ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 4870/23

 

16 Μαΐου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

M.C.N. από τη Νιγηρία και τώρα στη Λευκωσία

                                                                                             Αιτήτρια

-και- 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Χρ. Λαζάρου - Αρτέμη (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Ε. Βασιλείου (κα) για Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Ο Αιτήτρια είναι παρούσα.

(Παρoύσα η διερμηνέας κα Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 08/11/23, με την οποία το αίτημα της για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια, υπήκοος της Νιγηρίας, εγκατέλειψε την χώρα της στις 14/11/2021 και στις 11/08/2022 εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων από την Τουρκία και μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών της Δημοκρατίας. Στις 26/08/2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 7/11/2022 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 07/11/2023 αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας. Στις 08/11/2023 ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την έκθεση και εισήγηση σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της με αναστολή έως την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής ή έως την έκδοση πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως, ετοιμάστηκε επιστολή ημερ. 29/11/2023 από την Υπηρεσία Ασύλου προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στην Αιτήτρια την ίδια ημέρα σε γλώσσα πλήρως κατανοητή από την ίδια (Αγγλικά). Στις 29/12/2023 η Αιτήτρια προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής μέσω νομικής εκπροσώπου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια, δια της δικηγόρου της, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη.

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο.

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 04/04/2024 , η Αιτήτρια, δια της δικηγόρου της, περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στην έλλειψη δέουσας έρευνα και στην μη επαρκή αιτιολογία.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος της Αιτήτριας γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης της, η Αιτήτρια, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά της, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με την Αιτήτρια όλες τις πτυχές των ισχυρισμών της και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ' ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός του.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, η Αιτήτρια είναι ενήλικη υπήκοος  Νιγηρίας. Υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/08/2022. Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε  πως είναι άγαμη και εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της με την άδεια των αρχών, λόγω απειλών κατά της ζωής της. Διαβιούσε στην Πολιτεία Edo της Νιγηρίας, όταν ο μεγάλος της αδελφός εντάχθηκε σε μια τοπική συμμορία. Η εν λόγω συμμορία ζήτησε από τον αδελφό της να σκοτώσει ένα άτομο, όμως δεν το έπραξε και ενημέρωσε το άτομο αυτό ότι η συμμορία ήθελε να τον σκοτώσει. Όταν η συμμορία (gang),το πληροφορήθηκε, πήγαν στο σπίτι της Αιτήτριας και πυροβόλησαν τον αδελφό της. Μετά από λίγες μέρες απεβίωσε η μητέρα της λόγω της απώλειας του γιου της και εξαιτίας αυτού του περιστατικού.  Όπως κατέγραψε η Αιτήτρια δεν ένοιωθε ασφάλεια και αποφάσισε να φύγει και να συνεχίσει τις σπουδές της στην κατεχόμενη Κύπρο. Σύντομα διαπίστωσε ότι αδυνατούσε να καλύψει τα έξοδα της και να επιβιώσει, για αυτό εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Πρόσθεσε ότι στην κατεχόμενη Κύπρο υπάρχουν αυτές οι συμμορίες και επιτίθενται σε ανθρώπους. Η ίδια δεν απειλήθηκε, όμως φοβάται να είναι κοντά τους.

 

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό  Ebem , περιοχή Onafia στην πολιτεία Abia και διέμενε μέχρι το 2016. Ακολούθως για μια πενταετία από το 2016 μέχρι το 2021, διαβιούσε στην πόλη  Owerri της Πολιτείας Imo. Το 2021 επέστρεψε στο χωρίο   και τον Οκτώβριο του 2021 ξαναπήγε στην πόλη  Owerri από την οποία και αναχώρησε για να έρθει στην Κύπρο.  Η Αιτήτρια ανήκει στην φυλή Igbo  και ομιλεί Igbo και Αγγλικά. Ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση κι εν συνεχεία σε Πανεπιστήμιο στην πόλη Owerri, παρακολούθησε χρηματοοικονομικά τελειώνοντας τις σπουδές της τον Ιούνιο του 2021. Σχετικά με την οικογενειακά της κατάσταση είναι άγαμη, έχει ένα αδελφό ο οποίος απεβίωσε καθώς επίσης και οι γονείς της.

 

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη Νιγηρία, η Αιτήτρια δήλωσε, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής της, ότι έχει έναν αδελφό που εντάχθηκε σε μια ομάδα αίρεσης (cult) και όταν ο πατέρας της, τον ρώτησε γιατί προσχώρησε, ο αδελφός της  ανάφερε ότι τον εκφόβιζαν στο σχολείο και τον ανάγκασαν να προσχωρήσει. Η πρώτη αποστολή του αδελφού της ήταν να  δολοφονήσει έναν άνθρωπο που ήταν γνωστός στην κοινότητά της και τον προμήθευσαν με ένα όπλο. Ο αδελφός της δεν ήθελε να διαπράξει δολοφονία και ενημέρωσε το συγκεκριμένο άτομο οποίος διέφυγε από την πόλη. Όταν τα μέλη της συμμορίας διαπίστωσαν ότι ο αδελφός της Αιτήτριας δεν διάπραξε την δολοφονία, είπαν ότι θα χρησιμοποιούσαν την οικογένειά του για να πληρώσουν. Πρόσθεσε ότι αναζητούσαν τον αδελφό της και όταν συνάντησαν τον ίδιο με τον πατέρα της, τους πυροβόλησαν. Ο πατέρας της απεβίωσε επί τόπου ενώ ο αδελφός της μετά από τρεις ημέρες. Περαιτέρω η Αιτήτρια  ισχυρίστηκε ότι έμεινε για λίγο καιρό με τη μητέρα της και μετά έφυγαν από την γενέτειρά τους και πήγαν αλλού, όπου παρέμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα. Η μητέρα της απεβίωσε μετά από λίγο καιρό λόγω υψηλής αρτηριακής πίεσης.

 

Εν συνεχεία, στο στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων η Αιτήτρια ανάφερε ότι ήθελε να φύγει επειδή έχασε τους δικούς της και έμαθε ότι την έψαχναν.  Ακολούθως η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω ομάδα αίρεσης, λέγεται Buccaneers και ο αδελφός της εντάχθηκε σε αυτούς τον Αύγουστο του 2021. Ο αδελφός της διέμενε στο Owerri όταν έγινε μέλος της αίρεσης και μετά πήγε στην πόλη Abia. Στην ερώτηση του αρμοδίου λειτουργού πού έγινε η δολοφονία, η Αιτήτρια ανάφερε ότι έγινε στην πατρική οικία. Εν συνεχεία ρωτήθηκε πως η ομάδα αίρεσης εντόπισε την οικία τους στην πολιτεία Abia, με την Αιτήτρια να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει. Η ίδια απουσίαζε από το σπίτι, λόγω του ότι εργαζόταν σε φούρνο. Στην ερώτηση του λειτουργού πως γνωρίζει ότι οι δολοφονίες έγιναν από την ομάδα αίρεσης, δήλωσε ότι τους είπε τι συνέβαινε. Σε σχετική ερώτηση, ανάφερε ότι δεν γνωρίζει το άτομο για το οποίο ο αδελφός της θα σκότωνε αλλά μετάνιωσε. Ακολούθως ερωτηθείσα εάν της  συνέβη οτιδήποτε προσωπικό, ανάφερε ότι έχασε την οικογένειά της. Ισχυρίστηκε ότι είχε κλήσεις στο  τηλέφωνο της από αγνώστους αριθμούς και δεν απαντούσε, προσθέτοντας ότι δεν μίλησε σε κανένα όμως είχε πληροφορίες ότι θα κυνηγούσαν την ίδια.  Στην ερώτηση πως έλαβε τις πληροφορίες, ισχυρίστηκε ότι ενώ επέστρεφε από το πανεπιστήμιο, μια ομάδα ατόμων την σταμάτησε και της ανάφεραν ότι κάποιοι την έψαχναν τον Αύγουστο του 2021, στην πόλη Owerri. Ερωτηθείσα πως γνώριζαν αυτά τα άτομα ότι την έψαχνε η ομάδα αίρεσης, απάντησε  ότι δεν γνωρίζει.  Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από την Αιτήτρια να διευκρινίσει την αντίφαση που προέκυψε, αφού  ενώ ισχυρίστηκε ότι  επέστρεψε στο Owerri τον Οκτώβριο του 2021, στην συνέχεια αναφέρει τον Αύγουστο του 2021, με την Αιτήτρια να δηλώνει ότι μετά το περιστατικό που συνέβη τον Αύγουστο επέστρεψε στο πανεπιστήμιο. Κληθείσα να δηλώσει ποιο ήταν το συγκεκριμένο περιστατικό που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, απάντησε ότι φοβόταν για τη ζωή της. Εν συνεχεία, ισχυρίστηκε ότι πήγε με την μητέρα της σε κάποιο άλλο μέρος τον Αύγουστο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού τι έκανε για να προστατεύσει τον εαυτό της, δήλωσε ότι δεν έπραξε οτιδήποτε. Κληθείσα να σχολιάσει το περιεχόμενο της αίτησης της για διεθνή προστασία όπου κατέγραψε ότι η μητέρα της απεβίωσε και δεν ανάφερε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει.

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή του επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και β) Η Αιτήτρια ισχυρίζεται φόβο δίωξης λόγω εμπλοκής του αδελφού της σε “cult group”.

 

Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό,  δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής καθότι η Αιτήτρια κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα της Νιγηρία είναι διότι ο αδερφός της εντάχθηκε μετά από πιέσεις στο "cult group Buccaneers". Ανέφερε ότι, ο αδερφός της αρνήθηκε να δολοφονήσει ένα άνθρωπο ο οποίος ήταν στόχος του "cult group Buccaneers και τον ενημέρωσε ότι επρόκειτο να δολοφονηθεί. Στην συνέχεια, to cult group Buccaneers σκότωσε τον αδερφό της και τον πατέρα της ενώ κατά τους ισχυρισμούς της, στόχος ήταν και η ίδια η Αιτήτρια, (Π.Β. ερυθρό 50 1Χ- 4Χ).

 

Στην προσπάθεια της να στοιχειοθετήσει το αίτημα της, η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι ισχυρισμοί της δεν ήταν ευλογοφανείς και δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες που αφορούν τον ισχυρισμό της ότι αποτελεί στόχος του “cult group Buccaneers”. Ισχυρίστηκε ότι ενώ βρισκόταν στο πανεπιστήμιο, μια ομάδα ατόμων την προειδοποίησε ότι μέλη του την αναζητούσαν. Ερωτηθείσα  πως γνώριζε ότι αναζητείτο από την συγκεκριμένη ομάδα υπέδειξε άγνοια. Περαιτέρω ως προς τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της ότι δέχτηκε κλήσεις από αγνώστους αριθμούς στις οποίες δεν απάντησε, απέτυχε να δώσει επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι αναζητείτο,(Π.Β. ερ. 49, 14Χ-15Χ και, ερ. 48, 1Χ-5Χ).

Διαπιστώθηκε αντίφαση στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας όσον αφορά το χρονικό διάστημα που πήγε στην περιοχή Owerri, αφού αρχικά δήλωσε ότι πήγε  τον Οκτώβριο του 2021, ενώ στην συνέχεια διαφοροποίησε την δήλωση της, αναφέροντας ότι πήγε στην περιοχή Owerri τον Αύγουστο του 2021, χωρίς να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την εν λόγω αντίφαση. (Π.Β. ερ. 52, 3Χ και, ερ. 48, 2Χ, 4Χ).

Η Αιτήτρια περιέπεσε σε ακόμη μια αντίφαση όταν αρχικά ισχυρίστηκε ότι λόγω της πληροφορίας ότι αναζητείτο από την ομάδα αίρεσης, εγκατέλειψε με την μητέρα της, την πόλη καταγωγής της και στην συνέχεια διαφοροποίησε τον ισχυρισμό της, δηλώνοντας ότι πήγαν σε άλλη τοποθεσία  εντός της πόλης καταγωγής της. Κληθείσα να εξηγήσει την αντίφαση, η Αιτήτρια απέτυχε να το πράξει αναφέροντας ότι  εγκατέλειψε την οικία τους, χωρίς να εξηγήσει την αντίφαση (Π.Β. ερ. 50,1Χ και 48 8Χ, 10Χ).

Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό που προέβαλε στην αίτηση της για διεθνή προστασία ότι, δολοφονήθηκε ο αδερφός της και απεβίωσε η μητέρα της, ενώ στην συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι δολοφονήθηκε ο αδελφός της και ο πατέρας της, η Αιτήτρια απέτυχε να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την εν λόγω αντίφαση δηλώντας άγνοια,(Π.Β. ερ. 50 1Χ, 47 2Χ και 1).

Ζητήθηκε από την Αιτήτρια να δώσει πληροφορίες σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία δεν θα ήταν ασφαλής και απάντησε πως δεν γνωρίζει και επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της περί μη ασφάλειας της στην Νιγηρία, (Π.Β. ερ. 47, 3Χ).

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία, κρίθηκε πως τα όσα ανέφερε η  Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Σε ότι αφορά αυτό το μέρος του αιτήματος, οι πληροφορίες που παρείχε η Αιτήτρια επί των ισχυρισμών της, υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.

Από τα παραπάνω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι εφόσον το μέρος του αιτήματος της που αφορά την εμπλοκή του αδελφού της σε “cult group”, δεν έγινε αποδεκτό, κατά συνέπεια δεν γίνεται αποδεκτός και ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξής της.

 

Εν συνεχεία,  στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της και τη χώρα καταγωγής της, και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia, δεν επικρατούν συνθήκες που συνεπάγονται εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει για την Αιτήτρια βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή της στη Νιγηρία δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην έκθεση-εισήγησή του, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.

Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας περί φόβου δίωξης λόγω της εμπλοκής του αδελφού της σε “cult group”,ορθά και πάλι οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν την Αιτήτρια εσωτερικά και εξωτερικά      αναξιόπιστη και απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της, καθώς οι πλειονότητα των απαντήσεων της είναι διατυπωμένες με γενικότητα, χωρίς συνέπεια και συνοχή ενώ παράλληλα η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της, ήτοι ότι κινδύνευε από την ομάδα αίρεσης. Υπέδειξε πλήρη αγνοία σε βασικά ερωτήματα που της τέθηκαν και υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς το ποιος γονέας της απεβίωσε κατά την ισχυριζόμενη επίθεση. Περαιτέρω ως ίδια δήλωσε ότι δεν συνέβη κάποιο περιστατικό που έθεσε σε κίνδυνο  την ζωή της και παρέμεινε στην πόλη καταγωγής της, μέχρι και την νόμιμη αναχώρηση της από την Νιγηρία. 

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

 

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η  Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ.851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C- 285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Ebem, της διοικητικής περιοχής Onafia, της πολιτείας Abia, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες. Από την έρευνα στη βάση δεδομένων του ACLED[1], αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Abia της Νιγηρίας, προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 03/05/2023 έως 03/05/2024, καταγράφηκαν στην Πολιτεία Abia  21 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 18 ανθρώπων.  Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 14 περιστατικά βίας κατά πολιτών με 8 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 7 μάχες (battles) με 10 απώλειες ανθρώπινων ζωών  και καθόλου εκρήξεις/περιστατικά απομακρυσμένης βίας. Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός[2] της πολιτείας Abia ανέρχεται στα 4,143,100 [2022], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (18 ανθρώπινες απώλειες) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, ήτοι στην περιοχή Ebem, της διοικητικής περιοχής Onafia, της Πολιτείας Avia της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτός είναι γυναίκα, υγιής, πανεπιστημιακού  μορφωτικού επιπέδου, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της και ικανή προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή της στη Νιγηρία, η Αιτήτρια θα έλθει αντιμέτωπη με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ. 26/05/2023 τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, τη  Νιγηρία, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1400 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

                                     

 

                                          Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), filtered on Nigeria, Abia State, 03-05-2023 to 03-05-2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/05/2024)

[2] https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA001__abia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/05/2024)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο