε. Ακολούθως ο λειτουργός της ζήτησε να περιγράψει τη σχέση που διατηρούσε με τον πρώην σύντροφό της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι πήγαινε καλά. Κληθείσα να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες η σχέση της με τον πρώην σύντροφό της άρχισε να χαλάει το 2021, η Αιτήτρια δήλωσε ότι άλλαξε η διάθεσή του και ότι η ίδια του έστελνε, στα πλαίσια της σχέσης τους, κάποια δικά της βίντεο ερωτικού περιεχομένου (ερ. 39 2Χ ΔΦ). Ως προς την απόφασή της να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι άρχισε να δέχεται απειλές από το σύντροφό της λόγω του ότι κατήγγειλε στην κοινότητα ότι εκείνος κοινοποίησε τα βίντεο ερωτικού περιεχομένου που του είχε στείλει (ερ. 39 2Χ, 38 2Χ ΔΦ). Ζητηθείσα να περιγράψει τη διαδικασία καταγγελίας ενώπιον της κοινότητας, η Αιτήτρια δήλωσε καταγράφηκε η καταγγελία της και στη συνέχεια κλήθηκε τηλεφωνικώς ο πρώην σύντροφός της (ερ. 38 2Χ ΔΦ). Κληθείσα να περιγράψει την επικοινωνία με το σύντροφό της μέσω της οποίας εκείνος την απείλησε, η Αιτήτρια προέβαλε ότι την απείλησε τηλεφωνικώς και όταν γύρισε στην οικία της διαπίστωσε ότι είχε λεηλατηθεί, με αποτέλεσμα η ίδια να καταφύγει στην Εκκλησία (ερ. 38 3Χ ΔΦ).

 

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν δεόντως από τον αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:

1.   Προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

2.   Τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι απειλήθηκε από τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος ήταν συνταγματάρχης, επειδή τον κατήγγειλε στις αρχές λόγω του ότι εκείνος δημοσίευσε βίντεο επί των οποίων η Αιτήτρια απεικονιζόταν γυμνή.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις της Αιτήτριας και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως μη στοιχειοθετούσες την αξιοπιστία του. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία, o λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της, ενώ, κληθείσα να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα που σχετίζονται με το υπό εξέταση περιστατικό, η Αιτήτρια υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες και ασυνέπειες.

 

Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρχικά δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, σε σχέση με τον πρώην σύντροφό της. Οι δε πληροφορίες που παρείχε σε σχέση με την πρώτη της συνάντηση με τον πρώην σύντροφό της, εργαζόμενη ως συνοδός, ήταν περιορισμένες και γενικόλογες (ερ. 39 1Χ ΔΦ). Επίσης, η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παραθέσει σαφείς και συνεκτικές πληροφορίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο που διέφυγε στην εκπόρνευση μέσω της φίλης της ονόματι Vanessa,  αφού αρχικά δήλωσε ότι το συγκεκριμένο γεγονός έλαβε χώρα το 2021, ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με τη δήλωσή της περί του ότι γνώρισε τον πρώην σύντροφό της, στα πλαίσια της εργασίας της ως ιερόδουλη, το 2019. Κληθείσα άλλωστε να αποσαφηνίσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια δήλωσε ανεπαρκώς ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση και ενέμεινε ασαφώς στο ότι η σχέση της με το σύντροφό της άρχισε να χαλάει το 2021 (ερ. 40 1Χ, 39 1Χ ΔΦ). Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερείς πληροφορίες και περιγραφές ως προς τη σχέση που διατηρούσε η Αιτήτρια με τον πρώην σύντροφό της, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, παρά τις δηλώσεις της περί του ότι διατηρούσε σχέση μαζί του επί διετίας (ερ. 39 1Χ ΔΦ).

 

Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παραθέσει περισσότερα στοιχεία αναφορικά με τα βίντεο που ο πρώην σύντροφός της φέρεται να δημοσίευσε και να εξηγήσει πως η συγκεκριμένη πράξη περιήλθε εις γνώση της, η Αιτήτρια παρέθεσε ελάχιστες λεπτομέρειες αφού οι περιγραφές της ήταν αόριστες και επιφανειακές, ενώ δεν μπόρεσε να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες (ερ. 41 2Χ -3Χ, 39 2Χ ΔΦ). Όταν επίσης ζητήθηκε κατ’ επανάληψη από την Αιτήτρια να παραθέσει στοιχεία και/ή πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία του εν λόγω περιστατικού ενώπιον των αρχών, το μοναδικό, πλην όμως ασαφές και αόριστο στοιχείο που παρέθεσε,  ήταν ότι προέβη στη συγκριμένη καταγγελία ενώπιον της κοινότητας όπου καταγράφηκαν οι δηλώσεις της και κλήθηκε τηλεφωνικώς ο σύντροφός της (ερ. 38 2Χ ΔΦ). Ζητηθείσα, τέλος, να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο ο σύντροφός της την απείλησε, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αορίστως ότι υποβιβάστηκε ο βαθμός που εκείνος έφερε ως στρατιωτικός (ερ. 38 3Χ ΔΦ). Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην ανάλυση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη ενός συνταγματάρχη ονόματι Colonel Karl Lewis, πλην όμως κρίθηκε ότι η εν λόγω πληροφορία δεν θα μπορούσε από μόνη της να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας λόγω της υποκειμενικής φύσης των εξιστορισθέντων εξ εκείνης περιστατικών.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο καθώς δεν έκρινε ότι τα εκ της Αιτήτριας εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

 

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που προέκυψε από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ήτοι των προσωπικών της στοιχείων, της χώρας καταγωγής, του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της όσο και των σχετικών πληροφοριών που αντλήθηκαν ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψε εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa. Ως εκ τούτου ο φόβος της κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ακολούθως, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Κατέληξε δε στο ότι, εν τη απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου,  η Αιτήτρια δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, εν τη απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου να υποστεί η Αιτήτρια σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ή άλλως να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας, το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες των ανωτέρω άρθρων απορρίφθηκε.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη Λ.Δ.Κ. και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας ως άμαχη λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η περιοχή της Kinshasa, σύμφωνα με πληροφορίες που αντλήθηκαν κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές, δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, o λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τη συνήγορο της Αιτήτριας και αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Πέραν των ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια δεν ανέφερε ενώπιον μου οποιονδήποτε λόγο που να καταδεικνύει ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα.  Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). 

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Επίσης, με βάση το προσωπικό της προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια  προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa  υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα και δη από τον πρώην σύντροφό της. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί η Αιτήτρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής ήταν η πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας καθώς και της χώρας καταγωγής. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη συγκεκριμένη περιοχή, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην Kinshasa στην οποία ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί η Αιτήτρια άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.

 

Εκ της συγκεκριμένης έρευνας προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, καθώς εκεί υπάρχουν ένοπλες ομάδες που προκαλούν διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[2]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας, δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων εκεί, αφού, από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες, προκύπτει  ότι οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[3]. Σύμφωνα άλλωστε και με την ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη Λ.Δ.Κ. το τελευταίο τρίμηνο του 2021, προκύπτει ότι μόνο οι επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά της χώρας βρίσκονται υπό τεταμένο καθεστώς ένοπλης βίας.[4]

 

Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές  ενισχύουν το συμπέρασμα περί του ασφαλούς της εν λόγω περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 09/02/2023 έως 09/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 59 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 71 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 29 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 48 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυριών εκ των οποίων δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[5] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τέτοια επίπεδα που σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής μπορεί να χαρακτηρίσει την επικρατούσα κατάσταση ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων όπως το άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί. Ως εκ τούτου,  το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως αλυσιτελώς προβάλλονται επιπρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως από την συνήγορο της Αιτήτριας και πως αυτή δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς του πρόσφυγα ή για να της παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/11/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 13/04/2024]

[3] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,  καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,   UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/04/24)

[4] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/04/2024).

[5] Αccled, Kinshasa, reference period 09/02/2023 - 09/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 13/04/2024]

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 13/04/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο