ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση αρ. 2760/23

 

 

13 Μαΐου   2024

Β. ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥΔ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

S. M. A.

Αιτητής

                                                     Και

                   Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                       Καθ' ων η αίτηση

  

Μ. Ραφαήλ (κος) και Ε. Ραφαήλ (κος) για Μ. Ραφαήλ Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για τον Αιτητή

Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την από 23/6/2023 Απόφαση Α’ βαθμού των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με την από 9/8/2023 απορριπτική επιστολή, την ίδια ημέρα και με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται και αποφασίστηκε η επιστροφή του, στην χώρα καταγωγής του. Η αίτηση του απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να της παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή τη συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω αιτείται αναγνώρισης διεθνούς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, υπήκοος Σομαλίας και αφίχθηκε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων από την Τουρκία και μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, και στις 14/5/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 8/6/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμό διο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας στις 21/6/2023. Στις 23/6/2023, ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση και εισήγηση σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στις 9/8/2023, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν, ενώ του εξηγήθηκε το περιεχόμενο με την βοήθεια διερμηνέα, σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο.

Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στην αυτοπρόσωπη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 17/8/2023 και εν συνεχεία διόρισε συνήγορο για να τον εκπροσωπήσει.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ 

 

Κατά την καταχώρηση της προσφυγής, ο Αιτητής, ο οποίος δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, δεν προέβαλε κανένα νομικό ισχυρισμό εναντίον της επίμαχης απόφασης απόρριψης του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Σημείωσε δε, ότι δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, λόγω απειλών από την οργάνωση AlShabaab.

Έπειτα από τον διορισμό συνηγόρου για την εκπροσώπηση του Αιτητή στις 23/10/2023, καταχωρήθηκε στις 24/10/2023 αίτημα δια κλήσεως,  μέσω του οποίου ο Αιτητής δια των συνηγόρων του, αιτείτο διάταγμα του δικαστηρίου που να επιτρέπει την τροποποίηση του αιτητικού της προσφυγής. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του Αιτητή στις 24/10/2023, και η τροποποιημένη προσφυγή καταχωρήθηκε  στις 3/01/2023.

Κατά την τροποποιημένη προσφυγή και μέσω της Γραπτής Αγόρευσης, ο Αιτητής, δια των συνηγόρων του,  βάλλει κατά της προσβαλλόμενης για τους κάτωθι λόγους: 1) Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, 2) μη δέουσα έρευνα, 3) έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης.

Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι συνήγοροι του Αιτητή, διατείνονται ότι η κατ’ ουσίαν απορριπτική απόφαση α’ βαθμού της διοικήσεως είναι η από 9/8/2023 απορριπτική επιστολή, αντί της από 23/6/2023 Απόφασης Α’ βαθμού, και κατά συνέπεια εξεδόθη από αναρμόδιο όργανο, δεδομένου ότι η κ. Χρ. Παντελίδου που την υπογράφει δεν είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών προς τούτο.

Περαιτέρω και σε σχέση με τους άλλους δύο λόγους ακύρωσης, επικαλείται αφενός έλλειψη αιτιολογίας της από 23/6/2023 Απόφασης α’ βαθμού, δεδομένου ότι δεν περιέχει στο σώμα της νομικούς και πραγματικούς λόγους αξιολόγησης της αίτησης, ισχυριζόμενοι παράλληλα ότι η σχετική  Έκθεση – Εισήγηση δε συνιστά μέρος της αιτιολογίας. Περαιτέρω και όσον αφορά την Έκθεση – Εισήγηση, παραπονούνται για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο του Αιτητή, παράλειψη εξέτασης του πραγματικού κινδύνου σωματικής βλάβης, παράλειψη αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή, υπό την έννοια της αξιολόγησης του κινδύνου που αυτός διατρέχει και όχι όσων επικαλέστηκε για το παρελθόν και τέλος εσφαλμένη αξιολόγηση των προϋποθέσεων συμπληρωματικής προστασίας.

Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή τους Αγόρευση, αρνούνται τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, υποβάλλουν δε ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, είναι η θέση τους ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους στο αρ. 3(1) του Νόμου.

Με την από 29/1/2024 Απαντητική τους Αγόρευση, οι συνήγοροι του Αιτητή, επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς τους περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, έλλειψη αιτιολογίας και μη δέουσα έρευνα εκ μέρους της Υπηρεσίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

 

Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

 

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά επίσης ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

 

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

 

Είναι  ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι με γενικότητα που προβάλλονται τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής του όσο και με την γραπτή αγόρευση του. Ελλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Αναπαράγει  στην ουσία τους λόγους ακύρωσης στην παρούσα  προσφυγή χωρίς να αναπτύσσει ή να τεκμηριώσει, ή να στοιχειοθετεί και  να αποδεικνύει  οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.

 

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :

«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

 

Η αγόρευση συνιστά το μέσο ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας  που στην παρούσα δεν προκύπτει. Είναι δε εμφανές ότι η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τα νομικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής τα οποία ωστόσο δεν αιτιολογούνται.

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με την αναρμοδιότητα του προσώπου που εξέδωσε την απόφαση, ο οποίος εδράζεται στο επιχείρημα ότι απόφαση συνιστά η από 9/8/2023 απορριπτική επιστολή, αντί της από 23/6/2023 Απόφασης Α’ βαθμού και κατά συνέπεια υπογράφεται από αναρμόδιο όργανο,  δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Ως εκ του περισσού,  σημειώνεται ότι «απόφαση» συνιστά η πράξη της διοικήσεως, η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συµπληρωµατικής προστασίας δυνάµει του Περί Προσφύγων Νόμου. Η πράξη δε αυτή, διαφέρει από την απορριπτική επιστολή της διοικήσεως, με την οποία γνωστοποιείται στον Αιτητή η σχετική Απόφαση. Εξάλλου, το γεγονός ότι η απορριπτική επιστολή εμπεριέχει σύνοψη της Απόφασης, προς πλήρη ενημέρωση του Αιτητή, δεν μπορεί να οδηγήσει σε λογικό σε συμπέρασμα ότι αποτελεί εν τοις πράγμασι απόφαση αντικαθιστώντας την απόφαση την οποία γνωστοποιεί. Περαιτέρω και σε σχέση με το αναιτιολόγητο της Απόφασης Α' βαθμού παραθέτω το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστού κ. Κλεάνθους[1] Βλ. Υπόθεση Αρ. 1374/2021, M.F. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 24.2.2022,), το οποίο υιοθετώ. “Περαιτέρω, απολύτως θεμιτή, σύμφωνα και με την παρατεθείσα νομολογία, είναι και η έγκριση της εισήγησης του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία με την έγκρισή της αποτελεί την αιτιολογική βάση της εκδιδόμενης απόφασης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η επανάληψη της αιτιολογίας σε ξεχωριστό έγγραφο και χωρίς αυτό να θεωρείται εγκατάλειψη της δικής του αποφασιστικής αρμοδιότητας. Το άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω καθώς αφορά στην υποχρέωση τήρησης πρακτικών κατά τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων. Αντίθετα, συναφές είναι το άρθρο 17(8) του ιδίου νόμου δυνάμει του οποίου δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα. Εν προκειμένω, η υιοθέτηση της Έκθεσης / Εισήγησης, η οποία εμπεριέχει πολύ συγκεκριμένη ανάλυση και εισήγηση, δεν συνιστά αποχή από την άσκηση της εξουσίας του αποφασίζοντος οργάνου αλλά με την έγκρισή της εκδόθηκε η επίδικη πράξη και το περιεχόμενο της εισήγησης καθίσταται παράλληλα η αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

Όπως υπαγορεύει η πρακτική που ακολουθείται στον δημόσιο τομέα και η λογική προσέγγιση των πραγμάτων, κανένας Διευθυντής δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει δε εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών να ενεργούν στο πλαίσιο των οδηγιών τους. Κατά αναλογία δεν αναμένεται ευλόγως από τον Προϊστάμενο να διενεργεί ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο όλες τις συνεντεύξεις και να προβαίνει ο ίδιος σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προ της εκδόσεως της απόφασης επί αιτήσεως ασύλου, αλλά μπορεί να ενεργεί στη βάση εισήγησης λειτουργών που έχουν ακριβώς το καθήκον να προβαίνουν σε ενδελεχή εξέταση κάθε περίπτωσης και να συντάσσουν σχετικό εμπεριστατωμένο πόρισμα, το οποίο δύναται στη συνέχεια ο Προϊστάμενος να εγκρίνει, εκδίδοντας κατά αυτό τον τρόπο την απόφασή του (Βλ. Προσφυγή υπ' αριθμό: 42/2011, Guilan Zou v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2013, Προσφυγή υπ' αριθμό 1606/2015, Σολωμού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6.9.2018, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1159/2021 κ.α., Εgypt Air v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.4.2019). “

 

Ως εκ τούτου, και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί ελλιπούς αιτιολογίας, πέραν του ότι εγείρεται κατά τρόπο αόριστο και άρα απαράδεκτο, δεν μπορεί και στην ουσία του να γίνει αποδεκτός. Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι με την έγκριση της εισηγητικής έκθεσης από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου, κατ' ουσία η αιτιολογία της εισήγησης αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της επίδικης πράξης. Εξετάζοντας δε την εισηγητική έκθεση, η αιτιολογία της απόρριψης της αίτησης του Αιτητή προκύπτει εναργώς και συμπληρώνεται περαιτέρω από τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου (ιδίως την αίτηση ασύλου και τη συνέντευξη του Αιτητή).

 

Αναφορικά με το ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371,Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Avra Georghiou Knai ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να συντρέχει από κυβερνητικά ή μη κυβερνητικά όργανα δίωξης.

 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

 

Περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο στο στάδιο αυτό να καταγραφούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε o Αιτητής στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία από την Υπηρεσία Ασύλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στον φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από τη Σομαλία. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγή του εξαιτίας της ανασφάλειας που επικρατεί στη χώρα του.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε  στο Mogadishu της Σομαλίας, όπου έζησε μέχρι την ηλικία των 6 ετών, όταν με τους γονείς του μετοίκησαν στην περιοχή CeelBuur, της επαρχίας Galmudug. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 2016, όταν και επέστρεψε στο Mogadishu, στην οικεία της θείας του. Ερωτηθείς σχετικά με το λόγο που μετέβη στην οικεία της θείας του, δήλωσε ότι η AlShabab ήθελε να τον στρατολογήσει. Φυλετικής καταγωγής Murusade, μουσουλμάνος, άγαμος και άτεκνος, φοίτησε ένα έτος διεθνείς σχέσεις στο πανεπιστήμιο του Mogadishu, ενώ χαίρει υγείας. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από του γονείς του και τρεις αδερφές, όλοι τους διαμένοντες στο Mogadishu. Εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα καταγωγής του στις 16/3/2021.

 

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στη στοχοποίηση του από την τρομοκρατική οργάνωση AlShabab, λόγω της εργασίας του, των απειλών που δέχτηκε και την απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι εργάζονταν ως διοικητικός υπάλληλος στο Υπουργείο Παιδείας από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Από την αρχή της εργασίας του, μέλη της AlShabab ήρθαν σε επαφή μαζί του και το Σεπτέμβριο του 2020 του έστειλαν ένα μήνυμα ενημερώνοντας τον ότι γνωρίζουν που εργάζεται και ζητώντας του χρήματα σε μηνιαία βάση. Αφού ο ίδιος αγνόησε το μήνυμα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, επικοινώνησαν με τον πατέρα του, απειλώντας τον πως αν ο Αιτητής δεν καταβάλει τα χρήματα θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Ο Αιτητής απευθύνθηκε στη κυβέρνηση, όπου τον ενημέρωσαν ότι δεν μπορούν να τον βοηθήσουν, αλλά θα προσπαθήσουν. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2020, μέλη της AlShabab, επικοινώνησε εκ νέου με τον Αιτητή, απειλώντας τον ότι αν δεν πληρώσει τα χρήματα, θα έρθουν στην οικεία του. Στις 10/12/2020 και ενώ βρίσκονταν καθ’ οδόν με τη μηχανή με τη θεία του, του τηλεφώνησαν εκ νέου, λέγοντάς του ότι γνωρίζουν που βρίσκεται και στη συνέχεια πυροβόλησαν προς το μέρος τους, με αποτέλεσμα τη δολοφονία της θείας του. Τέλος, κάποιες ημέρες αργότερα, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του, έλαβε ακόμα μια κλήση από μέλη της AlShabab, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 10/12/2020, για τον λόγο που ενώ έλαβε το απειλητικό τηλεφώνημα δεν επιχείρησε να διαφύγει, απάντησε ότι τα μέλη της οργάνωσης βρίσκονταν πίσω του, ενώ ερωτηθείς για τον λόγο που τον κάλεσαν δεδομένου ότι τους ακολουθούσαν, δήλωσε ότι του είπαν ότι γνωρίζουν που βρίσκεται.

 

Ερωτηθείς σχετικά με τα τηλεφωνήματα που έλαβε ο πατέρας του, δήλωσε ότι σκοπός ήταν η ενημέρωσή του, ενώ σχετικά με τυχόν κίνδυνο τον οικείων του από μέλη της AlShabab, δήλωσε ότι πλέον είναι ασφαλείς.

 

Ερωτηθείς για το διάστημα που μεσολάβησε από τα τέλη Δεκεμβρίου 2020 μέχρι τον Μάρτιο του 2021 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεδομένου ότι τα μέλη της AlShabab γνώριζαν τον τόπο κατοικίας του, δήλωσε ότι από τον Ιανουάριο του 2021 κρύβονταν σε κάποιο άλλο σπίτι, ενώ όταν του αντιπαραβλήθηκαν οι προηγούμενες δηλώσεις του περί διαμονής στην οικεία της θείας του, δήλωσε ότι ίσως δεν είχε αντιληφθεί την ερώτηση. Περαιτέρω, ερωτηθείς για τη χρονική απόσταση μεταξύ της επίθεσης στις 10/12/2020 και των τηλεφωνικών απειλών στα τέλη Δεκεμβρίου, απάντησε ότι ίσως ξεχνάει τις ημερομηνίες.

 

Περαιτέρω, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει τη διαφοροποίηση των δηλώσεων του κατά την από 20/5/2021 συνέντευξη ευαλωτότητας, όπου επικαλέστηκε ως λόγο φυγής του, την προσπάθεια της AlShabab να τον στρατολογήσει, δήλωσε ότι εκείνη τη περίοδο δεν είχε στην κατοχή του έγγραφα για να υποστηρίξει την εργασία του στο Υπουργείο Οικονομικών, ενώ ερωτηθείς εκ νέου γι’ αυτή τη διαφοροποίηση, δήλωσε ότι πονούσε το χέρι του, ερωτηθείς δε πως αυτό τον επηρέασε στη συνέντευξη, παρέμεινε σιωπηλός. Αναφορικά με την αδυναμία να προσκομίσει τα έγγραφα σε προηγούμενο στάδιο, δήλωσε ότι τα είχε στο προσωπικό του email, που ωστόσο δεν είχε πρόσβαση, πως τα πρωτότυπα βρίσκονται στη χώρα καταγωγής του και πως δεν τα πήρε μαζί του επειδή φοβόταν.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το διαβατήριό του, όπου φέρει ημερομηνία έκδοσης προγενέστερη των περιστατικών που ανέφερε, δήλωσε ότι αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα, μεταξύ των οποίων η στρατολόγησή του από την AlShabab, ενώ ερωτηθείς για το λόγο που δεν αναφέρθηκε σε αυτό τον ισχυρισμό, δήλωσε ότι θεωρούσε ότι δεν έχει κάποια σημασία, καθώς ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ήταν η εργασία του. Ερωτηθείς περαιτέρω, δήλωσε ότι στο Mogadishu ήταν ασφαλής σε σχέση με τη στρατολόγηση, αλλά αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω της εργασίας του, ενώ, τέλος, ερωτηθείς για τη δυνατότητά του να εργάζεται τις επόμενες της επίθεσης ημέρες, δήλωσε ότι πήγαινε στη δουλειά και στη συνέχεια κρυβόταν στην οικεία του.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το μελλοντικό του σε περίπτωση επιστροφής του, δήλωσε ότι θα τον κυνηγήσει η AlShabab, ενώ ερωτηθείς αν οι αρχές της χώρας καταγωγής του θα του επιτρέψουν να επιστρέψει, απάντησε καταφατικά.  

 

Σχετικά με τη δυνατότητα του να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του, απάντησε αρνητικά, καθώς η AlShabab θα τον εντοπίσει οπουδήποτε.

 

Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης του μεταφράστηκε ορθά.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Ε.Υ.Υ.Α. και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

 

Στην Εισηγητική Έκθεση του, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διέκρινε και κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, και  ο δεύτερος αναφορικά με το φόβο δίωξης του Αιτητή από την AlShabab, λόγω της εργασίας του στο Υπουργείο Παιδείας. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως ο δεύτερος ισχυρισμός, έτυχε απόρριψης.

 

Ειδικότερα σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονταν από αντιφάσεις, αοριστίες, ασυνέπειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και υπεκφυγές. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με το από 10/12/2020 περιστατικό, χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας, δεδομένου ότι παρά τις απειλές για τη ζωή του, δεν επιχείρησε να διαφύγει, ενώ οι διευκρινήσεις που παρείχε ότι βρίσκονταν πίσω τους και ότι του τηλεφώνησαν δηλώνοντάς του ότι γνωρίζουν που βρίσκεται, κρίθηκαν ασαφείς και αόριστες. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του αναφορικά με την κατοικία του, το διάστημα που ακολούθησε από την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κρίθηκαν αντιφατικές, καθώς πρώτα ανέφερε ότι κρυβόταν από σπίτι σε σπίτι και εν συνέχεια ότι διέμενε στο σπίτι της θείας του, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις γι’ αυτή την αντίφαση. Επίσης, μη ευλογοφανείς κρίθηκαν οι δηλώσεις του αναφορικά με το διάστημα που μεσολάβησε από την επίθεση εις βάρος του και των απειλών που δέχτηκε, καθώς θα αναμένονταν εύλογα, γνωρίζοντας την οικεία του, να τον αναζητήσουν άμεσα, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε ότι ξεχνάει ημερομηνίες, κρίθηκε ως μη ικανοποιητική. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι αντιφάσεις των δηλώσεων του Αιτητή, αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, όπου στην από 20/5/2021 συνέντευξη ευαλωτότητας που του διενεργήθηκε αναφέρθηκε στις προσπάθειες της Al -Shabaab να τον εντάξει στο δυναμικό της, κάτι που διαφοροποίηση στη συνέντευξη για το αίτημα του για διεθνή προστασία, όπου αναφέρθηκε σε δίωξη από την ίδια οργάνωση, λόγω της εργασίας του στο υπουργείο παιδείας. Οι εξηγήσεις που παρείχε δε, για την ανωτέρω αντίφαση, κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές, δεδομένου ότι αφενός απέδωσε αυτή την αντίφαση στην απουσία αποδεικτικών εγγράφων για την εργασία του, αφετέρου επικαλέστηκε πόνο στο χέρι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ευαλωτότητας. Επίσης, οι δηλώσεις του σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα, κρίθηκαν ως ασαφείς, καθώς ανέφερε πως τα είχε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, αλλά δεν είχε πρόσβαση στο κινητό του τηλέφωνο, ασαφείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις του σχετικά με τα πρωτότυπα έγγραφα. Ασυνεπείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με την ημερομηνία έκδοσης του διαβατηρίου του σε προγενέστερο χρόνο της έναρξης της εργασίας του στο Υπουργείο Παιδείας, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις, δήλωσε ότι ο λόγος έκδοσης διαβατηρίου αφορούσε τις προσπάθειες στρατολόγησής του από την Al -Shabaab και πως δεν το έκρινε ως σημαντικό ζήτημα, εξού και δε το ανέφερε. Τέλος, οι δηλώσεις του σχετικά με τη συνέχιση της εργασίας του, παρά των απειλών που δέχονταν, καθώς και οι διευκρινήσεις ότι μετά τη δουλειά πήγαινε στην οικεία του να κρυφτεί, κρίθηκαν ως μη ευλογοφανείς. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αξιολογήθηκαν τα προσκομισθέντα έγγραφα του Αιτητή, ήτοι το αντίγραφο της εργασιακής του ταυτότητα από το Υπουργείο Παιδείας, αντίγραφα μισθοδοσίας και αντίγραφο ποινικού μητρώου από την αστυνομία.

 

Περαιτέρω κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι επί τη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και των πληροφοριών σχετικά με τη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον συνήθη τόπο διαμονής του Αιτητή, ήτοι το Mogadishu, υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη. 

 

Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, ότι ο πιθανολογούμενος κίνδυνος που καταφάνηκε δεν δύναται να θεμελιώσει βάσιμος φόβος δίωξης όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 2(δ) του «Qualification Directive» ως επίσης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν.6(Ι)/2000], και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικού καθεστώτος.

 

Αναφορικά δε, με το δικαίωμα στη συμπληρωματική προστασία, με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου διαπιστώθηκε ότι: (α)  δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 15 (α) του Qualification Directive, (β) δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) του Qualification Directive σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και (γ) Ούτε και κρίθηκε ότι ο Αιτητής με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως άμαχος, συνεκτιμώντας τη κατάσταση που επικρατεί, σε συνδυασμό με το προσωπικό προφίλ του Αιτητή.

 

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκανε αποδεκτό ως αξιόπιστο τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, περί των προσωπικών του στοιχείων και απέρριψε το δεύτερο ισχυρισμό.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από ασάφεια, γενικότητα, αοριστία και αντιφάσεις. Ειδικότερα, οι περιγραφές του σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε από μέλη της AlShabab, αλλά και της επίθεσης εις βάρος του, ήταν παντελώς γενικές, χωρίς να είναι σε θέση ο Αιτητής, παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, να παράσχει οποιαδήποτε λεπτομέρεια για τα περιστατικά, το περιεχόμενο των απειλών, και το χρονικό της επίθεσης εις βάρος του, αρκούμενος σε απλές και γενικές πληροφορίες, που από κανένα σημείο δεν μπορούν να δημιουργήσουν υποψία περί εξιστόρηση βιωματικών συμβάντων από τον Αιτητή. Επίσης αντιφατικές και αόριστες χαρακτηρίζονται οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το διάστημα που παρέμεινε στη χώρα καταγωγής του, αναφέροντας αρχικά πως διέμενε στη θεία του και στη συνέχεια σε άλλο σπίτι όπου κρυβόταν, χωρίς ωστόσο να μπορεί να παράσχει κάποια εξήγηση για την εν λόγω διαφοροποίηση. Ακόμη δε και σχετικά με τη διαφοροποίηση στις δηλώσεις του σχετικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, παρατηρώ ότι κατά την από 20.5.2021 συνέντευξη ευαλωτότητας που του πραγματοποιήθηκε, δήλωσε ως λόγο φυγής του από τη χώρα του, την προσπάθεια στρατολόγησής του από την AlShabab, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε περί αδυναμίας πρόσβασης στα αποδεικτικά έγγραφα και περί πόνου στο χέρι του, χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας.

 

Εξάλλου, στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιτιάσεις των συνηγόρων του Αιτητή περί μη αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή, λόγω του τίτλου του ισχυρισμού περί φόβου δίωξης που υποδηλώνει αξιολόγηση του μελλοντικού φόβου, τυγχάνουν απορριπτέοι, δεδομένου ότι παρά το άστοχο του τίτλου, κατά την αξιολόγηση του εν λόγω ισχυρισμού, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αξιολογήθηκαν τα ουσιώδη περιστατικά που επικαλέστηκε ο Αιτητής, χωρίς φυσικά ο τίτλος ενός ισχυρισμού να επηρεάζει την κατ’ ουσίαν εξέτασή του.

 

Συνεπώς, προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των στοιχείων του πρώτου ισχυρισμού που έγιναν αποδεκτά και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι βάσιμος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν παρίσταται ενόψει των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέτοιος φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.

 

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κατά βάσιμο τρόπο αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή απάνθρωπη μεταχείριση. Μένει να εξετασθεί το στοιχείο γ του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας το Άρθρο 15(γ) της Οδηγίας για αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων συμπληρωματικής προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει πως «σοβαρή απειλή» σημαίνει η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης

Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν τα στοιχεία που συνιστούν τη διάταξη και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για να τύχει εφαρμογής η εν λόγω πρόνοια. Η ευρωπαϊκή οδηγία δεν παρέχει ορισμό του στοιχείου της «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», εντούτοις στηνυπόθεση Aboubacar Diakite ν. Commissaire general aux refugies et aux apatridesC-285/12 το ΔΕΕ ερμηνεύοντας την έννοια «ένοπλη σύρραξη» κατέληξε πως πρέπει να δοθεί μια ερμηνεία, αυτόνομη από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, καθώς επίσης έθεσε ένα κατώτατο επίπεδο/όριο ως προς το κατά πόσο μια «ένοπλη σύρραξη» λαμβάνει χώρα, αναφέροντας στη σκέψη 35:

«[.] το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως πρέπει να γίνεται δεκτή, όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, όταν οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός της συρράξεως αυτής ως ένοπλης συρράξεως που δεν έχει διεθνή χαρακτήρα, υπό την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και χωρίς η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργανώσεως των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων ή η διάρκεια της συρράξεως να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως σε σχέση με την εκτίμηση του βαθμού βίας που δεσπόζει στην οικεία επικράτεια.»

Περαιτέρω όμως, μια επιπλέον και καθοριστική προϋπόθεση για τη εφαρμογή του άρθρου 15 (γ) είναι η ύπαρξη «αδιάκριτης άσκησης βίας» αφού όπως αναφέρθηκε η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» αποτελεί μεν αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση όπως τονίζεται και στη δικαστική ανάλυση του EASO. Θα πρέπει συνεπώς να εκτιμάται τόσο η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης (διεθνούς ή εσωτερικής) όσο και ο βαθμός της βίας, αφού όπως επισημάνθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση του στην Diakité (σκέψη 30):

«Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ' εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43).»

Σε σχέση με τον ορισμό της «αδιάκριτης άσκησης βίας» στην απόφαση του ΔΕΕ που εκδόθηκε στην υπόθεση Elgafaji αποφάνθηκε ότι ο όρος «αδιάκριτη» σημαίνει ότι η βία «μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους». Το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι απαιτείται η ύπαρξη «εξαιρετικής κατάστασης» για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) στους αμάχους εν γένει.

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι για να ισχύει κάτι τέτοιο:

«[.] ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη . [πρέπει να] είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας.»

Στη σκέψη 39 το ΔΕΕ τόνισε την ίδια στιγμή πως θα:

"[.] πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Παραδείγματα πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας μπορεί να είναι τα εξής: μαζικές στοχευμένες βομβιστικές επιθέσεις, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, επιθέσεις ανταρτών, παράπλευρες απώλειες σε άμεσες ή τυχαίες επιθέσεις σε περιοχές πόλεων, πολιορκία, καμένη γη, ελεύθεροι σκοπευτές, τάγματα θανάτου, επιθέσεις σε δημόσιους χώρους, λεηλασίες, χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών κ.λπ.

Με βάση και τις σκέψεις 35, 39 και 43 του ΔΕΕ, στην υπόθεση Elgafaji, η EASO αναφέρει πως εκεί όπου υφίσταται «αδιάκριτη άσκηση βίας» μπορεί να γίνει η ακόλουθη διαφοροποίηση σε δύο κατηγορίες ως προς το βαθμό της:

1. Εδάφη όπου ο βαθμός βίας φθάνει σε τέτοιο υψηλό επίπεδο ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας

2. Εδάφη όπου λαμβάνει χώρα αδιάκριτη άσκηση βίας, εντούτοις δεν φθάνει σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, και σε σχέση με την οποία περαιτέρω ατομικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να αποδειχθούν

Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία θα πρέπει να αναφερθεί ότι βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» ('sliding scale'), σύμφωνα με την οποία:

«όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31).»

Όπως αναφέρεται και στη σχετική δικαστική ανάλυση του EASO για το Άρθρο 15 στοιχείο γ) εν σχέση με τις ενδείξεις αδιάκριτης άσκησης βίας θα πρέπει να εξετάζεται από τα δικαστήρια τι προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία. Τα «κριτήρια Sufi και Elmi» βάσει της απόφασης του ΕΔΔΑ είναι (χωρίς να αποτελούν εξαντλητικό κατάλογο):

·         οι αντιμαχόμενες πλευρές και η αντίστοιχη στρατιωτική τους ισχύς·

·         οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι και τακτικές πολέμου (κίνδυνος θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού)·

·         το είδος των χρησιμοποιούμενων όπλων·

·         η γεωγραφική έκταση των μαχών (τοπικές ή εκτεταμένες)·

·         ο αριθμός νεκρών, τραυματιών και εκτοπισμένων αμάχων ως αποτέλεσμα των μαχών.

 

Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση  με την περιοχή καταγωγής του Αιτητή προκύπτει ότι :

Η περιοχή Benadir (ή Banadir/Benaadir) βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Σομαλίας και συνορεύει με τις περιοχές Middle Shabelle και Lower Shabelle.[2] Η περιοχή καλύπτει την ίδια περιοχή με την πόλη Mogadishu,[3] που αποτελεί την πρωτεύουσα και των δύο την περιοχή Banadir[4] και τη Δημοκρατία της Σομαλίας.[5] Εκτός από την έδρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Σομαλίας, το Μογκαντίσου είναι ο κύριος οικονομικός κόμβος της χώρας, με μεγάλο ιδιωτικό τομέα και έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα γύρω από το λιμάνι του.[6]

Μετά τον πόλεμο που διεξήχθη μεταξύ των δυνάμεων της AMISOM/TFG και της Al-Shabaab και την αποχώρηση της τελευταίας από το Μογκαντίσου το 2011, η πόλη γνώρισε μεγάλη εισροή εκτοπισμένων. ομάδες που ασκούν μικρή τοπική επιρροή[7] (κυρίως η φυλή Digil-Mirifle, αλλά και οι Σομαλοί Μπαντού, από αγροτικές περιοχές της νότιας Σομαλίας).

Το Μογκαντίσου ελέγχεται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Σομαλίας.[8] Οι δυνάμεις που υπάρχουν στην πόλη περιλαμβάνουν ομοσπονδιακές δυνάμεις ασφαλείας, την Προεδρική Φρουρά, αστυνομικές δυνάμεις, δυνάμεις ασφαλείας που βρίσκονται στις περιφερειακές αρχές του Μπεναντίρ και πολλές ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας και δυνάμεις προστασίας φυλών.[9] Επίσης, το Μογκαντίσου φιλοξενεί το αρχηγείο δυνάμεων της ATMIS[10] και πολλά από τα σώματά της,[11].

Η Al-Shabaab, από την άλλη πλευρά, δεν ελέγχει άμεσα καμία περιοχή στο Μογκαντίσου,[12] όπου δεν είχε εμφανή παρουσία[13] για πάνω από μια δεκαετία.[14]

Πηγές σημείωσαν ότι το Benadir/Mogadishu είναι μία από τις περιοχές εστίασης των επιθέσεων της Al-Shabaab[15]. Ορισμένες επιθέσεις της Al-Shabaab πιστεύεται ότι είχαν στόχο να διακόψουν τις εκλογικές διαδικασίες,[16] ενώ άλλες είχαν στόχο αξιωματούχους της περιφέρειας,[17] εκπροσώπους μέσων ενημέρωσης και ξένους εργολάβους ανθρωπιστικών οργανώσεων. Επίσης, σημειώθηκαν μάχες μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και της Al-Shabaab.[18] Εκτός από δύο συντονισμένες επιθέσεις σε ξενοδοχεία,[19] μια σειρά από επιθέσεις που ανέλαβε η Al-Shabaab στόχευαν καταστήματα τσαγιού[20] και εστιατόρια[21] στα οποία σύχναζαν πολίτες και αξιωματούχοι της κυβέρνησης/ασφάλειας.[22] Μερικές επιθέσεις , συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης μέσα σε ένα στρατόπεδο εκτοπισμένων,[23] μια επίθεση με όλμους σε μια κατοικημένη περιοχή,[24].

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED  (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 12/4/2023 και 12/04/2024, στην επαρχία της Banadir, της οποίας η πόλη Mogadishu αποτελεί πρωτεύουσα καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 433 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 489 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 199 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 203 απώλειες),  80 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 68 απώλειες), 2 ως εξεγέρσεις (με 1 απώλεια) και 152 ως περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας (217 απώλειες).[25] Σημειωτέων δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Banadir καταγράφεται στους 2,330,708 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2019.[26]

Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία, εξεταζόμενα υπό το φως των ποιοτικών δεδομένων που παρατέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με τους ένοπλους φορείς, το είδος των επιχειρήσεών τους και τις δυναμικές της σύγκρουσης, ενδεικνύουν ότι πράγματι στη διοικητική περιφέρεια Banaadir/Mogadishu εκτυλίσσεται ένοπλη σύρραξη στα πλαίσια της οποίας παρατηρούνται συνθήκες αδιάκριτης βίας. Παρόλα αυτά, η ένταση της βίας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλή, ώστε να θεωρείται ότι κάποιος/α κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη εξαιτίας της παρουσίας του/της και μόνον στην εν λόγω διοικητική περιφέρεια, αλλά απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων στοιχείων, που να αφορούν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτριας.

Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν Αιτητή νέο σε ηλικία, υγιή, ο οποίος έχει ζήσει όλη του τη ζωή στο Mogadishu, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν, είναι ικανός να εργαστεί, ενώ διαθέτει και υποστηρικτικό δίκτυο, τη μητέρα και τον αδερφό του. Συνεπώς φρονώ ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του τα στοιχεία που θα ενέτειναν τον κίνδυνό του.

Συνεπώς και με  βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί  προϊόν δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, σύμφωνα και με το Νόμο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και  εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της νόμιμης διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου (άρθρα 3-3Δ) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναγκαίες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του εν λόγω Αιτητή στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως αυτοί οι λόγοι εξαντλητικά προνοούνται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς  συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου άρθρο 19(1) του προαναφερθέντος  πάνω Νόμου, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.

 

Συναφώς, απορριπτέος τυγχάνει και δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή, περί παράλειψης εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ορθώς διεξήγαν την έρευνα και αξιολόγησαν τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, ενώ η εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού που εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης, περιείχε σαφή εξήγηση για την μη ενεργοποίηση των διατάξεων περί συμπληρωματικής προστασίας.

 

Περαιτέρω και σε σχέση με τον τρίτο λόγο απόρριψης, κρίνω, πέρα από το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνεται στον Κανονισμό 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ότι δεν ευσταθεί και επί της ουσίας του. Τούτο δε, διότι αφενός ο Αιτητής, επικαλείται τον εν λόγω λόγο ακύρωσης  το πρώτον με τη Γραπτή του Αγόρευση, αφετέρου εγείρεται αορίστως και γενικώς αναφέρεται του ασκήθηκε πίεση, με αποτέλεσμα να καταγραφεί με άλλο όνομα (του αδερφού του) κατά τη διοικητική διαδικασία. Όπως δε προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, κατά τη συνέντευξη που ακολούθησε στις 20.12.2022, η Υπηρεσία τροποποίησε τα στοιχεία του Αιτητή. Ο εν λόγω όμως ισχυρισμός, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί βάσιμος, και είχε προωθηθεί νομότυπα, δε θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης, διότι πέραν της τροποποίησης του ονόματος που διορθώθηκε κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, δεν προκύπτει να βλάπτονται με κάποιο τρόπο τα δικαιώματα του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όνομα του δεν επηρέασε με κάποιο τρόπο την υπόθεσή του. Εξάλλου, αόριστες αναφορές σε τρίτα πρόσωπα, που φέρονται να καθοδήγησαν τον Αιτητή δεν δύνανται να αξιολογηθούν από το παρόν Δικαστήριο. Σημειώνεται επίσης, πως ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει στη Γραπτή του αγόρευση, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δύναται να εξακριβωθεί. Σε κάθε περίπτωση, ότι το βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης το φέρει ο Αιτητής. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία με νομιμοποιητικά έγγραφα (τρίτου προσώπου), εύλογα δημιουργεί την πεποίθηση ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν τον ίδιο. Σε κάθε δε περίπτωση, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να τα τροποποιήσει.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί πλάνη περί το νόμο επειδή εκδώσαν απόφαση επιστροφής ενώ είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Κανένα δικαίωμα του Αιτητή δεν παραβιάζεται εφόσον η απόφαση επιστροφής αναστάλθηκε μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν και η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.                           

                                       

                                     

 

 

 

                                          Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]

[2] MSF, Somalia – General Reference Map, 11 October 2022, url; UNOCHA, Somalia Administrative Map, 31 July 2017, url 

[3] Somalia, Benadir Regional Administration and Mogadishu Municipality, n.d., url; World Bank, Somalia Urbanization Review: Fostering Cities as Anchors of Development, January 2021, url, p. 91

[4] Global Shelter Cluster, Banadir, n.d., url

[5]  Somalia, Benadir Regional Administration and Mogadishu Municipality, n.d., url

[6] SDP and SPA, Policy options for resolving the status of Mogadishu, 14 September 2022, url, p. 2

[7] Bakonyi, J., The Political Economy of Displacement: Rent Seeking, Dispossessions and Precarious Mobility in Somali Cities, 15 October 2020, url, p. 14

[8] HIPS, State of Somalia Report 2021, 8 February 2022, url, p. 28; USDOS, International Religious Freedom Report 2021 - Somalia, 2 June 2022, url, p. 1

[9] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[10] 7 Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89; DefenceWeb, ATMIS sets up JOCs, 10 October 2022, url

[11] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[12] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[13] Norway, Landinfo, Somalia: Rekruttering til al-Shabaab [Recruitment into Al-Shabaab], 17 October 2022, url, p. 5; Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8

[14] Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8

[15] Sweden, Migrationsverket, Somalia Säkerhetssituationen 2021 - 2022 (version 2.0) [Somalia security situation 2021 - 2022 (version 2.0)], 18 May 2022, url, p. 32

[16] 2 UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 20

[17] SomaliMemo, Ciidamo ku sugnaa Dekadda Muqdisho oo la weeraray iyo warar kale. [Troops in Mogadishu port were attacked and other news], 18 October 2022, url; Goobjoog, Yaqshid district official killed in explosion, 30 August 2022, url; SomaliMemo, Dilal Qorsheysan oo ka Kala Dhacay Muqdisho iyo Afgooye [FAAHFAAHIN] [Planned murders in Mogadishu and Afgoye [DETAILS]], 23 May 2022, url

[18] Goobjoog, One killed, two injured following shoot-out between security forces and Al-Shabaab militants, 6 September 2022, url

[19]  Hiiraan Online, Al Shabaab attack hotel popular with government officials, 27 November 2022, url; UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 18

[20]  VOA, Suicide Bombing Kills 4 in Somali Capital, 18 January 2022, url; SMN, Al-Shabaab says 11 killed in Mogadishu suicide attack, 14 September 2021, url

[21]  BBC News, Somalia: At least six killed in Mogadishu attack near beach, 22 April 2022, url; SMN, At least three killed in Mogadishu explosions, 12 October 2021, url

[22]  BBC News, Somalia: At least six killed in Mogadishu attack near beach, 22 April 2022, url; SMN, At least three killed in Mogadishu explosions, 12 October 2021, url; SMN, Al-Shabaab says 11 killed in Mogadishu suicide attack, 14 September 2021, url

[23]  SMN, Six killed in a blast at IDP camp in Mogadishu, 11 June 2022, url

[24]   SMN, At least 20 hurt in Mogadishu mortar shelling, 20 August 2022, url; Goobjoog, Mother, 3 children die in mortar explosion in Hamar Jajab district, Mogadishu, 20 August 2022, url

[25]  ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Eastern Africa: Somalia: Banadir, 12/4/2023 - 12/4/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests, Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/4/2024)

[26] Citypopulation, Africa, Somalia, Banadir, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/somalia/admin/22__banaadir/] (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/4/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο