ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

   Υπόθεση Αρ.:  3020/23

 

13 Μαΐου   2024

 

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

J.K.O. εκ {…} ARC 581XXXXXX

                                                                                      Αιτητής

-και-

                Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσία Ασύλου

                                                                                        Καθ' ων η Αίτηση

 

Π. Παπαδάτου (κα) για Γ. Μιλτιάδου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Φιλίππου (κα) για Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 08/06/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 04/08/2023, με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, υπήκοος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας (εφεξής «Νιγηρία»), εγκατέλειψε την χώρα του τον Απρίλιο του έτους 2022 και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχ’ομενωβν από τη Τουρκία και μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών, όπου αργότερα, στις 10/05/2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 18/05/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο - Ο.Ε.Ε.Α. (αγγλ. European Union Agency for Asylum - E.U.A.A.) και στις 30/05/2023 αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, η οποία στις 08/06/2023 εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Στις 04/08/2023, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στον Αιτητή αυθημερόν σε γλώσσα πλήρως κατανοητή από τον ίδιο (Αγγλικά). Ακολούθως, στις 04/09/2023, ο Αιτητής προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ

Ο Αιτητής, δια της δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

Η συνήγορος του Αιτητή δια της αγόρευσης προβάλλει, ως λόγους ακύρωσης, την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, την συνδρομή πλάνης και την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς τη Διοίκηση.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

 

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αόριστοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

 

Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Η συνήγορος του Αιτητή παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά  επίσης  ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

 

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

 

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4.

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

 

Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

 

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα

 

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. 

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στον φάκελο του Αιτητή, είναι ενήλικος από τη Νιγηρία, γεννηθείς στην Νότια Κορέα , απόφοιτος δημοτικού και γνωρίζει  την αγγλική γλώσσα.

 

Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής  ισχυρίστηκε ότι τον Απρίλιο του έτους 2022 έφυγε από τη Νιγηρία, ακολουθώντας την μητέρα του στην Κύπρο, επειδή προσπάθησαν να δολοφονήσουν την μητέρα του λόγω της καμερουνέζικης καταγωγής της και ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο εξαιτίας αυτού του οικογενειακού προβλήματος.

 

Στις 18/05/2023 ο Αιτητής υποβλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη προς εξέταση της αίτησής του, η οποία διενεργήθηκε από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου – Ε.Υ.Α. (αγγλ. European Union Agency for Asylum - E.U.A.A.). Κατά την διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής προέβαλε ότι είναι εθνοτικής καταγωγής Igbo από τον πατέρα του και Bayssa από τη μητέρα του, Χριστιανός Καθολικός. Έχει την μητέρα του και τον αδερφό του στην Κυπριακή Δημοκρατία και τον πατέρα του στη χώρα καταγωγής του Νιγηρία. Οι γονείς τους δεν έχουν παντρευτεί επειδή οι συγγενείς αμφοτέρων δεν εγκρίνουν την σχέση τους διότι ο πατέρας είναι από τη Νιγηρία και η μητέρα από το Καμερούν. Ο Αιτητής γεννήθηκε στην επαρχία Kyounggi της Νότιας Κορέας, έζησε για άγνωστο στον ίδιο διάστημα στην Νότια Κορέα, επέστρεψε στη Νιγηρία, μετέβη στο Καμερούν το 2017 σε ηλικία δεκατριών ετών περίπου, διέμεινε επτά μήνες στο Καμερούν και ξαναγύρισε στην περιοχή Rumudara της πόλης Port Harcourt της Πολιτείας Rivers της Νιγηρίας όπου διέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2022, μήνα κατά τον οποίο ήρθε αεροπορικώς, μέσω Τουρκίας στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές όπου διέμεινε μια εβδομάδα και πέρασε παρανόμως με αυτοκίνητο τον Φεβρουάριο του 2022 στις ελεγχόμενες περιοχές (ερ. Διοικητικού φακέλου 37).

 

Αναφορικά με τους κατ' ιδίαν λόγους που ανάγκασαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα του αποζητώντας διεθνή προστασία στην Κύπρο, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησης του δήλωσε πως η οικογένεια του πατέρα του δεν ήθελε την Καμερουνέζα μητέρα του, η οποία ασχολούνταν ως ελεύθερος επαγγελματίας με το εμπόριο παπουτσιών. Λόγω της εργασίας της απουσίαζε από την κατοικία τους, με αποτέλεσμα να επισκέπτονται τον ίδιο και τον αδερφό του οι πατρικοί του θείοι Paul και Peter, οι οποίοι τους ζητούσαν να φύγουν από το συγκρότημα κατοικιών της οικογένειας, διότι η μαμά τους ήταν Καμερουνέζα. Τα ίδια έλεγαν και στην μητέρα τους όταν επέστρεφε από την εργασία της. Έτσι η μητέρα τους αποφάσισε να μετεγκατασταθεί με τον Αιτητή και τον αδερφό του στο Καμερούν, όπου αντιμετώπιζαν παρόμοια συμπεριφορά, αυτή τη φορά από τα αδέρφια της μητέρας. Η μητέρα του Αιτητή, ζώντας υπό τον φόβο των πατρικών θείων και των αδερφών της, μετεγκαταστάθηκε και πάλι με τον Αιτητή και τον αδερφό του στη Νιγηρία, όπου διέμειναν σε μια Εκκλησία. Ο πάστορας της Εκκλησίας, μετά από περίοδο ενός μηνός που δεν είχαν δει τη μητέρα τους, ετοίμασε στον Αιτητή και τον αδερφό του διαβατήρια και με αυτά διέφυγαν στην Κύπρο, όπου και επανενώθηκαν με την μητέρα τους.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής ανέφερε ότι απειλήθηκε ομού μετά του αδερφού του από τους πατρικούς του θείους Paul και Peter τέσσερις με πέντε φορές, κατά τα έτη 2016 και 2017. Επίσης ανέφερε ένα περιστατικό που απειλήθηκε ο Αιτητής κι ο αδερφός του από τους ανωτέρω θείους με μαχαίρι κατά το έτος 2015 στο συγκρότημα κατοικιών της οικογένειας. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, οι γονείς του Αιτητή τον πήραν με τον αδερφό του και τους πήγαν σε κρησφύγετο που ανήκε σε φίλο του πατέρα του, το οποίο ο Αιτητής δεν μπορεί να περιγράψει και το 2017 μετέβη στο Καμερούν με τον αδερφό και τη μητέρα του. Από το 2017 μέχρι και το 2022 επέστρεψαν στη Νιγηρία, χωρίς οι πατρικοί του θείοι να το γνωρίζουν. Ερωτηθείς γιατί, ενώ δεν συνέβη τίποτε κατά την πενταετία 2017-2022 που διέμεινε στη Νιγηρία, αποφάσισε να φύγει το 2022, απάντησε ότι οι πατρικοί θείοι του είχαν σοβαρές προθέσεις να τους δολοφονήσουν, ότι απειλούσαν τον πατέρα του και ξυλοκοπούσαν κάποιες φορές τον ίδιο και τον αδερφό του. Ο Αιτητής ενώ αρχικώς απάντησε ότι δεν επιθυμούσε να συνδεθεί η υπόθεσή του με αυτές της μητέρας και του αδερφού του, εν συνεχεία το δέχτηκε αλλά αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του για να επικοινωνηθούν οι πληροφορίες που έδωσε στην μητέρα και τον αδερφό του.

 

Τέλος, ερωτηθείς αν θα μπορούσε να επιστρέψει στην Νιγηρία, απάντησε αρνητικά

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου, σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάση των εξής δυο (2) ουσιωδών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, β) ο ίδιος κα η οικογένειά του απειλούνταν από τους πατρικούς του θείους γιατί δεν συμπαθούσαν την μητέρα του λόγω της Καμερουνέζικης υπηκοότητάς της.

Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό ,που δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως εσωτερικώς μη αξιόπιστος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει κι από τα σημεία της συνέντευξης που εκτέθηκαν πιο πάνω, ο λειτουργός αναφέρει ότι o Aιτητής δήλωσε ότι οι θείοι του από την πλευρά του πατέρα του απειλούσαν αυτόν και την οικογένειά του επειδή δεν συμπαθούσαν τη μητέρα του λόγω της καταγωγής της. Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να παράσχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις δηλώσεις του, καθώς ανέφερε αόριστα ότι οι θείοι του απειλούσαν αυτόν και τον αδελφό του όταν οι γονείς τους δεν ήταν κοντά και μετέπειτα ανέφεραν τί τους είχε συμβεί στους γονείς τους, χωρίς να είναι σε θέση να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που φέρεται να δέχονταν (βλ. ερυθρό 35, 1x).

 

Επιπλέον, ο αιτών δεν ήταν σε θέση να παράσχει ένα συνεκτικό χρονοδιάγραμμα σχετικά με τις απειλές που φέρεται να δεχόταν, καθώς δήλωσε ότι απειλούνταν από τους πατρικούς του θείους από το 2016 έως το 2017, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ένα περιστατικό με τους θείους του πατέρα του που συνέβη το 2015 (βλ. ερυθρό 35, 2x).

 

Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το περιστατικό που έλαβε χώρα το 2015, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκώς λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, καθώς ανέφερε αόριστα ότι ένας από τους θείους του κρατούσε ένα ξύλο και ο άλλο ένα μακρύ μαχαίρι και απειλούσαν να σκοτώσουν τον Αιτητή και τον πρεσβύτερο αδερφό του, χωρίς να μπορέσει να διευκρινίσει περαιτέρω τις δηλώσεις του, δηλαδή να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη αυτό το περιστατικό. Συγκεκριμένα, όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα συναισθήματά του, δήλωσε αόριστα ότι φοβόταν χωρίς να μπορεί να τεκμηριώσει περαιτέρω (βλ. ερυθρό 35, 2x). Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι δεν γνωρίζει εάν οι γονείς του ανέφεραν την υποτιθέμενη κακομεταχείριση τους στις αρχές της χώρας καταγωγής του (βλ. ερυθρό 34, 1x).

 

Επιπλέον, ο Αιτητής δήλωσε ότι, λόγω των προβλημάτων που φέρεται να αντιμετώπιζε η οικογένειά του σχετικά με τους πατρικούς του θείους, αυτός, η μητέρα του και ο αδελφός του κατέφυγαν στο Καμερούν όπου διέμεναν για επτά μήνες. Επέστρεψαν στη Νιγηρία το 2017 και οι θείοι του δεν γνώριζαν πού βρίσκονταν στη Νιγηρία (βλ. ερυθρό 34, 2). Στη συνέχεια, του ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιους λόγους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του το 2022, αφού το τελευταίο περιστατικό με τους θείους του έγινε το 2017 και δήλωσε αόριστα ότι οι θείοι του δεν γνωρίζουν πότε έφυγαν, χωρίς να μπορεί να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες (βλ. ερυθρό 34, 3х).

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός έκρινε πως λόγω της εγγενούς φύσης των αξιώσεων του Αιτητή, δεν βρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τα προσωπικά του στοιχεία. Επιπλέον, δεν έχουν υποβληθεί σχετικά έγγραφα. Τέλος, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν είχαν την απαιτούμενη εξειδίκευση που υποδηλώνει μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Ως εκ των ανωτέρω, ο λειτουργός απέρριψε τον ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του κινδύνου.

Κατά τη διεξαγωγή της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός του EUAA έκρινε ότι, σύμφωνα με τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ, καθώς και την εκτίμηση κινδύνου, δεν διαπιστώθηκε οποιοσδήποτε φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 1Α(2) της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων και το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Βάσει της εν λόγω κατάληξης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.  Ειδικότερα έλαβε υπόψη ότι πρόκειται για νεαρό άντρα (ημ. γέννησης 03/12/2004), ενήλικο, υγιή, ανεξάρτητο που πριν την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του ζούσε και έχει φοιτήσει σε σχολείο χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επίσης δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε μορφή ευαλωτότητας.

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για τον Αιτητή εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην Πολιτεία Rivers, η οποία ήταν ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του κι όπου αναμένεται να επιστρέφει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, γενικά για το μέσο πολίτη στην Πολιτεία Rivers της Νιγηρίας, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος βλάβης που να εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 15c του Qualification Directive.

 

Ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφάλειας στην Πολιτεία Rivers, διαπίστωσε ότι δεν παρατηρούνται περιστατικά ασφάλειας κι ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δεν φθάνει σε τόσο ψηλό επίπεδο έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι ο Αιτητής να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε. Περαιτέρω καμία αναφορά δεν έκανε σχετικά με τις αρχές της χώρας του ήτοι ότι διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο προερχόμενο από αυτές. 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την Πολιτεία Rivers της Νιγηρίας. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής του (διαβατήριο).

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του επειδή τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του απειλούνταν από τους πατρικούς του θείους γιατί δεν συμπαθούσαν την μητέρα του λόγω της Καμερουνέζικης υπηκοότητάς της, ορθά  κρίθηκε πως ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, σε σχέση με την φερόμενη δίωξη του για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς στην προσβαλλόμενη. Επιπρόσθετα, προς υποστήριξη των επιχειρημάτων της διοίκησης, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κατά τρόπο πλήρη και συνεκτικό τόσο την φερόμενη επίθεση κατά του ιδίου και του αδερφού του και τις φερόμενες απειλές, αναλισκόμενος σε γενικόλογες επαναλήψεις των ίδιων των γεγονότων. Σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν μπόρεσε να παραθέσει την παραμικρή λεπτομέρεια για τις φερόμενες επιθέσεις.

 Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Πολιτεία Rivers, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Οι σεκταριστικές ομάδες είναι μια από τις κύριες πηγές βίας στο Δέλτα του Νίγηρα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτείας Rivers.[1] Οι κύριοι παράγοντες που δρούσαν στην πολιτεία Rivers το 2020 περιελάμβαναν αντίπαλες συμμορίες, εγκληματικές συμμορίες, πολιτοφυλακές Rivers περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος).[2] Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Rivers ανέρχεται σε 7.476.800 κατοίκους.[3]

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Περαιτέρω από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του στην Πολιτεία Rivers της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δε συνάδουν και δεν υποστηρίζονται από τις πηγές που παραθέτει.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, επαρκούς μορφωτικού επιπέδου, με  υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο γέννησης και συνήθους διαμονής του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Υπό το φως των ανωτέρω, όλοι οι  ισχυρισμοί  ως γενικοί, αόριστοι και  αλυσιτελώς προβαλλόμενοι απορρίπτονται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

 

               Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] EUAA, Nigeria Security situation, June 2021, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf , σελ. 256 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/04/2024)

[2] ACLED, Dashboard, timeframe 08/12/2022 - 08/12/2023, Nigeria, Rivers State, available at: ACLED Dashboard - ACLED (acleddata.com)(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/04/2024)

[3] City Population, Nigeria, Rivers State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/04/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο