ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 4479/23

9 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.M.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ων η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Α. Καρσλιάδου (κα.), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 7/11/21, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της για διεθνή προστασία.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα.

 

Προδικαστική ένσταση

 

Οι Καθ’ων η Αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή υπεβλήθη εκπρόθεσμα κατά παράβαση του άρθρου 12Α(1) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) ως αυτός τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί.  Η προδικαστική τους ένσταση καταγράφεται στην Ένσταση τους.  Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση, ώστε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα η προδικαστική ένσταση και δόθηκε άδεια στους διαδίκους όπως αγορεύσουν αρχικά επί αυτής. 

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση κατέγραψε στην δική της αγόρευση ότι η Αιτήτρια στις 19/03/19 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία εν τέλει απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 7/11/21.  Δήλωσε ότι η εν λόγω απόφαση εκ παραδρομής στάλθηκε ταχυδρομικώς στην Αιτήτρια στις 23/12/21 στην προτελευταία δηλωθείσα διεύθυνσή της και όχι στην τελευταία.  Υποστήριξε δε ότι στις 3/04/23, ήτοι 2 χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης η Αιτήτρια προσήλθε στην Υπηρεσία Ασύλου λόγω διακοπής του επιδόματός της και εκεί πληροφορήθηκε προφορικά από τους Καθ’ων η αίτηση για την απορριπτική απόφαση ημερ. 7/11/21. 

 

Η Αιτήτρια, σύμφωνα με τη συνήγορο των Καθ’ων η Αίτηση, αφού έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε την ίδια μέρα ως απαράδεκτη.  Στις 7/04/23 καταχώρησε προσφυγή με αρ. Τ1222/23 με την οποία συμπροσέβαλε τόσο την απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης όσο και την παράλειψη επίδοσης της πρώτης απορριπτικής απόφασης.  Μετά από τοποθέτηση των Καθ’ων η Αίτηση, η Αιτήτρια αιτήθηκε διαχωρισμό των δικογράφων, με αποτέλεσμα την έκδοση διατάγματος διαχωρισμού.  Ακολούθως η Αιτήτρια καταχώρησε διαχωρισθέν δικόγραφο/προσφυγή με αρ. 4602/23, την οποία μετέπειτα απέσυρε ενώ στις 30/10/23 οι Καθ’ων η Αίτηση προέβησαν σε ανάκληση της απόφασης επί της μεταγενέστερης αίτησης, με αποτέλεσμα η προσφυγή με αρ. Τ1222/23 να καταστεί άνευ αντικειμένου και να αποσυρθεί.  Σύμφωνα με τη συνήγορο των Καθ’ων η Αίτηση η απόφαση ανάκλησης  της απόφασης επί της μεταγενέστερης αίτησης, συντελέστηκε εσφαλμένα και βεβιασμένα χωρίς έρεισμα και μελέτη των δεδομένων της υπόθεσης.

 

Όσον αφορά το ζήτημα εκπροθέσμου που εγείρει η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση, αυτό συνίσταται στο ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ενεργοποιείται από την ημερομηνία που η απόφαση περιέρχεται εις γνώσιν του ενδιαφερομένου, η οποία σύμφωνα με την ίδια, συντελέστηκε αναντίλεκτα και σε κάθε περίπτωση στις 3/04/23.    Προς τούτο, παρέπεμψε και στο δικόγραφο της προσφυγής, όπου στην παράγραφο 7 των γεγονότων, καταγράφηκε ότι η Αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης προφορικά από τους Καθ’ων η Αίτηση κατά την άνω αναφερόμενη ημερομηνία πλην όμως ανέμενε τη δέουσα επίδοση και/ή την πλήρη γνώση.  Είναι θέση της συνηγόρου των Καθ’ων η Αίτηση ότι πεπλανημένα θεωρήθηκε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας ότι η προφορική κοινοποίηση της απόφασης δεν είναι προσήκουσα και σύννομη και ότι επιβάλλεται εκ του νόμου και/ή της νομολογίας η επίδοση έγγραφης κοινοποίησης, ισχυρισμό τον οποίο χαρακτηρίζει πλήρως αβάσιμο.

 

Επικαλείται δε την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η γνωστοποίηση της απόφασης δεν απαιτείται να συντελείται με επίσημο τρόπο αρκεί να είναι αποτελεσματικός ενώ η γνωστοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί γραπτώς ή προφορικώς.

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας, με τη δική της αγόρευση, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη στον διοικητικό φάκελο ότι η απορριπτική απόφασης στάλθηκε έστω και με απλό ταχυδρομείο στη τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση της Αιτήτριας  και δεν υπήρξε ορθή κοινοποίηση της πρώτης απορριπτικής απόφασης του αιτήματος της Αιτήτριας.  Αναφέρει επίσης ότι όλες οι ενέργειες των κρατικών υπηρεσιών – ήτοι η συνέχιση καταβολής επιδόματος ως αιτήτριας ασύλου και κάρτα νοσηλείας η οποία ήταν σε ισχύ – δείχνουν ότι η αίτηση της εκκρεμούσε.  Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι προφορική γνώση δεν θεωρείται δέουσα και πλήρης γνώση και ότι η Αιτήτρια δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι είχε απορριφθεί το αίτημά της.  Σημειώνει δε ότι στα πλαίσια της δίκαιης δίκης, η Αιτήτρια έπρεπε να ενημερωθεί ότι είχε προθεσμία 30 ημερών για να προσβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, κάτι το οποίο δεν έγινε ενώ για να καταχωρηθεί η προσφυγή στο Πρωτοκολλητείο, πρέπει να συνοδεύεται από τη γραπτή απορριπτική απόφαση.  Καταλήγει δε ότι οι ενέργειες της διοίκησης δεν συμμορφώνονται με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και ότι είναι κακόπιστες και επιπόλαιες και ότι η Αιτήτρια έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης στις 20/11/23.

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12Α(1) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018), ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα: «Κάθε  προσφυγή κατά απόφασης ή πράξης ή παράλειψης  του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.».

 

Η εμπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής αποτελεί αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της και κατά πάγια νομολογία και η προθεσμία που προβλέπεται από το Σύνταγμα και/ή το Νόμο είναι ανατρεπτική, ώστε η μη καταχώρηση της προσφυγής εντός του επιτρεπόμενου χρόνου να καθιστά αυτήν απαράδεκτη (βλ. Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).

 

Επίσης το θέμα του εκπρόθεσμου είναι ζήτημα που άπτεται της δημόσιας τάξης, και το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει το ζήτημα αυτό αυτεπάγγελτα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και να απορρίψει την προσφυγή άμεσα, χωρίς να ακούσει την ουσία του ζητήματος.

 

Στην υπόθεση αρ. 633/12 MILROY JESUDASAN MATHEWS ν. Κυπριακή Δημοκρατία, απόφαση ημερ. 27/6/14 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 «Το ζήτημα του εκπροθέσμου προσφυγής μπορεί και αυτεπάγγελτα να εξεταστεί από το Δικαστήριο ως ζήτημα δημόσιας τάξης.  Η προθεσμία των 75 ημερών είναι ανατρεπτική και ερμηνεύεται κατά πάγια νομολογία, αυστηρά, (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).  Αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση η προσφυγή να καταχωρείται εντός της προθεσμίας των 75 ημερών, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν αναλαμβάνει δικαιοδοσία, (Τάκη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 4).»

 

Προχωρώντας στην εξέταση των ουσιωδών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 29/11/23.  Από τα παραρτήματα που επισύναψε στην προσφυγή της και επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, φαίνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ημερ. 24/11/21, για να ενημερώσει την Αιτήτρια για την απόρριψη του αιτήματος της για διεθνή προστασία, το οποίο φαίνεται μεν να αποστάλθηκε ταχυδρομικώς, όμως μόνο λόγω γραπτής ένδειξης στην ίδια επιστολή “Postal 23/12/21”.  Περαιτέρω φαίνεται ότι η συνήγορος της Αιτήτριας παρέλαβε δια χειρός κατά την 15/11/23, επιστολή με την οποία ακυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/10/23.  Επιπρόσθετα, έχει δοθεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Ασύλου με ημερομηνία 30/10/23, σύμφωνα με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου ανακάλεσε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας το οποίο συνδέεται με την υπόθεση Τ1222/23 και καταγράφει ρητώς ότι «Η Υπηρεσία Ασύλου επιφυλάσσεται να εξετάσει εκ νέου την αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας του αιτούντος».  Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι όσον αφορά την προσφυγή Τ1222/23, υπήρχε αιτητικό αναφορικά με την παράλειψη επίδοσης της αρχικής απορριπτικής απόφασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία και ξεχωριστό αιτητικό για την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης στις 18/12/23, το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με τις επιστολές που απέστειλε η Υπηρεσία Ασύλου και την ενημέρωση που έτυχε η Αιτήτρια, η ανάκληση αφορούσε την απόφαση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και σε γραπτή τους δήλωση φαίνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου επιφυλάχθηκε να εξετάσει εκ νέου την αίτηση.  Ουδέποτε στις επιστολές/δηλώσεις αυτές αναφέρθηκε ρητώς ότι η ανάκληση αφορούσε την απόφαση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης. 

 

Κατά τις διευκρινήσεις ημερ. 29 Φεβρουαρίου 2024, η συνήγορος της Αιτήτριας παρέπεμψε στο ερυθρό 206 του διοικητικού φακέλου, στο οποίο επιβεβαιώνω ότι είναι κατατεθειμένο σημείωμα-εισήγηση Λειτουργού των Καθ’ων η Αίτηση στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

«(…)πως διαπιστώθηκαν εκ παραδρομής παρατυπίες στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας του αιτούντος/της αιτούσας που συνδέεται με την υπόθεση υπ’ αριθμόν F19-06209.R. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη μη κοινοποίηση της απόφασης της ΥΠΑΣ επί της αρχικής αίτησης.».

Το περιεχόμενο του σημειώματος-εισήγησης εγκρίθηκε από τον κ. Καζαντζή.

Στη βάση τούτου, προκύπτει άμεση παραδοχή των Καθ’ων η Αίτηση ότι δεν είχε κοινοποιηθεί η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αίτησης στην Αιτήτρια.

 

Επίσης, κατά τις διευκρινήσεις, ημερ. 5 Μαρτίου 2023, το Δικαστήριο έφερε σε προσοχή της συνηγόρου των Καθ’ων η Αίτηση το παράδοξο του να είχε ενημερωθεί η Αιτήτρια κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης της για την απορριπτική απόφαση της πρώτης της αίτησης και να της είχε επιτραπεί να καταχωρήσει μεταγενέστερη αίτηση, ενώ εκκρεμούσε η προθεσμία για προσβολή της αρχικής απόφασης ενώπιον Δικαστηρίου.  Τονίστηκε δε ότι με τον τρόπο αυτό δεν κατέστη τελεσίδικη η αρχική απόφαση πριν την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και η διοίκηση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε εξέταση των στοιχείων επί της μεταγενέστερης αίτησης αφού αυτά δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν υπό το φως των προϋποθέσεων του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.  Η συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση απάντησε ότι ο δικηγόρος της Αιτήτριας όφειλα να έχει γνώση των διαδικασιών και να υποβάλει προσφυγή εντός της προθεσμίας που προβλέπεται σε σχέση με την πρώτη απορριπτική απόφαση.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι εξετάζεται η προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της παρούσας προσφυγής που οι ίδιοι οι Καθ’ων η Αίτηση ήγειραν και θα έπρεπε να υπήρχαν στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου να τη στηρίξουν.   Το βάρος απόδειξης ότι έχει κοινοποιηθεί προγενέστερα η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αίτησης της Αιτήτριας το έχουν οι Καθ’ων η αίτηση και δεν μπορούν να το αποσείσουν με εικασίες και/ή υποθετικά σενάρια και/ή επικαλούμενοι το γεγονός ότι η Αιτήτρια πλέον εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 842/2007, 26.3.2009 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Αποτελεί πράγματι τη σταθερή θέση της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπρόθεσμου της προσφυγής το έχει εκείνος που το επικαλείται, σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί του εμπροθέσμου ή μη, αυτή λύεται πάντοτε υπέρ του αιτητή.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, οπότε εναπόκειται σε εκείνο που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρέλαβε καθυστερημένα τη γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης, να τον αποδείξει.  Στην Πατάτας ν. Δημοκρατίας  (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, απορρίφθηκε η προσφυγή εφόσον ο αιτητής δεν προσήγαγε κανένα στοιχείο μαρτυρίας προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η επιστολή είχε ληφθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία.  Με αναφορά και στη HadjiGavriel v. Republic (1986) 3 C.L.R. 52, επαναβεβαιώθηκε ότι το ζήτημα της τήρησης της προθεσμίας αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και μπορεί να εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εναπόκειτο δε στον αιτητή να δείξει ότι η συγκεκριμένη επιστολή που περιείχε τη διοικητική πράξη είχε παραληφθεί σε χρόνο αργότερο από αυτόν που θεωρείτο εύλογος υπό τις περιστάσεις.».

 

Ως έχει λεχθεί και στην πιο πάνω υπόθεση, όπου υπάρχει αμφιβολία περί του εμπροθέσμου ή μη, αυτή επενεργεί υπέρ του Αιτητή.  Τα στοιχεία που έχω παραθέσει ανωτέρω αλλά και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τους Καθ’ων η Αίτηση είναι αντιφατικά και μη ευλογοφανή και δεν μπορώ βάσει αυτών να κρίνω ότι  οι Καθ’ων η αίτηση έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που τους αναλογεί.  Με βάση τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει μέσω του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ότι κοινοποίησαν την επίδικη απόφαση στην Αιτήτρια πριν την ημερομηνία που ισχυρίζεται η συνήγορος της Αιτήτριας.

 

Περαιτέρω, σε σχέση με τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Καθ’ων η Αίτηση ότι η προφορική κοινοποίηση της απόφασης είναι επαρκής και δεν χρειάζεται να αποσταλεί γραπτώς η απόφαση, τον έχω εξετάσει υπό το φως της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 25 του προοιμίου της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ:

«(25) Προς τον σκοπό της ορθής αναγνώρισης των ατόμων που χρήζουν προστασίας ως πρόσφυγες κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης της Γενεύης ή ως πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία, κάθε αιτών θα πρέπει να έχει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες, τη δυνατότητα να συνεργάζεται και να επικοινωνεί καταλλήλως με τις αρμόδιες αρχές ώστε να υποβάλλει τα στοιχεία της υπόθεσής του, καθώς και επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να προωθεί την υπόθεσή του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Επιπλέον, η εξέταση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει κανονικά να δίδει στον αιτούντα τουλάχιστον: το δικαίωμα παραμονής εν αναμονή της απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή, πρόσβαση σε διερμηνέα για την παρουσίαση της υπόθεσής του σε περίπτωση συνέντευξης με τις αρχές, δυνατότητα επικοινωνίας με εκπρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) και με οργανώσεις που παρέχουν ενημέρωση ή συμβουλές σε αιτούντες διεθνή προστασία, το δικαίωμα κατάλληλης κοινοποίησης της απόφασης και πραγματικό και νομικό σκεπτικό της απόφασης, τη δυνατότητα συνεννόησης με νομικό ή άλλο σύμβουλο, το δικαίωμα ενημέρωσής του για τη νομική του κατάσταση στα κρίσιμα σημεία της διαδικασίας, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, καθώς και, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, το δικαίωμα ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Οδηγίας:

«Προϋποθέσεις για τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας να δίδονται γραπτώς.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε, όταν απορρίπτεται αίτηση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, να αναφέρονται στην απόφαση οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι και να δίδονται γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης.

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης όταν ο αιτών έχει ενημερωθεί σχετικά σε προηγούμενο στάδιο γραπτώς ή με ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο ο αιτών έχει πρόσβαση.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12 της ίδιας Οδηγίας:

«Εγγυήσεις για τους αιτούντες

1.   Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[…]

στ), να ενημερώνονται σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης της αποφαινόμενης αρχής σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν εάν δεν τους παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση νομικός ή άλλος σύμβουλος. Η παρεχόμενη ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη δυνατότητα προσβολής αρνητικής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 2.

2. Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο V, μεριμνούν ώστε όλοι οι αιτούντες να απολαμβάνουν εγγυήσεων ισοδύναμων με εκείνες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) έως ε).» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides[1] γίνεται αναφορά στα σχετικά περί κοινοποίησης απόφασης στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ, όπου το Δικαστήριο παρατηρεί μεταξύ άλλων:

“29   Η κοινοποίηση των αποφάσεων επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας στους ενδιαφερόμενους αιτούντες είναι ουσιώδης για τη διασφάλιση του δικαιώματός τους πραγματικής προσφυγής, καθόσον τους παρέχει τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των ως άνω αποφάσεων και, ενδεχομένως, εάν η κοινοποιηθείσα απόφαση είναι αρνητική, να την προσβάλουν δικαστικώς εντός της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.

30 Μολονότι η οδηγία 2013/32 αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 25, ότι στους αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα κατάλληλης κοινοποίησης των αποφάσεων επί των αιτήσεών τους, εντούτοις η οδηγία αυτή δεν προβλέπει συγκεκριμένους τρόπους κοινοποίησης των σχετικών αποφάσεων.

31      Πράγματι, αφενός, στο άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, η οδηγία 2013/32 αναφέρει απλώς ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας και οι πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης να δίδονται γραπτώς στους ενδιαφερόμενους αιτούντες. Αφετέρου, μεταξύ των εγγυήσεων που προβλέπει η ίδια οδηγία υπέρ των αιτούντων αναφέρεται μόνον, χωρίς άλλη διευκρίνιση, αντιστοίχως στα στοιχεία εʹ και στʹ του άρθρου 12, πρώτον, ότι τους κοινοποιείται σε εύλογο χρόνο η απόφαση της αποφαινόμενης αρχής για την αίτηση, καθώς και, δεύτερον, ότι οι εν λόγω αιτούντες ενημερώνονται, σε γλώσσα που κατανοούν, σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης της αποφαινόμενης αρχής και σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής αρνητικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

{...]

33      Τέλος, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32, στα κράτη μέλη επαφίεται να θεσπίσουν τις απαιτούμενες διατάξεις για την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής από τον αιτούντα.

34      Υπενθυμίζεται πάντως ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους σχετικούς με τα ένδικα βοηθήματα δικονομικούς κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, LH (Tompa), C‑564/18, EU:C:2020:218, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Ως εκ τούτου, οι δικονομικοί κανόνες που αφορούν την κοινοποίηση των αποφάσεων επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας εμπίπτουν στην αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

36 Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή της ισοδυναμίας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει την ίση μεταχείριση των ένδικων βοηθημάτων με τα οποία προβάλλεται παραβίαση του εθνικού δικαίου και των παρεμφερών ενδίκων βοηθημάτων με τα οποία προβάλλεται παραβίαση του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Συνεπώς, πρέπει, αφενός, να προσδιοριστούν οι παρεμφερείς διαδικασίες ή τα παρεμφερή ένδικα βοηθήματα και, αφετέρου, να κριθεί αν τα ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται στο εθνικό δίκαιο αντιμετωπίζονται πιο ευνοϊκά σε σχέση με τα ένδικα βοηθήματα τα οποία αφορούν την προάσπιση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Ως προς τον παρεμφερή χαρακτήρα των ενδίκων βοηθημάτων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει άμεση γνώση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων, να ελέγξει την ομοιότητα των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων, με γνώμονα το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39      Όσον αφορά την παρόμοια αντιμετώπιση των ενδίκων βοηθημάτων, υπενθυμίζεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη σχετική με τα ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνες που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου πρέπει να αναλύεται από το εθνικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη της σημασίας της διάταξης αυτής στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, του τρόπου διεξαγωγής της και των ιδιαιτεροτήτων της, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

[…]

42   Όσον αφορά, δεύτερον, την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο εθνικής ρύθμισης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διάταξης στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της διεξαγωγής και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, του 2020 του κ. Σπηλιωτόπουλου, κατά γενική αρχή, για την έναρξη της προθεσμίας, στην περίπτωση των ατομικών πράξεων, για τον αποδέκτη τον οποίο η πράξη αφορά, απαιτείται κονοποίηση σε αυτόν. Η κοινοποίηση δεν χρειάζεται μόνο σε περίπτωση γνώσης της πράξης. Για την κοινοποίηση δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία (ΚΔΔ/σίας άρθρο 19), πρέπει όμως να γίνει κατά τρόπο ώστε η πράξη να περιέλθει στον ενδιαφερόμενο και η κοινοποίηση να αποδεικνύεται με έγγραφο που έχει καταρτιστεί από δημόσιο ή άλλο αρμόδιο όργανο.  Για την έναρξη της προθεσμίας χρειάζεται η κοινοποίηση να είναι πλήρης, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της πράξης κατά το ουσιώδες μέρος, και ειδικότερα την αιτιολογία και το διατακτικό της (ΣΕ 3650/1987).

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος Ι, του 2020 του Σπηλιωτόπουλου,[2] η κοινοποίηση είναι αναγκαία όταν, είτε προβλέπεται ρητά από τις σχετικές διατάξεις, είτε σύμφωνα με την αρχή της (διαφάνειας) φανερής δράσης της Διοίκησης όταν με την πράξη επιβάλλεται στον διοικούμενο ένα δυσμενές μέτρο, χωρίς αυτός να το γνωρίζει.  Σύμφωνα με το άρθρο 18(7Β) και (7Ε) του περί Προσφύγων Νόμου:

 

«(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -

 

(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,

(…)

(β) ενημερώνει διά της απόφασής του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο.

[…]

(7Ε) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει τον αιτητή, σε γλώσσα την οποία ο αιτητής κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, για το αποτέλεσμα της απόφασής του και για το δικαίωμα του αιτητή το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (7Β), καθώς και για τις προθεσμίες άσκησης αυτού του δικαιώματος.»

 

Στην παρούσα προσφυγή δεν φαίνεται πρώτον να έχει ενημερωθεί γραπτώς η Αιτήτρια για την απορριπτική απόφαση με αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους απόρριψης και την προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο και περαιτέρω, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι η Αιτήτρια είχε ενημερωθεί σε γλώσσα που κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί για το αποτέλεσμα της απόφασης και το δικαίωμα της σε προσφυγή.  Ακόμα και η επιστολή την οποία συνέταξαν οι Καθ’ων η Αίτηση προς κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης στην Αιτήτρια, δεν είχε επιδοθεί με παρουσία διερμηνέα στην Αιτήτρια και ήταν γραμμένη στην αγγλική γλώσσα, ενώ η Αιτήτρια ομιλεί την γαλλική γλώσσα.

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου του Ν. Χαραλάμπους, όταν η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του αιτητή. Η γνώση πρέπει να είναι πλήρης. Πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά που αυτός υφίσταται από την πράξη. Η γνώση θα πρέπει να είναι τόσο εκτενής, ώστε ο επηρεαζόμενος να καθίσταται ενήμερος του επηρεασμού που η απόφαση έχει σ’ αυτόν. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων που έλαβε υπόψη η διοίκηση κατά τη λήψη της απόφασής της. Επίσης, δεν είναι αναγκαίο για σκοπούς έναρξης της προθεσμίας, η πράξη να μνημονεύει τις ειδικές διατάξεις του νόμου πάνω στις οποίες βασίζεται.[3]

 

Ως πλήρης γνώση του περιεχομένου της πράξης νοείται η γνώση και η αιτιολόγηση της πράξης, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί το νόμιμο ή μη αυτής και, συνεπώς, η δυνατότητα άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής σύμφωνα με το σύγγραμμα της Ασπασίας Αρχοντάκη «Η προσβολή Ισχυρισμών στις Διοικητικές Διαφορές Ουσίας».[4]

 

Τέλος, σύμφωνα με το «The Oxford Handbook of International Refugee Law» του 2021, στο οποίο αναλύεται μεταξύ άλλων η Οδηγία για τις Διαδικασίες Ασύλου, τα κράτη υποχρεούνται να παρέχουν στους αιτούντες άσυλο γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με την αίτησή τους. Εξαιρέσεις από αυτόν τον κανόνα επιτρέπονται μόνο όσον αφορά τις αποφάσεις που χορηγούν το καθεστώς του πρόσφυγα. Αυτό το καθήκον των κρατών οδηγεί σε αντίστοιχο δικαίωμα των αιτούντων άσυλο σε γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο προσβολής αρνητικών αποφάσεων.[5]

 

Με βάση τα ανωτέρω, θεωρώ ότι η Αιτήτρια δεν έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης επί του αρχικού της αιτήματος πριν την κοινοποίηση της απόφασης στην συνήγορό της κατά τον Νοέμβριο του 2023 και δεν γνώριζε τις θεραπείες τις οποίες μπορούσε να επιζητήσει και την προθεσμία για άσκηση προσφυγής στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο. 

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει ανωτέρω, δεν έχει αποδειχθεί ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.  Τα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής και δεν θα επιδικαστούν σε καμία περίπτωση εναντίον της Αιτήτριας.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΔΕΕ, υπόθεση C651/19, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, της 9ης Σεπτεμβρίου 2020.

[2] Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος Ι, 15η Έκδοση, 2020,Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 160.

[3] Νίκος Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Λευκωσία, 2006, σελ. 126-127.

[4] Ασπασία Αρχοντάκη, Η προσβολή Ισχυρισμών στις Διοικητικές Διαφορές Ουσίας, 2018, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 20.

[5] The Oxford Handbook of International Refugee Law edited by Costello, Cathryn; Foster, Michelle; McAdam, Jane (3rd June 2021), Ch.49 National Constitutions and the Right to Asylum, Part VI Refugee Rights and Realities, g) The Right to Appeal.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο