ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 419/23

 

31 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J. N. D

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δ. Κακουλλής (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Μ. Βασιλείου (κα) για Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/01/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 09/10/2022.

 

Στις 04/11/2022 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 25/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του. Στις 12/01/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 25/01/2023 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στις 30/01/2023 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή στις 07/02/2023.

 

Ο συνήγορος του Αιτητή, δια της γραπτής του αγόρευσης, δεν προβάλλει ρητώς κάποιον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά προωθεί την θέση ότι εσφαλμένα ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό του. Όσον αφορά την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, ο συνήγορος του παραπέμπει σε διάφορα σημεία της συνέντευξης του Αιτητή υποβάλλοντας ότι η αξιολόγηση του από τους Καθ’ ων η Αίτηση έγινε αόριστα ή/και λανθασμένα ή/και επιλεκτικά και συνεπώς, παράνομα κατέληξαν στην απόφαση ότι ο Αιτητής δεν πληροί της προϋποθέσεις του νόμου για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας. Επιπλέον, υποβάλλει ότι οι θέσεις των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι αδικαιολόγητες και αυθαίρετες, χωρίς αιτιολόγηση ενώ στην συνέντευξη του Αιτητή δεν περιέχεται κανένας αντικρουόμενος και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένος και τεκμηριωμένος ισχυρισμός, γεγονός που καθιστά την απόφαση προϊόν εμφανούς πλάνης περί τα πράγματα.

 

Ο συνήγορος του Αιτητή υποβάλλει επίσης, ότι απουσιάζει η οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα σε σχέση με τον στρατηγό που απειλούσε τον Αιτητή παρά του ότι ο στρατηγός ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, υποβάλλει ότι ο Αιτητής πληροί όλες τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Αιτητή, υποβάλλοντας τις θέσεις της με τη δική της αγόρευση. Καταρχήν, επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής, με την γραπτή του αγόρευση, προβάλλονται χωρίς να στοιχειοθετούνται και/ή να συνοδεύονται με ισχυρισμούς οι οποίοι να υποστηρίζουν τους λόγους ακύρωσης και ως εκ τούτου υποβάλλει ότι όλοι οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί και αόριστοι.

 

Περαιτέρω, με αναφορές και παραπομπές στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι ορθώς ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος και ότι, κατ’ επέκταση, το αίτημα του θα έπρεπε να απορριφθεί. Ισχυρίζονται δε ότι ο Αιτητής δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να του πιστωθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Επιπλέον, υποβάλλουν ότι στην περίπτωση του Αιτητή ορθώς διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν προέβαλε εμπεριστατωμένους ισχυρισμούς που να υποδηλώνουν ενδεχόμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη του Αιτητή και ότι ο λόγος για τον οποίο υπέβαλε αίτημα ασύλου ήταν επειδή επιθυμούσε την παράταση της άδειας του παραμονής στην Δημοκρατία.

 

Στην απαντητική αγόρευση του Αιτητή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του υποβάλλει ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραθέτουν νομολογία χωρίς να την συνδέουν με οποιαδήποτε αναφορά στον Αιτητή, αποφεύγουν να αντικρούσουν ή/και να σχολιάσουν τις θέσεις του Αιτητή σχετικά με την αξιολόγηση συγκεκριμένων ισχυρισμών που σχολιάζει ο ίδιος στην αγόρευσή του και επαναλαμβάνουν τις αναφορές του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Επίσης υποβάλλει ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε επαρκή έρευνα εξωτερικών πηγών σε σχέση με συγκεκριμένους ισχυρισμούς του Αιτητή. Τέλος, ο Αιτητής επικαλείται το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, για να υποβάλει ότι η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και ούτε από το άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν δικαιολογείται, καταλήγοντας ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις για να παραχωρηθεί σε αυτόν το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατ’ αρχάς, παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί που προωθεί ο συνήγορος του Αιτητή στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης αφορούν κατ’ ουσίαν την έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση και την παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω με την εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του από ένα στρατιώτη. Ο Αιτητής πρόσθεσε ότι ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και μια μέρα που οδηγούσε ένα αυτοκίνητο, συγκρούστηκε με ένα άλλο όχημα. Ο Αιτητής εγκατέλειψε την σκηνή χωρίς να βοηθήσει τους επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου. Ο επιβάτης του άλλου αυτοκινήτου ήταν ο υιός ενός στρατηγού ο οποίος μετά το ατύχημα είχε πρόβλημα με τα πόδια του. Για αυτό τον λόγο, ο στρατηγός έψαχνε τον Αιτητή δηλώνοντας ότι εάν τον έβρισκε, θα τον σκότωνε (ερ. 1 του διοικ. φακέλου).

 

Κατά τη συνέντευξή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 15-26 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στον Αιτητή γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική εμπειρία αυτού. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: Λ.Δ.Κ.), ότι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του είναι η κοινότητα Kalamu της πρωτεύουσας Kinshasa, ενώ μετακόμισε στην κοινότητα Maluku της ίδιας πόλης (Kinshasa), στις 17 Σεπτεμβρίου 2022, δηλαδή περίπου 3 εβδομάδες πριν να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ.. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από τη μητέρα και τα δύο αδέρφια του, προσθέτοντας ότι δεν έχει σχέσεις με την οικογένεια του πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2005 λόγω ασθενείας. 

 

Αναφορικά με τον λόγο που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι λάμβανε απειλές κατά της ζωής του και απειλές ότι θα τον στείλουν στην φυλακή και ο λόγος ήταν η εμπλοκή του Αιτητή σε αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχε με τον υιό ενός στρατηγού της Λ.Δ.Κ.. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ανέφερε ότι, εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων με ειδίκευση στην εγκατάσταση κλιματιστικών. Περί τις 10/09/2022, καθώς ο Αιτητής οδηγούσε το αυτοκίνητο ενός πελάτη του, ενεπλάκη σε ατύχημα με άλλο αυτοκίνητο στο οποίο επενέβαινε ο υιός του στρατηγού  Padiri Jonas. Μόλις μετά το ατύχημα, ο Αιτητής βγήκε από το όχημα που οδηγούσε και ο κόσμος τριγύρω προσπάθησε να τον συγκρατήσει και να τον ηρεμήσει.

 

Ερωτηθείς εάν προσπάθησε να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο οδηγός του άλλου οχήματος, ο Αιτητής απάντησε ότι στην Λ.Δ.Κ. συνηθίζεται οι περαστικοί να ξυλοκοπούν τον οδηγό που έχει το φταίξιμο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Συνεπώς, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν πίστευε ότι έφταιγε, ή τουλάχιστον δεν ήταν ο μόνος που έφταιγε, αποφάσισε να εγκαταλείψει την σκηνή για να γλυτώσει τον ξυλοδαρμό από τους περαστικούς. Ο Αιτητής ανέφερε, ότι την επόμενη ημέρα ενημερώθηκε ότι ο επιβάτης του άλλου οχήματος ήταν ο υιός του στρατηγού Padiri Jonas, και ότι το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα να σπάσουν και τα δύο του πόδια. Για αυτόν τον λόγο, η αστυνομία έψαχνε τον Αιτητή, ενώ ο στρατηγός Jonas, εξαπέλυσε απειλή εναντίον της ζωής του Αιτητή. Ο Αιτητής σημείωσε ότι ο στρατηγός τον απείλησε αρκετές φορές αλλά δεν θυμάται ακριβώς τον αριθμό. Επίσης θυμάται, ότι η τελευταία απειλή εναντίον του ήταν στις 03/10/2022.

 

Ο Αιτητής πρόσθεσε επιπλέον, ότι εντωμεταξύ μετέβηκε στην αστυνομία περί τις 14/09/2022 για να καταγγείλει τις απειλές εναντίον του από τον στρατηγό, εντούτοις οι αστυνομικοί δεν ήταν πρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον του στρατηγού, καθώς όπως εξήγησε ο Αιτητής, η αστυνομία δεν μπορεί να ενεργήσει εναντίον υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Αντί αυτού, οι αστυνομικοί πρότειναν στον Αιτητή να αποταθεί στο στρατιωτικό δικαστήριο για να μεσολαβήσει και να καθησυχάσει τον στρατηγό.

 

Πέραν της απειλής από τον στρατηγό, ο πελάτης του Αιτητή, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του οχήματος στο οποίο επενέβαινε ο Αιτητής κατά την σύγκρουση, ξεκίνησε να αναζητεί τον Αιτητή ζητώντας του να πληρώσει την ζημιά που προκλήθηκε από το τροχαίο και απειλώντας τον ότι εάν δεν πλήρωνε έγκαιρα, θα τον κατάγγελλε στην αστυνομία και ο Αιτητής θα κατέληγε στην φυλακή.

 

Τέλος, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό, όπου μια νύχτα επισκέφτηκαν το σπίτι του κάποια άτομα. Η μητέρα του άνοιξε την πόρτα και της είπαν ότι έψαχναν τον Αιτητή. Ο Αιτητής διέφυγε από το πίσω μέρος του σπιτιού του και από την μάντρα του γείτονα διέφυγε. Ακριβώς μετά, ο Αιτητής μεταφέρθηκε στην περιοχή Maluku, στο σπίτι φιλικού προσώπου για να κρυφτεί. Ο Αιτητής έμεινε εκεί, μέχρι που η μητέρα του μάζεψε λεφτά και τον βοήθησε να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ. και να φτάσει στην Κύπρο.

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που διεξήγαγε τη συνέντευξη, ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του τρία ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1.   Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή.

2.   Ο Αιτητής δέχτηκε απειλές κατά της ζωής του, από τον στρατηγό Padiri Jonas, μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα που ο πρώτος προκάλεσε και στο οποίο τραυματίστηκε σοβαρά ο υιός του δεύτερου.

3.   Ο Αιτητής φοβάται ότι θα συλληφθεί από την αστυνομία της Λ.Δ.Κ., μετά από απειλές που δέχτηκε από τον πελάτη, του οποίου το αυτοκίνητο οδηγούσε ο Αιτητής και ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αντιθέτως, το δεύτερο πραγματικό περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό καθότι δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.  Ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν αντιφατικές, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες, δεν ήταν ευλογοφανείς, ενώ παρά του ότι βρέθηκαν πηγές που να αναφέρονται στο ότι ο στρατηγός Jonas είναι υπαρκτό πρόσωπο, απουσίαζαν εξωτερικές πηγές που να στοιχειοθετούν τα λεγόμενα του Αιτητή σχετικά με το συγκεκριμένο ατύχημα. Όσον αφορά το τρίτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν κρίνεται αναγκαία η περαιτέρω ανάλυση, καθώς το δεύτερο πραγματικό περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό.

 

Ως εκ τούτου, ο λειτουργός προέβηκε σε αξιολόγηση κινδύνου και νομική ανάλυση επί τη βάσει του μοναδικού αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρα καταγωγής του, καθώς επίσης και επί τη βάσει των σχετικών πληροφοριών για την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του, και διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.  Ο λειτουργός των Καθ’ ων η Αίτηση προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Λ.Δ.Κ. δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ. και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η περιοχή της Kinshasa της Λ.Δ.Κ. δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, o λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Παρατηρώ ότι ο συνήγορος του Αιτητή, στην γραπτή του αγόρευση, σχολιάζει την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, υποβάλλοντας ότι οι θέσεις των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι αδικαιολόγητες και αυθαίρετες, αλλά και ότι κατέληξαν μεθοδικά ή/και τεχνηέντως στα ευρήματα τους ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται. Παρόλο που εντοπίζω μερικά σημεία της συνέντευξης στα οποία παραπέμπει ο Αιτητής στην γραπτή του αγόρευση και τα οποία κρίνω ότι είναι βάσιμα, μετά από εξέταση του συνόλου των δηλώσεων του Αιτητή και της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού, κρίνω ότι τα εν λόγω σημεία δεν είναι τόσο ουσιώδη ούτως ώστε να επιφέρουν αλλαγή στο τελικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή καθώς οι δηλώσεις του σε διάφορα σημεία ήταν πράγματι αντιφατικές, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες και με έλλειψη ευλογοφάνειας.

 

Συγκεκριμένα, συμφωνώ με τον συνήγορο του Αιτητή, ότι ο Αιτητής, έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον στρατηγό αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκε το τροχαίο ατύχημα. Επίσης συμφωνώ ότι δεν πρέπει να αναμένεται από τον Αιτητή να γνωρίζει το όνομα του οδηγού του αλλού αυτοκινήτου, αλλά ούτε και να γνωρίζει ακριβώς την ημερομηνία του τροχαίου. Εντούτοις, οι περιγραφές του Αιτητή για το τι συνέβη μετά το ατύχημα δεν ήταν λεπτομερείς και περιγραφικές και ο ισχυρισμός ότι κινδύνευε από ξυλοδαρμό από τους περαστικούς πολίτες επειδή έφταιγε για το τροχαίο, δεν είναι ευλογοφανής. Ο εν λόγω ισχυρισμός έρχεται και σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του ότι δεν έφταιγε ο ίδιος για το ατύχημα.

 

Επίσης, οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν αντιφατικές σε σχέση με τις απειλές που δέχτηκε από τον στρατηγό εφόσον στην αρχή ανάφερε ότι το πρωί μετά το ατύχημα καθώς πήγαινε στην δουλειά του, ενημερώθηκε μέσω τηλεφώνου ότι τον ψάχνει η αστυνομία για να τον συλλάβει, ενώ σε άλλο σημείο ανάφερε ότι το πρωί μετά το ατύχημα μετέβηκε στην δουλειά του και τον ενημέρωσαν εκεί ότι ο στρατηγός, του άφησε μήνυμα ότι τον ψάχνει. Επίσης, αντιφατικός είναι και ο ισχυρισμός του ότι τον έψαχνε η αστυνομία το πρωί μετά το ατύχημα για να τον συλλάβει, ενώ σε άλλο σημείο ισχυρίστηκε ότι μετά τις απειλές που δέχτηκε από τον στρατηγό, αποτάθηκε στην αστυνομία για βοήθεια. Επίσης, ο ισχυρισμός του ότι δεν μπορεί να μετεγκατασταθεί κάπου αλλού στην Λ.Δ.Κ. επειδή ο στρατός ελέγχει τα σύνορα και ο στρατηγός έχει μεγάλη επιρροή είναι μη ευλογοφανής, ενώ ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο του από την Λ.Δ.Λ. από το αεροδρόμιο με το διαβατήριο του, απάντησε αρνητικά.

 

Όσο αφορά την θέση του Αιτητή ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση όφειλαν να προβούν σε περαιτέρω έρευνα σε σχέση με τον στρατηγό, θεωρώ ότι λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, αυτό δεν ήταν αναγκαίο και δεν θα τροποποιούσε την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση. Επιπλέων, σημειώνεται ότι δεν βρέθηκαν αξιόπιστες πληροφορίες σε έρευνα του Δικαστηρίου σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι στην Λ.Δ.Κ. σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, οι περαστικοί πολίτες συνηθίζουν να ξυλοκοπούν τους υπαίτιους τροχαίων ατυχημάτων.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον συνήγορο του Αιτητή και αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στην παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία του και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, με βάση το προσωπικό του προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ.. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Ειδικότερα, νεότερες πηγές αναφέρουν για την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ.  ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, και Ituri, ενώ σοβαρές εχθροπραξίες προκύπτουν στην επαρχία Mai Ndombe μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka[2]. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, λαμβάνουν χώρα περιστατικά που σχετίζονται με μικρό και σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση, ενώ οι συμμορίες Kulunas ξεχωρίζουν ως οι κύριοι δράστες.

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16/02/2023 και 16/02/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 142 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 70 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 20 απώλειες),  22 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 48 απώλειες), 3 1 ως εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 52 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια) και 29 ως στρατηγικές εξελίξεις (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[3] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[4]

 

Τέλος, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ..[5] 

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[6] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo (S/2023/990) [EN/AR/RU/ZH], 30 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/midterm-report-group-experts-democratic-republic-congo-s2023990-enarruzh  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/02/2024)

[3] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Middle Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, 23/02/2023 – 23/02/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests; Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/02/2024)

[4] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[5] βλ. ενδεικτικά: UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[6] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο