ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1427/23

 

23 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ρ. Κ.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Φρ. Γέρου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.19/04/23, η οποία κοινοποιήθηκε στις 23/04/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό 1 και 2). Δια του Αιτητικού 3 αιτείται την αναγνώριση του ως πρόσφυγα και δια του Αιτητικού 4 ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Φάκελου (Υπηρεσίας Ασύλου) που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, o αιτητης κατάγεται από το Νεπάλ, εισήλθε στη Δημοκρατία νομίμως, ως φοιτητής σε ιδιωτικό κολλέγιο, στις 10/02/18 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 01/03/22 (ερ.1-3, 23).

Στις 06/11/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του στην παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.16-23). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 13/04/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.30-37).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 23/04/23 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.41).

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθότι στον τόπο διαμονής του επικρατεί πολιτική αστάθεια λόγω διαμάχης μεταξύ Ινδίας και Κίνας και αντιμετωπίζει προβλήματα επειδή κατοικεί κοντά στα σύνορα με την Ινδία. Ως περαιτέρω καταγράφει υπάρχουν διαμάχες μεταξύ της Μουσουλμανικής κοινότητας και της οικογένειάς του που είναι Ινδουιστές. Αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής αναίρεσε τα ως άνω αναφέροντας ότι ήρθε στη Δημοκρατία για να σπουδάσει και να εργαστεί. Ακολούθως, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, ανέφερε ότι αν δεν εγκατέλειπε τις σπουδές του λόγω οικονομικών προβλημάτων θα συνέχιζε τη φοίτηση του και δεν θα υπέβαλλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα στη χώρα καταγωγής λόγω δανεισμού.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, απέρριψαν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας καθώς, ως αναφέρουν στα ερ.31-33, αναφέρθηκαν αμιγώς οικονομικής φύσεως ισχυρισμοί από τον αιτητή (οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί), δεδομένου ότι αναίρεσε τα όσα περί άλλων ζητημάτων είχε καταγράψει στην αίτηση που υπέβαλε, και η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή δεν είναι τέτοια που να εγκυμονεί κινδύνους εκ μόνης της παρουσίας του αιτητή σ’ αυτήν.

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Στις γραπτές αγορεύσεις που καταχώρησε η συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως αφού ο λειτουργός που την έλαβε δεν υπάγεται στους καθ’ ων η αίτηση και δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως προς τούτο. Για το θέμα αυτό ζητήθηκε η καταχώρηση συμπληρωματικών αγορεύσεων εκατέρωθεν, όπερ και εγένετο. Περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα και εξατομικευμένη έρευνα των ισχυρισμών του, ως αναφέρονται στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας και πως η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται επαρκώς.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη και ορθή και πως στα πλαίσια αυτής εξετάστηκαν πλήρως και διεξοδικά οι ισχυρισμοί του αιτητή και ορθώς απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση αφού δεν αποκαλυπτόταν, δεδομένου του ότι ο αιτητής αναίρεσε τα όσα είχε καταγράψει επί της επίδικης αιτήσεως, λόγος στη βάση του οποίου θα μπορούσε να αποδοθεί διεθνής προστασία.

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση οργάνου, ο οποίος, ως λόγος που άπτεται της δημοσίας τάξεως, εξετάζεται βεβαίως αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.

Επί του εν λόγω ζητήματος η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολογεί ότι ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση βρισκόταν μεν σε απόσπαση στους καθ’ ων η αίτηση δυνάμει το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), όμως, στη βάση του αρ.47 (2), διατηρούσε την οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας. Για τον λόγο αυτό, ως ισχυρίζεται, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να υπαχθεί στα διαλαμβανόμενα στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ως λειτουργός που «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου».

Περαιτέρω, ως αναφέρει, η απόσπαση του δεν σημαίνει ότι ήταν και εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πράξεις ως η επίδικη κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα χρόνο. Είναι δε αποδεκτό από τον αιτητή (σελ.3 της συμπληρωματικής του αγόρευσης) ότι ο εν λόγω λειτουργός πράγματι είχε αποσπασθεί, δια πράξεως που δημοσιεύτηκε δεόντως στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/23, δεν αποδέχεται όμως ότι αυτή η απόσπαση ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επί τούτου, δίχως άλλο, σημειώνω ότι η πράξη απόσπασης, ως δημοσιεύτηκε, αναφέρει για απόσπαση από 16/08/22 μέχρι και 28/02/25. Συνεπώς, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη στις 23/04/23, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα χρόνο, η απόσπαση του εν λόγω λειτουργού βρισκόταν σε ισχύ. Σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρει, ακόμα και γίνει δεκτό ότι όντως βρισκόταν σε απόσπαση στον ουσιώδη χρόνο, αυτό δεν σημαίνει ότι ανήκε στην Υπηρεσία Ασύλου, καθώς αυτό θα γινόταν μόνο αν η απόσπαση ήταν στη βάση του αρ.47 (1) (α) και όχι του αρ.47 (1) (δ), ως εν προκειμένω. Αυτό γιατί, ως αναφέρει, στη βάση του αρ.47 (3), εφόσον η απόσπαση γίνει για άλλο λόγο από τον στο αρ.47 (1) (α) αναφερόμενο, τότε ο χρόνος απόσπασης δεν «λoγίζεται ώς υπηρεσία στη θέση αυτή».

Οι καθ’ ων η αίτηση επί των ως άνω αντιτάσσουν ότι ο λειτουργός που έλαβε την δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ήταν δεόντως μέρος της Υπηρεσίας Ασύλου και είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο δεόντως, υποδεικνύοντας τη σχετική πράξη απόσπασης ως δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/22 και σχετική εξουσιοδότηση προς τον εν λόγω λειτουργό ημ.07/03/23, στη βάση του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.37), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, εγκρίνεται και υπογράφεται στις 13/04/23 από τον εγκρίνοντα λειτουργό.

Το ερ.40 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας, στο οποίο παραπέμπουν οι καθ’ ων  η αίτηση συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.07/03/23, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση του λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του νυν Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Ενόψει των ως άνω το μόνο που απομένει είναι να αποφασιστεί κατά πόσο η απόσπαση του εγκρίνοντος λειτουργού στους καθ’ ων η αίτηση είναι τέτοια που να θεωρείται κατά τον χρόνο της απόσπασης του ότι «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

Θα συμφωνήσω επί τούτου με τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση. Τούτο γιατί κατά τον χρόνο της απόσπασης του ο λειτουργός που εξέλαβε την επίδικη απόφαση δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ’ ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.

Η δε αναφορά στο αρ.47 (3) ότι σε περιπτώσεις που η απόσπαση γίνεται για λόγο άλλο από τον στο αρ.47 (1) (α) δεν «λoγίζεται ώς υπηρεσία στη θέση αυτή» γίνεται καθαρά «για όλους τους σκoπoύς τoυ Νόμoυ αυτoύ», ως αμέσως πιο κάτω αναφέρεται στο ίδιο εδάφιο. Είναι εκ τούτου προφανές ότι αυτό που ήθελε να ρυθμίσει ο νομοθέτης με την επίδικη ρύθμιση στην οποία κάνει αναφορά η συνήγορος του αιτητή, είναι για τους σκοπούς υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας σε θέση απόσπασης και όχι για να αποτρέψει ένα αποσπασθέντα υπάλληλο να λειτουργεί ως μέρος της υπηρεσίας όπου αποσπάται, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση. Αυτή λοιπόν η ρύθμιση, ως στο ίδιο εδάφιο διευκρινίζεται, θα πρέπει να διαβάζεται στα πλαίσια του νόμου αυτού και μόνον για τους σκοπούς αυτού.

Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε αντινομικά αποτελέσματα αφού κάθε αποσπασθείς υπάλληλος δεν θα λογιζόταν κατ’ ουσία ως υπηρετών στο τμήμα ή υπηρεσία όπου και αποσπάσθηκε, με συνέπεια να πράττει αναρμοδίως τα όποια καθήκοντα επωμίζεται κατά τον χρόνο της απόσπασης του σ’ αυτή την υπηρεσία. Άλλωστε, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, ο υπάλληλος αυτός, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση, παρά το ότι «εξακoλoυθεί vα κατέχει oργαvικά τη θέση από τηv oπoία απoσπάται, υπάγεται […] στov ιεραρχικό διoικητικό έλεγχo τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo απoσπάται.» [αρ.47 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990)].

Οι ισχυρισμοί λοιπόν περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου απορρίπτονται.

Προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή κατά τη συνέντευξη, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Πολύ απλά ουδέν ισχυρισμό ανέφερε ο αιτητής στη βάση του οποίου θα μπορούσε να χορηγηθεί διεθνής προστασία, δεδομένου του ότι ο ίδιος αναίρεσε κατά την συνέντευξη τον όποιο ισχυρισμό περί ανασφάλειας στον τόπο διαμονής του συνεπεία πολιτικής αστάθειας και έντασης μεταξύ του πληθυσμού για θρησκευτικούς λόγους, ως κατέγραψε στην επίδικη αίτηση και ουδέποτε επ’ αυτών επανήλθε. Παραμένουν λοιπόν, δεδομένου ότι οι λοιποί ισχυρισμοί του αναιρέθηκαν από τον ίδιο τον αιτητή κατά τη συνέντευξη, οι λόγοι αμιγώς οικονομικής φύσης, στους οποίους αναφέρθηκε κατά τη συνέντευξη.

Ουδέν στοιχείο ή μαρτυρία προσήχθη από τον αιτητή στα πλαίσια της παρούσης που να διαφοροποιεί τα ως άνω.

Αξίζει σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι στην περιοχή διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής, σε επικαιροποιημένη αναφορά του ACLED καταγράφεται ότι από 19/04/23 έως 19/04/24, καταγράφηκαν 62 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 2 απώλειες ανθρώπινων ζωών [1] σε σύνολο πληθυσμού περί των 5 εκατομμυρίων [2].

Δεν θεωρώ πως καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της νομολογιακής μεθόδου της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN).

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Σημειώνεται ότι το Νεπάλ έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 19/04/2023-19/04/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots και ΠΕΡΙΟΧΗ: South Asia – Nepal – Province 1

[2] City Population, Nepal – Province No. 1

 https://www.citypopulation.de/en/nepal/admin/

 

 

 

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο