ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  5903/2022

 29 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

N.Μ.,

από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                            Αιτητή

                                  

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Α. Παπασιάντης  για Α. Παναγή (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.08.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό την οποίαν εγκατέλειψε στις 15.02.2020 και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, δια μέσου των οποίων διήλθε στις 17.02.2020, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες περιοχές. Στις 19.02.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 09.03.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 16.08.2022 Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 23.08.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 06.09.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 01.09.2022. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του, επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής καταγράφει πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, δια της οποίας περιορίστηκε στην προώθηση ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας,  την ύπαρξη νομικής και πραγματικής πλάνης, καθώς και την παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν οι Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνεται ότι πλην του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος προωθείται επί τη βάση σχετικής επιχειρηματολογίας, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με  γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων περί παραβίασης γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[5], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[6]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[7].

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Η παράλειψη αυτή του Αιτητή επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο, πλην του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος συνοδεύεται από σχετική επιχειρηματολογία, οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι.

 

Έχοντας υπόψη την διευρυμένη δικαιοδοσία που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[8].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς τον αναζητούν για να τον σκοτώσουν.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο συνήθους διαμονής το Matadi της επαρχίας Kongo Central. Ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε Χριστιανός Καθολικός, ενώ ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής δήλωσε ότι μεγάλωσε με την μητέρα του και τον πατριό του, οι οποίου ωστόσο έχουν πλέον χωρίσει ενώ ο Αιτητής δε γνωρίζει που βρίσκονται και πως από τότε που έφυγε από τη ΛΔΚ δεν βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί τους, καθώς σχετίζονται με τους λόγους αποχώρησής του από τη χώρα. Περαιτέρω ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στην Κινσάσα διαμένουν οι αδερφές της μητέρας του, με τις οποίες επίσης δεν έχει καμία επικοινωνία. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, ενώ ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα, βοηθούσε περιστασιακά ως ισχυρίστηκε τη μητέρα του στην επιχείρηση που διατηρούσε και πως, πλην τούτου, τον ενίσχυαν οικονομικά η μητέρα και ο πατριός του.  

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι η ανακάλυψη ότι δεν είναι το βιολογικό παιδί του πατριού του, που έως τότε ο Αιτητής τον θεωρούσε τον βιολογικό πατέρα του και ο πατριός του το βιολογικό του παιδί. Ειδικότερα ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως η μητέρα του συνήθιζε να πηγαίνει σε μία χριστιανική καθολική εκκλησία, όπου γνωρίστηκε με έναν ιερέα με τον οποίο ερωτεύθηκαν και ακολούθως η μητέρα του έμεινε  έγκυος. Τότε ο ιερέας ζήτησε από τη μητέρα του Αιτητή να προβεί σε έκτρωση, καθώς λόγω της θέσης του δε μπορούσε να έχει παιδί, ωστόσο η μητέρα του Αιτητή αποφάσισε να προχωρήσει με την εγκυμοσύνη της και να πει στον σύζυγό της (και πατριό του Αιτητή) ότι ο Αιτητής είναι το βιολογικό του παιδί. Σύμφωνα με τον Αιτητή, η αλήθεια περί της πατρότητάς του είχε κρατηθεί κρυφή από τη μητέρα του έως τη στιγμή που η ίδια εκμυστηρεύτηκε τα προαναφερθέντα σε μία φίλη της. Καθώς η φίλη της γνώριζε την οικογένεια του πατριού του Αιτητή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως η συγκεκριμένη γυναίκα τους αποκάλυψε την αλήθεια. Εν συνεχεία, λόγω της συγκεκριμένης αποκάλυψης, συγκλήθηκε οικογενειακό συμβούλιο και μετέπειτα ο πατριός του Αιτητή εξοργισμένος από τα γεγονότα που αποκαλύφθηκαν, χτύπησε τον Αιτητή και τη μητέρα του, τους κλείδωσε εντός της οικίας και επιχείρησε να βάλει φωτιά σε αυτή. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατόρθωσαν να ξεφύγουν φεύγοντας από την πίσω πόρτα του σπιτιού, και στη συνέχεια μετέβησαν στην εκκλησία της Notre Dame Mediatrice. Εκεί βρήκαν τον βιολογικό πατέρα του Αιτητή, τον οποίο ενημέρωσαν για όλη την αλήθεια. Ο Αιτητής προέβαλε ότι η μητέρα του τον άφησε εκεί και έφυγε, ενώ ένας συνάδελφος του βιολογικού πατέρα του Αιτητή είπε ότι δεν ήταν δυνατή η παραμονή του στην εκκλησία, καθώς θα ανέκυπταν προβλήματα και πρότεινε όπως ο Αιτητής εγκαταλείψει τη χώρα προκειμένου να παραμείνει ασφαλής.

 

Σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο πατριός του θα τον αναζητήσει καθώς μετά την αποκάλυψη της αλήθειας αυτός τρέφει απέναντί του εχθρικά συναισθήματα, καθώς τον θεωρούσε βιολογικό του παιδί και για τον λόγο αυτό είχε ξοδέψει χρόνο και χρήματα προς όφελος του Αιτητή. Ως δήλωσε περαιτέρω ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του θα έπρεπε να ζήσει με τον βιολογικό του πατέρα, πράγμα το οποίο δεν είναι εφικτό λόγω της ιδιότητάς του ως ιερέα.

 

Ερωτηθείς ως προς το εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι δεν διαθέτει άλλο υποστηρικτικό δίκτυο στη ΛΔΚ και για τον λόγο αυτό δε γνωρίζει που να πάει και με ποιον τρόπο να ξεκινήσει τη ζωή του.

 

Κατόπιν περαιτέρω ερωτήσεων, ο Αιτητής  δήλωσε πως η μητέρα του αποκάλυψε στην φίλη της την αλήθεια για τον βιολογικό του πατέρα τον Ιανουάριο του 2020, ενώ αποφάσισε να πει την αλήθεια καθώς ένιωθε βάρος και επειδή θεωρούσε ότι σε περίπτωση που η ίδια αποβίωνε θα δημιουργούνταν προβλήματα για τον Αιτητή.

 

Σχετικά με το πως έμαθε ο ίδιος ο Αιτητής την αλήθεια για την ταυτότητα του βιολογικού του πατέρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι το έμαθε όταν η φίλη της μητέρας του το αποκάλυψε στην οικογένεια του πατριού του. Η ερώτηση επαναλήφθηκε ζητώντας απ’ τον Αιτητή να αναφερθεί στις ακριβείς περιστάσεις, και ο Αιτητής δήλωσε πως το έμαθε όταν η μητέρα του τον πήγε στον ιερέα και είπε πως ο άντρας αυτός ήταν ο βιολογικός του πατέρας. Ερωτηθείς για την ημερομηνία που συνέβη αυτό, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη στις 05.02.2020, ενώ επιβεβαίωσε πως κατά την ίδια ημερομηνία έμαθε τη συγκεκριμένη πληροφορία και ο πατριός του. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει τις δύο διαφορετικές εκδοχές που έδωσε, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω, και ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν ο πατριός του έφτασε στο σπίτι είπε ότι δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας, ωστόσο τη δεδομένη στιγμή δε γνώριζε ότι ο ιερέας ήταν ο βιολογικός του πατέρας.

 

Ο λειτουργός συνέχισε με ερωτήσεις ως προς το περιστατικό βίας μεταξύ του πατριού του, του Αιτητή και της μητέρας του. Ο Αιτητής προέβαλε ότι, καθώς ο πατριός του τους χτυπούσε, έλεγε πως είναι απογοητευμένος που έμαθε ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του Αιτητή και πως τον πρόσεχε και ξόδευε χρήματα γι’ αυτόν. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες ο λειτουργός ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατριός του ήταν πολύ θυμωμένος και πως απειλούσε μέχρι και να τους κάψει. Ερωτηθείς ως προς το κίνητρο του πατριού του, δεδομένου ότι ο πατριός του είναι και ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εάν η μητέρα του, τού είχε πει τι είχε συμβεί αντί να το κρατήσει μυστικό ίσως τα πράγματα να μην έφταναν σε αυτό το σημείο. Αναφορικά με τον τρόπο που κατάφερε να διαφύγει από το σπίτι μαζί με τη μητέρα του, ο Αιτητής προέβαλε ότι δραπέτευσαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού και προσέθεσε ότι εάν η πίσω πόρτα ήταν κλειστή τότε δε θα βρισκόταν εν ζωή. Η ερώτηση επαναλήφθηκε και ο Αιτητής δήλωσε ότι βγήκαν στον κεντρικό δρόμο και από εκεί βρήκαν ένα ταξί που τους πήγε στην εκκλησία.

 

Σχετικά με τους λόγους που η μητέρα του Αιτητή τον άφησε στην εκκλησία, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον άφησε εκεί καθότι δεν είχε τον τρόπο να τον προστατεύσει η ίδια από τη στιγμή που ένιωθε πως κινδυνεύει από τον σύζυγό της και την οικογένειά του. Ερωτηθείς ως προς τον τρόπο που η μητέρα του ένιωθε ότι κινδυνεύει, ο Αιτητής δήλωσε πως η οικογένεια του πατριού του κάλεσε την μητέρα του. Προσέθεσε δε ότι προτού τον εγκαταλείψει η μητέρα του, είπε στον ιερέα ότι πρέπει αυτός να βρει μία λύση για την προστασία του Αιτητή καθώς η ίδια θα έφευγε και δε γνώριζε ακόμα το που θα κατέληγε. Ερωτηθείς σχετικώς, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά πάσα πιθανότητα η μητέρα του δεν βρίσκεται στο Κονγκό πλέον αλλά σε κάποια γειτονική χώρα.

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή. Ο δεύτερος αφορούσε την κατ’ ισχυρισμόν δίωξη του Αιτητή από τον πατριό του επειδή ανακάλυψε ότι είναι το νόθο παιδί της μητέρας του και ενός ιερέα της Καθολικής Εκκλησίας.  

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό, καθώς κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή υπήρξαν αρκούντως λεπτομερείς και συνεκτικοί. Ειδικότερα, έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Matadi. Αποδεκτά έγιναν επίσης η οικογενειακή του κατάσταση, το μορφωτικό του επίπεδο, η απασχόλησή του, και το ότι διαβιούσε μαζί με την μητέρα του και τον πατριό του οι οποίοι πλέον έχουν χωρίσει. Παράλληλα, τα λεγόμενά του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης καθώς και από το αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως και τα αντίγραφα των πιστοποιητικών σπουδών που προσκόμισε ο Αιτητής ενώπιον του λειτουργού.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, αυτός έτυχε απόρριψης καθώς τα λεγόμενα του Αιτητή δεν κρίθηκαν επαρκώς λεπτομερή και συγκεκριμένα. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού:

 

·         Τονίστηκε αρχικά από τον αρμόδιο λειτουργό ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός όσον αφορά την τοποθέτηση των κατ’ ισχυρισμών γεγονότων σε ένα ξεκάθαρο χρονικό πλαίσιο, ενώ ο Αιτητής με συνέπεια δήλωσε πως τον Ιανουάριο του 2020 η μητέρα του αποκάλυψε στη φίλη της την αλήθεια για τον βιολογικό πατέρα του Αιτητή και πως ο ίδιος και ο πατριός του έμαθαν τα προαναφερθέντα στις 05.02.2020. Προστέθηκε ότι ο Αιτητής δήλωσε πως η 05.02.2020 ήταν και η μοναδική ημερομηνία κατά την οποίαν απειλήθηκε από τον πατριό του, ενώ υποστήριξε επίσης συνεκτικά ότι διέμεινε στο σπίτι του φίλου του βιολογικού του πατέρα για διάστημα εννέα ημερών πριν την φυγή του από τη ΛΔΚ.

 

·         Κρίθηκε, ωστόσο, από τον αρμόδιο λειτουργό πως ο Αιτητής δεν υπήρξε αρκούντως ακριβής και συνεκτικός αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες έμαθε την αλήθεια για τον πατριό του και για τον βιολογικό του πατέρα. Ως καταγράφεται, ο Αιτητής αναφέρθηκε αόριστα στο πως έμαθε ότι ο βιολογικός πατέρας του ήταν ο ιερέας και όχι ο πατριός του και πως, αν και η ερώτηση αναδιατυπώθηκε, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες έμαθε την εν λόγω πληροφορία σε σχέση με τα όσα είχε δηλώσει στην αμέσως προηγούμενη ερώτηση του λειτουργού. Μάλιστα, ο λειτουργός υπογραμμίζει ότι σε μεταγενέστερο σημείο της συνέντευξης ο Αιτητής παρουσίασε τρίτη εκδοχή του συμβάντος (βλ. σχετικά ερυθρά 30 3Χ, 30 4Χ, 30 5Χ του Δ.Φ.). Ο λειτουργός συνεχίζει λέγοντας ότι, παρόλο που ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει την ασυνέπεια εκείνος δεν το έπραξε (βλ. ερυθρά 29 5Χ).

 

 

·         Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι, σχετικά με τα όσα επακολούθησαν αφότου ο Αιτητής έμαθε ότι ο πατριός του δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας, ο Αιτητής έδωσε σύντομη και αόριστη απάντηση χωρίς τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομερειών.

 

·         Κρίθηκε, ως προς το κίνητρο του πατριού του να τον βλάψει, ότι ο Αιτητής δεν απάντησε ευθέως στην ερώτηση καθώς έδωσε ένα υποθετικό σενάριο.

 

·         Σχετικά με τον τρόπο διαφυγής του Αιτητή και της μητέρας του από την οικία τους, υπογραμμίστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δε διέπονταν από τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας και συνοχής, ενώ λήφθηκε υπόψη το ότι ο Αιτητής χρησιμοποιούσε υποθετικό λόγο αναφορικά με το τι θα είχε συμβεί σε περίπτωση που όλες οι πόρτες της οικίας ήταν κλειδωμένες. Τονίστηκε ότι δόθηκε περαιτέρω ευκαιρία στον Αιτητή, ωστόσο η περιγραφή του ήταν περιεκτική.

·         Σχετικά με τις ενέργειες της μητέρας του μετά την αποκάλυψη της αλήθειας για τον βιολογικό πατέρα του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν υπήρξε ακριβής και συνεπής στις απαντήσεις του. Υπογραμμίστηκε η αντίφαση του Αιτητή αναφορικά με το εάν η μητέρα του εξακολουθεί να διαβιεί στο ΛΔΚ καθώς κατά την εξέταση των προσωπικών του στοιχείων ο Αιτητής δήλωσε τη μητέρα του ως υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του, ενώ εν συνεχεία αντιφατικά δήλωσε ότι θεωρεί πως η μητέρα του βρίσκεται σε κάποια γειτονική χώρα. Ο λειτουργός κατέληξε πως, αν και δόθηκε ευκαιρία στον Αιτητή, ο τελευταίος δεν αποσαφήνισε τα λεγόμενά του.

 

·         Ως προς τον λόγο που η μητέρα του Αιτητή τον άφησε υπό την προστασία του ιερέα, ήτοι του κατ’ ισχυρισμόν βιολογικού πατέρα του Αιτητή, αξιολογήθηκε ως ασαφής η εξήγηση του Αιτητή ότι αυτό συνέβη επειδή η μητέρα του διέτρεχε κίνδυνο ζωής. Ο λειτουργός έκρινε ως μη συνεκτική τη δήλωση του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που θεωρούσε ότι η μητέρα του κινδυνεύει, καθώς δεν ήταν σαφής στον τρόπο με τον οποίον η μητέρα του βίωσε την ισχυριζόμενη απειλή από την οικογένεια του πατριού του Αιτητή.

 

Συνολικά, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως αν και η αφήγηση του Αιτητή διεπόταν από χρονική συνοχή, εντούτοις στα ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του δεν υπήρχε ο απαιτούμενος βαθμός σαφήνειας και λεπτομέρειας. Επεσήμανε, επίσης, την ύπαρξη ουσιωδών αντιφάσεων καθώς και τη χρήση υποθετικού λόγου από τη μεριά του Αιτητή. Για τους λόγους αυτούς, όπως αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έγινε αποδεκτή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της εκκλησίας Notre Dame Metiatrice στο Matadi. Ωστόσο, όσον αφορά τα ζητήματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι τα όσα ανέφερε στη συνέντευξή του αποτελούν και το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του καθότι πρόκειται για περιστατικό προσωπικής φύσης.  

 

Κατά το στάδιο εξέτασης του κινδύνου και στα πλαίσια του ισχυρισμού περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι το Matadi, δεν παρατηρούνται συνθήκες εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης με βάση τις οποίες στη ΛΔΚ παρατηρείται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στις επαρχίες North Kivu, South Kivu και Ituri και όχι στο Matadi, όπου ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι την κατ’ ισχυρισμόν δίωξη του Αιτητή από τον πατριό του επειδή ανακάλυψε ότι είναι το νόθο παιδί της μητέρας του και ενός ιερέα της Καθολικής Εκκλησίας, έχω μελετήσει προσεκτικά το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή καθώς και το σύνολο του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου και σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω τα ακόλουθα:

 

Καταρχάς, έπειτα από προσεκτική μελέτη της συνέντευξης του Αιτητή με τον λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στον Αιτητή επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να καλύψει επαρκώς τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του καθώς και το σύνολο των περιστατικών που αναφέρθηκαν από αυτόν στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης. Περαιτέρω, σε πολλά σημεία της συνέντευξης παρατηρώ ότι δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω αναδιατυπωμένων ή διευκρινιστικών ερωτήσεων ώστε να προσθέσει περαιτέρω πληροφορίες ή να αποσαφηνίσει προηγούμενες δηλώσεις του.

 

Τούτου λεχθέντος, θα συνταχθώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξής του διαπιστώνω ότι ο Αιτητής όντως με συνεκτικό τρόπο τοποθέτησε σε χρονολογική σειρά τα γεγονότα, δηλώνοντας με σαφήνεια την ακριβή ημερομηνία που η μητέρα του αποκάλυψε στη φίλη της την αλήθεια για τον βιολογικό του πατέρα, την ημερομηνία που ο πατριός του και ο ίδιος έμαθαν επίσης το προαναφερθέν, το χρονικό διάστημα που ο Αιτητής πέρασε κρυμμένος προτού να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, καθώς και την ημερομηνία που έφυγε οριστικά από τη ΛΔΚ. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός ως προς τη χρονική εξιστόρηση των γεγονότων δεν επαρκεί ούτως ώστε να κριθεί ο ισχυρισμός του ως αξιόπιστος εσωτερικά. Επισημαίνω ότι αναφορικά με το προφίλ του Αιτητή, πρόκειται για ένα άτομο που έχει φοιτήσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (απόφοιτος Πανεπιστημίου) και, συνεπώς, ως ένα άτομο με άνω του μέσου μορφωτικού επιπέδου είναι αναμενόμενο να κατανοεί επαρκώς τις ερωτήσεις που του τίθενται στα πλαίσια μίας διοικητικής διαδικασίας όπως και το να έχει αναπτύξει την ικανότητα να απαντάει με σαφήνεια και λεπτομέρεια στο ζητούμενο της ερώτησης. Όπως θα εκτεθεί και κατωτέρω, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό.

 

Θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με το ότι, παρά την ως άνω αναφερθείσα συνοχή, ο Αιτητής απέτυχε να είναι εξίσου συνεκτικός σχετικά με τα γεγονότα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Αρχικά, υιοθετώ τα ευρήματα του λειτουργού αναφορικά με την ασυνέπεια του Αιτητή ως προς τις συνθήκες κάτω υπό τις οποίες έμαθε την αλήθεια για τον βιολογικό του πατέρα. Οι τρεις διαφορετικές αφηγήσεις που προέβαλε ο Αιτητής διέφεραν ουσιωδώς μεταξύ τους καθώς αναφέρονταν σε διαφορετική χρονική στιγμή καθώς και σε διαφορετικά πρόσωπα που προέβησαν στην αποκάλυψη του μυστικού της μητέρας του Αιτητή στον τελευταίο. Υπενθυμίζω ότι αρχικώς ο Αιτητής προέβαλε ότι το έμαθε όταν η φίλη της μητέρας του  το είπε στην οικογένεια του πατριού του, εν συνεχεία μετέβαλε αναιτιολόγητα το ανωτέρω και δήλωσε πως το έμαθε όταν η μητέρα του τον πήγε στον ιερέα, ήτοι στον βιολογικό του πατέρα, ενώ κατά την περιγραφή του περιστατικού κατά το οποίο ο πατριός του ασκούσε σωματική βία στον ίδιο και στη μητέρα του ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατριός του εξέφραζε παράλληλα την απογοήτευσή του για το ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του Αιτητή. Ζητήθηκε δε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει (βλ. ερυθρά 29 1Χ του Δ.Φ.), ωστόσο υπήρξε εξίσου αόριστος λέγοντας πως ήξερε ότι ο πατριός του δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας αλλά έμαθε την ταυτότητα του βιολογικού του πατέρα όταν πήγε στον Καθολικό ιερέα. Η εξήγηση αυτή του Αιτητή δεν ξεκαθαρίζει τις προγενέστερες αντιφατικές δηλώσεις του και δεν συμβάλλει στη δημιουργία μίας ξεκάθαρης εικόνας ως προς το ακριβές χρονικό σημείο που ο Αιτητής έμαθε το μυστικό της μητέρας του.  Παρά, λοιπόν, τις τέσσερις συνολικά ευκαιρίες που δόθηκαν στον Αιτητή, οι δηλώσεις του παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Η συγκεκριμένη ασυνέπεια είναι ουσιώδης, καθότι αφορά το περιστατικό το οποίο έγινε και η αιτία για να εγκαταλείψει ο Αιτητής τη χώρα του και να αιτηθεί διεθνή προστασία. Συνεπώς, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση ο Αιτητής να αναφερθεί σε αυτό με λεπτομέρεια, συνοχή και ακρίβεια από τη στιγμή που πρόκειται για ένα κομβικό σημείο όσον αφορά τη φυγή του από τη ΛΔΚ.  

 

Περαιτέρω, και σχετικά με τα όσα επακολούθησαν της γνωστοποίησης περί του βιολογικού πατέρα του Αιτητή, επίσης συντάσσομαι με το ότι ο Αιτητής υπήρξε αόριστος στις απαντήσεις του. Δε μπορώ να παραβλέψω δε, την απουσία του βιωματικού στοιχείου κατά την αναφορά του στην απόπειρα του πατέρα του να βάλει φωτιά στην οικία εντός της οποίας βρισκόταν ο ίδιος με τη μητέρα του. Ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό χρησιμοποιώντας βιωματική γλώσσα και, παρά τις δύο ευκαιρίες που του δόθηκαν προκειμένου να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε με τη μητέρα του να διαφύγει, ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και γενικόλογος στους ισχυρισμούς του. Οι δηλώσεις του Αιτητή αποτυγχάνουν να παραπέμψουν σε ένα περιστατικό όντως βιωθέν από αυτόν. Δεδομένου δε ότι τότε ο πατριός του μετατράπηκε σε διώκτη του, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να μπορεί ο Αιτητής να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει βιωματική γλώσσα και λεπτομερείς περιγραφές για να αναφερθεί στα όσα έλαβαν χώρα.

 

Ωστόσο θα διαφοροποιηθώ σχετικά με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής υπεξέφυγε της απάντησης στην ερώτηση ως προς το κίνητρο του πατριού του να τον βλάψει καθώς έδωσε ένα υποθετικό σενάριο. Δεν είναι ευλόγως αναμενόμενο από τον Αιτητή να είναι σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια τα κίνητρα, τις σκέψεις, και εν γένει τις εσωτερικές διεργασίες, ενός τρίτου ατόμου. Αντιθέτως, θεωρείται εύλογη η απάντηση με τη χρήση ενός υποθετικού σεναρίου το οποίο θα αντικατοπτρίζει τις σκέψεις και τις υποθέσεις του ίδιου του Αιτητή σχετικά με το κίνητρο άλλων προσώπων. Ωστόσο, η διαφοροποίησή μου αυτή δεν επιδρά καθοριστικώς στην αξιολόγηση της συνολικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού καθώς τα σημεία που ο Αιτητής υπήρξε αόριστος, ασαφής και μη συνεκτικός υπερτερούν.

 

Τέλος, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του λειτουργού της Υπηρεσίας  Ασύλου αναφορικά με την αοριστία του Αιτητή ως προς τις πράξεις της μητέρας του μετά τη φυγή τους από την οικία. Υιοθετώ το εύρημα περί του ότι ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός ως προς το που βρίσκεται η μητέρα του και σημειώνω περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν παρέθεσε βιωματικά και λεπτομερή στοιχεία αναφορικά με το διάστημα που πέρασε με τον βιολογικό του πατέρα και με τον έτερο Καθολικό ιερέα, παρ’ ότι θα ήταν αναμενόμενο από τη στιγμή που αποτελεί ένα συμβάν καθοριστικής σημασίας στη ζωή του.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού θα συμφωνήσω με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι, καθώς πρόκειται για περιστατικό που ανάγεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, οι δηλώσεις του αποτελούν και το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Συνεπώς, ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην απόρριψη του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

 

Είναι αποδεκτό, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υφίσταται ένα υποκειμενικό στοιχείο φόβου (φόβος στη σκέψη του Αιτητή). To καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά απαιτείται  όπως η εν λόγω κατάσταση υποστηρίζεται και αντικειμενικώς. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία[9].

 

Απομένει, λοιπόν, η εξέταση - εντός των πλαισίων του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός -του αντικειμενικού φόβου του Αιτητή. Ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του ο πατριός του θα τον αναζητήσει καθώς τρέφει απέναντί του πλέον εχθρικά συναισθήματα. Περαιτέρω δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα έπρεπε να ζήσει με τον βιολογικό του πατέρα, πράγμα το οποίο δεν είναι εφικτό λόγω της ιδιότητάς του ως ιερέα. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, συμπέρασμα με το οποίο συντάσσεται και το παρόν Δικαστήριο.

 

Ως εκτέθηκε και ανωτέρω, το Δικαστήριο συντάσσεται με την απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του ισχυρισμού που άπτεται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων»[10]. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα  όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε. Καθώς ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του αιτητή, ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή θα πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθεί αν υπάρχουν παράγοντες επίτασης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του Αιτητή, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω. Ο Αιτητής είναι υπήκοος ΛΔΚ, Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα και με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Matadi. Είναι άγαμος και άτεκνος και κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών. Συνεπώς κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης με τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ανέκυψε ο οποιοσδήποτε παράγοντας που θα ενίσχυε το ρίσκο του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση των ανωτέρω, φρονώ ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθεί και αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια.

 

Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2). Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημ. 10.06.2021[11] ότι αυτοί είναι:

 

 «(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»

 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημ. 28.11.2011[12], αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην Elgafaji[13] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.  Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39.   Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Matadi) όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης:

 

·         Καταρχάς, μέσα από την έρευνα αυτή εντοπίστηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στο Matadi, αλλά μόνον

 

 

στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[14].

 

·         Πρόσφατη έκθεση (30.12.2023) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαιώνει την ύπαρξη κρίσης στις επαρχίες Ituri, North Kivu και South Kivu. Δεν γίνεται κάποια αναφορά για ύπαρξη κρίσης στο Kongo Central, όπου υπάγεται το Matadi[15].

 

·         Περαιτέρω, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED, σύμφωνα με την οποία κατά το διάστημα από τις 19.04.2023 έως τις 19.04.2024 καταγράφηκαν 16 περιστατικά ασφαλείας στην επαρχία Kongo Central τα οποία οδήγησαν σε 61 απώλειες. Εξ αυτών των 16 περιστατικών τα 3 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 18 απώλειες, τα 7 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 37 απώλειες, τα 6 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 6 απώλειες, ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό στην κατηγορία

 

«εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”)[16] [17].

 

·         Πιο συγκεκριμένα, και όσον αφορά ειδικά στο Matadi, κατά την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκε ένα περιστατικό το οποίο είχε ως αποτέλεσμα δύο απώλειες. Σύμφωνα με το ACLED στις 18 Μαΐου 2023, η αστυνομία σκότωσε δύο κρατούμενους της κεντρικής φυλακής Matadi, καθώς οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν. Τρεις κρατούμενοι διέφυγαν επιτυχώς και επτά συνελήφθησαν ξανά. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πόλης Matadi ανέρχεται σε 180.109 κατοίκους[18].

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στο Matadi, ώστε ο Αιτητής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ).

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής: (α) δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι (β) δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Για όλα όσα έχουν ανωτέρω αναλυθεί, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]  Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007.

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] HANDBOOK ON PROCEDURES  AND CRITERIA FOR DETERMINING REFUGEE STATUS and GUIDELINES ON

INTERNATIONAL PROTECTION UNDER THE 1951 CONVENTION AND THE 1967 PROTOCOL RELATING TO THE STATUS OF REFUGEES REISSUED GENEVA, FEBRUARY 2019, παράγραφος 38, https://www.unhcr.org/media/handbook-procedures-and-criteria-determining-refugee-status-under-1951-convention-and-1967

[10] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20.

 

[11] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland)

[12] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-105434%22]}

[13] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie

 

[14] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024), UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ (ημ. τελ.πρόσβασης 15/04/2024), καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024) , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024), UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/04/2024), USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024) και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024)

[15] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo (S/2023/990) [EN/AR/RU/ZH], 30 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/midterm-report-group-experts-democratic-republic-congo-s2023990-enarruzh (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024)

[16] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/04/2024)

[17] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».

[18] Worldometer, ‘DR Congo Population’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: DR Congo Population (2024) - Worldometer (worldometers.info)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο