ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπόθεση Αρ.: 2696/2023

 

28 Μαΐου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ:

O. P. S.

Αιτητή

 

και 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 ......... 

Ο Αιτητής είναι παρών

Τζ. Μπετίτο, Δικηγόρος για τον Αιτητή

Κ. Φράγκου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Η. Φανούς (κ.) για διερμηνεία από την ελληνική στην αγγλική και αντιστρόφως

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 26.6.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.                Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 7.2.2022 υπέβαλε αίτηση. Στις 12.6.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Εν συνεχεία, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 26.6.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13.7.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

2.                Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου τα μέρη αγόρευσαν προφορικώς. Ο Αιτητής δια του συνηγόρου του υποστήριξε ότι παραβιάστηκε η διαδικασία διεξαγωγής της συνέντευξης και συγκεκριμένα του δικαιώματος του Αιτητή σε κατάλληλη διερμηνεία, καθότι η διερμηνεία πραγματοποιήθηκε από τον λειτουργό που διεξήγαγε τη συνέντευξη, χωρίς εκείνος να διαθέτει τα  κατάλληλα εχέγγυα προς τούτο.

 

3.                Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης και παραπέμπουν στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης. Ως προς το θέμα της διερμηνείας, οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στα άρθρο 12 και 15 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, βάσει των οποίων η συνέντευξη διενεργείται σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτητής και δεν αποτελεί υποχρέωση να υπάρχει διερμηνέας στη γλώσσα της χώρας προέλευσης.

 

Το νομικό πλαίσιο

 

4.                Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

5.                Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

6.                Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

7.                Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

 

8.                  Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της  (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς, η επίκληση  ελάσσονος βαρύτητας δικαστικών πλημμελειών δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής αναμένεται  να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε αιτητή. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. 

 

9.                Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

10.             Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή.

 

11.             Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

12.             Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Νιγηρίας, γεννηθείς στην περιοχή Enugu και ως προς τη θρησκεία του δήλωσε Χριστιανός. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία στις 11.12.2021, εξασφαλίζοντας φοιτητική άδεια εισόδου. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, δήλωσε πως έπραξε τούτο επειδή είναι ορφανός και οι θείοι του τον κυνηγούν εξαιτίας της γης του πατέρα του.

 

13.             Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής το χωριό Idem Ani της πολιτείας Enugu και ως τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής την Abuja, όπου διέμενε από το 2012 μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα. Η μητέρα του ασχολείτο με πώληση φαγητού στην τοπική αγορά και ο πατέρας του υπήρξε αρχηγός της περιοχής. Ο τελευταίος απεβίωσε το 2006 ή το 2007. Δήλωσε επίσης ότι έχει δύο αδερφές και δύο αδερφούς. Σε ηλικία δεκαέξι ετών αποφάσισε να μετοικήσειι στην Abuja, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του και παράλληλα εργαζόταν. Από το 2013 έως το 2016 εργαζόταν σε κατάστημα πώλησης ανταλλακτικών για αυτοκίνητα και από το 2016-2019 ή 2017-2020 εργαζόταν σε πετρελαϊκή εταιρεία. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής ανέφερε πως στη Νιγηρία διαμένουν η μητέρα και τα αδέρφια του, ωστόσο δεν γνωρίζει πού βρίσκεται η μητέρα του και μία από τις αδερφές του. Τα άλλα δύο αδέρφια του δήλωσε πως διαμένουν στην πολιτεία Lagos και πως ο ίδιος διατηρεί επαφή μόνο με μία αδερφή του.

 

14.              Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, δύο θείοι του (αδέρφια του πατέρα του) τούς προκάλεσαν πολλά προβλήματα εξαιτίας περιουσιακών διαφορών και ανάγκασαν τόσο τον ίδιο, όσο και την μητέρα του να εγκαταλείψουν το χωριό. Προσέθεσε εξάλλου πως ο ίδιος διέμενε στην Abuja χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, έως ότου πληροφορήθηκε ότι ανακάλυψαν πού βρίσκεται. Κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων στον Αιτητή, δήλωσε πως ο ίδιος είναι ο πρωτότοκος υιός και δεν συμφωνούσαν οι θείοι του με την μεταβίβαση της περιουσίας στο όνομά του. Ανέφερε εξάλλου ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η μητέρα του έλαβαν απειλές κατά της ζωής τους. Κληθείς να αναπτύξει πώς έμαθαν πού βρισκόταν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον πληροφόρησαν ότι ανακάλυψαν πού βρισκόταν και η μόνη του επιλογή ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα. Ερωτηθείς σχετικά με την επίμαχη γη, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο την οικειοποιήθηκαν οι θείοι του. Σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι θα του συμβεί.

 

15.             Αξιολογώντας τις ανωτέρω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο δε δεύτερος αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από τους θείους του με αφορμή την περιουσία του πατέρα του.

 

16.             Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με το προσκομισθέν από τον Αιτητή έγγραφο (έγγραφο διαβατηρίου) και τις εξωτερικές πηγές.

 

17.             Αντίθετα ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κατά την αναφορά του για τον θάνατο του πατέρα του, δήλωσε ότι ήταν ή το έτος 2006 ή το 2007, ενώ σχετικά με την μητέρα του, ισχυρίστηκε ότι αναχώρησε από τον τόπο όπου διέμενε, αλλά δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Ως προς τη δίωξη που ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι υπέστη από τους θείους του, ο Αιτητής υπήρξε γενικός και αόριστος και δεν έδωσε ουσιαστικές πληροφορίες, παρόλο που του δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να το πράξει. Δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες, ούτε να περιγράψει τη φύση των απειλών που ισχυρίστηκε ότι έλαβε. Οι Καθ’ ων η αίτηση σχολίασαν επίσης ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο Αιτητής δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του, καθότι από το 2012 που μετέβη στην Abuja εργαζόταν χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, δεν μετέβη σε άλλη περιοχή και δεν έλαβε οποιαδήποτε άλλα μέτρα προστασίας. Δεδομένης της υποκειμενικής φύσεως των περιστατικών που αφηγήθηκε ο Αιτητής, δεν εξετάστηκε οτιδήποτε πέραν της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του και ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος λόγω έλλειψης συγκεκριμένων πληροφοριών και ικανοποιητικών λεπτομερειών.

 

18.             Με βάση τον μόνο αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψιν το προσωπικό του προφίλ, έκριναν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν και την κατάσταση που επικρατεί στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την περιοχή Nwanwa της τοπικής αρχής Karu στην Abuja (πολιτεία Federal Capital Territory), προκειμένου να διερευνηθεί εάν ο Αιτητής μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες περί συμπληρωματικής προστασίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά τη νομική ανάλυση, κατέληξαν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου

 

19.             Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2006 και ότι ο ίδιος διέμενε στην Abuja από το 2012 μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα. Δήλωσε ότι οι θείοι του άρχισαν να τον ψάχνουν, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένες ενέργειες και χωρίς να δώσει λεπτομέρειες για τις απειλές που έλαβε.  Ερωτηθείς κατά πόσο προέβη σε καταγγελία των θείων του στις αρχές, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, χωρίς να δίνει ικανοποιητική εξήγηση για τον λόγο που δεν προέβη στην εν λόγω ενέργεια. Ο Αιτητής επανέλαβε με αοριστία τους ισχυρισμούς της συνέντευξής του περί απειλών από τους θείους του λόγω της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του, και τους οποίους δεν κατάφερε να τεκμηριώσει. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από την προφορική αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω.

 

20.             Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, αρχικά συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού.

 

21.             Όσον αφορά στο δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, περί φόβου δίωξης του Αιτητή από τους θείους του εξαιτίας της κτηματικής περιουσίας του πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε και την οποία ο Αιτητής, ως πρωτότοκος υιός θα κληρονομούσε, συντάσσομαι επίσης με τα ευρήματα αναξιοπιστίας αυτού. Επιπροσθέτως, επισημαίνονται τα πιο κάτω: ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης αλλά και στην Έκθεση-Εισήγηση των Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον πιο πάνω ισχυρισμό του. Η αφήγηση του Αιτητή, οι απαντήσεις στα ερωτήματα και οι απαντήσεις του ακόμα και στα διευκρινιστικά ερωτήματα που του τέθηκαν ήταν αόριστες, γενικές, σύντομες και χωρίς καθόλου λεπτομέρεια, περιγραφικότητα και βιωματικότητα. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή να απαντήσει με περισσότερες λεπτομέρειες για τον φόβο του από την ισχυριζόμενη δίωξη από τους θείους του και σε όλες τις περιπτώσεις οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικές. Καμία συγκεκριμένη αναφορά δεν γίνεται στις κατ’ ισχυρισμό απειλές που έλαβε ο ίδιος και η μητέρα του. Σημαντικό εξάλλου δεδομένο, το οποίο σχολιάζουν και οι Καθ’ ων η αίτηση αποτελεί το γεγονός ότι ο Αιτητής διέμενε από το 2012 μέχρι και την αναχώρησή του τον Νοέμβριο του 2021, δηλαδή για περίοδο περί των δέκα ετών στην Abuja, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τους θείους του, ενώ δεν προέβη σε οποιαδήποτε εξήγηση για το πώς ανακάλυψαν πού βρισκόταν. Σε σχετική ερώτηση, και πάλι δεν έκανε συγκεκριμένη αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που να τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του, αναφέροντας με αοριστία ότι οι θείοι του πληροφορήθηκαν πού βρισκόταν και πως η μόνη επιλογή που είχε ήταν να εγκαταλείψει τη Νιγηρία, χωρίς να εξηγήσει με ποιο τρόπο αισθάνθηκε φόβο και απειλή κατά της ζωής του. Ο Αιτητής ουδεμία αναφορά έκανε σε περιστατικό που να παραπέμπει σε προσωπική δίωξή του, γεγονός που πλήττει περαιτέρω, την αξιοπιστία του ως προς την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του από τους θείους του. Η επάρκεια των πληροφοριών υπενθυμίζεται πως συνιστά παράγοντα αξιολόγησης της αξιοπιστίας των υπό εξέταση ισχυρισμών.[1] Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, εκ της υποκειμενικής της φύσεως δεν κρίνεται είναι εφικτή η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέτασή της.

 

Αξιολόγηση κινδύνου

 

22.             Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του σημειώνεται καταρχάς ότι, ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή βρίσκεται στην πόλη Abuja της πολιτείας Federal Capital Territory. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια ενός έτους, και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 13.5.2023 έως τις 10.5.2024, στην εν λόγω πολιτεία καταγράφηκαν 243 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 82 απώλειες. Εξ αυτών των περιστατικών, 110 καταχωρήθηκαν ως «διαμαρτυρίες», τα 79 ως «βία κατά πολιτών» τα 31 ως «μάχες» και τα 23 ως «αναταραχές». Στην πόλη Abuja σημειώθηκαν 87 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια την απώλεια μίας ανθρώπινης ζωής.[2] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Federal Capital Territory εκτιμάται ότι το 2022 ανερχόταν στα 3,067,500 και της Abuja στο 1,693,400.[3]

23.             Ως εκ των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων σε σχέση με την Federal Capital Territory στην οποία ανήκει η Abuja, τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης, οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.[4]

24.             Επιπλέον, από το προφίλ του δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος. Σημειώνεται κατά τα άλλο ότι πρόκειται για άτομο που δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία ευαλωτότητας, καθότι είναι άρρεν, ενήλικας, νεαρός, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με εργασιακή πείρα. 

 

25.             Ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province), οι οποίες δεν εκτείνονται στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. [5] 

 

26.             Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

27.              Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

 

28.             Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ήτοι ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

29.              Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

30.             Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

31.             Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

32.             Σε κάθε περίπτωση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός,   συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, μορφωμένο, χωρίς προβλήματα υγείας και με ικανότητα να εργαστεί.

 

33.             Όλως επικουρικώς, ως προς τη διαδικαστική πλημμέλεια, την οποία επικαλείται ο συνήγορος του Αιτητή κατά την προφορική του αγόρευση, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθούν τα εξής. Ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύεται από τον συνήγορο του Αιτητή η βλάβη που επήλθε στον Αιτητή από την ως άνω παράλειψη. Εξάλλου, και όλως επικουρικώς, ως προς την παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, σημειώνεται όσον αφορά τη συνέντευξη, όπως προκύπτει από το πρακτικό αυτής η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στα αγγλικά, γλώσσα που ομιλεί και κατανοεί ο Αιτητής, όπως προκύπτει από το ιστορικό των ερωταποκρίσεων που καταγράφεται στο πρακτικό. Σε κάθε περίπτωση με το πέρας της συνέντευξης, αυτή διαβάστηκε και υπογράφηκε ως προς το περιεχόμενο της από τον ίδιο τον Αιτητή, παρέχοντας την δυνατότητα ελέγχου και προσβολής του σε περίπτωση εσφαλμένης μετάφρασης. Επισημαίνεται επίσης ότι ο Αιτητής στην αίτησή του για διεθνή προστασία δήλωσε στο πεδίο των ομιλούμενων γλωσσών, τα αγγλικά ως μητρική του γλώσσα, κάτω από το πεδίο αναφοράς της μητρικής του γλώσσας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

                                                                                       

                                                                                           Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), σ. 10

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf

[2] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: All event types, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria – Federal Capital Territory/Abuja)

[3] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/ (Nigeria – Federal Capital Territory/Abuja)

[4] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, 'Country Guidance: Nigeria' (2021), σ. 8 και 113

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf 

[5] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο