ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2107/23

 

31 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε. Ι. O.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Τζ. Μπετίτο, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Α. Κίτσιου Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 02/06/23 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η  αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 07/03/22 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 20/04/22 (ερ.1-3, 31).

Στις 24/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.15-31). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.40-49) και, στις 26/05/23, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 02/06/23, σε γλώσσα την οποίαν κατανοεί (ερ.50, 3).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής καθώς μια «οικογενειακή διαμάχη» μεταξύ του πατέρα και των θείων του λόγω μια οικογενειακής περιουσίας ιδιοκτησίας του αποθανόντος παππού του. Στα πλαίσια της ως άνω διαμάχης, η μητέρα του σκοτώθηκε δια πυροβολισμού και από το σοκ της απώλειας ο πατέρας του ανέπτυξε υψηλή (αρτηριακή) πίεση, το οποίο τον οδήγησε κι’ αυτόν στον θάνατο. Ως αναφέρει, ο ίδιος είναι ο μόνος διάδοχος του πατέρα του και οι θείοι του θέλουν τώρα να σκοτώσουν τον ίδιο (“after my life”) για να σφετεριστούν πλήρως την κληρονομητέα περιουσία.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι προέρχεται από το Agbor της πολιτείας Delta, όπου γεννήθηκε και διέμενε για όλη του τη ζωή, έχει ολοκληρώσει τη μέση εκπαίδευση, είναι αγγλόφωνος, άγαμος, άτεκνος, έχασε τους δύο του γονείς και έχει μια αδελφή, καθώς η άλλη απεβίωσε σε γέννα, η οποία διαμένει στο ίδιο μέρος και προτού φύγει από τη χώρα έκανε εξάσκηση ως μόδιστρος (fashion).

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι λάμβανε απειλές από τους θείους του (αδελφούς του πατέρα του) σχετικά με τη κληρονομητέα (ακίνητη) περιουσία του παππού του, επαναλαμβάνοντας, εν πολλοίς αυτολεξεί, όσα κατέγραψε στην επίδικη αίτηση, ως ανωτέρω καταγράφονται στα πλαίσια της παρούσης.  

Ερωτώμενος πότε απεβίωσε ο παππούς του ανέφερε το 2011 και ότι οι θείοι του (αδελφοί του πατέρα του) αρνούνταν να μοιραστούν ισομερώς τη κληρονομητέα περιουσία, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να αναφέρει πότε άρχισε η διαμάχη αυτή, αναφέροντας όμως ότι έγινε «τοξική» (η διαμάχη) το 2019, όταν και άρχισαν να παρενοχλούν τον πατέρα του αιτητή και έγινε τότε οικογενειακή συνάντηση, όπου το θέμα όμως δεν λύθηκε. Τότε ο πατέρας του κατήγγειλε το ζήτημα στην αστυνομία, όπως και το 2013. Υποδείχθηκε στον αιτητή ότι η διαμάχη δεν έλαβε διαστάσεις τα πρώτα 4 χρόνια από τον θάνατο του παππού του όμως ακολούθως ανέφερε ότι υπήρχε συμβάν που καταγγέλθηκε στις αρχές το 2013, μόλις 2 χρόνια από τον θάνατο του, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια την αντίφαση αυτή. Ερωτώμενος για το περιεχόμενο ή κάποιο συγκεκριμένο συμβάν και γενικά άλλες λεπτομέρειες για τις απειλές που ισχυρίζεται ότι λάμβανε ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κάτι περαιτέρω πέραν του ότι λάμβανε «απειλές κατά τις ζωής του». Αναφορικά με τον θάνατο της μητέρας του απάντησε και πάλι εν πολλοίς μονολεκτικά, αναφέροντας ότι ήταν προϊόν δηλητηρίασης από τους θείους του, χωρίς να είναι σε θέση να διευκρινήσει που βασίζει αυτή τη πεποίθηση του, πέραν του ότι, σε χρόνο που δεν μπορούσε να καθορίσει, αυτή είχε πάει για φαγητό στον θείο του τότε. Ως περαιτέρω ανέφερε ερωτώμενος για τον προσωπικό φόβο που εκφράζει ο ίδιος, μια θεία του, η οποία μένει στο Lagos, είχε «πληροφορίες», ότι οι θείοι του προσέλαβαν «δολοφόνο και κατάσκοπο» για να τον βλάψουν. Ερωτώμενος πως η θεία του έλαβε αυτές τις πληροφορίες ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν μέσω «ατόμων»

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής, εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Απειλές προς τον αιτητή από τους θείους του για περιουσιακούς λόγους

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο και απέρριψαν τον 2ο ισχυρισμό, καθότι, ως κρίθηκε, το επί τούτου αφήγημα του, ως αναφέρουν στην επίδικη έκθεση, περιείχε κενά, ασάφειες, στερούνταν λογικής και χρονικής συνέπειας και δεν είχε καμία λεπτομέρεια επί των όσων ανέφερε ο αιτητής. Συγκεκριμένα κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιεχόμενο των απειλών, κάποιο συμβάν σχετικό μ’ αυτές, πότε αυτές έγιναν, πως πέθανε η μητέρα του, γιατί συνδέει τον θάνατο της με την οικογενειακή διαμάχη που ανέφερε και γιατί – δεδομένου ότι τίποτε δεν του συνέβη καθ’ όλα αυτά τα χρόνια – θεωρεί ότι οι θείοι του έχουν προσλάβει άτομα για να τον βλάψουν, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να εξηγήσει πως η θεία του, που κατ’ ισχυρισμό του του είχε αναφέρει αυτό, έμαθε αυτές τις πληροφορίες. Κατά συνέπεια, ήταν εκ των ως άνω κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας, ο αιτητής να υποβληθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Αναφορικά ειδικώς με το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν υφίσταται κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας κατά την επιστροφή λόγω αδιάκριτης βίας, καθώς στην πολιτεία Delta (τόπος διαμονής του) δεν υφίσταται κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.   

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, μερικοί εκ των οποίων προωθούνται με τις αγορεύσεις που ακολούθησαν.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Στην αγόρευση του λοιπόν ο αιτητής αναφέρει ότι στερήθηκε του δικαιώματος του σε ακρόαση, καθώς δεν του παρασχέθηκαν κατά τη συνέντευξη υπηρεσίες διερμηνέα στην αγγλική γλώσσα, δεδομένου και του ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο λειτουργός CAS71 που διενήργησε την ακρόαση έχει γνώση της αγγλικής γλώσσας και λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτητής δήλωσε ως μητρική του γλώσσα τα Ika. Επί τούτου κάνει αναφορά σε αποφάσεις αδελφών μου δικαστών (4188/21, ημ.28/04/23 και 1061/22, ημ.11/09/23), στις οποίες, ως ισχυρίζεται, ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για τον ίδιο λόγο. Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του, δεν υποβλήθηκαν επαρκείς ερωτήσεις επί των λεγομένων του και οι ερωτήσεις που έγιναν είχαν συγκεκριμένη κατεύθυνση και δεν επέτρεψαν την παράθεση όλων των γεγονότων που αφορούν την επίδικη αίτηση, πράγμα που, ως ισχυρίζεται οδήγησε τους καθ’ ων η αίτηση σε απόφαση υπό καθεστώς πλάνης, χωρίς να αποδοθεί, ως έπρεπε, ως αναφέρει, το ευεργέτημα της αμφιβολίας και χωρίς να αιτιολογείται η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν εξετάστηκε δε η πτυχή συμπληρωματικής προστασίας.

Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή εξειδικεύεται και αναπτύσσεται δεόντως και είναι έτσι όλοι απορριπτέοι για τον λόγο αυτό. Περαιτέρω, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του και η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί του μη βάσιμου του φόβου του αιτητή είναι εύλογα και ορθά. Σχετικά με τους ισχυρισμούς περί ελλιπούς μετάφρασης και μη ακρόασης του αιτητή αναφέρουν, παραθέτοντας προς τούτο αποφάσεις του Δικαστηρίου, ότι, εφόσον ο αιτητής δήλωσε ρητά ότι αντιλαμβάνεται τη μετάφραση, ουδέν περί τούτου μπορεί να λεχθεί.

Σημειώνω ότι δια της ενστάσεως είχε εγερθεί προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμου της παρούσης προσφυγής, η οποία αποσύρθηκε εν τέλει σε ύστερο στάδιο.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί στερήσεως εκ του αιτητή του δικαίωματος ακρόασης καθώς, ως αναφέρει, δεν του παρασχέθηκαν κατά τη συνέντευξη υπηρεσίες διερμηνέα στην αγγλική γλώσσα, δεδομένου και του ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο λειτουργός CAS71 που διενήργησε την ακρόαση έχει επαρκή γνώση της αγγλικής γλώσσας, σημειώνω τα ακόλουθα.

Εν προκειμένω, ως εκ του ερ.30 διαφαίνεται, προτού αρχίσει η συνέντευξη, εξηγήθηκε στον αιτητή η διαδικασία που θα ακολουθηθεί και του υποδείχθηκε δεόντως ότι σε περίπτωση που δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς τη μετάφραση έχει κάθε δικαίωμα να το αναφέρει αμέσως, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για διασαφήνιση ή επεξήγηση τυχόν αμφιβολιών κατά τη μετάφραση. Στο ερ.3 (επίδικη αίτηση), την οποία συμπλήρωσε ο αιτητής, καταγράφει σε σχετικό πεδίο, την αγγλική γλώσσα ως μητρική του γλώσσα. Ως προκύπτει δε από το ερ.15, μετά το πέρας της συνέντευξης, τα όσα καταγράφηκαν στο επίδικο πρακτικό είχαν αναγνωστεί στον αιτητή, ο οποίος κλήθηκε να επιβεβαιώσει αν τα όσα καταγράφηκαν αποτελούν πλήρη και πιστή καταγραφή των διαμειφθέντων και ότι περαιτέρω κατανοεί την αγγλική γλώσσα και τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, όπου και ο αιτητής έθεσε την υπογραφή του και – επιπροσθέτως – επιβεβαίωσε τα ως άνω προφορικά.

Σχετικά με τα ως άνω, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας του αιτητή με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική του γλώσσα (ερ.3), αλλά και του ότι, ως ανωτέρω αναφέρω, σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του λειτουργού να επικοινωνεί μαζί του στην γλώσσα αυτή και ούτε εξέφρασε αδυναμία αντίληψης από τον ίδιο των διαμειφθέντων κατά τη συνέντευξη, ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη. Το γεγονός δε ότι ο διενεργών τη συνέντευξη είναι και το πρόσωπο το οποίο εκτελούσε χρέη διερμηνέα ουδόλως διαφοροποιεί τα ως άνω και ούτε θεωρώ ότι αυτό αποτελεί παράβαση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.

Δεδομένων των ως άνω οι ισχυρισμοί περί μη δέουσας κατάρτισης του λειτουργού που διενέργησε την επίδικη συνέντευξη και μη γνώσεως της αγγλικής γλώσσας, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, δεδομένου και του ότι το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Δεν μπορώ λοιπόν να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου. Δεδομένης δε της ως άνω κατάληξης μου δεν μπορώ να αντιληφθώ με ποιο τρόπο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο αιτητής εν προκειμένω στερήθηκε του δικαιώματος της ακρόασης.

Σχετικά τώρα με τον ισχυρισμό περί μη υποβολής επαρκών ερωτήσεων στον αιτητή κατά τη συνέντευξη, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, θεωρώ ότι τούτο δεν αρκεί για να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης αφού το Δικαστήριο έχει εξουσία να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], και ο αιτητής διατηρεί δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της προσφυγής ισχυρισμούς, είτε προγενέστερους είτε μεταγενέστερους της επίδικης [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018].

Σχετική με τα ως άνω είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο ερωτήματος επί των δικονομικών συνεπειών της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής, στις σκέψεις 71-72:

«71. Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Εν προκειμένω στα πλαίσια της παρούσης ο αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο και συνεπώς αν ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία και/ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών, ασαφειών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερος, θα μπορούσε και όφειλε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Απομένει η εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων, σε συνάρτηση με την επί της ουσίας ορθότητα των ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση και των αναγκών, αν προκύπτουν εξ αυτών, παροχής διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας και αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και πλάνης κατά τη λήψη της συνεπλέκονται με τα ως άνω και θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτά.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «Όπως προαναφέρθηκε, οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω, διερχόμενος των λεγομένων του αιτητή ως έχουν καταγραφεί στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του. Τα όσα ανέφερε ο αιτητής περιορίστηκαν σε γενικές δηλώσεις και το όλο αφήγημα του παρουσιάζει κενά, σημαντικές ελλείψεις, αοριστίες και χρονική ασυνέπεια εκ των οποίων διαβρώνεται αναπόφευκτα η αξιοπιστία των δηλώσεων του. Ενδεικτικά σημειώνω και πάλι τα όσα ανωτέρω καταγράφω, στα πλαίσια παράθεσης των όσων αναφέρουν και οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιεχόμενο των απειλών, κάποιο συμβάν σχετικό μ’ αυτές, πότε αυτές έγιναν, πως πέθανε η μητέρα του, γιατί συνδέει τον θάνατο της με την οικογενειακή διαμάχη που ανέφερε και γιατί – δεδομένου ότι τίποτε δεν του συνέβη καθ’ όλα αυτά τα χρόνια – θεωρεί ότι οι θείοι του έχουν προσλάβει άτομα για να τον βλάψουν, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να εξηγήσει πως η θεία του, που κατ’ ισχυρισμό του του είχε αναφέρει αυτό, έμαθε αυτές τις πληροφορίες.

Σημειώνεται βεβαίως ότι δεν αναμένεται ο αιτητής να είναι σε θέση να δώσει λεπτομερείς απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που του υποβάλλεται, αναμένεται όμως να είναι σε θέση να αναφέρει με εύλογη λεπτομέρεια και συνέπεια τα γεγονότα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του, όπως ορισμένες λεπτομέρειες από τα κατ’ ισχυρισμό περιστατικά που βίωσε, οι οποίες θα προσέδιδαν την απαιτούμενη αληθοφάνεια και βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητη εν προκειμένω η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».

Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.

Απομένει η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Delta, που αποτελεί και τον τόπο διαμονής του αιτητή.

Κατά τη διάρκεια του 2020, το ACLED ανέφερε συνολικά 100 περιστατικά ασφαλείας (24 μάχες, 52 περιπτώσεις βίας κατά πολιτών, 24 περιστατικά ταραχών, που οδήγησαν σε 120 θανάτους. Από τα 52 περιστατικά βίας κατά πολιτών, τα 39 ήταν επιθέσεις, 12 απαγωγές και 1 σεξουαλική βία. Από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Απριλίου 2021, το ACLED ανέφερε συνολικά 27 περιστατικά ασφαλείας (8 μάχες, 13 περιπτώσεις βίας κατά πολιτών, 6 περιστατικά ταραχών), με αποτέλεσμα 28 θανάτους.[1]

Σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων, για το διάστημα από 27/10/22 έως 27/010/23, σημειώθηκαν στην πολιτεία 105 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 94 ανθρώπων. Εξ αυτών, 35 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (54 θάνατοι), 54 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (29 θάνατοι) και 16 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων (11 θάνατοι). [2] Κατά την περίοδο 27/05/23-24/05/24 καταγράφηκαν 161 περιστατικά βίας (43 περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών, 19 ταραχές, 45 μάχες και 54 διαδηλώσεις, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων).[3] Από αυτά προέκυψαν 123 θάνατοι (18 από περιστατικά βίας εναντίων πολιτών, 15 από ταραχές, 88 από μάχες και 2 από διαδηλώσεις).[4] Σημειώνεται ότι, κατά την απογραφή του 2006, ο πληθυσμός της πολιτείας Delta ήταν περί τα 4 εκατομμύρια κατοίκων. Με βάση την ίδια απογραφή, ο πληθυσμός εκτιμήθηκε περί τα 5 ½ εκατομμύρια το 2016. [5]

Εκ των ως άνω δε πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία διαμονής του αιτητή, είναι περαιτέρω κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

Δεν παραγνωρίζω ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία, όμως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά του αιτητή  εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην υπό κρίση περιοχή, δεδομένου του ότι δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς γι’  αυτόν σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Σχετικώς, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:

«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Εν προκειμένω, ως εκ των ως άνω προκύπτει, οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν σε δέουσα έρευνα των ενώπιον τους στοιχείων και δεδομένων και τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή είναι εύλογα και απολύτως αιτιολογημένα υπό τις περιστάσεις, όπως και η αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας.

Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώνεται εν προκειμένω βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα. 

Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1]https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf , σελ.247,279

[2] ACLED, Dashboard, timeframe 27/10/2022 – 27/10/2023, Nigeria, Delta State, available at: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[3] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Event Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Nigeria’, Admin: ‘Delta’) [ημερ. πρόσβασης 29/05/2024]

[4] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Fatality Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Nigeria’, Admin: ‘Delta’) [ημερ. πρόσβασης 29/05/2024]

[5]https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf , σελ.246

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο