ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 5075/22 

 

20 Μαϊου 2024 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

V.V.

Αιτήτρια 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

Α. Παναγή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Σ. Σταύρου (κα) για Μ. Καρπούζη, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 21/06/2022, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο “Α” στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, γεννηθείσα το 1992, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), η οποία σύμφωνα με δικής της δήλωση, στις 20/07/2019 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ακολούθως, στις 24/07/2019 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25/07/2019.

 

Στις 09/05/2022 και 18/05/2022 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 14/06/2022, η  αρμόδια λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Στις 21/06/2022, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία σε επιστολή ημερομηνίας 28/06/2022, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 21/07/2022, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από την ίδια.

 

Εμπρόθεσμα, η Αιτήτρια, καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως της (προσφυγή) η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί αόριστα διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Με την δε γραπτή της αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, την ανεπαρκή και/ή ελαττωματική έρευνα από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση, την ύπαρξη νομικής και πραγματικής πλάνης καθώς επίσης ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, ισχυρισμοί που επίσης προβάλλονται αόριστα και γενικά χωρίς υπαγωγή σε πραγματικά γεγονότα.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζονται ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, οι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις με την πλευρά του Αιτητή να τονίζει εμφατικά τον ισχυρισμό της περί μη δέουσας έρευνας, χωρίς ωστόσο να παραπέμπει το Δικαστηρίου συγκεκριμένα και ειδικά σε τι συνίσταται ο ισχυρισμός περί πάσχουσας έρευνας.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων. Κατ΄ αρχήν παρατηρώ ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως είναι γενικοί, αόριστοι και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση, κυρίως όμως δεν προωθούνται, εξειδικεύονται και αναπτύσσονται στην γραπτή της αγόρευση, κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Παραπέμπω προς τούτο στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΤΙΚ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως προς την εμβέλεια του κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας οι οποίοι περιέχονται στη αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην γραπτή του αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς, κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Παρά την πιο πάνω διαπίστωσή μου και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Κατά την υποβολή της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε σε ένα χωριό της επαρχίας Bas-Congo, όπου διέμενε με τους γονείς και τα δύο αδέρφια της. Μετά το θάνατο της μητέρα της, ο πατέρας της αποφάσισε να μεταφέρει την Αιτήτρια και τα αδέρφια της στην Kinshasa. Καθώς η οικία του θείου της δε διέθετε χώρο ικανό να φιλοξενήσει την ίδια και τα αδέρφια της, η Αιτήτρια διέμεινε στην οικία ενός φίλου του πατέρα της. Όμως η σύζυγος του εν λόγω άνδρα άρχισε να την κακομεταχειρίζεται κατηγορώντας την ότι της έκλεψε τα κοσμήματα, απειλώντας την ότι θα την σκοτώσει αν δεν τα επιστρέψει. Όταν ο σύζυγός της έμαθε τι είχε συμβεί, ακολούθησε την Αιτήτρια στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατείτο και σε συνεννόηση με του αστυνομικούς, διευθέτησε την απόδραση της έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.  Καθώς όμως η Αιτήτρια δεν είχε κάποιο μέρος στο οποίο θα μπορούσε να διαμείνει, μετέβη σε μια αγορά προκειμένου να περάσει τη νύχτα. Στη συγκεκριμένη αγορά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τρεις στρατιώτες και έγινε ένα κορίτσι του δρόμου, διαμένοντας με άλλους άστεγους και ιερόδουλες. Εκεί γνώρισε μία κυρία η οποία προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει. Η εν λόγω γυναίκα συνήθιζε να ταξιδεύει εκτός της ΛΔΚ καθώς δραστηριοποιείτο με το εμπόριο. H Αιτήτρια δήλωσε ότι όποτε η εν λόγω γυναίκα έλειπε εκτός της χώρας, ο σύζυγός της την κακοποιούσε σεξουαλικά, ενώ στη συνέχεια την απείλησε ότι θα την σκοτώσει αν αποκαλύψει την αλήθεια σε οποιοδήποτε άτομο και δη στη σύζυγό του. Μια μέρα η σύζυγός του, επιστρέφοντας απροειδοποίητα από το εξωτερικό αποπειράθηκε να την σκοτώσει. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αναγκάστηκε να φυγαδευτεί και ο σύζυγός της εν λόγω γυναίκας τη συνέστησε στα άτομα που οργάνωσαν την διαφυγή της. (ερυθρό 31 στο διοικητικό φάκελο – μετάφραση στα αγγλικά).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι γονείς της απεβίωσαν, η μεν μητέρα της το 2017, ο δε πατέρας της το 2014. Προσέθεσε επίσης ότι είχε ένα αδερφό, ο οποίος απεβίωσε το 2016. Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι μετά το θάνατο της μητέρας της το 2017 φιλοξενήθηκε από τη θεία της, ενώ μετά το θάνατο της θείας της αναγκάστηκε να διαμείνει στην οικία του φίλου του θανούντος πατέρα της υπ ονόματι Romini, ο οποίος διέμενε με τη σύζυγό του υπ ονόματι Maze και τα τρία τους τέκνα. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε δυο έτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κληθείσα να περιγράψει την επαγγελματική της εμπειρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι από ηλικίας 13 ετών πουλούσε νερό για δύο χρόνια, ενώ τα απογεύματα εργαζόταν παράλληλα σε ένα εστιατόριο. Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πάσχει από ταχυκαρδία, λόγο για τον οποίο κατά το παρελθόν της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή.

 

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι η Maze σύζυγος του φίλου του πατέρα της Romini, την απειλούσε γιατί πίστευε ότι διατηρεί ερωτικές σχέσεις με το σύζυγό της. Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι τα άτομα που εργάζονταν στην οικία που διέμενε, άκουσαν την Maze να συνομιλεί με άγνωστα άτομα και να ζητά από αυτά να την σκοτώσουν. Επιπλέον ανέφερε ότι μια ημέρα επιστρέφοντας στην οικία που διέμενε είδε στο δρόμο ένα στρατιώτη, ο οποίος την απείλησε ότι αν δεν εγκαταλείψει την οικία που διαμένει, θα τη σκοτώσει ο ίδιος προσωπικά. Η Αιτήτρια ενημέρωσε το υπηρετικό προσωπικό σχετικά με το τι είχε προηγηθεί και εκείνοι τη συμβούλεψαν να ενημερώσει το Romini, πλην όμως εκείνη δεν το έπραξε φοβούμενη τη σύζυγό του. Μια εβδομάδα αργότερα και καθώς η Αιτήτρια μετέβαινε στην εκκλησία, την πλησίασε ένα αυτοκίνητο και ένας άγνωστος άνδρας την τράβηξε από τα ρούχα και την ανάγκασε να επιβιβαστεί εντός του οχήματος. Στη συνέχεια ο εν λόγω άνδρας της δήλωσε ότι την είχε προειδοποιήσει να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε, ωστόσο επειδή εκείνη δε το έπραξε, εκείνος προτίθετο να τη σκοτώσει. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η Αιτήτρια άκουσε έναν εκ των απαγωγέων της να παροτρύνει τους υπόλοιπους απαγωγείς να σκοτώσουν την Αιτήτρια προκειμένου να λάβουν χρήματα, ενώ ένας άλλος άνδρας πρότεινε να μη τη σκοτώσουν και να την αφήσουν ελεύθερη υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επιστρέψει στην οικία που διέμενε.  Καθώς οι εν λόγω άνδρες ήρθαν σε ρήξη μεταξύ τους, ένας εξ αυτών έβγαλε ένα μαχαίρι και το τοποθέτησε στο λαιμό της Αιτήτριας. Στη συνέχεια ο άνδρας που την υπερασπίστηκε, ο οποίος σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν ο αρχηγός τους, την ενημέρωσε ότι δε θα τη σκοτώσουν και θα κρατήσουν μόνο τα μισά χρήματα που τους έδωσε η Maze. Καθώς η Αιτήτρια δε γνώριζε που βρισκόταν όταν αποβιβάστηκε από το όχημα των απαγωγέων της, άρχισε να ακολουθεί κάποια άγνωστα άτομα προς άγνωστη κατεύθυνση, όπου συνάντησε κάποια «παιδιά του δρόμου», τα οποία της πρότειναν να παραμείνει μαζί τους. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια άρχισε να διαμένει μαζί τους στο δρόμο, ενώ αναγκάστηκε να εκπορνευτεί προκειμένου να εξασφαλίσει τα έξοδα διαβίωσής της. Όταν μάζεψε κάποια χρήματα, η Αιτήτρια τηλεφώνησε στην κα Marie, την οποία είχε γνωρίσει στο εστιατόριο που εργαζόταν και η τελευταία ήθελε η Αιτήτρια να εργοδοτηθεί σε αυτήν ως οικιακή βοηθός, η οποία την ενημέρωσε πως η Maze απείλησε ακόμα και την ίδια κατηγορώντας την ότι την φυγάδευσε. Η Αιτήτρια παρακάλεσε την κα Marie να τη φιλοξενήσει, όπως και έγινε, πλην όμως στη συνέχεια η κα Marie δήλωσε στην Αιτήτρια ότι την πίεζε η Maze γιατί ήταν σίγουρη ότι έκρυβε την Αιτήτρια. Εν τέλει η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε γνωρίζει με ποιον τρόπο η κα Marie κατάφερε να τη βοηθήσει να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ. Ερωτηθείσα εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια προέβαλε ότι όσο ήταν άστεγη, κάποιοι στρατιώτες προσπάθησαν να συλλάβουν τα άστεγα παιδιά με τα οποία διέμενε, πλην όμως συνέλαβαν την ίδια και την κακοποίησαν σεξουαλικά. Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε πως άρχισε να νιώθει περίεργα και επισκέφτηκε μια κλινική όπου την ενημέρωσαν ότι ήταν έγκυος, σε μεταγενέστερο όμως χρόνο η Αιτήτρια παρατήρησε ότι απέβαλε.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των δηλώσεων της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός διαχώρισε το αφήγημα της τελευταίας σε θεματικές ενότητες υποβάλλοντάς την σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις, δίνοντάς της τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της καθώς και να σχολιάσει το πλήθος χρονικών και νοηματικών αντιφάσεων στις οποίες αυτή υπέπεσε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων της.

 

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα τις συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα τη σκοτώσει η Maze επειδή πιστεύει ότι διατηρούσε σχέση με το σύζυγό της.

 

Στην εισηγητική της έκθεση, η αρμόδια λειτουργός, αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, διέκρινε τους ακόλουθους οκτώ (8) ουσιώδεις ισχυρισμούς:

 

1)   Τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, η χώρα καταγωγής και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της.

2)   Η Αιτήτρια ζούσε με το φίλο του πατέρα της Romini και τη σύζυγό του Maze.

3)   H Αιτήτρια δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της από τη σύζυγο του φίλου του πατέρα της, Maze.

4)   H Αιτήτρια απειλήθηκε από ένα στρατιώτη που ενεργούσε εκ μέρους της Maze

5)   H Maze δεν επέτρεπε στην Marie, να εργοδοτήσει την Αιτήτρια ως οικιακή βοηθό της.

6)   Η Αιτήτρια έπεσε θύμα απαγωγής από άγνωστους άνδρες καθ’ υπόδειξη της Maze.

7)   H Αιτήτρια για κάποιο χρονικό διάστημα ζούσε στην Kinshasa ως άστεγη.

8)   Η Αιτήτρια έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από στρατιώτες.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, η αρμόδια λειτουργός έκανε δεκτό των ισχυρισμό της Αιτήτριας σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας καθώς οι δηλώσεις της κρίθηκαν σαφείς και συνεκτικές, και επιπλέον επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

 

Σε σχέση όμως με τις δηλώσεις της περί του ότι διέμενε με το φίλο του πατέρα της Romini και τη σύζυγό του Maze, οι δηλώσεις τις Αιτήτριας δεν κρίθηκαν ως αντικατοπτρίζουσες βιωματική συνθήκη αφού αξιολογήθηκαν ως ασαφείς, η δε Αιτήτρια υπέπεσε σε πλήθος αντιφάσεων τις οποίες δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει, αν και της δόθηκε κατ’ επανάληψη η δυνατότητα προς τούτο.  Ειδικότερα, αν και η Αιτήτρια αρχικά δήλωσε ότι έζησε με το Rοmini και τη Maze στην κοινότητα Kimbaseke από ηλικίας 6 ετών, στη συνέχεια δήλωσε αντιφατικά ότι πήγε να ζήσει εκεί μετά το θάνατο του πατέρα της το 2014, χρόνο κατά τον οποίο η ίδια ήταν 22 ετών. Ζητηθείσα να σχολιάσει την ανωτέρω αντίφαση, η Αιτήτρια προέβαλε ανεπαρκώς ότι σε ηλικία 6 ετών πήγε να διαμείνει με τη θεία της. Σε σχέση τη δήλωσή της περί του ότι μετά το θάνατο της μητέρα της το 2017, ο πατέρας της την πήγε στο σπίτι του φίλου του Rοmini, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να σχολιάσει το γεγονός ότι τότε ήταν 25 ετών και εκείνη προέβαλε ανεπαρκώς και χωρίς νοηματική συνοχή ότι ο πατέρας της τη σύστησε σε ένα φίλο του όταν πέθανε η μητέρα της και αφού εκείνος ήταν ετοιμοθάνατος. Η αρμόδια λειτουργός εντόπισε ότι αν και η Αιτήτρια στην προφορική της συνέντευξη δήλωσε ότι διέμενε στην Kinshasa από ηλικίας 6 ετών, κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας είχε δηλώσει ότι μετά το θάνατο της μητέρα της, ο πατέρας της μετέφερε την ίδια και τα αδέρφια της στην εν λόγω πόλη. Ζητηθείσα να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια απάντησε χωρίς συνοχή ότι η ίδια βρισκόταν πιο κοντά στον πατέρα της και ο αδερφός της πιο κοντά στη μητέρα τους. Στη βάσει όλων των ανωτέρω οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες.  Σε συνδυασμό με το ότι από τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας στα πλαίσια διερεύνησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της, ο υπό εξέταση ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, αφού δεν κρίθηκε ότι τα όσα η ίδια προέβαλε αντικατοπτρίζουν βιωματική εμπειρία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι δέχθηκε απειλές από τη Maze λόγω του ότι εκείνη θεωρούσε ότι η Αιτήτρια διατηρούσε σχέσεις με το σύζυγό της, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν επίσης ως ασαφείς και αντιφατικές. Η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε τις αναφορές της Αιτήτριας ως γενικόλογες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Συγκεκραμένα, όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει λεπτομερώς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τη Maze, η Αιτήτρια περιορίστηκε στην περιγραφή της εν γένει, καθημερινής συμπεριφοράς της Maze απέναντί της, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιστατικό απειλής προς το πρόσωπό της. Όταν στη συνέχεια της ζητήθηκε εκ νέου να περιγράψει τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τη Maze, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές περιγραφές και/ή απαντήσεις. Κληθείσα άλλωστε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους την απειλούσε η Maze, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις της αφού επαναλάμβανε με γενικολογία, χωρίς ωστόσο να εξηγεί το λόγο, ότι η Maze τη ζήλευε γιατί θεωρούσε ότι διατηρεί ερωτική σχέση με το σύζυγό της. Σε σχέση δε με το περιστατικό κατά το οποίο, σύμφωνα με δηλώσεις της, η Maze μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποια άτομα τα οποία ήθελε να προσλάβει προκειμένου να τη σκοτώσουν, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο αυτό φέρεται να έλαβε χώρα, επικαλούμενη αόριστα μια ημέρα, την προηγούμενη της οποίας είχε έρθει σε λεκτική ρήξη με τη Maze. Παράλληλα, όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει λεπτομερώς το εν λόγω περιστατικό, εκείνη απάντησε επιφανειακά, ότι η Maze είπε στα άτομα με τα οποία συνομιλούσε ότι κανείς δε θα ενδιαφερθεί για την Αιτήτρια καθώς δε διαθέτει οικογένεια. Σε σχέση δε με τις δηλώσεις της περί του ότι το υπηρετικό προσωπικό της οικίας που διέμενε ήταν αυτό που άκουσε την ανωτέρω συνομιλία της Maze με τα άτομα που ήθελε να προσλάβει για να σκοτώσουν την Αιτήτρια, η τελευταία αργότερα δήλωσε ότι ήταν η ίδια που άκουσε την εν λόγω επικοινωνία. Ζητηθείσα να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι η Maze μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο με τα εν λόγω άτομα με αποτέλεσμα να την έχει ακούσει τόσο το υπηρετικό προσωπικό, όσο και η ίδια. Σε σχέση δε με την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στην υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, κατά την οποία η Αιτήτρια δήλωσε ότι η Maze την κατηγόρησε ότι της έκλεψε τα κοσμήματα, και σε αυτά που δήλωσε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων και βασίζονται στην εντύπωση της Maze ότι η Αιτήτρια διατηρούσε ερωτική σχέση με τον άνδρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ανεπαρκώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματός της την ενημέρωσαν ότι θα έχει τη δυνατότητα να αναφέρει τα πάντα κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης. Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Καθώς η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας, λόγω της προσωπικής τους φύσης, δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι απειλήθηκε από ένα στρατιώτη ο οποίος λειτουργούσε εκ μέρους της Maze, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν και πάλι ως ασαφείς, αντιφατικές και γενικόλογες. Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν ως αόριστες καθώς δήλωσε γενικόλογα ότι ένας στρατιώτης την πήρε σε ένα κατάστημα και την απείλησε ότι αν δεν εγκαταλείψει την οικία που διαμένει, θα καταλήξει νεκρή. Όπως όμως η ίδια δήλωσε, ο εν λόγω στρατιώτης δεν της έκανε κάτι άλλο αφού στη συνέχεια την άφησε να φύγει. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση άλλωστε να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, αφού σε σχετική ερώτηση, εκείνη απάντησε ασαφώς ότι έλαβε χώρα εντός των ημερών κατά τις οποίες η ίδια εργαζόταν στο εστιατόριο. Κληθείσα άλλωστε να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο που αντέδρασε όταν είδε τον εν λόγω στρατιώτη, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες και/ή λεπτομέρειες, επαναλαμβάνοντας αόριστα ότι συνάντησε στο δρόμο ένα άνδρα που φορούσε στρατιωτικά ο οποίος την πήρε εντός του καταστήματος και της μίλησε. Επίσης, αν και αρχικά η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο εν λόγω στρατιώτης αρχικά της ζήτησε να μη φοβάται, στη συνέχεια δήλωσε αντιφατικά ότι μόλις την είδε της ανέφερε ότι γνωρίζει που μένει και ότι δημιουργεί πρόβλημα στο σπίτι κάποιου ατόμου, απειλώντας στη συνέχεια ότι αυτός μαζί με τους φίλους του θα τη σκοτώσουν. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση, σύμφωνα με την αρμόδια λειτουργό, να αναφέρει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της συνομιλίας της με τον ανωτέρω στρατιώτη, καθώς δήλωσε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι μιλούσε μόνο εκείνος και όχι αυτή εφόσον δεν τον γνώριζε, απειλώντας την ως ανωτέρω περιγράφηκε. Ζητηθείσα να εξηγήσει πως ο εν λόγω στρατιώτης γνώριζε τη διαδρομή που θα ακολουθούσε εκείνη την ημέρα, η Αιτήτρια επικαλέστηκε χωρίς νοηματική συνοχή την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου δρόμου ανάμεσα στις περιοχές Ndjili και Kimbaseke. Ερωτηθείσα άλλωστε στη συνέχεια αν έλαβε κάποια μέτρα σχετικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τον εν λόγω στρατιώτη, η Αιτήτρια απάντησε και πάλι χωρίς συνοχή ότι δε μπορούσε να τον καταγγείλει γιατί φορούσε στρατιωτικά ρούχα. Κληθείσα τέλος να αποσαφηνίσει γιατί δεν ενημέρωσε το φίλο του πατέρα της Rοmini σχετικά με το τι είχε συμβεί, η Αιτήτρια προέβαλε συγκεχυμένα ότι δε γνώριζε από που προερχόταν ο εν λόγω στρατιώτης και ότι η σύζυγος του Romini την προειδοποίησε να μην αποκαλύψει σε κανένα τι συμβαίνει εντός της οικίας της. Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός απέρριψε τον ισχυρισμό της Αιτήτριας, κρίνοντας ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, παράλληλα δε ένεκα της προσωπικής τους φύσης δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Περνώντας στην αξιολόγηση του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί του ότι η Maze δεν της επέτρεψε να εργαστεί για την κα Marie, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν από την αρμόδια λειτουργό και πάλι ως ασαφείς, αντιφατικές και γενικόλογες. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στις αρχικές της δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Marie μετέβη στην οικία της Maze μία μέρα μετά τη γνωριμία της με την Αιτήτριας, αν και αρχικά είχε δηλώσει ότι δεν θυμόταν πότε έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό. Ζητηθείσα να σχολιάσει την ανωτέρω αντίφαση, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι γνώρισε την κα Marie στις 03/04/2018 και την επόμενη ημέρα εκείνη μετέβη στην οικία της Maze. Κληθείσα άλλωστε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο η κα Marie ήρθε σε ρήξη με την Maze, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς το λόγο που συνέβη αυτό, επαναλαμβάνοντας αόριστα τους ήδη εξιολογηθέντες ισχυρισμούς της. Ως προς τα προβλήματα που φέρεται να αντιμετώπισε η κα Marie από την Maze, η Αιτήτρια ανέφερε ασαφώς ότι η Maze δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στην κα Marie, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να περιγράψει τα εν λόγω προβλήματα. Ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε η κα Marie από τη Maze, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι η Maze απειλούσε την κα Marie ότι θα τη σκοτώσει, χωρίς ωστόσο να προσθέτει κάποιο άλλο ενισχυτικό στοιχείο και/ή πληροφορία. Ερωτηθείσα άλλωστε για ποιο λόγο έπρεπε να πάρει την άδεια της Maze προκειμένου να εργαστεί στην οικία της κας Marie δεδομένης και της τότε ηλικίας της (26 ετών), η Αιτήτρια προέβαλε χωρίς ευλογοφάνεια ότι βασιζόταν στην οικογένεια της Maze, ενώ προσέθεσε χωρίς νοηματική συνοχή ότι αν έφευγε θα ένιωθε και η ίδια σαν να μην έχει οικογένεια. Ως προς τους λόγους για τους οποίους δε ζήτησε την άδεια από το σύζυγο της Maze προκειμένου να εργαστεί στην οικία της κας Marie, η Αιτήτρια επικαλέστηκε χωρίς νοηματική συνοχή ότι γυναίκα και μητέρα του σπιτιού ήταν η Maze, παρά το γεγονός ότι την ίδια την πήρε εκεί ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα της. Τέλος, αναφορικά με τη νοηματική αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι ο στρατιώτης που ενεργούσε εκ μέρους της Maze της ζήτησε να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε, ενώ η ίδια η Maze φέρεται να μη την άφησε να φύγει προκειμένου να εργαστεί στην οικία της κας Marie, η Αιτήτρια προέβαλε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ακόμα και αν διέμενε στην οικία της Marie, η Maze πίστευε πως θα εξακολουθεί να διατηρεί ερωτικές σχέσεις με το σύζυγό της.  Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ενόψει δε της προσωπικής τους φύσης, δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της Αιτήτρια που αφορά τη φερόμενη απαγωγή της από άνδρες που εκτελούσαν οδηγίες της Maze, οι δηλώσεις της αξιολογήθηκαν και πάλι ως αόριστες, ασαφείς, μη συνεκτικές και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Συγκεκριμένα, αρχικά η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε έλαβε χώρα το υπό εξέταση περιστατικό. Ζητηθείσα να περιγράψει άλλωστε λεπτομερώς τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να απήχθη, η Αιτήτρια, χωρίς να είναι σε θέση να προβάλει ένα λεπτομερές και συνεκτικό αφήγημα, δήλωσε ότι κάποιο άτομο την τράβηξε από τα μαλλιά και την ανάγκασε να επιβιβαστεί εντός ενός οχήματος και στη συνέχεια ένας εξ αυτών της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό δηλώνοντάς της ότι θα τη σκοτώσουν. Ακολούθως η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι απαγωγείς της λογομάχησαν μεταξύ τους, ενώ κατέληξε, χωρίς ευλογοφάνεια ότι εν τέλει την άφησαν ελεύθερη σπρώχνοντάς της έξω από το παράθυρο. Ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει στοιχειωδώς το περιεχόμενό τους, καθώς δήλωσε αόριστα ότι οι απαγωγείς της ύψωναν τον τόνο της φωνής τους καθώς μάλωναν για το τι εν τέλει θα κάνουν με την Αιτήτρια. Αναφορικά δε με την περιοχή που φέρεται να αφέθηκε ελεύθερη από τους απαγωγείς της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την ακριβή τοποθεσία αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση, η Αιτήτρια δήλωσε ελλιπώς ότι επρόκειτο για μια περιοχή με θάμνους, μερικά σπίτια και λίγους περαστικούς. Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, λόγω δε της προσωπικής τους φύσης και πάλιν δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ως εκ τούτου και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι για κάποιο χρονικό διάστημα ζούσε στους δρόμους και σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε τις δηλώσεις της Αιτήτριας ως ασαφείς, αντιφατικές και αόριστες. Συγκεκριμένα η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς την καθημερινότητα που βίωνε ως άστεγη αφού δήλωσε αόριστα ότι ζούσε με άλλα παιδιά του δρόμου και το βράδυ κοιμόταν με άνδρες προκειμένου να εξασφαλίσει κάποια έσοδα, ενώ στη συνέχεια αγόραζε φαγητό το οποίο μοιραζόταν με τους άλλους άστεγους. Παράλληλα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει για πόσο χρονικό διάστημα έζησε υπό αυτές τις συνθήκες αλλά ούτε που ακριβώς διέμενε, αφού σε σχετική ερώτηση ανέφερε αόριστα ότι ζούσε στο δρόμο και κάποιες φορές πήγαινε στην αγορά που κοιμόταν και άλλα άστεγα παιδιά, χωρίς να παραθέτει περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες. Η εσωτερική αξιοπιστία των εν λόγω δηλώσεων της Αιτήτριας κλονίζεται περαιτέρω, κατά την αρμόδια λειτουργό, και από το γεγονός ότι η Αιτήτρια δε γνώριζε το όνομα της περιοχής που διέμενε ως άστεγη παρά το ότι φέρεται να έζησε εκεί για αρκετό καιρό, ενώ δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει με ποια άτομα ζούσε επικαλούμενη αορίστως ότι διέμενε με άλλα «παιδιά του δρόμου». Παρόλα αυτά, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει κατά προσέγγιση την ηλικία του εν λόγω ατόμων αφού ισχυρίστηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι δεν μπορούσε να τους ρωτήσει πόσο χρονών είναι, προβάλλοντας ωστόσο ασαφώς ότι ήταν λίγο μεγαλύτεροι από την ίδια. Ερωτηθείσα άλλωστε για ποιο λόγο δεν μπορούσε να ρωτήσει τις ηλικίες τους, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση, προβάλλοντας ότι δεν τους ήξερε και γιατί αυτοί την υποδέχτηκαν στους κύκλους τους. Σε σχέση με την εκπόρνευσή της κατά τη διάρκεια της περιόδου που διέμενε στο δρόμο, η Αιτήτρια δήλωσε μεν ότι κοιμόταν με άνδρες και αγόρια έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, ωστόσο δεν προσέθεσε άλλα στοιχεία και/ή πληροφορίες αφού περιορίστηκε στην ασαφή δήλωση/περιγραφή ότι μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια έβρισκαν άντρες για να κοιμηθούν μαζί τους προκειμένου να έχουν εισοδήματα. Ούτε άλλωστε η Αιτήτρια ήταν σε θέση να προσδιορίσει για πόσο καιρό προέβαινε στις ανωτέρω πράξεις. Κληθείσα να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο έβρισκε «πελάτες», η Αιτήτρια δήλωσε χωρίς συνοχή ότι δεν ακολουθούσε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία προσθέτοντας ότι, όπως σ’ όλα τα κορίτσια, της τηλεφωνούσαν τα άτομα που ήθελαν να κοιμηθούν μαζί της και της έδιναν χρήματα πριν την ερωτική συνεύρεση αναφέροντας με γενικότητα και χωρίς να είναι συγκεκριμένη, ότι κάποιες φορές έπαιρνε 500 φράγκα, άλλε φορές 1000, ενώ κάποιες φορές παρέλειπαν να την πληρώσουν. Ζητηθείσα να εξηγήσει πως γίνεται να την επηρέασαν τα παιδιά του δρόμου να κοιμάται με άνδρες έναντι αμοιβής, δεδομένου ότι εκείνη τη χρονική στιγμή η ίδια ήταν ήδη 26 ετών, η Αιτήτρια απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι τα εν λόγω παιδιά την παρακίνησαν να εκπορνευτεί διότι γνώριζαν πως λειτουργεί ο «δρόμος». Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν ήρθε σε επικοινωνία άμεσα με την κα Marie και αποφάσισε να εκπορνευτεί προκειμένου να αποκτήσει χρήματα πριν έρθει σε επικοινωνία μαζί της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι δε μπορούσε πλέον να μένει στο δρόμο. Ως προς τις δηλώσεις της άλλωστε περί του ότι η κα Marie φοβόταν να τη φιλοξενήσει λόγω των απειλών που δεχόταν από την Μaze, η Αιτήτρια σχολίασε ανεπαρκώς και χωρίς νοηματική συνοχή ότι αφού έζησε για ένα διάστημα στο δρόμο, μετά δεν έβλεπε οποιοδήποτε πρόβλημα στο να επικοινωνήσει με την Marie και να της ζητήσει να τη φιλοξενήσει. Σε σχέση δε με τις συνθήκες υπό τις οποίες εν τέλει εγκαταστάθηκε στην οικία της κας Marie, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την αντίφαση στην οποία υπέπεσε, αφού αρχικά δήλωσε ότι η κα Marie της είπε ότι θα στείλει κάποιο άτομο να την παραλάβει γιατί η Αιτήτρια δε γνώριζε που βρισκόταν, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι το άτομο που την παρέλαβε ήταν η ίδια η κα Marie, εμμένοντας τελικά ότι το άτομα που την παρέλαβε ήταν η κα Marie, χωρίς όμως να προβάλει μια σαφή απάντηση. Στη συνέχεια η Αιτήτρια δεν ήταν όμως σε θέση να προσδιορίσει ούτε το πότε εγκαταστάθηκε στην οικία της κας Marie, αλλά ούτε και να προσδιορίσει με ακρίβεια πόσο καιρό διέμεινε εκεί, αφού ανέφερε αόριστα ότι διέμεινε εκεί για περίπου 5,6, ή 7 μήνες. Τέλος, ως προς την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στο αίτημά της, κατά την υποβολή του οποίου δήλωσε ότι ο άνδρας της γυναίκας που τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής τη βίαζε, με αποτέλεσμα η τελευταία να το μάθει και να θέλει να μαχαιρώσει την Αιτήτρια, ενώ στη συνέντευξη δήλωσε ότι η κα Marie τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε οιαδήποτε αναφορά σε σεξουαλική κακοποίηση από το σύζυγο της Marie ή πρόθεση της τελευταίας να τη μαχαιρώσει, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει μια σαφή εξήγηση αφού ενέμεινε στη δήλωσή της περί του ότι η κα Marie τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, δεν μπορούν δε να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ένεκα της φύσης τους, ως εκ τούτου και αυτός ο ισχυρισμός κρίθηκε αναξιόπιστος.

 

Αναφορικά τέλος με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι έπεσε θύμα βιασμού από στρατιώτες, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως ασαφείς, αόριστες και αντιφατικές. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, ενώ δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, τις συνθήκες σύλληψής της. Ως προς το τελευταίο, η Αιτήτρια δήλωσε αόριστα ότι δε γνώριζε προς τα που να τρέξει και έτσι τη συνέλαβαν οι στρατιώτες οι οποίοι τη βίασαν εντός της αγοράς. Ερωτηθείσα που συνελήφθη, η Αιτήτρια επικαλέστηκε γενικόλογα το μέρος που κοιμόταν συνήθως, χωρίς ωστόσο να προσθέτει κάποια περιγραφή και/ή άλλο στοιχείο προς ενίσχυση των δηλώσεών της. Ως προς τη σύλληψή της, η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς και γενικόλογα ότι τη συνέλαβε ένας στρατιώτης και στη συνέχεια πλησίασαν και τη βίασαν άλλοι 4 στρατιώτες. Ζητηθείσα να περιγράψει τους ανωτέρω στρατιώτες, η Αιτήτρια δήλωσε απλά ότι φορούσαν αστυνομική στολή, πλην όμως όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τη στολή τους, η Αιτήτρια προέβαλε αόριστα ότι η στολή ήταν μπλε, και έγραφε επάνω «αστυνομία». Κληθείσα να προσδιορίσει εάν τα άτομα που τη βίασαν ήταν στρατιώτες, όπως αρχικά δήλωσε ή αστυνομικοί, η Αιτήτρια προέβαλε ότι ήταν αστυνομικοί ωστόσο συνήθως αναφέρονται ως «στρατιώτες». Ζητηθείσα να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τους στρατιώτες, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει οιαδήποτε πληροφορία, καθώς δήλωσε ελλιπώς ότι οι υπόλοιποι φίλοι της είχαν δραπετεύσει και ότι οι στρατιώτες άρχισαν να την κακοποιούν σεξουαλικά. Σχετικά όμως με τον τρόπο που προσεγγίσθηκε από τους στρατιώτες που φέρονται να τη βίασαν, η Αιτήτρια δήλωσε γενικόλογα και χωρίς ευλογοφάνεια, ότι ένας από αυτούς είπε «ας την βιάσουμε επειδή δεν ακούνε οι άλλοι, πάντα τους διώχνουμε αλλά επιστρέφουν πίσω». Αναφορικά δε με το τι συνέβη αφού την κακοποίησαν οι στρατιώτες, η Αιτήτρια δήλωσε γενικόλογα, αόριστα και χωρίς να παραθέτει οιοδήποτε στοιχείο και/ή πληροφορία ότι επέστρεψαν τα παιδιά του δρόμου και τη βρήκαν εκεί. Στη βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της Αιτήτριας έκρινε ότι οι δηλώσεις της δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού ενώ λόγω της προσωπικής τους φύσης, δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, η αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξεις παρελθούσας δίωξης, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της περαιτέρω δίωξη ή άλλως να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.  Σε σχέση δε με την κατάσταση της υγείας Αιτήτριας, η οποία σύμφωνα με τα όσα ανέφερε αλλά και τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον της αρμόδιας αρχής, πάσχει από εγγύ απόφραξη της δεξιάς σάλπιγγας της μήτρας, χωρίς ωστόσο να έχει διαγνωστεί με κάποιο άλλο σοβαρό ιατρικό πρόβλημα, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε έρευνα εκ της οποίας διαπιστώθηκε ότι στην Kinshasa δραστηριοποιούνται δημόσια αλλά και ιδιωτικά νοσοκομεία όπου η Αιτήτρια μπορεί να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ολοκληρώνοντας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι προκύπτει εύλογη πιθανότητα η  Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγή, να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Συνεπώς ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολο του.

 

Ως εκ τούτου, κατά την νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι στη βάση των όσων έχουν γίνει αποδεκτά δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) και (β).

 

Ειδικότερα σε σχέση με την περίπτωση του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψιν πληροφορίες ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις καθώς κατόπιν σχετικής έρευνας, η κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή αποτυπώθηκε ως σταθερή.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η λειτουργός συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να της εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στη βάση της ως άνω ανάλυσης, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τις συνεντεύξεις της επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης του κάθε ισχυρισμού.

 

Παρατηρείται ωστόσο, ότι σε σχέση με την αξιολόγηση των ισχυρισμών που αφορούν την απαγωγή της Αιτήτριας, το ότι ζούσε στους δρόμους αλλά και τον κατά δήλωσή της βιασμό από στρατιώτες, η αρμόδια λειτουργός παρέλειψε να προβεί σε έρευνα ως προς τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας πιθανότητα λόγω της εσωτερικής τους αναξιοπιστίας, ωστόσο στη συγκεκριμένη έρευνα θα προβεί το παρόν Δικαστήριο σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό των διενεργηθεισών συνεντεύξεων ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης της αρμόδιας λειτουργού βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε. Αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση των ισχυρισμών που αφορούν τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κρίνω ορθή την διεξαχθείσα από τους Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγηση, ωστόσο λόγω της σχετικότητας τους ήτοι την στοχοποίηση της Αιτήτριας από τη Maze οι διακριθέντες από τους Καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμοί υπό στοιχεία 2 μέχρι 6, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ως ενιαίος ισχυρισμός.

 

Η Αιτήτρια αρχικά δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις της περί του ότι μετά το θάνατο της μητέρας της, αναγκάστηκε να διαμείνει στην οικία των Romini και Maze, τόσο για τους λόγους που εκτενέστατα ανέλυσε η αρμόδια λειτουργός στην εισηγητική της έκθεση αλλά κυρίως γιατί από τις δηλώσεις της Αιτήτριας προκύπτει μια αντίφαση εκ της οποίας καταρρέει το σύνολο του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Παρατηρώ ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της της συνέντευξης η Αιτήτρια επικαλείται ότι μετά το θάνατο της μητέρας και ενώ ο πατέρας της ήταν ετοιμοθάνατος, ζήτησε από τον φίλο του Romini να φιλοξενήσει την Αιτήτρια, όπως και έγινε. Παρόλα αυτά, κατά την προφορική της συνέντευξη και κληθείσα να παραθέσει πληροφορίες αναφορικά με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2014 εξαιτίας προβλημάτων που αντιμετώπιζε με την καρδιά του, ότι ο αδερφός της απεβίωσε το 2016 και ότι η μητέρα της απεβίωσε το 2017 από τη στεναχώρια που της προκάλεσε ο θάνατος του αδερφού της Αιτήτριας το 2016. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω δηλώσεις, οι οποίες άλλωστε έχουν γίνει ήδη δεκτές, έρχονται σε αντίθεση τόσο με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, όσο και με τον πυρήνα του αιτήματός της Αιτήτριας στο σύνολό του. Ως εκ τούτου, το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τη διαμονή της Αιτήτριας στην οικία των Romini και Maze κρίνεται ως μη αξιόπιστο.  Αν και η απόρριψη της εν λόγω πτυχής κλονίζει ανεπανόρθωτα τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση των δηλώσεων της Αιτήτριας που αφορούν τις απειλές που φέρεται να δέχθηκε από τη Maze, λόγω του ότι αυτή θεωρούσε ότι η Αιτήτρια διατηρούσε ερωτική σχέση με το σύζυγό της. Σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των εν λόγω δηλώσεων της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματός της δήλωσε ότι στοχοποιήθηκε από τη Maze επειδή η τελευταία την κατηγόρησε ότι έκλεψε τα κοσμήματά της, ενώ κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης η Αιτήτριας δήλωσε ότι η Maze την κατηγόρησε γιατί πίστευε ότι διατηρεί ερωτικές σχέσεις με το σύζυγό της, αντίφαση την οποία δε μπόρεσε να εξηγήσει αν και της δόθηκε η δυνατότητα.

 

Σε σχέση δε με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τη Maze, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια προέβαλε χωρίς ευλογοφάνεια ότι άκουσε την Maze να μιλά στο τηλέφωνο με κάποια άτομα από τα οποία ζήτησε να σκοτώσουν την Αιτήτρια, πλην όμως σε προγενέστερο στάδιο είχε δηλώσει ότι τα άτομα που άκουσαν την εν λόγω συνομιλία της Maze ανήκαν στο υπηρετικό προσωπικό. Κληθείσα να μάλιστα να αποσαφηνίσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια ενέμεινε ανεπαρκώς στο ότι ήταν ίδια που άκουσε τη Maze να μιλά στο τηλέφωνο με τα συγκεκριμένα άτομα, αν και δεν ήταν και σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, το περιεχόμενο της συνομιλίας που δήλωσε ότι άκουσε.

 

Αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από ένα στρατιώτη ο οποίος λειτουργούσε εκ μέρους της Maze, οι δηλώσεις της ήταν και πάλι ασαφείς και αόριστες, αφού η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο που φέρεται να έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό, ενώ δεν μπόρεσε να προβάλει μια λεπτομερή και σαφή περιγραφή της αντίδρασής της όταν είδε το συγκεκριμένο στρατιώτη. Οι δε δηλώσεις της ως προς το περιεχόμενο της συνομιλίας της με τον εν λόγω στρατιώτη ήταν επίσης ασαφείς και μη ευλογοφανείς, καθώς η Αιτήτρια δήλωσε ότι μιλούσε μόνο εκείνος και εκείνη δεν του είπε τίποτα επειδή δε τον γνώριζε. Ούτε ήταν σε θέση άλλωστε να εξηγήσει πως ο συγκεκριμένος στρατιώτης ήταν σε θέση να την εντοπίσει, καθώς η Αιτήτρια επικαλέστηκε χωρίς νοηματική την ύπαρξη ενός δρόμου ανάμεσα στις κοινότητες Ndjili και Kimbaseke. Κληθείσα άλλωστε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν ενημέρωσε σχετικά το φίλο του πατέρα της Romini, η Αιτήτρια προέβαλε χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι η Maze την είχε προειδοποιήσει να μη μιλάει για αυτά που συμβαίνουν εντός της οικίας της, επί της οποίας όμως διέμενε ήδη ο Romini.

 

Ως προς το ότι η Maze δεν της επέτρεπε να εργαστεί στην οικία της κας Marie, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται ως νοηματικά ανακόλουθες αφού η ίδια δήλωσε ότι τόσο η Maze, όσο και τα άτομα που λειτουργούσαν εκ μέρους της, σκοπό είχαν να εκφοβήσουν την Αιτήτρια προκειμένου να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε. Κληθείσα να σχολιάσει την ανωτέρω νοηματική αντίφαση άλλωστε, η Αιτήτρια δήλωσε χωρίς καμία νοηματική συνοχή ότι η Maze επιθυμούσε το πρόσωπο που θα έδιωχνε την Αιτήτρια από την οικία τους, να είναι ο σύζυγός της Romini ο οποίος και την πήγε. Συν τοις άλλοις, δεδομένης της τότε ηλικίας της (26 ετών), η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί χρειαζόταν την άδεια της  Μaze προκειμένου να εργαστεί στην οικία της κας Marie. Η δε δήλωσή της περί του ότι δεν έφευγε από μόνη της γιατί αισθανόταν την οικογένεια της Maze ως τη δική της οικογένεια, αφενός μεν κρίνεται ως μη ευλογοφανής, αφετέρου δε έρχεται σε αντίθεση με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Αναφορικά τέλος με το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τη φερόμενη απαγωγή της από στρατιώτες που λειτουργούσαν εκ μέρους της Maze, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται ασαφείς και γενικόλογες, αφού η Αιτήτρια δεν περιέγραψε λεπτομερώς τις συνθήκες υπό τις οποίες απήχθη, δηλώνοντας γενικόλογα ότι σταμάτησε ένα όχημα μπροστά της και ένας άτομο την τράβηξε από τα μαλλιά και την ανάγκασε να επιβιβαστεί εντός αυτού. Σε σχέση με τη λογομαχία των απαγωγέων της και τη φερόμενη διαφωνία τους ως προς την τύχη της Αιτήτριας, οι δηλώσεις της περί του ότι ο αρχηγός των απαγωγέων της τη λυπήθηκε και την άφησε ελεύθερη στερείται ευλογοφάνειας γιατί δε θα αναμενόταν ευλόγως από τους απαγωγείς της να την αφήσουν ελεύθερη, δεδομένου ότι μόλις την είχαν απαγάγει.  Ούτε όμως η Αιτήτρια ήταν σε θέση να προσδιορίσει την τοποθεσία επί της οποία αφέθηκε ελεύθερη από τους απαγωγείς της, αλλά ούτε και την περιοχή επί της οποίας φέρεται να συνάντησε άλλα «παιδιά του δρόμου».

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά λόγω της ασάφειας και της αοριστίας με την οποία προβλήθηκαν, ενώ η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει τα νοηματικά κενά που προκύπτουν από τις δηλώσεις της. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Καθώς ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού εμπίπτει στη σφαίρα των προσωπικών εμπειριών της Αιτήτριας και αφορά τη στοχοποίησή της από την κα Maze, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Ως εκ τούτου, στην αποκλειστική βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, η οποία ωστόσο δε θεμελιώθηκε, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.

 

Ως προς την αξιολόγηση του ισχυρισμού που αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι έζησε στους δρόμους, δεδομένου του ότι η αλληλουχία τον προηγουμένως απορριφθέντων ισχυρισμών φέρεται να αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία  του παρόντος ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι πλήττεται η εσωτερική του αξιοπιστία εκ προοιμίου. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενισχύεται και από το ότι  κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την καθημερινότητά της ως άστεγη, να προσδιορίσει σε ποια ακριβώς περιοχή διέμεινε, αλλά ούτε και για πόσο καιρόν αναγκάστηκε να διαμείνει υπό τις ανωτέρω συνθήκες. Θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να είναι σε θέση αποσαφηνίσει τα ανωτέρω στοιχεία, αφού σύμφωνα με τις δηλώσεις διέμεινε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την ηλικία των «παιδιών του δρόμου» με τα οποία δήλωσε ότι διέμενε, αφού αρχικά δήλωσε ότι αυτά τα παιδιά ήταν λίγο μεγαλύτεροι από την ίδια, η οποία τότε ήταν περίπου 26 ετών, αν και σε μεταγενέστερο στάδιο δήλωση αορίστως ότι αυτοί ήταν μικρότερης ηλικίας από την ίδια.

 

Οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι εκείνη την περίοδο αναγκάστηκε να εκπορνευτεί προκειμένου να εξασφαλίσει εισοδήματα, κρίνονται από το Δικαστήριο ως ασαφείς και αόριστες, αφού δεν ήταν σε θέση ούτε να προσδιορίσει για πόσο χρόνο επιδιδόταν στις συγκεκριμένες πράξεις, αλλά ούτε και να περιγράψει με σαφήνεια τη διαδικασία μέσω της οποίας ερχόταν σε επαφή με τους άνδρες με τους οποίους συνευρισκόταν ερωτικά έναντι ανταλλάγματος. Ως ασαφείς κρίνονται άλλωστε τόσο οι δηλώσεις της ως προς την αμοιβή που λάμβανε για τις ανωτέρω υπηρεσίες της όσο και οι δηλώσεις της αναφορικά τον τρόπο που φέρεται να επηρεάστηκε από τα υπόλοιπα «παιδιά του δρόμου» προκειμένου να ακολουθήσει το συγκεκριμένο τρόπο ζωής, αφού δήλωσε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι τα εν λόγω άτομα την παρακίνησαν να εκπορευτεί γιατί ζούσαν περισσότερο καιρό στο δρόμο.  Η Αιτήτρια δεν ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει επαρκώς το λόγο για τον οποίο, μετά τη φερόμενη απαγωγή της,  δε διέμεινε στην οικία της κας Marie, αλλά περίμενε να μαζέψει χρήματα και να εγκατασταθεί μετά εκεί. Παράλληλα,  δεν ήταν σε θέση ούτε να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να  εγκαταστάθηκε στην οικία της Marie, ούτε το διάστημα για το οποίο έζησε εκεί, αλλά ούτε και να αναφέρει ποια άλλα άτομα διέμεναν στην εν λόγω οικία. Η Αιτήτρια, τέλος, δεν μπόρεσε να αποσαφηνίσει τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε σχετικά με την σεξουαλική κακοποίηση στην οποία υποβλήθηκε από το σύζυγο της γυναίκας που τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, όπως δήλωσε κατά την υποβολή του αιτήματός της, και την παντελή έλλειψη αναφοράς σε κάποιο αντίστοιχο περιστατικό κατά τη διάρκεια των εκτενών συνεντεύξεων της.

 

Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας αποτελούν ένα συνονθύλευμα συγκεχυμένων  δηλώσεων, εκ των οποίο εκλείπουν στοιχεία της σαφήνειας, περιγραφικής λεπτομέρειας, νοηματικής συνοχής και της ευλογοφάνειας. Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. 

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και αποκλειστικά προς πληρότητας της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ειδικότερα, εντοπίστηκε ότι  το 2019, η διεθνής ΜΚΟ Humanium υπολόγισε ότι 70.000 παιδιά ζούσαν στους δρόμους, με τουλάχιστον 35.000 εξ’ αυτών να διαβιούν στην Κινσάσα. Οι οικογένειες πολλών από αυτά τα παιδιά τα ανάγκασαν να φύγουν από τα σπίτια τους, κατηγορώντας τα για μαγεία επειδή τους ήρθαν κακοτυχίες. Η Humanium σημείωσε ότι τα παιδιά του δρόμου διαβιούσαν χωρίς επίβλεψη χωρίς πρόσβαση σε τροφή, εκπαίδευση ή στέγη και άλλες ανάγκες, συνθήκες που τα άφηναν ευάλωτα σε κακοποίηση και εκμετάλλευση από ενήλικες καθώς και από το προσωπικό επιβολής του νόμου το οποίο συχνά τα εξανάγκασε σε παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Οι αξιωματούχοι επιβολής του νόμου μερικές φορές στρατολογούσαν παιδιά του δρόμου για να διαταράξουν τις πολιτικές διαμαρτυρίες και να προκαλέσουν δημόσια αναταραχή, καθιστώντας τα παιδιά ευάλωτα σε τραυματισμούς ή θάνατο.[1] Η πιο πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ με ημερομηνία δημοσίευσης τον Μάρτιο του 2023 αναφέρει ότι το έτος 2022 οι δυνάμεις ασφαλείας κακοποίησαν τα παιδιά που ζούσαν ή εργάζονταν στους δρόμους.[2]

 

Από άλλη αξιόπιστη πηγή άλλωστε επιβεβαιώνεται ότι ο αριθμός των παιδιών του δρόμου στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, υπολογίζεται σε 30.000 με 70.000. Περίπου το 40% από αυτά είναι κορίτσια. Οι συνθήκες διαβίωσής τους είναι ακραίες από κάθε άποψη: ζουν υπό συνεχή απειλή και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από περίεργες δουλειές, κλοπές, εμπόριο ναρκωτικών ή πορνεία. Το φόντο του φαινομένου των παιδιών του δρόμου είναι σύνθετο. Κάποια έφυγαν από το σπίτι τους γιατί ήλπιζαν σε ευκαιρίες και εισόδημα στη μεγάλη πόλη. Άλλα έχουν χάσει τις οικογένειές τους και εκείνα εκτοπίστηκαν στον πόλεμο ή εγκαταλείφθηκαν από τους γονείς τους γιατί δεν μπορούσαν πλέον να τα ταΐσουν. Το κράτος δεν προσφέρει σχεδόν καθόλου βοήθεια και συνήθως παρεμβαίνει μόνο πολεμώντας βίαια τους «κουλούνα», τις λεγόμενες συμμορίες νέων που στρατολογούν παιδιά του δρόμου και απειλούν ολόκληρες γειτονιές[3].

 

Αν και οι αντληθείσες πληροφορίες επιβεβαιώνουν τον πυρήνα των δηλώσεων της Αιτήτριας, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας αντικατοπτρίζουν ευρέως γνωστές πληροφορίες στη χώρα καταγωγής και όχι βιωματική εμπειρία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως η αξιόπιστος.

 

Περνώντας τώρα στην  αξιολόγηση του τελευταίου ισχυρισμού, ήτοι των δηλώσεων της Αιτήτριας περί του ότι έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από στρατιώτες στην Kinshasa, το Δικαστήριο παρατηρεί αρχικά ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να έλαβε χώρα το υπό εξέταση περιστατικό. Ως προς την τοποθεσία και την ώρα που φέρεται να έλαβε χώρα η σύλληψή της από τους στρατιώτες, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ακριβή στοιχεία καθώς δήλωσε ότι συνελήφθη κατά τη διάρκεια της νύχτας στο σημείο που κοιμόταν, χωρίς ωστόσο να παραθέτει κάποια άλλη ενισχυτική πληροφορία. Κληθείσα άλλωστε να περιγράψει τη σύλληψή της, η Αιτήτρια δήλωσε επιφανειακά ότι τη συνέλαβε ένας στρατιώτης και στη συνέχεια πήγα κοντά της άλλοι 4, οι οποίοι τη βίασαν. Παρόλα αυτά η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τους περιγράψει επαρκώς, αφού όχι μόνο παρείχε περιορισμένες πληροφορίες αλλά δήλωσε ότι τα εν λόγω άτομα ήταν τελικά αστυνομικοί, επικαλούμενη χωρίς συνοχή ότι τους αστυνομικούς στη χώρα καταγωγής , τους αποκαλούν στρατιώτες. Ως προς το περιστατικό του φερόμενου βιασμού της, η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι τη βίασαν επάνω στους πάγκους της αγοράς, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια και σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο την προσέγγισαν οι στρατιώτες, αφού η μοναδική πληροφορία που ελλιπώς προσέθεσε, ήταν ότι άκουσε ένα εξ αυτών να λέει «ας την βιάσουμε επειδή δεν ακούνε, πάντα τους διώχνουμε και επιστρέφουν πίσω». Ζητηθείσα άλλωστε να περιγράψει τι συνέβη μετά το περιστατικό κατά το οποίο δήλωσε ότι βιάστηκε, η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι επέστρεψαν τα παιδιά του δρόμου και τη βρήκαν εκεί. Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας εντοπίστηκε έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα του Ιουλίου του 2021, η οποία τονίζει την παρατεταμένη κρίση σεξουαλικής βίας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) και καλεί τις εθνικές, επαρχιακές και τοπικές αρχές, τους διεθνείς παράγοντες και δωρητές, καθώς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να ανταποκριθούν επειγόντως και άμεσα στις ανεκπλήρωτες ιατρικές, νομικές, κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και ανάγκες προστασίας των επιζώντων σεξουαλικής βίας. «Η έκταση της σεξουαλικής βίας στη ΛΔΚ αναγνωρίζεται και καταγγέλλεται από πολλούς εθνικούς και διεθνείς παράγοντες. Αλλά αυτό δεν ακολουθείται από επαρκή δράση», δήλωσε η Ζιλιέτ Σεγκίν, επικεφαλής της αποστολής των ΓΧΣ στη ΛΔΚ[4].

 

Παράλληλα, αναφορά της Υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία (UNFPA), σημειώνει ότι η έμφυλη βία (Gender Based Violence – GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη Λ.Δ.Κ..[5] Οι μορφές έμφυλης βίας που καταγράφονται στη Λ.Δ.Κ. περιλαμβάνουν το βιασμό, τη σεξουαλική δουλεία, την εμπορία ανθρώπων (trafficking), τον αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κατάχρηση.[6] Όπως σημειώνεται στην ως άνω αναφορά, η κατάχρηση εξουσίας και οι έμφυλες ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα των γυναικών και κοριτσιών στη Λ.Δ.Κ. απέναντι σε αυτές τις μορφές έμφυλης βίας.[7] Η σεξουαλική βία είναι η μορφή έμφυλης βίας που αναφέρεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλά πολλές είναι οι επιζήσασες που φοβούνται να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τη σε βάρος τους βία εξαιτίας του στίγματος και του φόβου να υποστούν αντίποινα από τους θύτες.[8] Παρότι η κυβέρνηση της χώρας έχει δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι υπηρεσίες για την πρόληψη αλλά και για την αποκατάσταση των θυμάτων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και υποχρηματοδοτούμενες.[9]

 

Αν και οι αναφορές της Αιτήτριας βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά για τους λόγους που αναλύθηκαν στα πλαίσια της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου αλλά και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της από το παρόν Δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, αφού δεν προέκυψαν στοιχεία πραγματικά υφιστάμενης απειλής κατά της Αιτήτριας, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 19 (2) (β) και δη να αντιμετωπίσει κίνδυνο απάνθρωπης και/ή εξευτελιστικής μεταχείρισης,  το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου περιλαμβάνει την  απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και η οποιαδήποτε ταλαιπωρία από ασθένεια, ενδέχεται να εμπίπτει στις πρόνοιες της εν λόγω διάταξης. Όπως ορθά εντόπισε και η αδερφή Δικαστής ,Χ. Πλαστήρα στην υπ’ αριθ. 5622/21 απόφαση ημερομηνίας 28/04/2023, «σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ[10] η ασθένεια θα πρέπει να έχει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας ήτοι να «υπάρχει άμεσος κίνδυνος θανάτου ή σημαντικοί λόγοι να θεωρηθεί ότι, μολονότι δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο θανάτου, θα αντιμετώπιζε, ελλείψει της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα προορισμού ή ελλείψει προσβάσεως σε αυτήν, πραγματικό κίνδυνο εκθέσεως σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του συνεπαγόμενη έντονους πόνους ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του» ( βλ.  απόφαση του ΔΕΕ MP, C‑353/16, ημερ. 24.04.2018)».

 

Επομένως θα πρέπει να εξεταστούν οι επιπτώσεις που ενδέχεται να υποστεί η Αιτήτριας σε περίπτωση απουσίας των κατάλληλων υποδομών της υγείας στη χώρα καταγωγής της. Εν προκειμένω και βάσει των ενώπιόν μου στοιχείων, και δη των ιατρικών πιστοποιητικών που προσκόμισε και βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια πάσχει από απόφραξη σάλπιγγας, κατάσταση η οποία, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα, δεν έχει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας[11], έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι ελλείψει κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής της ή ελλείψει προσβάσεως σε αυτήν, η Αιτήτρια θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο εκθέσεως σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας της συνεπαγόμενη έντονους πόνους ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής της, καθώς από της ανωτέρω πηγές (βλ υποσημείωση 11) προκύπτει ότι οι επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει η κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας συνίσταται σε υπογονιμότητα και όχι σε έντονους πόνους ή σε κίνδυνο κατά της ζωής της. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια δε φέρει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται προκειμένου να συναχθεί ότι η Αιτήτρια πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε κάθε περίπτωση οφείλω να παρατηρήσω ότι ουδέν αναφέρθηκε περί τούτου από τη συνήγορο της Αιτήτριας ώστε να πρέπει να τύχει περαιτέρω ανάλυσης και εξέτασης.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa της ΛΔΚ, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της.

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[12] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[13] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[14]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 03/05/2023 έως 03/05/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 54 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 8 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[15]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της Kinshasa για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι)[16], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Τούτων λεχθέντων, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Δεδομένου ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην πόλη Kinshasa, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη, η δε παράλειψη της αρμόδιας λειτουργού να προχωρήσει σε έρευνα στα πλαίσια της αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, δεν επέφερε κάποια ουσιώδη βλάβη στα δικαιώματα της Αιτήτρια καθώς οι εν λόγω ισχυρισμοί κρίθηκαν ως μη αξιόπιστοι λόγω του ότι δε θεμελιώθηκε η εσωτερική τους αξιοπιστία κατά τρόπο που να κριθεί ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικές εμπειρίες της Αιτήτριας.  Επιπλέον, ενόψει της κατ’ ουσίαν εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωση.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 

 



[1] Humanium, DRC, available at: www.humanium.org/en/democratic-republic-congo/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/05/2024)

[2] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 www.ecoi.net/en/document/2089109.html(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/05/2024)

[3] Mission 21, Protection for the street children of Kinshasa, n. d., διαθέσιμο σε https://www.mission-21.org/en/projects/protection-for-street-children-kinshasas/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/05/2024)

 

[4] M.S.F., Confronting the sexual violence epidemic in Democratic Republic of Congo, July 2021, διαθέσιμο σε https://www.doctorswithoutborders.org/latest/confronting-sexual-violence-epidemic-democratic-republic-congo, (ημερομηνία πρόσβασης 13/05/2024)

 

[5] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/05/2024)

[6] Ό.π..

[7] Ό.π..

[8] Ό.π..

[9] Ό.π..

[10] Απόφαση ΔΕΕ C 353/16, MP v Secretary of State for the Home Department, ημερ. 24/04/2018 https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9EE1186D77F7E11AD53AC9F7A64D9FBA?text=&docid=201403&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1402618, ( τελ. Ημερ. Πρόσβασης 14/05/24)

[11] Γέννημα IVF, Απόφραξη Σαλπίγγων, n.d. , διαθέσιμο σε https://gennima.com/services/apofraxi-salpingon/, (ημερ. πρόσβασης 14/05/2024).

[12] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε  https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 14/05/2024).

[13] Travel.State.Gov., U.S. Department of StateBureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε

 https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 14/05/2024).

[14] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε  https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 14/05/2024).

[15] Αccled, Kinshasa, reference period 03/05/2023 – 03/05/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 14/05/2024]

[16] https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία πρόσβασης 09/05/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο