ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 5623/2022

29 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.F.S.S.,

από Αίγυπτο

                  Αιτητής

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                   Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή:  Νίκος Α. Λοΐζου και Χρίστος Γ. Χριστούδιας

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Προκοπίου (κα) για Π. Ευαγόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 05.06.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο, την οποίαν εγκατέλειψε στις 15.03.2013 και εισήλθε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές την ίδια ημέρα, έχοντας στην κατοχή του θεώρηση εισόδου ως επισκέπτης. Στις 06.05.2015 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 01.09.2015 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενη ως «η πρώτη συνέντευξή»). Στις 18.04.2022 πραγματοποιήθηκε και δεύτερη συνέντευξη στον Αιτητή (στο εξής αναφερόμενη ως «η δεύτερη συνέντευξη») από αρμόδιο λειτουργό Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενη ως «η EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 18.05.2022 εισηγητική έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 05.06.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 12.08.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08.08.2022. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής μέσω των συνηγόρων του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του ισχυρισμού περί αναιτιολόγητης απόφασης και τον ακροθιγώς προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Τέλος, υπενθυμίζουν ότι σύμφωνα με τα Διατάγματα Κ.Δ.Π. 225/2021 και Κ.Δ.Π. 202/2022, η χώρα καταγωγής του Αιτητή συγκαταλέγεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[5], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[6]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[7].

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[8].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω δίωξης για θρησκευτικούς λόγους.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της πρώτης συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς μία ισλαμιστική ομάδα του δημιούργησε προβλήματα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε, βίασαν τη σύζυγό του ενώπιόν του, γεγονός που οδήγησε στο διαζύγιό τους, καθώς και πως κατά τη διάρκεια του εν λόγω περιστατικού ο ίδιος επιτέθηκε, ασκώντας σωματική βία σε ένα από τα επιτιθέμενα άτομα, το οποίο ως αργότερα πληροφορήθηκε, το άτομο αυτό απέκτησε πρόβλημα υγείας. Ο Αιτητής συνέχισε αναφερόμενος και σε ένα άλλο περιστατικό, όπου καθώς οδηγούσε, τον χτύπησαν και κατέστρεψαν το αμάξι του, προσθέτοντας μάλιστα και πως έχει στην κατοχή του και σχετικά έγγραφα της αστυνομίας. Σημειώνεται πως τα σχετικά έγγραφα προσκομίσθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου από τον Αιτητή.

 

Σε περαιτέρω ερωτήσεις του λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι το πρώτο περιστατικό επίθεσης συνέβη το 2008 και το δεύτερο περιστατικό έλαβε χώρα το 2011. Μεταξύ του 2008 και του 2011 ο Αιτητής, ερωτηθείς σχετικώς, υποστήριξε ότι δεν του συνέβη κάτι επειδή ο ίδιος μετακινείτο από τοποθεσία σε τοποθεσία. Ωστόσο μία (1) εβδομάδα προτού αναχωρήσει από την Αίγυπτο προς την Δημοκρατία, συγκεκριμένα, οι διώκτες του ρωτούσαν τον σπιτονοικοκύρη του σχετικά με το εάν ο Αιτητής διέμενε στο συγκεκριμένο οίκημα. Ως προς τον λόγο της πρώτης επίθεσης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ένας από τους επιτιθέμενους αγαπούσε τη σύζυγό του και επιθυμούσε τη μεταστροφή της. Αναφορικά με το δεύτερο περιστατικό επίθεσης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό αυτό αποδεικνύει ότι ο ίδιος εξακολουθούσε να αποτελεί πρόσωπο ενδιαφέροντος γι’ αυτούς. Περιγράφοντας το περιστατικό αυτό δήλωσε ότι ενώ ο ίδιος οδηγούσε,  ξαφνικά δύο άτομα επιτέθηκαν στο όχημά του, έσπασαν τα παράθυρα, κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα και ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει. Προσέθεσε ότι γνωρίζει τους δράστες και πως έκλεψαν κάποια έγγραφα καθώς και ορισμένο χρηματικό ποσό. Ως προς το πως γνωρίζει ότι τα δύο περιστατικά συνδέονται μεταξύ τους, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως οι επιτιθέμενοι και στα δύο περιστατικά ανήκαν στην ίδια ομάδα ατόμων.

 

Στη δεύτερη συνέντευξή του ενώπιόν του λειτουργού της EUAA, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι γεννήθηκε στο Κάιρο, όπου και έζησε έως το 2003. Πλην τούτου, από το 2003 έως το 2008 διαβιούσε στην πόλη Hurghada, από το 2008 έως το 2012 διαβιούσε στο Sharm El Sheikh και από το 2012 έως το 2013 ξεκίνησε να διαβιεί εκ νέου στο Κάιρο. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε διαζευγμένος και άτεκνος, ενώ ως προς την πατρική του οικογένεια ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του έχει αποβιώσει, πως η μητέρα του βρίσκεται εν ζωή και διαβιεί στην πόλη Hurghada, καθώς και ότι έχει τρία αδέρφια τα οποία διαμένουν επίσης στην Hurghada. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει σπουδάσει μηχανικός, ενώ ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα ισχυρίστηκε ότι στη χώρα καταγωγής του εργαζόταν ως συντηρητής υπολογιστών.

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω διαμάχης κατά την οποίαν ο ίδιος στοχοποιήθηκε. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο με τη σύζυγό του και κατευθύνονταν προς το Κάιρο, κάποια άτομα τα οποία ήταν γνωστά στον Αιτητή σταμάτησαν το αμάξι, έδεσαν τον Αιτητή με χειροπέδες και βίασαν τη σύζυγό του. Στη συνέχεια, ο ίδιος πήρε ένα ξύλο από το πίσω μέρος του αμαξιού του και επιτέθηκε στο άτομο που βίασε την σύζυγό του, χτυπώντας τον στο κεφάλι. Καθώς το άτομο αυτό έπεσε αιμόφυρτο κάτω, ο Αιτητής βρήκε, ως ισχυρίστηκε, την ευκαιρία να αποδράσει, ενώ δε γνωρίζει τι συνέβη στο άτομο αυτό. Ο Αιτητής προσέθεσε πως έτερη φορά, ενώ βρισκόταν ξανά στο αμάξι μαζί με τη σύζυγό του, δέχτηκε ξανά επίθεση και ότι οι επιτιθέμενοι έσπασαν τα τζάμια του αμαξιού του Αιτητή, καταστρέφοντάς το, και έκλεψαν τη τσάντα του. Ο Αιτητής δήλωσε, μάλιστα, ότι προχώρησε σε σχετική καταγγελία στις αρχές. Εν συνεχεία, ο Αιτητής προέβαλε ότι μετέβη στο Κάιρο και κρύφτηκε στην περιοχή Alzaton. Ωστόσο, ενώ βρισκόταν εκεί, ο σπιτονοικοκύρης του, τού είπε ότι ένα άτομο με γένια και ντυμένο στα λευκά τον αναζητούσε. Καθώς ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν είχε κάποιο άλλο μέρος για να πάει, και φοβούμενος ότι οι διώκτες του θα τον έπιαναν και θα έχανε τη ζωή του, έφυγε  από την Αίγυπτο και μετέβη στη Δημοκρατία.

 

Σε περίπτωση επιστροφής του στην Αίγυπτο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοβάται πως οι διώκτες του θα τον πιάσουν και θα τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς ως προς τον λόγο που θα τον σκοτώσουν ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, μετά την επίθεση όπου ο ίδιος χρησιμοποίησε το κομμάτι ξύλου για να επιτεθεί στους δράστες, ένας εκ των δραστών της επίθεσης εναντίον του απεβίωσε.

 

Ερωτηθείς ως προς το εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Αιγύπτου, και συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας πως όπου και να διαμείνει οι διώκτες του θα τον ανακαλύψουν, ισχυριζόμενος πως ακόμα και όταν ήταν στο Κάιρο, το οποίο είναι μεγάλη πόλη, οι διώκτες του κατάφεραν να τον εντοπίσουν.

 

Κατά την διερευνητική διαδικασία, μέσω υποβολής περαιτέρω ερωτήσεων από τον αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής δήλωσε πως το πρώτο περιστατικό επίθεσης εναντίον του, έλαβε χώρα το 2009. Ωστόσο ερωτηθείς ως προς την ακριβή ημερομηνία ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε στις 06.10.2008 καθώς μετέβαινε από την Hurghada, όπου τότε διαβιούσε, στο Κάιρο, όταν τον σταμάτησαν στον αυτοκινητόδρομο Suiss, σε μία περιοχή χωρίς κόσμο, και πως ο λόγος που τον έδεσαν με χειροπέδες ήταν προκειμένου να τον εξευτελίσουν. Στη συνέχεια βίασαν την σύζυγό του ενώ ο Αιτητής πήρε ένα ξύλο από το πίσω μέρος του αμαξιού, χτύπησε τον βιαστή της και έφυγε. Αναφορικά με την ακριβή του αλληλεπίδραση με τα άτομα που τους επιτέθηκαν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τους έβριζε. Ερωτηθείς ως προς την αντίδρασή τους έπειτα από τον ξυλοδαρμό ενός εξ’ αυτών από τον Αιτητή, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είδε κάτι επειδή έφυγε άμεσα. Εξήγησε, επίσης, ότι τότε δεν τον κυνήγησαν επειδή προτεραιότητά τους ήταν να βοηθήσουν το τραυματισμένο άτομο. Προέβαλε περαιτέρω ότι δεν πήγε στην αστυνομία προκειμένου να μη δημιουργηθεί κάποιο σκάνδαλο, ενώ ως δήλωσε η συγκεκριμένη επίθεση ήταν και η αιτία διαζυγίου του, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατόρθωσε να προστατεύσει επαρκώς τη σύζυγό του.

 

Σχετικά με την ταυτότητα των τριών ατόμων που σταμάτησαν το αμάξι, ο Αιτητής δήλωσε ότι πρόκειται για βεδουίνους από τον περιοχή του Sinai οι οποίοι γνώριζαν τον πατέρα του. Προσέθεσε δε πως το άτομο που βίασε τη σύζυγό του ήθελε να την απαγάγει προκειμένου να την αναγκάσει να μεταστραφεί στο Ισλάμ και να την νυμφευτεί. . Ονομάτισε το συγκεκριμένο άτομο ως [], και υπέδειξε τα έτερα δύο άτομα ως τον αδερφό και τον ξάδερφό του. Σχετικά με το πως γνώριζαν τη σύζυγό του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι την ήξεραν από παλιά και πως τους είχαν δει μαζί προτού παντρευτούν. Ερωτηθείς ως προς το πως γνώριζε για την επιθυμία του εν λόγω προσώπου να νυμφευτεί  την σύζυγό του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο άντρας αυτός δεν ήθελε να την νυμφευτεί  ο ίδιος αλλά ότι ήταν τακτική του εν λόγω προσώπου να μεταστρέφει κοπέλες στο Ισλάμ και στη συνέχεια να τις παντρεύει με φίλους του, λέγοντας πως πληροφορήθηκε για το ενδιαφέρον του για την σύζυγό του, μέσω πληροφοριών που έφτασαν σε αυτόν από κάποιους φίλους του, οι οποίοι με τη σειρά τους το άκουσαν από τους συγγενείς του εν λόγω άντρα. Εν συνεχεία ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ένας φίλος του είχε δει στο παρελθόν τον συγκεκριμένο άντρα να φλερτάρει με τη σύζυγό του και πως υπήρχε μία «ιστορία αγάπης» μεταξύ τους, ενώ ο ίδιος ο Αιτητής έμαθε εκ των υστέρων για το περιστατικό αυτό μέσω των φίλων του, οι οποίοι δεν του είχαν αναφέρει κάτι σχετικό νωρίτερα για να προστατεύσουν την τιμή της κοπέλας. Μάλιστα, ο Αιτητής προέβαλε πως η σύζυγός του βιάστηκε από το εν λόγω άτομο λόγω του ότι ο δεσμός τους έλαβε τέλος προκειμένου να παντρευτεί με τον Αιτητή.

 

Ως προς το δεύτερο περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα το 2011, ο Αιτητής ισχυρίστηκε σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής του πως ήταν μόνος του και όχι με τη σύζυγό του, ενώ κατόπιν επισήμανσης ότι προηγουμένως είχε δηλώσει πως βρισκόταν με τη σύζυγό του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι  εκείνη την περίοδο είχαν πάρει διαζύγιο.  Προέβαλε πως κατά τη διάρκεια αυτού του περιστατικού του επιτέθηκαν δύο άτομα, ο αδερφός και ο ξάδερφος του ατόμου στο οποίο ο Αιτητής είχε επιτεθεί, και πως μόλις τους είδε να έρχονται προς το μέρος του άφησε το αμάξι και δραπέτευσε. Σχετικά με την ακριβή τοποθεσία του περιστατικού ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε χώρα στον αυτοκινητόδρομο Suiss και ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για το Κάιρο.

 

Ερωτηθείς ο Αιτητής ως προς το περιστατικό κατά το οποίο ένας άντρας τον αναζητούσε στην οικία όπου διέμενε μία εβδομάδα προτού φύγει από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν είδε το συγκεκριμένο άτομο αλλά σύμφωνα με τα όσα του είπε ο σπιτονοικοκύρης του επρόκειτο για ένα άτομο με λευκά ρούχα και γένια το οποίο ρωτούσε σχετικά με τον Αιτητή. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για τον αδερφό του ατόμου που του είχε επιτεθεί. Προσέθεσε πως δε γνωρίζει τον τρόπο που το συγκεκριμένο άτομο έμαθε πως βρίσκεται στο Κάιρο, καθώς κανένας δεν ήξερε τη συγκεκριμένη πληροφορία.

 

Σε ερωτήσεις σχετικά με τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Αιτητής στην Αίγυπτο, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα ως άνω αναφερθέντα άτομα τον κυνηγάνε λόγω του ότι το άτομο στο οποίο ο Αιτητής επιτέθηκε απεβίωσε. Αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή η προηγούμενη δήλωσή του, ήτοι το ότι δε γνωρίζει τι συνέβη στο άτομο αυτό καθώς τον είδε απλώς πεσμένο κάτω, και ο Αιτητής υποστήριξε πως για να τον καταδιώκουν σημαίνει πως το άτομο αυτό έχασε τη ζωή του. Εν συνεχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν σε κώμα για έξι μήνες και στη συνέχεια πέθανε, λέγοντας πως έμαθε την πληροφορία αυτή από έναν φίλο του. Αναφορικά με την καταγραφή του Αιτητή στην υποβληθείσα αίτησή του, ότι υφίσταται δίωξη θρησκευτικού περιεχομένου, ερωτηθείς ως προς αυτό, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι επειδή οι διώκτες του είναι Μουσουλμάνοι πρόκειται για θρησκευτική δίωξη καθώς και ότι οι Βεδουίνοι έχουν επαφές με ισλαμιστικές οργανώσεις. Τέλος, ο Αιτητής προέβαλε ότι οι διώκτες του επισκέπτονται συχνά, περίπου σε μηνιαία βάση, την οικογένειά του και ρωτάνε για εκείνον.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Έχοντας παραθέσει τους προβαλλόμενος από τον Αιτητή ισχυρισμούς, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της EUAA.  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή και ο δεύτερος το ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε και καταζητείται από το 2008 και έπειτα από μία ομάδα Βεδουίνων λόγω του ότι σκότωσε ένα μέλος της οικογένειάς τους το οποίο είχε βιάσει τη σύζυγό του.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό, καθώς κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή υπήρξαν αρκούντως λεπτομερείς και συνεκτικοί. Παράλληλα, τα λεγόμενά του επιβεβαιώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές όσο και από το πρωτότυπο διαβατήριο που είχε στην κατοχή του ο Αιτητής και προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, αυτός έτυχε απόρριψης καθώς τα λεγόμενα του Αιτητή κρίθηκαν ανεπαρκή, αντιφατικά και χωρίς συνοχή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό:

 

·         Σημειώθηκε ασυνέπεια του Αιτητή αναφορικά με την ακριβή ημερομηνία του πρώτου περιστατικού, καθώς αρχικά ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αυτό συνέβη το 2009 και εν συνεχεία αναιτιολόγητα υποστήριξε ότι αυτό συνέβη στις 06.10.2008.

 

·         Κρίθηκε πως, παρ’ όλο που ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του γνώριζε τους συγκεκριμένους βεδουίνους, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τους φερόμενους διώκτες του, ενώ ο Αιτητής γνώριζε το όνομα μόνο του ενός εξ’ αυτών.

 

·         Επισημάνθηκε πως, αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι οι φερόμενοι διώκτες του ήξεραν τη σύζυγό του από πριν, εν συνεχεία δήλωσε ότι την γνώριζαν καθώς τους είχαν δει μαζί όταν ήταν αρραβωνιασμένοι. Η συγκεκριμένη ασυνέπεια παρέμεινε αναιτιολόγητη.

 

·         Τονίστηκε πως ο Αιτητής υπήρξε περαιτέρω αντιφατικός καθώς αφενός μεν ισχυρίστηκε ότι ο άνθρωπος αυτός ήθελε να νυμφευτεί  τη σύζυγό του, αφετέρου δε αναιτιολόγητα ισχυρίστηκε ότι δεν είπε πως ήθελε να την νυμφευτεί. . Η ασυνέπεια παρέμεινε μη επαρκώς αιτιολογημένη καθώς ο Αιτητής ισχυρίστηκε αόριστα πως το έμαθε μέσω φίλων του.

 

·         Εντοπίστηκε περαιτέρω αντίφαση, κατά την οποία ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως η σύζυγός του εμπλεκόταν στο παρελθόν ερωτικά με το συγκεκριμένο άτομο. Ωστόσο κρίθηκε πως ο Αιτητής υπήρξε αόριστος στις σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, μη δυνάμενος να δημιουργήσει μια σαφή εικόνα της κατάστασης. Η αιτιολόγησή του περί του ότι οι φίλοι του το ήξεραν και του το είπαν αργότερα προκειμένου να μην υποστεί βλάβη η τιμή της κοπέλας δεν κρίθηκε επαρκής από τον αρμόδιο λειτουργό.

 

·         Σχετικά με το περιστατικό επίθεσης του Αιτητή στα άτομα αυτά, σημειώθηκε η αδυναμία του Αιτητή να αναφερθεί με αναλυτικό και σαφή τρόπο στις αντιδράσεις τους.

 

·         Καταγράφηκε σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι ένα εξ’ αυτών των ατόμων τον αναζήτησε στο Κάϊρο, η αδυναμία του να τεκμηριώσει τη δήλωσή του αυτή. Κρίθηκε μη συνεκτικό και αόριστο το ότι δεν τεκμηρίωσε με επάρκεια τον τρόπο που γνώριζε ότι το συγκεκριμένο άτομο ήταν ένας εκ των φερόμενων διωκτών του, ενώ αξιολογήθηκε αρνητικά και η αδυναμία του ως προς το να επεξηγήσει πως μαθεύτηκε ότι βρισκόταν στο Κάϊρο.

 

·         Αξιολογήθηκε ως μη συνεκτική η αρχική δήλωση  του Αιτητή ότι έπειτα από την επίθεση που πραγματοποίησε κατά του ατόμου που βίασε τη σύζυγό του, το άτομο αυτό ήταν αιμόφυρτο σε σχέση με τη μετέπειτα δήλωσή του περί του ότι το άτομο αυτό απεβίωσε.  . Παρ’ όλο που ο Αιτητής αναφέρθηκε σε πολλά σημεία της συνέντευξής του στο ότι το συγκεκριμένο άτομο έχασε τη ζωή του, εντούτοις δεν τεκμηρίωσε επαρκώς το πως περιήλθε εις γνώση του η συγκεκριμένη πληροφορία.

 

·         Αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή η δήλωσή του κατά την πρώτη του συνέντευξη με την Υπηρεσία Ασύλου, κατά την οποία είχε δηλώσει ότι η σύζυγός του βιάστηκε από ισλαμιστική οργάνωση, καθώς και η δήλωσή του κατά την καταγραφή του αιτήματός του περί του ότι διώκεται για θρησκευτικούς λόγους. Η αιτιολόγηση του Αιτητή περί του ότι οι βεδουίνοι έχουν επαφές με ισλαμιστικές οργανώσεις καθώς και το ότι εφόσον οι φερόμενοι διώκτες του είναι Μουσουλμάνοι τότε η δίωξη θεωρείται θρησκευτική, κρίθηκε ανεπαρκής. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού, η απάντηση του Αιτητή πως πιθανώς άτομα από κάποιο τζαμί συνδέονταν με τους Βεδουίνους και τους ενημέρωσαν ως προς το που βρίσκεται ο Αιτητής. Η αιτιολόγηση αυτή κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως μη συνεκτική.

 

·         Τέλος, κρίθηκε ως αόριστος ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι οι φερόμενοι διώκτες του τον αναζητούν σε μηνιαία βάση καθώς δεν ήταν σε θέσει να δώσει επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες για τα συγκεκριμένα περιστατικά πλην του ότι οι συγγενείς του απαντάνε ότι δεν έχουν πληροφορίες ως προς το που βρίσκεται ο Αιτητής.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι, καθώς πρόκειται για ισχυρισμό που ανάγεται στη σφαίρα ιδιωτικότητας του Αιτητή, δεν είναι εφικτή η ανεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Ωστόσο, παρέθεσε γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή σύμφωνα με τις οποίες τα περιστατικά κοινοτικής βίας, όπως και τα περιστατικά βιασμών, είναι συνήθη στην Αίγυπτο. Καταληκτικά, ωστόσο, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Κατά το στάδιο εξέτασης του κινδύνου και στα πλαίσια του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής οι οποίες αναφέρουν ότι η κατάσταση στην Αίγυπτο αναφορικά με τις διαμαρτυρίες της περιόδου 2011 – 2013 έχει εξομαλυνθεί, και πως στην επικράτεια της Αιγύπτου παρατηρούνται χαμηλά ποσοστά σοβαρών εγκλημάτων. Περαιτέρω, στα πλαίσια της αξιολόγησης κινδύνου αξιολογήθηκε και το προφίλ του Αιτητή ως Χριστιανού ως προς το θρήσκευμα και στη βάση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα πως, όσον αφορά το κράτος, αυτό παρέχει προστασία στους Χριστιανούς και πως η αντιμετώπισή του απέναντι στη χριστιανική κοινότητα της χώρας δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με δίωξη. Όσον αφορά την κοινωνική αντιμετώπιση των Χριστιανών, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ομοίως ότι οι συμπεριφορές που δέχονται οι χριστιανικές κοινότητες από την ευρύτερη αιγυπτιακή κοινωνία δεν ισοδυναμούν με δίωξη. Τόνισε δε πως, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν συγκρούσεις με θρησκευτικό υπόβαθρο, η συχνότητα και η έντασή τους είναι χαμηλή και η Κυβέρνηση της Αιγύπτου έχει παρέμβει σε τέτοιου είδους περιστατικά.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της EUAA έκρινε ότι στην Αίγυπτο, και συγκεκριμένα στο Κάιρο, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε και καταζητείται από το 2008 από μία ομάδα βεδουίνων λόγω του γεγονότος ότι σκότωσε ένα μέλος της οικογένειάς τους το οποίο είχε βιάσει τη σύζυγο του Αιτητή, έχω μελετήσει προσεκτικά τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή καθώς και το σύνολο του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου. Σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, το Δικαστήριο επισημαίνει τα εξής:

 

Συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού της EUAA σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξής του διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή προκειμένου να καλύψει όλα τα επιμέρους ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, προβαίνοντας σε ερωτήσεις τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου. Διαπιστώνω, επίσης, ότι ο Αιτητής υπήρξε όντως μη συνεκτικός ως προς τα λεγόμενά του, ενώ οι ασυνέπειες και η απουσία λεπτομερειών από τη διήγησή του δε συνεισφέρει ως προς τη δημιουργία μίας σαφούς και βιωματικής εικόνας για τα όσα διαδραματίστηκαν, τα οποία γεγονότα μάλιστα εξώθησαν τον Αιτητή στο να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνή προστασία.

 

Αρχικά, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί αναιτιολόγητης αντίφασης ως προς την ημερομηνία που έλαβε χώρα το πρώτο περιστατικό επίθεσης κατά το οποίο η σύζυγος του Αιτητή βιάστηκε ενώπιόν του, καθώς η εναλλαγή της θέσης του Αιτητή ως προς τη χρονολογία που έλαβε χώρα το περιστατικό από το 2009 στο 2008 δεν αποσαφηνίστηκε από τον ίδιο αφού δεν έδωσε καμία εξήγηση περί τούτου (βλ. ερυθρά 78 1Χ του Δ.Φ.).

 

Παράλληλα, αδιευκρίνιστο παρέμεινε και το πως οι επιτιθέμενοι γνώριζαν τόσο τον Αιτητή όσο και τη σύζυγό του. Ανατρέχοντας στα πρακτικά των συνεντεύξεων του Αιτητή διαπιστώνω ότι ο Αιτητής μετέβαλε αναιτιολόγητα την απάντησή του, ισχυριζόμενος αρχικά ότι ένα εκ των ατόμων που τους επιτέθηκαν αγαπούσε τη σύζυγό του και ήθελε να την κάνει να μεταστραφεί (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.), ενώ αργότερα υποστήριξε πως τα συγκεκριμένα άτομα γνώριζαν τον πατέρα του καθώς τους συνέδεε επαγγελματική σχέση (βλ. ερυθρά 78 1Χ του Δ.Φ.) υποστηρίζοντας ότι ήξεραν και τη σύζυγό του, λέγοντας ότι τους είχαν δει μαζί προτού παντρευτούν (βλ. ερυθρά 77 1Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο μετέπειτα ο Αιτητής αναίρεσε τα όσα είχε αναφέρει λέγοντας ότι το άτομο που βίασε τη σύζυγό του τη συγκεκριμένη ημέρα εμπλεκόταν συναισθηματικά μαζί της στο παρελθόν, πράγμα που ο ίδιος το έμαθε μετά τον γάμο του από κάποιους φίλους του (βλ. ερυθρά 77 2Χ του Δ.Φ.). Οι ως άνω παρατεθείσες ασυνέπειες του Αιτητή δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς από τον ίδιο, παρά την ευκαιρία που του δόθηκε.

 

Ομοίως, ασαφές παρέμεινε και το εάν το άτομο στο οποίο ο Αιτητής κατ’ ισχυρισμόν επιτέθηκε εν τέλει απεβίωσε, , αφού ο Αιτητής παρέμεινε ασαφής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Ειδικότερα, κατά την πρώτη συνέντευξη του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 01.09.2015 ο Αιτητής δήλωσε πως το άτομο στο οποίο επιτέθηκε είχε αποκτήσει κάποιο πρόβλημα υγείας (βλ. ερυθρά 36 του Δ.Φ.). Ωστόσο, κατά τη δεύτερη συνέντευξή του, υποστήριξε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι ο ίδιος τράπηκε σε φυγή ενώ ο άνθρωπος αυτός ήταν αιμόφυρτος και πως δε γνωρίζει τι συνέβη τελικά στο συγκεκριμένο άτομο (βλ. ερυθρά 79 2Χ του Δ.Φ.). Εν συνεχεία και αναιτιολόγητα ο Αιτητής υποστήριξε ότι το άτομο αυτό απεβίωσε  (βλ. ερυθρά  78 1Χ, 74 1Χ του Δ.Φ.). Η συγκεκριμένη αντίφαση τέθηκε προς διευκρίνηση στον Αιτητή, με τον ίδιο να υποστηρίζει πως  εφόσον αιμορραγούσε και εφόσον τα υπόλοιπα άτομα που είχαν εμπλακεί στην επίθεση καταδίωκαν τον Αιτητή, αυτό σημαίνει πως το άτομο αυτό πέθανε. Ο αρμόδιος λειτουργός ρώτησε εκ νέου τον Αιτητή ως προς το εάν υποθέτει το ανωτέρω ή εάν το γνωρίζει με βεβαιότητα, και ο Αιτητής άλλαξε αναιτιολόγητα την προγενέστερη δήλωσή του λέγοντας πως έμαθε από φίλους του πως το άτομο αυτό βρισκόταν σε κώμα για έξι μήνες και εν συνεχεία απεβίωσε  (βλ. ερυθρά 74 2 Χ του Δ.Φ.).

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Αιτητής προσκόμισε στα πλαίσια της συνέντευξής του με τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου αντίγραφα ορισμένων εγγράφων. Τα έγγραφα αυτά αφορούσαν την καταγγελία στην οποία προέβη στην αστυνομία έπειτα από το δεύτερο περιστατικό επίθεσης εις βάρος του (βλ. ερυθρά 4 – 44 του Δ.Φ.). Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα, στις 02.04.2011 στο αστυνομικό τμήμα του Tour Sinaa, υπεβλήθη καταγγελία από τον Αιτητή ο οποίος ισχυρίστηκε ότι στις 28.01.2011 κλάπηκε από το αμάξι του Αιτητή η τσάντα του στην περιοχή του Suez καθώς ο ίδιος μετέβαινε από το Κάιρο στο Al-tour. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κάποιος έσπασε το παράθυρο του αμαξιού του και ένα έτερο άτομο έκλεψε την τσάντα που βρισκόταν εντός του αμαξιού και η οποία περιείχε προσωπικά αντικείμενα του Αιτητή. Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος της κλοπής σχετίζεται με τις αναταραχές που υπήρχαν τη δεδομένη στιγμή στην Αίγυπτο. Ομοίως, ο Αιτητής προέβαλε το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε ως τον λόγο καθυστέρησης της καταγγελίας του.

 

Παρατηρώ ότι τα όσα αναγράφονται στην εν λόγω καταγγελία του Αιτητή έρχονται σε αντίθεση με τα όσα δήλωσε κατά τις προσωπικές του συνεντεύξεις. Οι συγκεκριμένες ασυνέπειες δε, είναι ουσιώδεις καθώς αναφέρονται σε ουσιώδεις λεπτομέρειες του συγκεκριμένου περιστατικού. Υπενθυμίζεται ότι κατά την πρώτη συνέντευξή του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι γνώριζε τα συγκεκριμένα άτομα καθώς κατάγονταν από την ίδια περιοχή (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.). Κατά τη δεύτερη συνέντευξή του ισχυρίστηκε πως αναγνώρισε τα άτομα που βρισκόντουσαν πίσω από την επίθεση ως τον αδερφό και τον ξάδερφο του ατόμου στο οποίο ο Αιτητής επιτέθηκε κατά το περιστατικό του 2008 (βλ. ερυθρά 75 2Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο, ως εκτέθηκε και ανωτέρω, κατά την καταγγελία του στην αστυνομία ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως το περιστατικό αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια αναταραχών. Ουδεμίαν αναφορά έκανε ο Αιτητής στην καταγγελία του στην αστυνομία ως προς τους κατ’ ισχυρισμόν διώκτες του, όπως ομοίως ουδεμίαν αναφορά έκανε στη φερόμενη γνωριμία του με τα συγκεκριμένα άτομα. Επισημαίνω περαιτέρω ότι, ενώ στο προσκομισθέν έγγραφο αναγράφεται ότι η επίθεση σημειώθηκε κατά τo ταξίδι του Αιτητή από το Κάιρο στο Al-tour, εντούτοις κατά τη δεύτερη συνέντευξή του ο Αιτητής προέβαλε ότι μετέβαινε στο Κάιρο (βλ. ερυθρά 75 2Χ του Δ.Φ.).

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο του πιστοποιητικού διαζυγίου του το οποίο συνοδεύεται από αντίγραφο παραπόνου της συζύγου του Αιτητή στην αστυνομία στις 11.02.2009 (βλ. ερυθρά 42 – 39 του Δ.Φ.). Σύμφωνα με τον Αιτητή, το εν λόγω έγγραφο αφορά παράπονο της συζύγου του Αιτητή στην αστυνομία προκειμένου να καταστεί εφικτή η έκδοση του διαζυγίου τους. Μελετώντας ωστόσο το περιεχόμενο του, διαπιστώνω ότι στο εν λόγω έγγραφο παρουσιάζεται μία διαφορετική αφήγηση σε σχέση με τα όσα δήλωσε ο Αιτητής κατά τις συνεντεύξεις του. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, αποκαλύπτεται ότι η σύζυγος του Αιτητή περιγράφει πως ο σύζυγός της φέρεται ανάρμοστα και κακοποιητικά προς την ίδια. Αντιθέτως, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος διαζυγίου τους  ήταν το ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να την προστατεύσει επαρκώς κατά το περιστατικό του βιασμού της (βλ. ερυθρά 76 2Χ του Δ.Φ.).

 

Οι εν λόγω αντιφάσεις που διαπιστώνονται στα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα πλήττουν έτι περαιτέρω την ήδη πληγείσα αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Συνεπώς, φρονώ πως ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην απόρριψη του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

 

Είναι αποδεκτό, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υφίσταται ένα υποκειμενικό στοιχείο φόβου (φόβος στη σκέψη του Αιτητή). To καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται και αντικειμενικώς. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει αμφότερα τα στοιχεία να λαμβάνονται υπόψη[9].

 

Απομένει, λοιπόν, η εξέταση - εντός των πλαισίων του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός -του αντικειμενικού φόβου του Αιτητή. Ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής οι φερόμενοι διώκτες του θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν. Προς επίρρωσιν των λεγομένων του περιέγραψε και δύο περιστατικά επίθεσης από τα συγκεκριμένα άτομα, με τον σχετικό ισχυρισμό ωστόσο να απορρίπτεται λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Ως εκτέθηκε και ανωτέρω, το Δικαστήριο συντάσσεται με την απόρριψη του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων»[10]. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα  όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε. Καθώς ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του Αιτητή, ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή θα πρέπει περεταίρω να αξιολογηθεί κατά πόσο υπάρχουν παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του. Ο Αιτητής είναι υπήκοος Αιγύπτου, Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα, και με τόπο συνήθους διαμονής το Κάϊρο. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι ο μόνος αποδεκτός ισχυρισμός του Αιτητή αφορά στα στοιχεία του προφίλ του, στο οποίο εντοπίζεται το στοιχείο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων που πιθανόν να αποτελούσε στοιχείο επίτασης του κινδύνου που θα αντιμετώπιζε σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, προχώρησα σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές από την οποία  προέκυψε ότι υφίστανται περιστατικά επιθέσεων και διακρίσεων κατά της κοπτικής χριστιανικής κοινότητας στην Αίγυπτο [11],[12],[13],[14],[15],[16].

 

Ειδικότερα προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ (εφεξής USDOS) για την θρησκευτική ελευθερία στην Αίγυπτο το 2021, δημοσιευθείσα το 2022, το Σύνταγμα της Αιγύπτου ορίζει το Ισλάμ ως κρατική θρησκεία και τις αρχές της σαρία ως την κύρια πηγή νομοθεσίας. Ωστόσο, το Σύνταγμα δηλώνει ότι «η ελευθερία της πίστης είναι απόλυτη» καθώς και ότι «η ελευθερία της άσκησης θρησκευτικών λατρευτικών καθηκόντων και της δημιουργίας χώρων λατρείας για τους οπαδούς των θείων [αβρααμικών] θρησκειών είναι δικαίωμα που ρυθμίζεται από το νόμο». Το Σύνταγμα δηλώνει επίσης ότι οι πολίτες «είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω θρησκείας και καθιστά έγκλημα την «υποκίνηση σε μίσος» με βάση «την θρησκεία, τις πεποιθήσεις, το φύλο, την καταγωγή, την φυλή ή οποιονδήποτε άλλο λόγο»[17].

 

·                Σύμφωνα με έκθεση της Freedom House του 2022, το Σύνταγμα της Αιγύπτου απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα ή το σχηματισμό πολιτικών κομμάτων με βάση τη θρησκεία. Επιπρόσθετα, στις διατάξεις του αναγράφεται ότι «καμία πολιτική δραστηριότητα δεν επιτρέπεται να ασκείται ή να σχηματίζονται πολιτικά κόμματα με βάση τη θρησκεία ή [επιτρέπονται] διακρίσεις βάσει φύλου, καταγωγής, αίρεσης ή γεωγραφικής θέσης». Σημειώνεται βέβαια ότι οι θρησκευτικές μειονότητες και οι άθεοι έχουν αντιμετωπίσει διώξεις και βία, με τους Κόπτες Χριστιανούς να έχουν υποστεί σε πολλές περιπτώσεις αναγκαστικό εκτοπισμό, σωματικές επιθέσεις, επιθέσεις με βόμβες και εμπρησμούς και παρεμπόδιση ανέγερσης εκκλησιών τα τελευταία χρόνια[18].

 

·                Η Κυβέρνηση της χώρας αναγνωρίζει ως επίσημες θρησκείες το σουνιτικό Ισλάμ, τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό και επιτρέπει μόνο στους οπαδούς τους όπως ορίζονται από την κυβέρνηση να ασκούν δημόσια τη θρησκεία τους και να χτίζουν μέρη λατρείας[19].

 

·                Με βάση την αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας, η οποία καλύπτει τα γεγονότα του 2021, οι Χριστιανοί συνέχισαν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στο νόμο και στην πράξη[20]. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, εφεξής HRW), το δικαίωμά τους στην άσκηση λατρευτικών καθηκόντων παρέμεινε περιορισμένο βάσει ενός νόμου του 2016 για την ανέγερση και την επισκευή εκκλησιών που προϋποθέτει και απαιτεί έγκριση από τις υπηρεσίες ασφαλείας και άλλους κρατικούς φορείς, μέσω μακροχρόνιων, περίπλοκων και αδιαφανών διαδικασιών[21]. Σε δημοσίευμα του Al Jazeera τον Απρίλιο του 2021, η οργάνωση Sinai Province, θυγατρική της ένοπλης οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος», δημοσίευσε ένα βίντεο που δείχνει τον πυροβολισμό με τον οποίον εκτελείται ο Nabil Habashy, Χριστιανός, ως αντίποινα για τη συμμετοχή του στην ίδρυση τοπικής εκκλησίας[22] .

 

·                Σύμφωνα με δημοσίευμα της Al Arabiya, οι Αιγυπτιακές αρχές συνέλαβαν ανεξάρτητους ακτιβιστές που εργάζονταν εναντίον των κοινωνικών και κυβερνητικών διακρίσεων κατά της Χριστιανικής μειονότητας της Αιγύπτου, όπως τον Ramy Kamal, επικεφαλής της Maspero Youth for Human Rights, ο οποίος κρατείτο χωρίς δίκη από τον Νοέμβριο του 2019, κατηγορούμενος για συμμετοχή και χρηματοδότηση «τρομοκρατικής ομάδας» και αφέθηκε ελεύθερος το 2022[23]. Σύμφωνα με έκθεση της HRW του Ιουλίου 2022, έτερος ακτιβιστής, ο Πάτρικ Ζάκι επέστρεφε από την Ιταλία τον Φεβρουάριο του 2020 όταν συνελήφθη από αξιωματικούς της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας στο αεροδρόμιο του Καΐρου. Κατά την ανάκρισή του, οι αστυνομικοί έδεσαν τα μάτια του Ζακί για 17 ώρες, τον υπέβαλαν ηλεκτροσόκ και τον χτύπησαν. Ο Zaki, 31 ετών, είναι ερευνητής σε Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο στην Ιταλία και μέλος της κοπτικής χριστιανικής μειονότητας της Αιγύπτου. Το υποτιθέμενο έγκλημά του είναι η «διάδοση ψευδών ειδήσεων» σε σχέση με ένα άρθρο του Ιουλίου 2019 που έγραψε σχετικά με τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή ζωή οι χριστιανοί στην Αίγυπτο. Ο Ζακί κρατήθηκε προφυλακισμένος για σχεδόν δύο χρόνια. Ένα Επείγον Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έφεση, ξεκίνησε τη δίκη του τον Σεπτέμβριο του 2021 και τον Δεκέμβριο του 2021 διέταξε την αποφυλάκισή του ενώ η δίκη ήταν σε εξέλιξη. Αναμένει την τελική δικαστική απόφαση και αν καταδικαστεί μπορεί να καταδικαστεί σε φυλάκιση έως και πέντε ετών[24].

 

·                Έτερη έκθεση της HRW σημειώνει το 2022 ότι οι αρχές υπέβαλαν σε κράτηση ανεξάρτητους ακτιβιστές που εργάζονται εναντίον των κοινωνικών και κυβερνητικών διακρίσεων κατά της χριστιανικής μειονότητας της Αιγύπτου, καθώς και άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων και των άθεων. Οι Χριστιανοί, η μεγαλύτερη θρησκευτική μειονότητα στην Αίγυπτο, αποτελούν περίπου το 10 τοις εκατό του πληθυσμού και αντιμετωπίζουν συστηματικές κοινωνικές και θεσμικές διακρίσεις[25]. Σε έκθεση της USDOS σημειώνεται ότι ο Αιγυπτιακός Τύπος ανέφερε ότι […], «Η πραγματικότητα είναι ότι η αιγυπτιακή κοινωνία δεν αντέχει τη δημόσια έκφραση της πίστης των Χριστιανών».[26]

 

·                Σύμφωνα με την απάντηση που δόθηκε από το Καναδικό Συμβούλιο για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες στο ερώτημα για την κατάσταση των Κοπτών στην Αίγυπτο το διάστημα 2020-2022, όσον αφορά την ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικής, η έκθεση παραπέμπει στο Freedom House το οποίο σημειώνει ότι οι «νόμοι, οι πολιτικές και οι πρακτικές» της Αιγύπτου έχουν ως αποτέλεσμα «διάφορες μορφές παρενόχλησης και διακρίσεων» κατά των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανών Κοπτών. Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι το 2020 οι Χριστιανοί «συνέχισαν» να υφίστανται «διακρίσεις» από τις αρχές τόσο στη νομοθεσία όσο και στην πρακτική[27].

 

·                Ως προς την δικαστική πρακτική, το DFAT της Αυστραλίας αναφέρει επίσης ότι οι Χριστιανοί "μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες" πρόσβασης στη δικαιοσύνη μέσω του νομικού συστήματος, "ιδιαίτερα" σε αγροτικές περιοχές.[28] Πηγές μέσων ενημέρωσης αναφέρουν ότι ο Al Sisi διόρισε έναν Κόπτη Χριστιανό δικαστή στην προεδρία του Ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αιγύπτου, στις 9 Φεβρουαρίου 2022. Σύμφωνα με την Έκθεση για την Αίγυπτο των ΗΠΑ του 2020, οι Χριστιανοί κατείχαν "πολλές θέσεις ανώτερων" δικαστών το 2020.[29]

 

·                Η έκθεση του USCIRF υποδεικνύει ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει επί μακρόν τη «σεχταριστική βία του όχλου» μέσω των συνηθισμένων συμβουλίων συμφιλίωσης[30]. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της ομάδας υπεράσπισης των Κοπτών που πήρε συνέντευξη από το Christianity Today, ένα ευαγγελικό χριστιανικό περιοδικό, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί συνεδριάσεις συμφιλίωσης για να αποφύγει τη δίωξη όσων επιτίθενται στους Κόπτες και αντ' αυτού «πιέζει τα θύματα χριστιανών να αποσύρουν τις κατηγορίες». Πηγές αναφέρουν ότι αυτή η χρήση εθιμικών συνεδριάσεων συμφιλίωσης δημιουργεί μια «κουλτούρα ατιμωρησίας» για τις θρησκευτικές «διώξεις»[31]. Σύμφωνα με τον Μεταδιδακτορικό Ερευνητικό Συνεργάτη, τα συνηθισμένα συμβούλια συμφιλίωσης λειτουργούν για περιπτώσεις θρησκευτικών συγκρούσεων που στοχεύουν Κόπτες Χριστιανούς και περιορίζονται στην Άνω Αίγυπτο και σε άλλες αγροτικές περιοχές[32].

 

Έρευνα σε εξωτερικές πηγές αναφορικά με πρόσφατες  κρατικές πρακτικές, αποκαλύπτει τα ακόλουθα:

 

·                Τον Οκτώβριο του 2021, το Ποινικό Δικαστήριο της Αλεξάνδρειας καταδίκασε σε ισόβια τους αδελφούς Nasser και Ali al-Sambo για τη δολοφονία του Κόπτη Χριστιανού Ramsis Boulos Hermina τον Δεκέμβριο του 2020 στην Αλεξάνδρεια. O Hermina δέχθηκε επίθεση στο κατάστημα πλαστικών και οικιακών ειδών του. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, ο Nasser, ο Ali Sambo και ο αδελφός τους Anwar είχαν τη φήμη στη γειτονιά τους για παρενόχληση ιδιοκτητών καταστημάτων που ήταν Κόπτες.

 

·                Στις 10 Φεβρουαρίου 2021, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την ποινή φυλάκισης 15 ετών για 10 κατηγορούμενους που συμμετείχαν στην πυρπόληση εκκλησίας το 2013 στο Kafr Hakim, στην επαρχία της Γκίζας.

 

·                Στις 11 Οκτωβρίου 2021, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη έφεση που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι που καταδικάστηκαν για την εμπρηστική επίθεση του 2013 στην εκκλησία Mar Girgis στην πόλη Sohag και καταδικάστηκαν αρχικά το 2015 και το 2020 από το Ποινικό Δικαστήριο σε φυλάκιση 3 έως 15 ετών. Οι αρχές κατηγόρησαν τους κατηγορούμενους για επιθέσεις σε χριστιανικούς χώρους λατρείας, καταστροφή και κάψιμο αστυνομικών αυτοκινήτων, κατοχή πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών χωρίς άδεια, απόπειρα κλοπής, επίθεση σε δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία και καταστήματα, υποκίνηση βίας, βανδαλισμό και εκφοβισμό πολιτών. [33]

 

Με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες διαφαίνεται ότι οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο αντιμετωπίζουν διακρίσεις. Ωστόσο, η χριστιανική ταυτότητα κάποιου από μόνη της δεν επαρκεί ούτως ώστε να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης πιθανότητας δίωξης ή σοβαρής βλάβης για θρησκευτικούς λόγους. Ως διαφαίνεται και από τις εκτεθείσες πληροφορίες, τα άτομα που στοχοποιούνται έχουν σημαντική ορατότητα στον ευρύτερο περίγυρο και έχουν αναπτύξει έντονη ακτιβιστική δράση ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, από τις προεκτεθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω του ότι είναι Χριστιανός. Ο ίδιος άλλωστε δεν έχει εκθέσει αξιόπιστα ότι έχει στοχοποιηθεί προσωπικά στο παρελθόν λόγω ακριβώς των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Επομένως, ο σχετικός φόβος δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως των ανωτέρω, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, αφού ως ανωτέρω αναλύθηκε, οι  ισχυρισμοί του Αιτητή εξετάστηκαν ενδελεχώς και σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Προσφύγων Νόμο, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία. 

 

Αναφορικά με τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου φρονώ ότι ούτε αυτές πληρούνται υπό τις περιστάσεις. Επισημαίνω ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Αίγυπτος), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2021 (Κ.Δ.Π. 225/221) αλλά και των πιο πρόσφατων με ημερ. 27.05.2022 (Κ.Π.Δ. 202/2022) και ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής: (α) δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι (β) δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Πρόσθετα των όσων έχουν ανωτέρω αναπτυχθεί, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 15.03.2013, εντούτοις υπέβαλε αίτηση για άσυλο στις 06.05.2015, ήτοι  δυόμιση και πλέον έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον ίδιο, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[34]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προαναφερθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

 

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007.

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] HANDBOOK ON PROCEDURES  AND CRITERIA FOR DETERMINING REFUGEE STATUS and GUIDELINES ON

INTERNATIONAL PROTECTION UNDER THE 1951 CONVENTION AND THE 1967 PROTOCOL RELATING TO THE STATUS OF REFUGEES REISSUED GENEVA, FEBRUARY 2019, παράγραφος 38, https://www.unhcr.org/media/handbook-procedures-and-criteria-determining-refugee-status-under-1951-convention-and-1967

[10] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20,

[11]CRS – Congressional Research Service (Author): Egypt: Background and U.S. Relations, 2 May 2023 https://sgp.fas.org/crs/mideast/RL33003.pdf

[12] Mohamed Ezz, “Protests, Arrests in Minya Village Point to Longstanding Discriminatory Policies over Church Permits,” Mada Masr, February 10, 2022. Mada Masr is an Egypt-based media organization interested in producing intelligent and engaging journalism, and more generally in re-examining the role of media in relation to its public.

[13] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Egypt, 2023

https://www.ecoi.net/en/document/2088508.html

[14] MRG – Minority Rights Group International (Author), published by UN Human Rights Committee: Minority Rights Group International; Alternative Report for Egypt; Human Rights Committee; 137th Session; Geneva, 27 February - 24 March 2023, 2023
https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/TreatyBodyExternal/DownloadDraft.aspx?key=Z2evgg/KQitPmEcSGMucoNAWIgY5R6zF7G6X7m08TPF1Ej4hTfXzypMHIygDSHROKeF1cuO3lZ+tf2ql0qsNBg==

[15] Al Arabiya (2022), ‘Egypt Frees Coptic rights activist Ramy Kamel’, available at: Egypt frees Coptic rights activist Ramy Kamel | Al Arabiya English

[16] HRW – Human Rights Watch: Egypt: Arbitrary Travel Bans Throttle Civil Society, 6 July 2022

https://www.ecoi.net/en/document/2075659.html  

[17] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at:  https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[18] Freedom House (2022) Egypt: Freedom in the World 2020, available at: Egypt: Freedom in the World 2022 Country Report | Freedom House (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[19] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at:  https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[20] Amnesty International (2022), ‘Everything you need to know about human rights in Egypt’, available at: Everything you need to know about human rights in Egypt - Amnesty International Amnesty International (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[21] Human Rights Watch (2016), ‘Egypt: New Church Law Discriminates Against Christians’, available at: Egypt: New Church Law Discriminates Against Christians | Human Rights Watch (hrw.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[22] Al Jazeera (2021), ‘ISIL-linked group in Egypt claims execution of Copt, 2 tribesmen’, available at: ISIL-linked group in Egypt claims execution of Copt, 2 tribesmen | News | Al Jazeera (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[23] Al Arabiya (2022), ‘Egypt Frees Coptic rights activist Ramy Kamel’, available at: Egypt frees Coptic rights activist Ramy Kamel | Al Arabiya English (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[24] HRW – Human Rights Watch: Egypt: Arbitrary Travel Bans Throttle Civil Society, 6 July 2022

https://www.ecoi.net/en/document/2075659.html   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[25] HRW – Human Rights Watch (Author), published by UN Human Rights Committee: Submission by Human Rights Watch to the UN Human Rights Committee in Advance of its Adoption of the List of Issues for Egypt's Fifth Reporting Cycle; 134th session (28 February to 25 March 2022), 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2069135/INT_CCPR_ICO_EGY_47646_E.docx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[26] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at:  https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/03/2023), Jerusalem Post (2021), ‘Coptic Christians singing on Cairo Metro spark controversy’, available at: Coptic Christians singing on Cairo Metro spark controversy - The Jerusalem Post (jpost.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[27] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada: Egypt: Situation of Coptic Christians and treatment by authorities and society; ability to access housing, employment, education, health care, and support services, particularly in Cairo and Alexandria; state protection (2020–April 2022) [EGY200980.E], 6 May 2022

https://www.ecoi.net/en/document/2077037.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024); Freedom House. 28 February 2022. "Egypt." Freedom in the World 2022https://freedomhouse.org/country/egypt/freedom-world/2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/03/2023); Amnesty International. 7 April 2021. "Egypt." Amnesty International Report 2020: The State of the World's Human Right, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2021/06/POL1032022021ENGLISH.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[28] Australia. 17 June 2019. Department of Foreign Affairs and Trade (DFAT). DFAT Country Information Report: Egypt, https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-egypt.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[29] United States (US). 30 March 2021. Department of State. "Egypt." Country Reports on Human Rights Practices for 2020, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2021/10/EGYPT-2020-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[30] United States (US). 21 April 2021. US Commission on International Religious Freedom (USCIRF). "Egypt (Recommended for Special Watch List)." Annual Report 2021 https://www.uscirf.gov/sites/default/files/2021-05/Egypt%20Chapter%20AR2021.pdf  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[31] Christianity Today. 18 October 2021. Jayson Casper. "Egypt's President Promotes Religious Choice During Human Rights Rollout, https://www.christianitytoday.com/news/2021/october/egypt-human-rights-strategy-sisi-religion-coptic-christians.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[32] Postdoctoral Research Associate, a university in United States (US). 11 April 2022. Interview with the Research Directorate στην έκθεση IRB – Immigration and Refugee Board of Canada: Egypt: Situation of Coptic Christians and treatment by authorities and society; ability to access housing, employment, education, health care, and support services, particularly in Cairo and Alexandria; state protection (2020–April 2022) [EGY200980.E], 6 May 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2077037.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024);

 

[33] US Department of State (2022), ‘Report on International Religious Freedom: Egypt’, available at:  https://www.state.gov/reports/2021-report-on-international-religious-freedom/egypt/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2024)

[34] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο