ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 5817/2021

24 Μαΐου 2024

 

[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΠ]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

G. S. K.

Αιτήτρια

και

 

Κυπριακή Δημοκρατία, και/ή μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ων η αίτηση

 

 

 Αίτηση ημερομηνίας 06/11/2023 για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Χριστοδουλίδη για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ΄ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 26/08/2021 σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

 

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής και μετά την συμπλήρωση των αγορεύσεων των μερών, καταχωρήθηκε, στις 06/11/2023 από πλευράς Αιτήτριας, η υπό εξέταση αίτηση για χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας. Να σημειώσω ότι η υπό εξέταση αίτηση, αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά απόπειρα της Αιτήτριας για προσαγωγή μαρτυρίας, εκ των οποίων η αίτηση ημερομηνίας 04/07/2022 απορρίφθηκε με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερ 31/01/2023, ενώ οι επόμενες δύο ημερομηνίας 09/02/2023 και 12/06/2023 αποσύρθηκαν από την συνήγορο της Αιτήτριας στο στάδιο της ακρόασής τους.

 

Με την υπό εξέταση αίτηση, η Αιτήτρια αιτείται διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης (εφεξής «προτεινόμενη ένορκη δήλωση») ως αυτή επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση της κ. Μόσχου που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση. Η προτεινόμενη ένορκη δήλωση προέρχεται από την ίδια την Αιτήτρια και μέσω αυτής η Αιτήτρια επιχειρεί να προωθήσει τον ψυχολογικό τραυματισμό τον οποίο έχει υποστεί εξαιτίας προηγούμενης υποβολής της σε διαδικασία ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων. Αποτελεί θέση της ότι με την επιστροφή της θα υποστεί περιθωριοποίηση, η οποία θα επιδεινωθεί λόγω του φόβου της για επόμενη υποβολή της σε ακρωτηριασμό, υποβάλλοντας προς υποστήριξη τούτου το Τεκμήριο 1 ψυχολογική έκθεση εκ μέρους της Α. Π., Ειδικής Ψυχολόγου ΟΚΥπΥ, ημερομηνίας 31/10/2023. Η Αιτήτρια, επιπλέον αναφέρει ότι, ενώ ήταν ακόμα ανήλικη, ο πατέρας του τέκνου της χρημάτισε την οικογένειά της προκειμένου να συνευρεθεί μαζί της. Με τη γέννηση του τέκνου της, αυτό παραδόθηκε από μέρους της οικογένειάς της στον πατέρα του. Ισχυρίζεται πως η οικογένειά της θα ήταν σε θέση να την εξαναγκάσει σε γάμο και επόμενο ακρωτηριασμό, διαδικασίες από τις οποίες το υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο διατηρεί στη χώρα καταγωγής δε θα ήταν σε θέση να την προστατεύσει. Προς υποστήριξη των πιο πάνω ισχυρισμών της η Αιτήτρια προτίθεται να προσκομίσει επιπλέον ως Τεκμήριο 2 έκθεση εκ μέρους της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες η οποία τιτλοφορείται «Too Much Pain: Female Genital Mutilation & Asylum in the European Union», ως Τεκμήριο 3 τη δικαστική απόφαση Secretary of State for the Home Department (Respondent) v. K (FC) (Appellant) Fornah (FC) (Appellant) v. Secretary of State for the Home Department (Respondent) της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) του Ηνωμένου Βασιλείου, ως Τεκμήριο 4 άρθρο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Amera International με τίτλο «Female Genital Mutilation/ Cutting: Asylum Claims and Appeals», ως Τεκμήριο 5 άρθρο της Grace Brown με τίτλο «How Important are FGM Protection Orders in Asylum Claims?» στο οποίο εμπεριέχονται αποσπάσματα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

Η αίτηση έφερε την αντίδραση των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι καταχώρησαν Ένσταση εισηγούμενοι την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, προβάλλοντας μεταξύ άλλων τους ακόλουθους λόγους:

 

-      Η αίτηση είναι παράτυπη και/ ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη ή/και απαράδεκτη και/ή το αιτούμενο διάταγμα δεν είναι δυνατό να εκδοθεί.

-      Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για να επιτραπεί από το Δικαστήριο η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας.

-      Η προτεινόμενη μαρτυρία δεν είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα.

-      Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και/ή δεν προσκομίζεται για να αποδείξει κανένα γεγονός και/ ή έγγραφο και/ή δεν συγκεκριμενοποιείται η μαρτυρία που προτίθεται να κατατεθεί.

-      Τα έγγραφα που επιδιώκεται να προσαχθούν δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν επίσημα έγγραφα ούτε μπορούν να αποτελέσουν αποδεκτή μαρτυρία.

-      Αντιβαίνει τους δικονομικούς κανόνες.

-      Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική, υποβλήθηκε καθυστερημένα και πρόκειται για μαρτυρία που επιδιώκει τη διαφοροποίηση, αλλοίωση και η οποία μεταβάλλει το περιεχόμενο του φακέλου.

 

Την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κ. Δημητρίου, δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υποστηρίζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς.

 

Προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης η συνήγορος της Αιτήτριας με την γραπτή της αγόρευση προβάλει τον κίνδυνο να εξαναγκαστεί η Αιτήτρια σε γάμο και επιγενόμενο ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων. Αναφέρεται στο Τεκμήριο 1, επαναλαμβάνοντας τα γυναικολογικής και ψυχολογικής φύσης ζητήματα τα οποία έχουν προκληθεί στην Αιτήτρια ενόψει της προηγούμενης υποβολής της σε ακρωτηριασμό. Επαναλαμβάνει επιπλέον τον ισχυρισμό της Αιτήτριας όπως αυτός περιέχεται στην προτεινόμενη ένορκη δήλωσή της, περί εξαναγκασμού της Αιτήτριας σε συνουσία με τον πατέρα του τέκνου της, υποδεικνύοντας, ως η Αιτήτρια ισχυρίζεται την έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου στο πρόσωπο της Αιτήτριας. Κατά τη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρεται γενικά και αόριστα χωρίς κάποια συνοχή σε πρόσφατη εγκυμοσύνη της Αιτήτριας. Ως προς τα προτεινόμενα προς καταχώρηση τεκμήρια 2 και 3, η κ. Κουπαρή υποστηρίζει πως καταδεικνύουν τον κίνδυνο επανάληψης της διαδικασίας του ακρωτηριασμού, ενόψει του ότι η Αιτήτρια εσφαλμένα θεωρήθηκε ως έγγαμη βάσει της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου. Υποστηρίζεται, τέλος, πως η μαρτυρία η οποία επιχειρείται να προσαχθεί είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Από την πλευρά της η κ. Παπανικολάπου για τους Καθ’ ων η αίτηση υιοθετώντας το περιεχόμενο της ένστασης και της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει, ισχυρίζεται ότι τα όσα η Αιτήτρια προτίθεται να προσαγάγει δεν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα, εφόσον ο πυρήνας του αιτήματος της είναι διαφορετικός από όσα προβάλλονται με την προτεινόμενη ένορκη δήλωση και αφορούν σε καινοφανείς ισχυρισμούς, καλώντας το Δικαστήριο όπως απορρίψει την αίτηση.

 

Κατά την ακρόαση της επίδικης αίτησης, η κ. Κουπαρή δήλωση στο Δικαστήριο ότι δεν θα επιμείνει στην προσαγωγή του Τεκμηρίου 1 επί της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας εφόσον αυτό εν τέλει δεν προσφέρει κάτι στην υπόθεση της Αιτήτριας επιμένοντας ωστόσο ειδικά στις παραγράφους 12 – 15 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης.

 

Τούτων λεχθέντων, το Δικαστήριο απορρίπτει εκ προοιμίου το Τεκμήριο 1 επί της προτεινόμενης Ένορκης Δήλωσης.

 

Το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο εξετάζει ενδιάμεσες αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας, καθορίζεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό 7:

 

«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».

 

Παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους διαδικαστικούς κανονισμούς όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγκειται στο ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί πρέπει να είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και με τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται (βλ. K.N.K. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 5787/13, ημερομηνίας 18/10/2019).

 

Επομένως, για να εξεταστεί και να κριθεί από το Δικαστήριο η σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση (βλ. Ιωσηφίδης v. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, (2006) 3 ΑΑΔ 677). Εάν η μαρτυρία που ζητείται να προσαχθεί δεν συγκεκριμενοποιείται, τότε δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για να μπορεί να αξιολογηθεί η σχετικότητα της (βλ. υποθ. αρ. 1024/14, FBME Bank Ltd v. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ημερομηνίας 18/12/2015).

 

Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας πως τα γεγονότα που επιδιώκονται να προσαχθούν με μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια (βλ. Sportsman Betting Co. Limited v.Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 591, υπόθεση αρ. 300/03, Χρ. Ιωσηφίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ημερομηνίας 20/11/02). Όλες οι πιο πάνω κατευθυντήριες αρχές επιβεβαιώθηκαν και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420, (2003) 3 ΑΑΔ 507.

 

Επιπρόσθετα, δεν είναι δυνατόν να προσαχθεί μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει τα στοιχεία που η διοίκηση είχε ενώπιον της κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, και Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).

 

Όπως ωστόσο προκύπτει από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει πλήρως τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται αίτησης διεθνούς προστασίας. Το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του/της αιτητή/τριας και αδυνατούσε να τα προσκομίσει. Περαιτέρω, όταν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στον/στην Αιτητή/τρια, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, ως είχε προ της τροποποίησής του με τον περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2022.

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές, προχωρώ να εξετάσω τα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης.

 

H Αιτήτρια μέσω της προτεινόμενης ένορκής της δήλωσης, παράγραφος 13 αυτής, επιδιώκει να προσαγάγει μαρτυρία επί των περιστάσεων τις οποίες βίωσε ούσα ανήλικη. Ως εξηγεί, ο πατέρας του τέκνου της δεν την είχε νυμφευθεί, αλλά είχε προβεί σε χρηματισμό της οικογένειάς της, προκειμένου να συνευρεθεί μαζί της και στην συνέχεια, το τέκνο δόθηκε στον πατέρα του.

 

Επαναλαμβάνω ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι με αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας δεν μπορεί να επιχειρείται η εισαγωγή καινοφανών ισχυρισμών παρά μόνο αποδεικτικό μέσο ισχυρισμών και γεγονότων τα οποία ο/η αιτητής/τρια έχει ήδη εγείρει ενώπιον της αρμόδιας αρχής.

 

Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι τελευταία αναφέρθηκε σε αποχωρισμό από το τέκνο της. Ωστόσο, ερωτηθείσα σχετικά με το χωρισμό της από τον πατέρα του τέκνου της, η Αιτήτρια ανέφερε πως έλαβε χώρα «ενώ ήμουν έγκυος, όταν ο γιος μου ήταν ενός έτους η μητέρα του πήρε το τέκνο, οπότε από τότε». Ο ισχυρισμός ο οποίος επιχειρείται να προβληθεί μέσω αυτής της διαδικασίας, έρχεται σε αντίφαση με τις ανωτέρω δηλώσεις της, στο πλαίσιο των οποίων δήλωσε πως χώρισε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της από τον πατέρα της τέκνου της. Περαιτέρω, η Αιτήτρια κατά την υποβολή των ανωτέρω ερωτήσεων, δεν παρέθεσε σε κανένα σημείο τον ανωτέρω ισχυρισμό, χωρίς κατά την ένορκή της δήλωση να εξηγεί το λόγο προς τούτο. Παρότι, ενόψει του ευαίσθητου χαρακτήρα του ζητήματος το οποίο ανάγεται στην προσωπική σφαίρα της Αιτήτριας, o ισχυρισμός της δε θα ήταν δυνατό να κριθεί αναξιόπιστος μόνο λόγω της μη προηγούμενης προβολής του (βλ. σχετικά ΔΕΕ, C‑148/13 έως C‑150/13, A,B, C, απόφαση ημερομηνίας 02/12/2014, σκ.69), αυτή δεν εξηγεί με την ένορκή της δήλωση το λόγο για τον οποίο δεν προέβη στην αναφορά αυτού. Ως εκ τούτου, ελλείψει αναφοράς της Αιτήτριας στους λόγους για τους οποίους δεν προέβαλε το σχετικό ισχυρισμό ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση, δεν είναι δυνατό να κριθεί ότι η ως άνω παράλειψή της δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της ίδιας. Λαμβάνοντας υπόψιν τις ανωτέρω αξιολογήσεις, ιδίως δε την αντίφαση με τις δηλώσεις της Αιτήτριας όταν ρωτήθηκε για τον χωρισμό της από τον πατέρα του τέκνου της, δεν είναι επίσης δυνατό να κριθεί πως o εν λόγω ισχυρισμός αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπό της. Ειδικά οι συνθήκες αποχωρισμού της Αιτήτριας από το τέκνο της, περιστατικό το οποίο αυτή κατονόμασε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, οφείλουν να διασαφηνιστούν κατά το στάδιο της εξέτασης της προσφυγής.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ο οποίος επιχειρείται να προσαχθεί μέσω της ένορκής της δήλωσης, ότι η οικογένειά της θα «μπορούσε να την εξαναγκάσει σε γάμο», παράγραφος 14 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης,  διαπιστώνω ότι σε κανένα σημείο της συνέντευξής της η Αιτήτρια δεν παραθέτει τον εν λόγω ισχυρισμό, παρότι ερωτήθηκε με ανοιχτό τρόπο σχετικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της (ερυθρό 19 διοικητικού φακέλου). Σε επόμενο σημείο της συνέντευξής της, τέθηκε επιβεβαιωτική ερώτηση επί των λόγων αυτών, χωρίς επίσης η Αιτήτρια να αναφέρει οτιδήποτε σχετικό με πιθανότητα εξαναγκασμού της σε γάμο (ερυθρό 18 διοικητικού φακέλου). Κατά την ένορκή της δήλωση επιπλέον η Αιτήτρια δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν προέβαλε το σχετικό ισχυρισμό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διαπίστωση της έλλειψης οποιασδήποτε υπαιτιότητάς της ως προς την παράλειψη αυτή. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω ισχυρισμός μόνο γενικόλογα παρατίθεται, ως μία απομακρυσμένη πιθανότητα, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά σε γεγονότα ή συγκεκριμένη πρόθεση της οικογένειάς της να προβεί στις ανωτέρω πράξεις. Ως εκ των ανωτέρω, ο ισχυρισμός ο οποίος επιχειρείται να προσαχθεί μέσω της ένορκης δήλωσης, σε κάθε περίπτωση, ενόψει του τρόπου με τον οποίο τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αυξάνει τις πιθανότητες παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο της Αιτήτριας.

 

Μέσω του Τεκμηρίου 2, η Αιτήτρια επιδιώκει την προσαγωγή αναφοράς της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, όπου υποδεικνύεται ότι τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχονται αιτήματα από κορίτσια και γυναίκες οι οποίες έχουν ήδη υποστεί ακρωτηριασμό και αναζητούν προστασία από επόμενο ακρωτηριασμό ενόψει ενδεχόμενου γάμου ή γέννησης τέκνου. Επαναλαμβάνεται στο στάδιο αυτό ότι βάσει της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου (Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507) ενώ, περαιτέρω, επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης (Sportsman Betting Company Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591). Δεν καθίσταται εμφανές από την Ένορκη Δήλωση ή τη Γραπτή Αγόρευση της Αιτήτριας κατά ποιο τρόπο η αποδοχή του γεγονότος το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση θα ήταν δυνατό να πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Αναφέρεται στο σημείο αυτό ότι η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της ημερομηνίας 28/07/2021 δήλωσε ότι έχει υποστεί ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, προβαίνοντας σε περιγραφή των περιστάσεων γύρω από το φαινόμενο καθώς και του προσωπικού της βιώματος. Με την από 26.8.2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ο ως άνω ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε αποδεκτός, αφού κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία αυτού. Ενόψει της αποδοχής της προηγούμενης υποβολής της Αιτήτριας στην ανωτέρω διαδικασία, εξετάστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ενδεχόμενος κίνδυνος υποβολής της σε αυτήν εκ νέου.

 

Αποδοχή του Τεκμηρίου 2 δε δρα αποδεικτικά οποιουδήποτε ζητήματος ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού οι Καθ’ ων προβαίνουν στην αξιολόγηση ενδεχόμενης επανάληψης ακρωτηριασμού της Αιτήτριας, ζήτημα του οποίου την ύπαρξη προσπαθεί να καταδείξει μέσω του εν λόγω Τεκμηρίου η Αιτήτρια. Περαιτέρω, ενδεχόμενη αποδοχή του Τεκμηρίου 2 δε θα ήταν δυνατό να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αφού το αναφερόμενο σε αυτό γεγονός δε φέρει στο φως παρά μόνο την ύπαρξη φόβου επανάληψης ακρωτηριασμού γυναικών, ενδεχόμενο το οποίο, επαναλαμβάνεται, έχει ήδη εξεταστεί από τους Καθ’ ων η αίτηση. Το εν λόγω τεκμήριο κατά κανένα τρόπο δεν υποδεικνύεται πώς θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε διαφορετική αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση, καταδεικνύοντας την πλημμελή αιτιολόγηση της κρίσης τους.

 

Με το Τεκμήριο 3 επιχειρείται η προσαγωγή δικαστικής απόφασης της Βουλής των Λόρδων της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία, ως η Αιτήτρια αναφέρει στην ένορκή της δήλωση, υποδεικνύεται ότι η τελετή του ακρωτηριασμού λαμβάνει χώρα στη Σιέρρα Λεόνε ως μέρος μίας παραδοσιακής τελετής μύησης η οποία περιλαμβάνει το σύνολο της κοινότητας. Οι ως άνω διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου επίσης κατά κανένα τρόπο δε λειτουργούν αποδεικτικά οποιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί μύησής της στην κοινότητα Bondo και υποβολής της σε ακρωτηριασμό έχει ήδη κριθεί ότι παρατέθηκε κατά τρόπο εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο, δεν καθίσταται εμφανής η αποδεικτική αξία της προσκόμισης των περιστάσεων τέλεσης της μύησης στην κοινότητα Bondo και του ακρωτηριασμού των θηλυκών γεννητικών οργάνων, η οποία επιχειρείται να προσκομισθεί. Στην ίδια δικαστική απόφαση, επιπλέον, αναφέρεται ότι (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «[…] Το ζήτημα ωστόσο συνιστά εάν οι γυναίκες στη Σιέρρα Λεόνε γενικά δεν είναι σε θέση να συνιστούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα επειδή, όταν υποστούν τη διαδικασία οι γυναίκες δε βρίσκονται πλέον σε κίνδυνο να διωχθούν κατά τον τρόπο αυτό. Όπως ο Δικαστής Auld ανέφερε στο Εφετείο, δε βρίσκονται πλέον υπό την απειλή τέτοιας δίωξης για το λόγο ότι συνιστούν γυναίκες» (υπό 55), καθώς και ότι «[ο σχηματισμός της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας των αμύητων αυτόχθονων γυναικών] έχει το πλεονέκτημα εξαίρεσης από την ομάδα αυτών [των γυναικών] οι οποίες έχουν ήδη μυηθεί. Δεν είναι δυνατό να ειπωθεί σε καμία περίπτωση ότι βρίσκονται ακόμα σε κίνδυνο» (υπό 56). Ως εκ τούτου, το εν λόγω τεκμήριο παρέχει πληροφορίες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί ενδεχόμενης επανάληψης υποβολής της στη διαδικασία του ακρωτηριασμού. Δεδομένου ότι ο φόβος της Αιτήτριας οφείλει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψιν το όλο πλαίσιο της σχετικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής (βλ. προς τούτο ενδεικτικά ΔΕΕ, C‑71/11 και C‑99/11, Υ,Ζ, απόφαση ημερ. 5.9.2012, σκ.51), οι ως άνω πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην απόφαση δε δρουν ενισχυτικά, απεναντίας λειτουργούν αντίρροπα του ισχυρισμού της Αιτήτριας στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κινδύνου επανάληψης της υποβολής της σε ακρωτηριασμό. Ως εκ τούτου, το εν λόγω Τεκμήριο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο της Αιτήτριας, αντίθετα τυχόν λήψη του υπόψιν θα μείωνε αυτές.

 

Με το Τεκμήριο 4 επιχειρείται η προσαγωγή άρθρου της οργάνωσης Amera International, με την οποία, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, υποδεικνύεται η σύνδεση της κρατικής προστασίας και της μετεγκατάστασης. Σύμφωνα με το κείμενο, μόνη η θέση προστατευτικής νομοθεσίας σε βάρος του ακρωτηριασμού δεν έχει ως αποτέλεσμα την εν τοις πράγμασι κατάργησή του, με αποτέλεσμα η μετεγκατάσταση να μη συνιστά εναλλακτική της εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής. Υποδεικνύεται ακόμα ότι οι γυναίκες οι οποίες προορίζονται για την κληρονομούμενη θέση του προσώπου το οποίο πραγματοποιεί τον ακρωτηριασμό, ενδέχεται να μην είναι σε θέση επιλογής, το οποίο θα εξαρτάται από την κοινότητα στην οποία η γυναίκα ανήκει. Επισημαίνεται και στην περίπτωση αυτή πως οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης δε θα ήταν δυνατό να τεκμηριωθεί από την αποδοχή του εν λόγω τεκμηρίου. Πράγματι, σε κανένα σημείο της απόφασής τους οι Καθ’ ων δεν επικαλούνται ενδεχόμενη δυνατότητα της Αιτήτριας προς μετεγκατάστασή της ή επιλογής της να μην καταστεί το πρόσωπο το οποίο πραγματοποιεί τον ακρωτηριασμό. Αντίθετα, αυτοί διαπιστώνουν την έλλειψη κινδύνου υποβολής της Αιτήτριας σε επόμενο ακρωτηριασμό καθώς και την έλλειψη εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού της ότι έχει επιλεγεί για την εν λόγω θέση. Το άρθρο δεν επιδρά στα ανωτέρω συμπεράσματα κατά οποιονδήποτε τρόπο. Περαιτέρω, επικουρικά των ανωτέρω, ενδεχόμενη αποδοχή του εν λόγω τεκμηρίου κατά κανένα τρόπο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το άρθρο αναφέρεται σε γενικές διαπιστώσεις, οι οποίες οφείλουν, ως καθίσταται εμφανές από το κείμενο αυτού, να εξειδικευτούν στο πλαίσιο της εκάστοτε χώρας καταγωγής. Η ενδεχόμενη ύπαρξη ή όχι κρατικής προστασίας και δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης στη χώρα καταγωγής, καθώς και οι συνέπειες ενδεχόμενης άρνησης κατάληψης της θέσης του προσώπου που τελεί ακρωτηριασμό εντός της Σιέρρα Λεόνε δεν παρατίθεται από το άρθρο. Η συγκεκριμενοποίηση των πληροφοριών αυτών εντός του πλαισίου της Σιέρρα Λεόνε συνιστά εξάλλου έργο στο οποίο το παρόν Δικαστήριο είναι δυνατό να προβεί και αυτεπαγγέλτως.

 

Με το Τεκμήριο 5 επιχειρείται η προσαγωγή άρθρου της G. Brown, στο οποίο σχολιάζεται απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου- Τμήμα Μετανάστευσης και Ασύλου (Upper TribunalImmigration and Asylum Chamber) με την οποία τίθεται και ο Οδηγός Χώρας για ζητήματα σχετικά με την κοινότητα Bondo και την υποβολή των γυναικών σε ακρωτηριασμό. Ως υποδεικνύει με την ένορκή της δήλωση η Αιτήτρια, κρίσιμα σημεία συνιστούν οι διαπιστώσεις της απόφασης σε σχέση με την ισχύ και τις διασυνδέσεις της κοινότητας Bondo, οι διαπιστώσεις σχετικά με την αναμενόμενη μύηση των νέων γυναικών στην κοινότητα Bondo πριν το γάμο, με την κατάσταση των αδέσμευτων γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο οι οποίες δεν προσαρμόζονται στα έθιμα της κοινότητας καθώς και οι διαπιστώσεις περί της κατάστασης των γυναικών με ζητήματα πνευματικής υγείας οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο του ακρωτηριασμού. Επισημαίνεται καταρχάς πως η ιδιότητα της Αιτήτριας ως προσώπου το οποίο διακατέχεται από θέματα ψυχικής υγείας δεν προκύπτει με κανένα τρόπο από τη συνέντευξη της Αιτήτριας, με την τελευταία να έχει απαντήσει αρνητικά σε ερώτηση περί σχετικών προβλημάτων η οποία της τέθηκε (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου), ή άλλο σημείο του φακέλου, αλλά ούτε και από την παρούσα αίτηση δεδομένης της απόσυρσης του Τεκμηρίου 1, μετά από επισήμανση του Δικαστηρίου ότι στα συμπεράσματα της Ειδικού Ψυχολόγου «δεν εντοπίστηκε συμπτωματολογία που να ικανοποιούσε τα κριτήρια οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής, σύμφωνα με τα καθιερωμένα συστήματα ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών, δηλαδή DSM και ICD». Ως εκ τούτου, οι διαπιστώσεις οι οποίες περιέχονται στην απόφαση κατά κανένα τρόπο δεν παρουσιάζονται σχετικές με την υπόθεση της Αιτήτριας. Aλλά και οι υπόλοιπες διαπιστώσεις στις οποίες η Αιτήτρια παραπέμπει δε θα ήταν δυνατό να κριθεί ότι τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί πλημμελούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Ειδικά η κρίση η οποία παρατίθεται σε σχέση με την κοινωνικά αναμενόμενη μύηση των γυναικών στην κοινότητα Bondo και τη συνεπαγόμενη υποβολή τους σε ακρωτηριασμό, δε δρα με οποιοδήποτε τρόπο ενισχυτικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, αφού η ένταξή της στην κοινότητα Bondo και η συνεπακόλουθη υποβολή της σε ακρωτηριασμό έχουν ήδη γίνει αποδεκτές από τους Καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο του σχηματισθέντος ως δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν ως προς τη διαπίστωση στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης ότι η έλλειψη μύησης στην κοινότητα Bondo επιδρά αρνητικά στην ικανότητα διαβίωσης των αδέσμευτων γυναικών. Ειδικά σε σχέση με τις διαπιστώσεις που τίθεται με την απόφαση σε σχέση με τη δύναμη και τις διασυνδέσεις της κοινότητας Bondo, όπως και σε σχέση με τους κινδύνους που εγκυμονεί η άρνηση μίας νέας αδέσμευτης γυναίκας χωρίς οικογενειακό δίκτυο να συμμορφωθεί με τα έθιμα της κοινότητας Bondo, επισημαίνεται επίσης πως μόνη η αποδοχή τους δεν τεκμηριώνει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης. Πράγματι, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό περί πίεσης και απειλών στο πρόσωπο της Αιτήτριας προκειμένου να ενταχθεί στην κοινότητα Bondo ενόψει της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας αυτού. Οι ανωτέρω κρίσεις δε σχετίζονται και δεν αναιρούν τις κρίσεις των Καθ’ ων η αίτηση οι οποίες οδήγησαν στην απόρριψη του ισχυρισμού και στη συνεπακόλουθη απόρριψη της ιδιότητας της Αιτήτριας ως γυναίκας η οποία αντιτίθεται στα έθιμα της κοινότητας Bondo.

 

Τονίζω ότι δεν αποτελεί σκοπό της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης η εξέταση της βασιμότητας των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, όπως προκύπτει από την γραπτή της αγόρευση, ο οποίος θα εξεταστεί στο πλαίσιο της κυρίως υπόθεσης. Παρόλα αυτά απορρέει από τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της υπόθεσης. Ειδικά τα όσα επιχειρεί να παρουσιάσει η Αιτήτρια ως πρόσθετη μαρτυρία σε σχέση με τις περιστάσεις της σχέσης της με τον πατέρα του τέκνου της και ενδεχόμενο εξαναγκασμό της σε γάμο εκ μέρους της οικογένειάς της κατά κανένα τρόπο δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπό της. Ειδικά σε σχέση με τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής οι οποίες επιδιώχθηκε να προσκομιστούν ιδίως μέσω δικαστικών αποφάσεων υπενθυμίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση στην κυρίως αίτηση, δύναται να προβεί σε έρευνα σχετικά με τις κρατούσες περιστάσεις στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι η ενδιάμεση αίτηση της Αιτήτριας για προσαγωγή μαρτυρίας αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €300 έξοδα υπερ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο