ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 Υπόθεση αρ. 2223/2023

31 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι.D.

από Σομαλία

                                                           Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

  Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                              

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Α. Φιλίππου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

(κ. Ηλίας Φανούς - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την ελληνική στην αγγλική και αντίστροφα.

Κ. Ibrahim- Διερμηνέας, για διερμηνεία από σομαλική στην αγγλική και αντίστροφα)

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 29.03.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΝΣΤΑΣΗ

 

Με την καταχώριση της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση, εγέρθηκε από μέρους τους προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι προέχει, ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, αλλά και λόγω της εγγενούς σπουδαιότητάς της, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης των Καθ' ων η αίτηση περί του εκπροθέσμου καταχώρισης της υπό κρίση προσφυγής, η οποία, εφόσον ευσταθεί, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη. Και τούτο, στη βάση της πάγιας νομολογίας ότι σε περίπτωση διαπίστωσης εκπρόθεσμης καταχώρισης μίας προσφυγής, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής[1]. Κατά τούτο λοιπόν, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση επιζητώντας την τοποθέτηση εκατέρωθεν μερών αναφορικά με την προδικαστική ένσταση, προτού δώσει οδηγίες για καταχώριση γραπτών αγορεύσεων. 

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία σε σχέση με την προδικαστική αυτή ένσταση, οι Καθ’ ων η αίτηση προώθησαν τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω σχετικής επιστολής τους ημερ. 18.04.2023 η οποία ταχυδρομήθηκε αυθημερόν και παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 12.05.2023, ως προκύπτει από την σχετική απόδειξη παραλαβής που εντοπίζεται στο ερυθρό 158 του διοικητικού φακέλου. Ως εκ τούτου, η προσφυγή του Αιτητή η οποία καταχωρίστηκε στις 12.07.2023 είναι εκπρόθεσμη.

 

Στην αντίπερα όχθη, ο Αιτητής αρχικά -κατά τη δικάσιμο της 12ης Οκτωβρίου 2023- δεν αμφισβήτησε την εκπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής του, , παρά μόνο ισχυρίστηκε ότι όταν έλαβε την απορριπτική απόφαση ο ίδιος ήταν ανήλικος και δεν μπορούσε να κάνει κάτι καθώς δεν είχε χρήματα, προσθέτοντας ότι ένα μήνα αργότερα μπόρεσε και βρήκε τα χρήματα και έτσι καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή. Ωστόσο σε επόμενη δικάσιμο, ήτοι στις 08.11.2023, ισχυρίστηκε ότι του είχαν στείλει ταχυδρομικώς την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά αυτή δεν στάλθηκε και ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να την βρει. Σε επισήμανση του Δικαστηρίου ότι σε προηγούμενη δικάσιμο είχε δηλώσει ότι έλαβε την απόφαση αλλά δεν είχε χρήματα για να καταχωρίσει την προσφυγή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι «έγιναν όλα τον ίδιο μήνα. Δεν μπορούσα να καταχωρίσω την προσφυγή γιατί δεν είχα αρκετά χρήματα και δεν εύρισκα το ταχυδρομείο». Ερωτηθείς από το Δικαστήριο που βρήκε τελικώς τα χρήματα για να καταχωρίσει την προσφυγή του, ο ίδιος δεν έδωσε σαφή απάντηση.  

 

Ως η αποκρυσταλλωμένη θέση της νομολογίας, το ζήτημα της προθεσμίας είναι θέμα πραγματικό που αποφασίζεται υπό το φως των συγκεκριμένων περιστατικών της κάθε υπόθεσης[2]. Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει ο διάδικος ο οποίος προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό και τυχόν αμφιβολία ή αβεβαιότητα, σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας, επιλύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή[3].

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ευθυγραμμισμένη και σαφής επί του θέματος ότι, μετά την πάροδο αρκετών ημερών από την λήξη της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής, το βάρος απόδειξης μετατίθεται σ' αυτόν που ισχυρίζεται την καθυστερημένη γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης που τον αφορά[4].

 

Όπως πράγματι προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 29.03.2023 και ακολούθως ετοιμάστηκε απορριπτική επιστολή η οποία φέρει ημερομηνία 18.04.2023. Η εν λόγω επιστολή εντοπίζεται αρχειοθετημένη στον διοικητικό φάκελο (βλπ. ερυθρό 155 του δ.φ.) και επί αυτής εντοπίζεται σφραγίδα: « POSTAL 18 APR 2023 ASYLUM SERVICE MINISTRY OF INTERIOR».

 

Εντοπίζεται επιπλέον στον διοικητικό φάκελο απόδειξη παραλαβής συστημένου ταχυδρομείου ημερ. 12.05.2023. Αποδεικνύεται συνεπώς με παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι, ο Αιτητής έλαβε την επίδικη επιστολή στις 12.05.2023. Στην εν λόγω επιστολή ρητώς αναφερόταν η προθεσμία των 30 ημερών για την προσβολή της, στην περίπτωση που ο Αιτητής το επιθυμούσε, ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Αυτό άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε από τον Αιτητή.  

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής, ως έχει ήδη προλεχθεί, δεν ισχυρίστηκε ότι έλαβε καθυστερημένα την προσβαλλόμενη απόφαση, ή ότι δεν κατανόησε το περιεχόμενο αυτής παρά μόνο απέδωσε την μη εμπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής του  σε ανεπάρκεια οικονομικών πόρων.

 

Αυτό συνεπώς που καλείται το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει, είναι κατά πόσον η αιτιολογία που ο Αιτητής επικαλείται, αν ήθελε κριθεί ως αληθής, είναι αρκετή για να γίνει δεκτή ως εμπροθέσμως καταχωρισθείσα η προσφυγή του. .

 

Διαχρονική νομολογία επιβεβαιώνει ότι η προθεσμία είναι επιτακτική και  πρέπει να τηρείται αυστηρά, αποτελούσα ζήτημα δημοσίας τάξεως. Όπως έχει νομολογηθεί, η προθεσμία αυτή του άρθρου 146.3 είναι ανατρεπτική και δεν υπόκειται σε χαλάρωση[5]. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι πάντως δυνατόν να υπάρξει αναστολή της ταχθείσας προθεσμίας και μόνο εφόσον λόγοι ανωτέρας βίας καθιστούν αδύνατο για τον αιτητή να ασκήσει εμπρόθεσμα την προσφυγή του. Οι εξαιρετικές περιστάσεις, ως έχουν νομολογιακά ερμηνευθεί, είναι συνώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας «force majeure», οι οποίες καθιστούν την άσκηση τα προσφυγής, για όσο χρόνο αυτές διαρκούν, αδύνατη[6].

 

Ανωτέρα βία σημαίνει οποιονδήποτε τυχαίο γεγονός το οποίο είναι απρόβλεπτο και το οποίο θα ήταν αδύνατο να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Με άλλα λόγια, ανωτέρα βία συνιστούν περιστατικά ή/και γεγονότα τέτοιας φύσεως τα οποία είναι εντελώς απρόβλεπτα και τα οποία δικαιολογούν κατά τρόπο απόλυτο την αντικειμενική αδυναμία εμπρόθεσμης κατάθεσης της προσφυγής[7].

 

Αναφορικά με το κατά πόσο σε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει ανωτέρα βία, αυτό είναι ζήτημα πραγματικό σχετικό με το οποίο αποφασίζει το Δικαστήριο στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων κάθε υπόθεσης.

 

Υπό το φως λοιπόν της ως άνω ξεκάθαρης επί του θέματος, διαχρονικής νομολογίας, είναι σαφές ότι ο λόγος που προέβαλε ο Αιτητής (έλλειψη χρημάτων) δεν μπορεί βεβαίως να συνιστά περίσταση ανωτέρας βίας. Ο Αιτητής μπορούσε, λαμβάνοντας μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως να πράξει τα δέοντα προκειμένου να προβεί στην εμπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής του, είτε δια αιτήσεως δωρεάν νομικής αρωγής είτε με την εξασφάλιση, εγκαίρως, του απαραίτητου ποσού για την αγορά των χαρτοσήμων που απαιτούνται για την καταχώριση της προσφυγής του. Το γεγονός ότι κατάφερε τελικώς να εξασφαλίσει τα χρήματα που απαιτούνται για την καταχώριση της προσφυγής, σε μεταγενέστερο ωστόσο στάδιο, είναι ενισχυτικό της θέσης ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω περίπτωση ανωτέρας βίας. Επισημαίνω περαιτέρω, για λόγους πληρότητας, ότι η πρόσθετη θέση του Αιτητή ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι καθώς ο ίδιος ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο που παρέλαβε την επιστολή, δεν ευσταθεί, καθώς ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής γεννηθείς τον Φεβρουάριο του 2004, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ενήλικας (19 ετών).

 

Στην απουσία λοιπόν μαρτυρίας για οιονδήποτε εξαιρετικό λόγο που θα μπορούσε να συντείνει στην διακοπή της επιτακτικής προθεσμίας των 30 ημερών, είναι η κατάληξη μου ότι η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να επιτύχει.

 

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και εξ αυτού απαράδεκτη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €150 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD νΔημοκρατίαςΥποθΑρ. 1429/2019, ημερ. 14.02.2020 και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 06.11.2019.

[2] Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and another (1977) 3 C.L.R. 25.

[3] Costas Neophytou and The Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1964) C.L.R. 280, Ploussiou v. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 230.

[4] Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ v. Κυπριακή Δημοκρατίας, υποθ.αρ. 842/07, ημερομηνίας 26/3/2019, Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., υποθ. αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012.

 

[5] Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 67

[6] Βλ. μεταξύ άλλων Μαραγκού ν. Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1715, Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260.

[7] Βλ. ενδεικτικά, σχετικές αναλυτικές αναφορές και νομολογιακές παραπομπές στο σύγγραμμα του Δρος Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2020, εκεί σελ. 184-186.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο