ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 616/24

 

28 Μαΐου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ:

Α. S.

                                            

Aιτητή,

 

και 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργείου Εσωτερικών

2. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Ν. Ζένιου (κ.) και Κ. Γιαννακού (κα), για Α. Χρίστου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.Π. Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την ακόλουθη θεραπεία:

«1.   Απόφαση ή/και Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου, διά της οποίας, να κηρύσσεται άκυρη, παράνομή και αποστερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η Απόφαση, ημερομηνίας 07/02/2024, των Καθ’ ων η Αίτηση, δια της οποίας διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στον Λίβανο το συντομότερο δυνατόν και η απαγόρευση εισόδου του στην Κύπρο (χωρίς χρονικό περιορισμό) ή/και

 

2.     Απόφαση ή/και Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου διά της οποίας να κηρύσσεται άκυρη, παράνομή και αποστερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, η Απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 07/02/2024, λόγω της παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου (res judicata) ή/και

 

3.     Απόφαση ή/και Διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απέλαση του Αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στο Λίβανο παραβιάζει το δικαίωμά του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια ή/και απάνθρωπη ή/και εξευτελιστική μεταχείριση ή/και τιμωρία, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και

 

4.     Οποιανδήποτε άλλη Απόφαση ή/και Διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη ή/και εύλογή υπό τις περιστάσεις.

 

5.     Έξοδα της παρούσας πλέον Φ.Π.Α. πλέον έξοδα επίδοσης.».

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως, όπως προκύπτουν από τα υποβληθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα: O Αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Στις 3.4.2018, καταχωρίστηκε το έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασίας. Περί τις 20.12.2019, εκδόθηκε απόφαση αναγνώρισης του Αιτητή ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως του 2019. Ως απότοκο της αναγνώρισής στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εκδόθηκε άδεια παραμονής του στη Δημοκρατία, την οποία ο Αιτητής φαίνεται να ανανέωνε με ισχύ μέχρι τις 31.7.2025. Στις 23.8.2023, ο Αιτητής συνελήφθη από την αστυνομία στη Λεμεσό στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικών αδικημάτων και κρατήθηκε στο πλαίσιο διατάγματος προσωποκράτησής του για περίοδο 8 ημερών, χωρίς αυτό να ανανεωθεί και χωρίς έκτοτε να εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του. Την ίδια ημέρα επιδόθηκε επιστολή στον Αιτητή, με την οποία αυτός ενημερώνεται για την πρόθεση των αρχών της Δημοκρατίας να τον απελάσουν εξαιτίας της υποψίας συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση διακίνησης παράτυπων μεταναστών και του κινδύνου που κατ’ επέκταση θεωρείται ότι αποτελεί για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, ζητώντας προς τούτο τις θέσεις του. Στις 31.8.2023, εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή διάταγμα απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος). Αυθημερόν εκδόθηκε επίσης διάταγμα απέλασης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023. Την ίδια ημερομηνία, με επιστολή ημερομηνίας 31.8.2023, η οποία απευθύνεται στον Αιτητή αυτός ενημερώθηκε ότι έχει καταστεί παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και ότι έχουν εκδοθεί εναντίον του τα ανωτέρω διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω επιστολή. Στο πλαίσιο της ίδιας επιστολής, ο Αιτητής ενημερώθηκε ότι θα απελαθεί στο Λίβανο. Την ίδια ημέρα, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του υπέβαλε τις γραπτές του θέσεις, οι οποίες ωστόσο δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση του διατάγματος απέλασής του ημερομηνίας 31.8.2023. Εναντίον του διατάγματος κράτησής του και της απόφασης κήρυξής του ως παράνομου μετανάστη, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 1578/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής: το ΔΔ) και κατά του διατάγματος απέλασής του την προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23. Με την απόφασή του στη προσφυγή υπ’ αριθμό 1578/23, το ΔΔ έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να εξετάσει την απόφαση κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ενώ επικύρωσε τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, ο Αιτητής καταχώρισε την Έφεση υπ’ αριθμό 12/2024, της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί. Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (στο εξής: το ΔΔΔΠ) με την απόφασή του στην προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23, ημερομηνίας 5.2.2024 ακύρωσε το διάταγμα απέλασης, διαπιστώνοντας παράβαση του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή. Στις 7.2.2024, ενώ ο Αιτητής τελούσε ακόμα υπό κράτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νέο διάταγμα κράτησης και νέο διάταγμα απέλασης της αυτής ημερομηνίας, τα οποία εκδόθηκαν επί της ίδιας νομικής βάσεως με τα προηγούμενα.

 

2.             Σημειώνεται εξάλλου, ότι ο Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου (στο εξής: o Διοικητής), σε διαδοχικές επιστολές του προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (στο εξής: η Διευθύντρια), κάνει λόγο, μεταξύ άλλων, για ανάμιξη του Αιτητή σε διάφορα αδικήματα συμπεριλαμβανομένης της ανάμιξής του σε κύκλωμα εμπορίας προσώπων και εισηγείται την έκδοση διατάγματος κράτησης και διατάγματος απέλασης του Αιτητή για λόγος δημοσίας τάξεως και εθνικής ασφάλειας.

 

3.             Στις 22.2.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 295/2024 ενώπιον του ΔΔ κατά του διατάγματος κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 7.2.2024. Το ΔΔ με απόφασή του ημερομηνίας 22.3.2024, αποφάσισε να παραπέμψει, δυνάμει του άρθρου 12Β των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμων του 2015 έως (Αρ. 2) του 2023 (στο εξής: o περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος). Το ΔΔΔΠ με απόφασή του στην Υπόθεση Aρ.: 1106Α/24 (Παραπομπή Υπόθεσης αρ. 294/24 του Διοικητικού Δικαστηρίου) ημερομηνίας 26.4.2024 έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να εξετάσει την προσφυγή κατά του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

4.             Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά του διατάγματος απέλασης εναντίον του Αιτητή ημερομηνίας 7.2.2024.

 

5.             Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, ο Αιτητής καταχώρισε την ενδιάμεση αίτηση αποκάλυψης εγγράφων ημερομηνίας 19.3.2024, την οποία στη συνέχεια απέσυρε, ενόψει της αποκάλυψης του ουσιαστικού περιεχομένου των εγγράφων, τα οποία οι Καθ’ ων η αίτηση δεν κοινοποίησαν και στα οποία δεν έδωσαν πρόσβαση στο αυτούσιο περιεχόμενού τους θεωρώντας ότι πρόκειται περί εμπιστευτικών εγγράφων, τα οποία φέρουν το χαρακτηρισμό απόρρητα έγγραφα (βλ. Τεκμήριο 5).

 

Το νομικό πλαίσιο

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Ενωσιακό Δίκαιο

6.             Το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής: η Οδηγία 2011/95/ΕΕ), τιτλοφορείται «Προστασία από την επαναπροώθηση» και προβλέπει τα εξής:

 

«1.   Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.

2.   Οσάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος δύναται να επαναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν:

α)

υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή

 

β)

δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

3. Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2.».

 

7.             Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις (8) και (9) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ):

 

«(8)

 

Αναγνωρίζεται ότι είναι νόμιμο τα κράτη μέλη να επιστρέφουν τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα ασύλου, τα οποία τηρούν πλήρως την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

(9)

Σύμφωνα με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο.».

 

8.   Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, με το τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις» ορίζει τα εξής:

 

«2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου.».

 

9.             Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας καθορίζει τα της απόφασης επιστροφής, το άρθρο 8 αυτής τα της αποφάσεως απομάκρυνσης και το άρθρο 15 αυτής, τα της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης.

 

Διεθνές Δίκαιο

10.           Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

11.          Δυνάμει του Άρθρου 32  της Σύμβασης της Γενεύης

 « 1. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα απελαύνουν πρόσφυγας νομίμως διαμένοντας επί του εδάφους αυτών, ειμή μόνον δια λόγους εθνικής ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως. 2. Η απέλασις τοιούτου πρόσφυγος δεν θα πραγματοποιείται ειμή μόνον κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης συμφώνως προς την υπό της νομοθεσίας προβλεπομένην διαδικασίαν. - Εφ' όσον επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφαλείας δεν αντιτίθενται εις τούτο, οι πρόσφυγες θα δικαιούνται να προσάγουν αποδείξεις περί της αθωότητος αυτών, να προσφεύγουν και να παρίστανται προς τούτο ενώπιον αρμοδίων αρχών ή ενός ή πλειόνων προσώπων ειδικώς εντεταλμένων υπό της αρμοδίας αρχής. 3. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα παράσχουν εις τους ανωτέρω πρόσφυγας λογικάς προθεσμίας προς επιδίωξιν αδείας κανονικής εισόδου εις ετέραν χώραν. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δύνανται να εφαρμόζουν, κατά τας προθεσμίας ταύτας, μέτρα εσωτερικής τάξεως οία ήθελον κριθή αναγκαία.».

 

12.            Το άρθρο 33 της Σύμβασης αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται διά λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

2.      Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την Χώραν.»

 

Εθνικό Δίκαιο

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

13.          Η δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ καθορίζεται στους περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμους του 2018 έως (Αρ. 2) του 2023.

 

14.          Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος) καθορίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής ενός αιτούντος διεθνούς προστασίας στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

15.          Το εδάφιο (4) του άρθρου 5 του περί Προσφύγων Νόμου υπό τον τίτλο «Αποκλεισμός αιτητή» καθορίζει τα ακόλουθα:

«(4)(α) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος του πρόσφυγα, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.

(5) Χωρίς επηρεασμό του καθήκοντος του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει στη διάθεσή του, ο Προϊστάμενος καταδεικνύει στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδάφιου (4) απόφασή του, σε εξατομικευμένη βάση, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2).

(6) Αιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3), εξετάζονται με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 και, αποφάσεις για ανάκληση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε δυνάμει του εδαφίου (4) λαμβάνονται μετά από την κατ’ αναλογία εφαρμογή της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 13.».

 

16.           Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

17.          Το άρθρο 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος), το οποίο τιτλοφορείται «Απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία» ορίζει τα εξής:

«(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-

     α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

[…]

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ’ ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης.».

 

18.          Το άρθρο 30Α του περί Προσφύγων Νόμου, με τον τίτλο «Έκδοση αδειών διαμονής» ορίζει τα εξής:

30Α.—(1) Κάθε μία από τις άδειες διαμονής που προβλέπονται στα άρθρα 18Α, 19 και 20ΣΤ εκδίδεται από το Διευθυντή ως ειδική άδεια, δυνάμει του Κανονισμού 15 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 μέχρι 2002, στην οποία καθορίζεται το καθεστώς που διέπει την παραμονή του προσώπου στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα.

 

(2) Κατά την έκδοση των αδειών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες υπερισχύουν οποιωνδήποτε τυχόν αντίθετων διατάξεων των περί Αλλοδαπών κα Μεταναστεύσεως Κανονισμών.».

 

19.          Τα άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου υπό τον τίτλο «Διατάγματα απέλασης» προβλέπει τα εξής:

«14.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση.

(2) Αλλoδαπός o oπoίoς διατάσσεται vα απελαθεί θα απελαύvεται-

(α) σε κάπoιo μέρoς στη χώρα στηv oπoία αυτός αvήκει·

(β) με τηv έγκριση τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, στo μέρoς από όπoυ αυτός ήρθε πoυ δεv είvαι η χώρα στηv oπoία αυτός αvήκει ή σε oπoιoδήπoτε μέρoς στo oπoίo αυτός συγκατατίθεται vα απελαθεί, vooυμέvoυ ότι η κυβέρvηση κάθε τέτoιoυ τόπoυ συγκατατίθεται vα δεχτεί αυτόv.

(3) Βρετταvός υπήκooς o oπoίoς περιλαμβάvεται στηv κατηγoρία πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (ι) τoυ εδαφίoυ  (1) τoυ άρθρoυ 6 και o oπoίoς διατάσσεται vα απελαθεί, με τηv έγκριση τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ θα απελαύvεται στo μέρoς από όπoυ αυτός ήλθε ή σε oπoιoδήπoτε μέρoς στo oπoίo αυτός συγκατατίθεται vα απελαθεί, vooυμέvoυ ότι η Κυβέρvηση κάθε τέτoιoυ τόπoυ συγκατατίθεται vα δεχτεί αυτόv.

(4) […]

(5)-  (α) Η εξoυσία απέλασης πoυ χoρηγείται από τo άρθρo αυτό, αvεξάρτητα από oπoιαδήπoτε διάταξη πoυ περιέχεται στo Νόμo αυτό, θα επεκτείvεται στηv απέλαση oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ περιλαμβάvεται εvτός τωv κατηγoριώv πoυ απαριθμoύvται στις παραγράφoυς (στ), (ζ) και (η) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6:

Νoείται μόvo ότι τo πρόσωπo αυτό δεv είvαι Βρετταvός υπήκooς και κατέχει τηv υπηκoότητα ξέvoυ Κράτoυς κατά τo χρόvo πoυ εκδίδεται διάταγμα απέλασης.

(β) Πρόσωπo, τo oπoίo διατάσσεται vα απελαθεί βάσει τoυ εδαφίoυ αυτoύ, θα απελαθεί σε κάπoιo μέρoς στη χώρα της oπoίας τηv υπηκoότητα αυτός κατέχει ή σε τέτoιo άλλo μέρoς όπως τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δύvαται vα διατάξει με τη συγκατάθεση της Κυβέρvησης τoυ μέρoυς αυτoύ.

(γ) Τo Υπoυργικό Συμβoύλιo θα έχει εξoυσία vα διoρίζει, με  έvταλμα πoυ φέρει τηv υπoγραφή τoυ, φύλακα της κιvητής και ακίvητης περιoυσίας oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ εvαvτίov τoυ oπoίoυ έχει εκδoθεί διάταγμα απέλασης βάσει τoυ εδαφίoυ αυτoύ και o oπoίoς έχει απελαθεί από τη Δημoκρατία σύμφωvα με αυτό και δύvαται vα εκδίδει καvovισμoύς για τη διαχείριση από τo φύλακα τέτoιας περιoυσίας, μέχρις ότoυ o απελαθείς δυvατό vα διoρίσει τo δικό τoυ αvτιπρόσωπo ή vα κάvει άλλες διευθετήσεις πoυ αφoρoύv τέτoια περιoυσία, και γεvικά για τηv καλύτερη εφαρμoγή τωv σκoπώv της παραγράφoυ αυτής.

(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και /ή διάταγμα κράτησης ή περιορισμού—

(α) Πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτό τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση εκτός εάν λόγοι εθνικής ασφάλειας καθιστούν κάτι τέτοιο ανεπιθύμητο· και

(β) έχει δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί ενώπιον του Διευθυντή ή οποιασδήποτε άλλης αρχής της Δημοκρατίας και να ζητήσει την παροχή υπηρεσιών μεταφραστή.».

 

Νομολογία και Κατευθυντήριες γραμμές

20.          Προκειμένου να εφαρμοστούν οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις και κυρίως το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου είναι σκόπιμη η επισκόπηση των βασικότερων αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: τo ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: το ΕΔΑΔ) αναφορικά με το ζήτημα της απέλασης τόσο από διαδικαστικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως (έννοια του κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους, περιεχόμενο της αρχής της μη επαναπροώθησης).

 

21.          Εκ προοιμίου διευκρινίζεται, ότι από το λεκτικό του επίδικου διατάγματος σε συνάρτηση με τις περιστάσεις του Αιτητή, δεν προκύπτει ευκρινώς η νομική βάση για την έκδοσή του. Ειδικότερα, δεν είναι σαφές εάν οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται το στοιχείο (α) ή το στοιχείο (β) ή και τα δύο αυτά στοιχεία του εδαφίου (1) του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Στο λεκτικό του καταγράφονται μεταξύ άλλων τα εξής: «έκρινα ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους ακόλουθους λόγους […]».

 

22.          Όπως υποδεικνύει ο Αιτητής γεγονός παραδεκτό και από τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής δεν έχει καταδικαστεί, πολλώ μάλλον τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος. Ως εκ τούτου, όπως δηλώνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση, το επίδικο διάταγμα αφορά μόνο στο στοιχείο (α) [κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας] και όχι στο στοιχείο (β) [κίνδυνος για την ασφάλεια της κοινωνίας] του εδαφίου (1) (βλ. σημεία 1.5.8. και 1.5.9. της Γραπτής Αγόρευσης των Καθ’ ων η αίτηση). Η ανάγκη ύπαρξης τελεσίδικης καταδίκης του αιτητή για ιδιαίτερο σοβαρό αδίκημα ως προϋπόθεσης εφαρμογής του στοιχείου (β) του εδαφίου (1) επιβεβαιώνεται και στην Απόφαση του ΔΕΕ της 6ης  Ιουλίου 2023, ΧΧΧ, C-8/22, ECLI:EU:C:2023:542, σκέψεις 40 έως 45.

 

23.          Για την εξέταση της επίδικης απόφασης απαιτείται ως εκ τούτου η ανάλυση των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Προς τούτου θα γίνει αναφορά στην έννοια του κινδύνου για την εθνική ασφάλεια του κράτους ασύλου/ υποδοχής, στην έννοια της αρχής της μη επαναπροώθησης, στο κρίσιμο διαδικαστικό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και στην εφαρμογή της αρχή της αναλογικότητας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της αποφαινόμενης αρχής.

 

Εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ένα πρόσωπο κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατία

 

24.          Ως προς το περιεχόμενο της φράσης ότι υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρείται ένα πρόσωπο κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας του άρθρου 29(1)(α), αντίστοιχο του άρθρου 21(2)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, στην απόφαση του ΔΕΕ της 6ης Ιουλίου 2023, C-663/21, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl κατά AA, ECLI:EU:C:2023:540 διευκρινίζονται τα εξής κρίσιμα ζητήματα.

 

25.          Καταρχάς, οι περιπτώσεις όπου μπορεί ένα κράτος μέλος να ανακαλέσει το καθεστώς του πρόσφυγα (δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, αντίστοιχο του άρθρου 6Α του περί Προσφύγων Νόμου), αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να επαναπροωθήσουν πρόσφυγα βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας και του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης (βλ. C-663/21, σκέψη 35) [βλ. επίσης απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 93]. Ως εκ τούτου, η νομολογιακή ανάλυση της έννοιας αυτής προκύπτει από τις αντίστοιχες περιπτώσεις ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Η συνοχή που οφείλεται να διασφαλίζεται μεταξύ της εν λόγω έννοιας είτε αφορά σε ανάκλησης καθεστώς διεθνούς προστασίας είτε αφορά στην περίπτωση της απέλασης δυνάμει του άρθρου 29, επιβεβαιώνεται και στην Απόφαση του ΔΕΕ της 6ης  Ιουλίου 2023, ΧΧΧ, C-8/22, ECLI:EU:C:2023:542, σκέψη 38. Η αντιστοιχία αυτή είναι καθόλα εύλογη καθώς οι συνέπειες στην περίπτωση της απέλασης είναι εκ των πραγμάτων δραστικότερες για την κατάσταση του προσώπου σε σχέση με την περίπτωση της ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Όπως δε διευκρινίζεται στις ανωτέρω αποφάσεις, η ανάκληση καθεστώς δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου της απέλαση ενός προσώπου αλλά αποστέρηση κατ’ ουσίαν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος. Και τούτο διότι η ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν παρέχει τη δυνατότητα απόκλισης από την εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς η τελευταία εδράζεται και σε άλλες διατάξεις πέραν αυτών της αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, όπως του δικαιώματος στη ζωή και στην απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης, τα οποία κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (στο εξής: o Χάρτης) και βεβαίως στην ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, εφόσον η απέλαση συνεπάγεται την αναγκαστική απομάκρυνση του προσώπου από το έδαφος της Δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να εφαρμόζονται κατ’ ελάχιστον οι ανάλογες ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις με την περίπτωση της ανάκλησης καθεστώτος. 

 

26.          Συναφώς επισημαίνεται ότι το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95/ΕΚ, το οποίο μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, στην παράγραφο 3 αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2 (απόφαση επαναπροώθησης πρόσφυγα και προϋποθέσεις εφαρμογής της), δίδοντας έτσι κατεύθυνση ως προς τις ενέργειες που αναμένεται να προηγηθούν της απέλασης πρόσφυγα, ιδίως όταν υφίσταται πράξη αναγνώρισης. Από την εν λόγω διάταξη εξάλλου προκύπτει και η διάκριση μεταξύ της χορήγησης καθεστώς του πρόσφυγα σε σχέση με την ιδιότητα του πρόσφυγα, η οποία ιδιότητα είναι δεδομένη εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανεξαρτήτως πράξεως αναγνώρισής της (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, της 14ης Μαΐου 2019, ECLI:EU:C:2019:403, σκέψεις 90 έως 92). Εξ ου και η απέλαση σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης δεν συνεπάγεται παύση του καθεστώτος του πρόσφυγα, αλλά απλώς απώλεια προστασίας έναντι επαναπροώθησης.[1] Αυτό δεν ισχύει ωστόσο με την ιδιότητα του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας, καθώς η ιδιότητά του δεν απορρέει απευθείας από τη Σύμβαση της Γενεύης αλλά αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95/ΕΚ δεν κάνει λόγο σε δικαιούχο διεθνούς προστασίας, παρά μόνο σε πρόσφυγα. Ως εκ τούτου το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου επεκτείνει την εφαρμογή του και στις περιπτώσεις δικαιούχων συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της απέλασης και οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής της δεν θα μπορούν να έχουν άλλο περιεχόμενο όταν γίνεται λόγος για απέλαση δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας, καθώς το διακύβευμα παραμένει το ίδιο, ήτοι η προστασία του προσώπου από τυχόν παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Όπως δε θα εξεταστεί στη συνέχεια το άρθρο 21 της  της Οδηγίας 2011/95/ΕΚ ερμηνευόμενο υπό φως του Χάρτη, δεν επιτρέπει σε κάθε περίπτωση την απέλαση προσώπου όταν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, παρέχοντας ένα ανώτερο επίπεδο προστασίας.

 

27.          Ως προς την έννοια του κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους μέλους, εν προκειμένω ασφάλεια της Δημοκρατίας, όπως επισημαίνεται από το ΔΕΕ και στην C-8/22, σκέψεις 40 και 41,  ο κίνδυνος για την ασφάλεια ενός κράτους μέλους στον οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί διαφορετικό είδος κινδύνου από τον κίνδυνο για την κοινωνία του εν λόγω κράτους.

 

28.          Συναφής με την έννοια της εθνικής ασφάλειας είναι και η απόφαση του ΔΕΕ της 24ης Ιουνίου 2015 στην υπόθεση C‑373/13, Η.Τ. ν. κατά Land Baden-Württemberg,  ECLI:EU:C:2015:413 (σκέψεις 57 έως 80) και η εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Ειδικότερα επισημαίνονται τα ακόλουθα:

 

29.          Καταρχάς επιβεβαιώνεται ότι η έννοια «εύλογοι λόγοι» του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/83[2] και η έννοια «επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν ορίζονται ούτε στις συγκεκριμένες διατάξεις ούτε σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της εν λόγω οδηγίας (σκέψεις 57 και 76).  Συνακόλουθα, η σημασία και το περιεχόμενο των ως άνω εννοιών πρέπει να καθοριστούν, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γράμματος και του γενικότερου πλαισίου των οικείων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, αφετέρου, των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία αυτές περιλαμβάνονται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Lundberg, C‑317/12, EU:C:2013:631, σκέψη 19, και Bouman, C‑114/13, EU:C:2015:81, σκέψη 31) και, τέλος, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού θέσπισης της συγκεκριμένης ρύθμισης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 135) και (σκέψη 58,  C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω). Επαναλαμβάνει το ΔΕΕ στην εν λόγω απόφασή του (σκέψη 63,  C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω) ότι η πράξη αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα είναι αναγνωριστικού χαρακτήρα και συνεπώς τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν συναφώς καμία διακριτική ευχέρεια. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 διατυπώνει την αρχή ότι οι πρόσφυγες προστατεύονται κανονικά από την επαναπροώθηση. Αντιθέτως, το άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής εισάγει εξαίρεση από την ως άνω αρχή, προβλέποντας ότι η επαναπροώθηση πρόσφυγα, ανεξαρτήτως αν του έχει αναγνωριστεί τυπικώς το συγκεκριμένο καθεστώς, επιτρέπεται είτε δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να θεωρηθεί αυτός επικίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται, είτε δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της ίδιας οδηγίας, όταν γίνεται δεκτό ότι, επειδή αυτός έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για ιδιαιτέρως σοβαρό έγκλημα, συνιστά απειλή για την κοινωνία του ως άνω κράτους μέλους. (σκέψη 70, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω).  Η επαναπροώθηση πρόσφυγα, μολονότι κατ’ αρχήν επιτρέπεται από τη Σύμβαση τη Γενεύης, βάσει της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/83, συνιστά σε κάθε περίπτωση την ultima ratio στην οποία μπορεί να καταφύγει κράτος μέλος όταν ουδέν άλλο μέτρο υφίσταται ή αρκεί προς αντιμετώπιση της απειλής που συνεπάγεται ο πρόσφυγας αυτός για την ασφάλεια ή την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους. Στην περίπτωση όπου κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, ανακαλεί, τερματίζει ή δεν ανανεώνει το καθεστώς πρόσφυγα το οποίο έχει αναγνωριστεί σε συγκεκριμένο πρόσωπο, τότε το πρόσωπο αυτό απολαύει, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, των δικαιωμάτων που απαριθμούνται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης (σκέψη 71, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω).

 

30.          Οι συνέπειες  δε ειδικά για τον πρόσφυγα τυχόν ανάκλησης της άδειας παραμονής του, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, είναι λιγότερο επαχθείς, στο μέτρο που δεν επιφέρει ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ούτε, πολύ περισσότερο, επαναπροώθησή του κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας (βλ. σκέψη 74, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω).

 

31.          Το ΔΕΕ επισημαίνει εξάλλου ότι ο όρος «επιτακτικοί λόγοι», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, έχει ευρύτερο περιεχόμενο από την έννοια «εύλογοι λόγοι» κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας και, ότι ορισμένες περιστάσεις οι οποίες δεν είναι τόσο σοβαρές ώστε να επιτρέπεται στο οικείο κράτος μέλος να κάνει χρήση της εξαίρεσης του άρθρου 21, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και να λάβει απόφαση για επαναπροώθηση μπορούν παρά ταύτα να συνιστούν λόγο για να αφαιρέσει το κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, από πρόσφυγα την άδεια παραμονής του (σκέψη 75, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω).

 

32.          Επισημαίνει περαιτέρω το Δικαστήριο ότι οι έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» στο πλαίσιο των άρθρων 27 και 28 της οδηγίας 2004/38[3], μολονότι η τελευταία αυτή οδηγία επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους της οδηγίας 2004/83 και μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες, που ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος και τη χρονική περίοδο, τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας (απόφαση I., C‑348/09, EU:C:2012:300, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), είναι βέβαιο ότι ο βαθμός στον οποίο μια κοινωνία προτίθεται να προστατεύσει τα θεμελιώδη της συμφέροντα δεν επιτρέπεται να ποικίλλει ανάλογα με το νομικό καθεστώς του προσώπου, του οποίου τα θεμελιώδη αυτά συμφέροντα θίγονται.

 

33.          Κατά συνέπεια, καταλήγει, προκειμένου να ερμηνευθεί η έννοια «επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι έχει ήδη κριθεί ότι ο όρος «δημόσια ασφάλεια», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, καλύπτει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους (βλ., ιδίως, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την επιβίωση του πληθυσμού από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, καθώς και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 44). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί, στην ίδια αλληλουχία, ότι η έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας» του ίδιου αυτού άρθρου 28, παράγραφος 3, προϋποθέτει όχι μόνον ότι συντρέχει προσβολή της δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ότι η προσβολή αυτή είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «επιτακτικοί λόγοι» (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 41). (σκέψη 78, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω)

 

34.          Εν συνεχεία, το ΔΕΕ ερμηνεύει την έννοια «του κινδύνου για τη δημόσια τάξη» στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, και ειδικότερα των άρθρων 27 και 28 της συγκεκριμένης οδηγίας, διευκρινίζοντας ότι για να γίνει επίκληση της έννοιας αυτής πρέπει εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, να υφίσταται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ., ιδίως, απόφαση Byankov, C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). (σκέψη 79, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω). Κατ’ αναλογία, ως προς την έννοια του κινδύνου για την εθνική ασφάλεια του κράτους ασύλου, θα πρέπει να δοθεί αντίστοιχο περιεχόμενο, ήτοι ότι το εν λόγω πρόσωπο, αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. (Βλ. επίσης κατ’ αναλογία εφαρμογή, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 67 και Απόφαση του Δικαστηρίου  της 2ας Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-18/19,  WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ECLI:EU:C:2020:130).

 

35.          Το προδικαστικό ερώτημα στην υπό αναφορά απόφαση του ΔΕΕ αφορούσε συγκεκριμένα στη συμμετοχή προσώπου σε τρομοκρατική ομάδα και κατά πόσον και υπό ποιες προϋποθέσεις η συμμετοχή σε αυτήν δικαιολογεί την εφαρμογή της άρσης της προστασίας του πρόσφυγα και τη δυνατότητα απέλασής του για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημοσίας τάξεως. Έτσι ενώ καταλήγει ότι οι έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» καλύπτουν και τις περιπτώσεις στις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας είτε ανήκει σε οργάνωση που υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία είτε παρέχει στήριξη σε οργάνωση αυτού του είδους (σκέψη 80, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω), η εξέταση των προϋποθέσεων επίκλησης της νομικής αυτής βάσης δεν εξαντλείται σε αυτή και μόνο τη διαπίστωση. Απαιτείται περαιτέρω να διαπιστωθεί ότι όντως η τρομοκρατική οργάνωση στην οποία το πρόσωπο συμμετέχει προβαίνει σε πράξεις τρομοκρατίας, ότι οι εν λόγω πράξεις της εν λόγω οργάνωσης δύνανται να απειλήσουν την εθνική ασφάλεια ή/και τη δημόσια τάξη του κράτους ασύλου και επιπλέον να καταδειχθεί η ανάμιξη του υπό εξέταση προσώπου στην οικεία οργάνωση. Η υποστήριξη της τρομοκρατικής οργάνωσης δεν επιφέρει, όπως καταλήγει το ΔΕΕ, αυτοδικαίως στην ανάκληση της άδειας παραμονής του. Σύμφωνα με το ΔΕΕ το εθνικό δικαστήριο, και κατ’ επέκταση η αποφαινόμενη αρχή, οφείλει να εξετάσει ποιον ρόλο διαδραμάτισε στην πράξη το υπό εξέταση πρόσωπο στην οργάνωση αυτή, διερευνώντας ιδίως αν ο ίδιος τέλεσε τρομοκρατικές πράξεις, αν και σε ποιον βαθμό ενεπλάκη στον σχεδιασμό, στη λήψη αποφάσεων ή στην καθοδήγηση άλλων προσώπων ενόψει της τέλεσης παρόμοιων πράξεων και, τέλος, αν και σε ποιον βαθμό χρηματοδότησε τέτοιες πράξεις ή εξασφάλισε σε τρίτους τα μέσα για την τέλεσή τους (βλ. σκέψεις 81 έως 90, C‑373/13, Η.Τ. ανωτέρω και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία και ιδίως την κατ’ αναλογία εφαρμογή της  απόφασης του ΔΕΕ B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψεις 80 έως 91).

 

36.          Από την ανωτέρω νομολογία του ΔΕΕ υπογραμμίζεται η υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης και της ανάγκης αξιολόγησης της ατομικής συμπεριφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου.  Η ανάγκη για εξατομικευμένη εξέτασης της εκτίμησης του κινδύνου για τη δημόσια τάξη και του περιεχομένου αυτής (και κατ’ επέκταση και για του κινδύνου για την εθνική ασφάλεια) ανέλυσε το ΔΕΕ  και στην απόφασή της 11ης Ιουνίου 2015 στην υπόθεση C‑554/13, Z. Zh. κατά Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie κατά Ι. O., ημερ., ECLI:EU:C:2015:377 όπου επεσήμανε ότι η εκτίμηση από ένα κράτος του κινδύνου για τη δημόσια τάξη πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα, στη βάση της προσωπικής συμπεριφοράς του ατόμου. Η γενική πρακτική δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος. Σημείωσε εξάλλου ότι εάν ένα άτομο είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, δεν αρκεί αυτό από μόνο του για να εκτιμηθεί ένα άτομο ως κίνδυνος για την δημόσια τάξη (βλ. σκέψη 50, C‑554/13). Διευκρινίστηκε επίσης ότι η απλή υπόνοια τέλεσης ποινικού αδικήματος δεν αρκεί για να κρίνει ένα κράτος κάποιον ως κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, καθότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία για να θεμελιωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος.

 

37.          Αναφορικά με το ίδιο ζήτημα της υποχρέωσης εξατομικευμένης εξέτασης στην απόφαση του ΔΕΕ της 29ης Απριλίου 2004, υποθέσεις C-482/01 και C- 493/01, Ορφανόπουλος κ.α κατά Oliveri κ.α, κρίθηκε ότι απαγορεύεται η απέλαση η οποία στηρίχθηκε σε λόγους γενικής προλήψεως με σκοπό την αποτροπή άλλων αλλοδαπών, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ατομική συμπεριφορά του ατόμου.

 

38.          Ως προς την ίδια έννοια, στο εγχειρίδιο του EASO, Ending International Protection: Articles 11, 14, 16 and 19 Qualification Directive (2011/95/EU), έκδοσης 12/2016 αναλύεται το περιεχόμενο του όρου «κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους», σε περιπτώσεις ανάκλησης προσφυγικού καθεστώτος, ο οποίος  ως αναφέρεται, αντιστοιχεί στο άρθρο 33(2) της Σύμβασης της Γενεύης και στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου:

 

« The 'danger to the security' provision corresponds to the first exception provided for in Article 33(2) Refugee Convention, which is intended for cases in which it is established that the refugee poses a current or future danger to the host country. The provision aims to protect the State itself. Security is understood as encompassing external (integrity of borders) or internal (continuance and functioning of the state, its political structures and institutions) elements.» Σε ελεύθερη μετάφραση: «Η διάταξη περί ‘κινδύνου για την ασφάλεια' αντιστοιχεί στην πρώτη εξαίρεση που προβλέπεται στο Άρθρο 33(2) της Σύμβασης για τους Πρόσφυγες, η οποία αφορά στις περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνύεται ότι ο πρόσφυγας αποτελεί παρόντα ή μελλοντικό κίνδυνο για τη χώρα υποδοχής. Η διάταξη στοχεύει στην προστασία του ίδιου του κράτους. Η ασφάλεια νοείται ως περιλαμβάνουσα εξωτερικά (ακεραιότητα των συνόρων) ή εσωτερικά (συνέχιση και λειτουργία του κράτους, των πολιτικών του δομών και θεσμών) στοιχεία.».

 

39.          Στην απόφασή του στην Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2020 xxx xxx Al Lakoud v. Δημοκρατίας, ημερ. 8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A231, η οποία είχε ως αντικείμενο την απόφαση  του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση επί Αιτήσεως έκδοσης Habeas Corpus ad subjiciendum, σε σχέση με Αιτητή ο οποίος τελούσε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:  «[…] ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα ασφάλειας του Κράτους. Και τούτο από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ενεργός Διοίκηση είναι κατ' εξοχή το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με θέματα κρατικής ασφάλειας ή που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια (Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερ. 26/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη. (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C317). Και είναι αυτό το οποίο έπραξε, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μέσω της διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διήλθε των σχετικών εγγράφων που του παραδόθηκαν διαπιστώνοντας το ίδιο με αυτό τον τρόπο ότι επρόκειτο για απόρρητες πληροφορίες αναφορικά με δραστηριότητα του Εφεσείοντα, σχετιζόμενη με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.».

 

40.          Η πιο πάνω νομολογιακή θέση θα πρέπει να διαβάζεται και υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ η οποία αναγνωρίζει αφενός την ευθύνη που υπέχουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας αφετέρου ωστόσο, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν κατ΄ επίκληση αυτής της εξουσίας του να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή των ενωσιακών διατάξεων και του πλαισίου που αυτό θεσπίζει ως προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές, για την ανάκληση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση από την αποφαινόμενη αρχή του κινδύνου για την εθνική ασφάλεια δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά αποτελεί μια εκτίμηση, η οποία πρέπει να πληροί το ουσιαστικό και διαδικαστικό πλαίσιο που θεσπίζει το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του ΔΕΕ.

 

41.           Ειδικότερα, ως προς τη διαδικαστική πτυχή της αξιολόγησης την οποία καλείται η αρμόδια αρχή να προβεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, C‑159/21, GM, ECLI:EU:C:2022:708, σκέψεις 72 έως 86, η οποία αφορούσε σε περίπτωση ανάκλησης καθεστώτος. Επισημαίνονται τα εξής κρίσιμα.

 

42.          Η εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού[4] προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει, σε κάθε περίπτωση ατομικώς, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η κατάσταση του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας ή διατήρησης του καθεστώτος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας εκ των διατάξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani, C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 55). Η εκτίμηση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, η οποία πρέπει να διεξάγεται συμφώνως προς τις οδηγίες 2011/95/ΕΚ και 2013/32 και η οποία, δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στην εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου.

 

43.          Συνακόλουθα κρίθηκε ότι, στην αποφαινόμενη αρχή και μόνον απόκειται να προβεί, υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων, στην αξιολόγηση του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, περιλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρονται στην εφαρμογή των άρθρων 14 και 17 της οδηγίας 2011/95, αξιολόγηση κατόπιν της οποίας θα αποφανθεί επ’ αυτών (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 40 και 41).

 

44.          Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, όταν απορρίπτεται αίτηση σχετιζόμενη με το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής πρέπει να αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι.

 

45.           Ομοίως, με τα όσα ισχύουν σε περίπτωση έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως ασύλου αντίστοιχα στην απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή.  Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, οι λόγοι που οδήγησαν την αρμόδια αρχή να λάβει την απόφασή της πρέπει να εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση. Κατ΄ αναλογία, τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση έκδοσης απόφασης απέλασης  δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, ιδίως σε περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, κατά τις οποίες δεν προηγήθηκε πράξη ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

46.          Περαιτέρω, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι δεδομένου του ρόλου και των υποχρεώσεων που υπέχει η αποφαινόμενη αρχή όσο και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που αυτή υπέχει, προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή δεν μπορεί εγκύρως να περιοριστεί στην εφαρμογή αποφάσεως εκδοθείσας από άλλη αρχή, η οποία τη δεσμεύει βάσει της εθνικής νομοθεσίας, και να λάβει, επί της βάσεως αυτής και μόνον, την απόφαση περί αποκλεισμού από την επικουρική προστασία ή περί ανακλήσεως προηγουμένως χορηγηθείσας διεθνούς προστασίας. Αντιθέτως, η αποφαινόμενη αρχή πρέπει να έχει στη διάθεσή της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να προβαίνει, βάσει των πληροφοριών αυτών, στη δική της αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αποφάσεώς της και να την αιτιολογήσει πλήρως.

 

47.          Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ προκύπτει ότι η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει αν λόγοι σχετικοί με την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους πρέπει ή όχι να οδηγήσουν στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπερ αποκλείει το ενδεχόμενο η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου για την εθνική ασφάλεια να συνεπάγεται αυτομάτως την ανάκληση αυτή.

 

48.          Βεβαίως, όπως σημειώνεται το ΔΕΕ οι ανωτέρω διαπιστώσεις ουδόλως αποκλείουν το ενδεχόμενο ένα μέρος των πληροφοριών που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για τη διενέργεια της εκτιμήσεώς της να έχει τεθεί στη διάθεσή της από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της αποφαινόμενης αρχής. Περαιτέρω, ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές μπορούν, ενδεχομένως, να υπαχθούν σε καθεστώς εμπιστευτικότητας εντός του πλαισίου που καθορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32.

 

49.          Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ειδικώς ανατεθεί στην αποφαινόμενη αρχή, το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών και η λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη απόφαση πρέπει να εκτιμώνται ελεύθερα από την αρχή αυτή, η οποία δεν μπορεί, επομένως, να υποχρεωθεί να στηριχθεί σε μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση εκδοθείσα από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, βάσει εκτιμήσεως της οποίας η πραγματική βάση δεν της έχει γνωστοποιηθεί.

 

50.          Επιπλέον το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι καίτοι  δυνάμει των άρθρων 72 και 73 ΣΛΕΕ εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, η τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των ευθυνών που υπέχουν για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Stadt Frankfurt am Main, C‑18/19, EU:C:2020:511, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

51.          Το ΔΕΕ απαντώντας στο εγειρόμενο προδικαστικό ερώτημα κατέληξε ότι δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις της ανάκλησης καθεστώς διεθνούς προστασίας εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

 

52.          Η ανωτέρω νομολογία, η οποία ισχύει mutatis mutandis και στην περίπτωση απόφασης απέλασης, υπογραμμίζει τον αυτόνομο ρόλο που υπέχει η αποφαινόμενη αρχή κατά την εξέταση αίτησης ασύλου, ανάκληση καθεστώτος και απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ο ρόλος αυτός υποχρεώνει την αποφαινόμενη αρχή, εν προκειμένω τους Καθ’ ων η αίτηση, να προβαίνει η ίδια αυτοτελώς σε αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεών που θέτει ο νόμος για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και δη σε αξιολόγηση της επικινδυνότητας του Αιτητή, διαθέτοντας ενώπιον της όλα τα αναγκαία για την κρίση της στοιχεία, χωρίς να υπέχει υποχρέωση να στηριχτεί σε μια τυχόν αναιτιολόγητη απόφαση άλλου ειδικού οργάνου επιφορτισμένου με καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια.

 

Αρχή της αναλογικότητας

 

53.          Εφόσον διαπιστωθεί η επικινδυνότητα του προσώπου για την εθνική ασφάλεια του κράτους, η αρμόδια αρχή, στο μέτρο που η απέλαση του εν λόγω προσώπου αποτελεί ευχέρεια και όχι υποχρέωση, καλείται να σταθμίσει τον κίνδυνο που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται και, αφετέρου, των δικαιωμάτων που πρέπει να διασφαλίζονται υπέρ των προσώπων που πληρούν καταρχήν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

54.          Συναφής είναι η απόφαση του ΔΔΕ C-8/22, σκέψεις 66 έως 71, ανωτέρω στο  πλαίσιο της οποίας καθορίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«66      […], πρέπει να επισημανθεί ότι το οικείο κράτος μέλος, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, έχει την ευχέρεια να λάβει το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή μέτρο, χωρίς ωστόσο να υποχρεούται να ασκήσει την εν λόγω ευχέρεια (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2015, T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 72, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 81).

 

67      Η ως άνω ευχέρεια πρέπει να ασκείται τηρουμένης, μεταξύ άλλων, της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να γίνεται στάθμιση μεταξύ, αφενός, του κινδύνου που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται και, αφετέρου, των δικαιωμάτων που πρέπει να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, υπέρ των προσώπων που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [πρβλ. αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 62, της 12ης Δεκεμβρίου 2019, G.S. και V.G. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C‑381/18 και C‑382/18, EU:C:2019:1072, σκέψη 64, καθώς και της 9ης Φεβρουαρίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κ.λπ. (Ανάκληση του δικαιώματος διαμονής Τούρκου εργαζομένου), C‑402/21, EU:C:2023:77, σκέψη 72].

 

68      Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, η αρμόδια αρχή πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, να εξακριβώσει τη δυνατότητα λήψης άλλων μέτρων τα οποία θίγουν σε μικρότερο βαθμό τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους πρόσφυγες, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα, και τα οποία θα είναι εξίσου αποτελεσματικά για τη διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψεις 63 και 64].

 

69      Για τους σκοπούς της εκτίμησης αυτής, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα, οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών στερούνται το εν λόγω καθεστώς και, επομένως, παύουν να διαθέτουν πρόσβαση στο σύνολο των δικαιωμάτων και των πλεονεκτημάτων που προβλέπει η οδηγία 2011/95, αλλά εξακολουθούν να απολαύουν, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας, ορισμένων δικαιωμάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 99].

 

70      Ως εκ τούτου, το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και με το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος το οποίο κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας οφείλει να παρέχει σε όποιον πρόσφυγα εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις της τελευταίας αυτής διάταξης και βρίσκεται εντός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους, τουλάχιστον, τα κατοχυρωμένα με τη Σύμβαση της Γενεύης δικαιώματα στα οποία ρητώς αναφέρεται το άρθρο 14, παράγραφος 6, καθώς και όσα δικαιώματα προβλέπονται από την εν λόγω Σύμβαση χωρίς προϋπόθεση νόμιμης διαμονής, λαμβανομένων υπόψη τυχόν επιφυλάξεων που έχει διατυπώσει το κράτος μέλος αυτό [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 107].

 

71      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, για να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδείξει ότι ο κίνδυνος που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται είναι πραγματικός, ενεστώς και αρκούντως σοβαρός και ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα συνιστά μέτρο ανάλογο προς τον κίνδυνο αυτόν.».

 

66.          Αντίστοιχη ανάλυση της υποχρέωσης της αρμόδιας αρχής προς διασφάλιση της αρχής της αναλογικότητας αναπτύσσεται και στις σκέψεις 33 έως 43 απόφασης του ΔΕΕ, C-663/21, ανωτέρω.

 

Αρχή της μη επαναπροώθησης

 

67.          Επόμενο σταθμό της νομολογιακής ανάλυσης των προϋποθέσεων έκδοσης διατάγματος απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 αποτελεί η αρχή της μη επαναπροώθησης όπως ανατυπώνεται στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Η αρχή της μη επαναπροώθησης αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών μελών και κατ’ επέκταση της Δημοκρατίας να μην απελαύνουν ή  επαναπροωθούν με οποιονδήποτε τρόπο άτομα σε περιοχές εκτός της επικράτειάς τους ή  σε οποιονδήποτε τόπο, όπου τα άτομα αυτά ενδέχεται να αντιμετωπίσουν διώξεις, τη θανατική ποινή, βασανιστήρια ή  άλλη απάνθρωπη ή  εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια, απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

68.          Από τη πλευρά του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της μη επαναπροωθήσεως κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 65), διακηρύσσεται δε εκ νέου, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 3 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/EK. Το άρθρο 18 του Χάρτη προβλέπει άλλωστε, όπως και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την τήρηση των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 75).

 

69.          Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, οσάκις κράτος αποφασίζει να επαναπροωθήσει αιτούντα διεθνή προστασία σε χώρα ως προς την οποία υπάρχουν αποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο υποβολής σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 18 του Χάρτη, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης, ή προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη, επιτάσσει να διαθέτει ο αιτών προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εκτέλεση του μέτρου απομακρύνσεώς του (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 52, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Tall, C‑239/14, EU:C:2015:824, σκέψη 54).

 

70.          Ως προς την ερμηνεία της αντίστοιχης ενωσιακής διάταξης του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με αυτή την παράμετρο, ήτοι του άρθρο της 21 της οδηγίας 2011/95, το ΔΕΕ ξεκαθαρίζει ότι ενώ το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης στερεί, στις περιπτώσεις αυτές, από τον πρόσφυγα την προστασία που παρέχει η αρχή της μη επαναπροώθησης σε χώρα όπου απειλείται η ζωή ή ελευθερία του, το άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 πρέπει, εντούτοις όπως επιβεβαιώνει και η αιτιολογική της σκέψη 16, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να συνάδει με τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (στο εξής: o Χάρτης), ιδίως δε με το άρθρο 4 και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία απαγορεύουν απολύτως τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή και μεταχείριση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, καθώς και την απομάκρυνση προς κράτος όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί ο ενδιαφερόμενος τέτοια μεταχείριση. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απομακρύνουν, να απελαύνουν ή να εκδίδουν αλλοδαπό σε περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι θα διατρέξει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4 (απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης) και το άρθρο 19, παράγραφος 2 (Προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης, απέλασης και έκδοσης), του Χάρτη Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 94] (βλ. C-663/21, σκέψη 36). Η αντίστοιχη δε ημεδαπή διάταξη, άρθρο 29, ερμηνεύεται και υπό το φως των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων) της ΕΣΔΑ.

 

71.          Κατά συνέπεια, εφόσον η επαναπροώθηση πρόσφυγα ο οποίος εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου θα μπορούσε να τον εκθέσει σε κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών του δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, το κράτος μέλος υποδοχής, εν προκειμένω η Δημοκρατία, δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από την αρχή της μη επαναπροώθησης, κατ’ επίκληση του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 95]. (βλ C-663/21, σκέψη 37). Η χώρα στην οποία ο Αιτητής θα προωθηθεί θα πρέπει να είναι κάποια χώρα στην οποία δεν ενδέχεται να υπάρξει παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης της περίπτωσης του Αιτητή, ακόμα και εάν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Τούτο διότι το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου ερμηνεύεται υπό το φως των ανωτέρω διατάξεων του Χάρτη και της ΕΣΔΑ. (Bλ σχετικά και Judicial analysis Asylum procedures and the principle of non-refoulement, παρ. 1.5., έκδοση 2018 και Απόφαση του ΔΕΕ της 5ης Απριλίου 2016, of 5 April 2016, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-404/15 and C-695/15 PPU, Pál Aranyosi and Robert Căldăraru, EU:C:2016:198, σκέψεις 85-87)[5] Επιπλέον, η αρχή της μη επαναπροώθησης δεν περιορίζει την εφαρμογή της στο δίκαιο διεθνούς προστασίας αλλά εδράζεται και σε πτυχές του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξ ου και ένα πρόσωπο, το οποίο δεν είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας καλύπτεται από το προστατευτικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής. [6]

 

72.          Υπό τις συνθήκες αυτές, στον βαθμό που το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει ότι, στις εκεί αναφερόμενες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ανακαλούν το καθεστώς πρόσφυγα κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ενώ το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης επιτρέπει στις ίδιες περιπτώσεις την επαναπροώθηση πρόσφυγα προς χώρα όπου ενδέχεται να απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει, υπέρ των προσφύγων οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, διεθνή προστασία ευρύτερη από εκείνη που διασφαλίζει η ως άνω Σύμβαση [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 96].  Επομένως, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, η αρμόδια αρχή μπορεί να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, το καθεστώς πρόσφυγα που χορηγήθηκε σε υπήκοο τρίτης χώρας, χωρίς ωστόσο κατ’ ανάγκην να δύναται να τον απομακρύνει προς τη χώρα καταγωγής του (βλ. C-663/21, σκέψεις 38 και 39).

 

73.          Από διαδικαστική άποψη, μια τέτοια απομάκρυνση προϋποθέτει, επιπλέον όπως υπογραμμίζει το ΔΕΕ, την έκδοση απόφασης επιστροφής, σύμφωνα με τις ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει η οδηγία 2008/115/EK, (ήτοι, ως προς την ημεδαπή νομοθεσία του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου) η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, να τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης (βλ. C-663/21, σκέψη 40).

 

74.          Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που εγείρεται στην εν λόγω απόφαση C-663/21, το οποίο αφορούσε στα συμφέροντα που σταθμίζονται κατά την εξέταση του ενδεχομένου ανάκλησης καθεστώς διεθνούς προστασίας, το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (ανάκληση καθεστώτος πρόσφυγα) έχει την έννοια ότι, για να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδείξει ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα αποτελεί μέτρο ανάλογο προς τον κίνδυνο που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος. Προς τούτο, η αρμόδια αρχή οφείλει να σταθμίσει τον κίνδυνο αυτόν με τα δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την ως άνω οδηγία, υπέρ των προσώπων που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, χωρίς ωστόσο να υποχρεούται, επιπλέον, να εξακριβώσει ότι το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής του υπερτερεί του συμφέροντός του για διατήρηση της διεθνούς προστασίας, λαμβανομένων υπόψη της έκτασης και της φύσης των μέτρων στα οποία αυτός ενδέχεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του (βλ. C-663/21, σκέψη 41 και C-8/22, σκέψη 43)

 

75.          Στο πλαίσιο της απάντησης του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-663/21, το ΔΕΕ επίσης διευκρινίζει ότι εφόσον προηγηθεί απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα προκειμένου να απομακρυνθεί από το κράτος μέλος στο οποίο αυτός βρίσκεται ως παρανόμως διαμένων πλέον (εκτός εάν βρίσκεται στο κράτος με άδεια παραμονής δυνάμει άλλης ρύθμισης), θα πρέπει προκειμένου να προβεί το κράτος μέλος στην απομάκρυνσή του να εκδώσει απόφαση επιστροφής, η οποία να ικανοποιεί όλες τις ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις της οδηγίας 2008/115 (ήτοι, των αντίστοιχων διατάξεων περί απομάκρυνσης του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου). Αυτό συνεπάγεται ότι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής θα πρέπει να τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης ως θεμελιώδες δικαίωμα του άρθρου 18 του Χάρτη. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων και ότι όταν η αρχή του κράτους μέλους, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, εκδώσει σε βάρος του απόφαση επιστροφής. Οι ανωτέρω, ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις θα πρέπει να ισχύουν σε κάθε περίπτωση απομάκρυνσης, καθώς το γεγονός ότι δεν προηγείται, όπως εν προκειμένω ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί να δώσει έρεισμα για παράκαμψη των ανωτέρω κρίσιμων εγγυήσεων.

 

76.          Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου σε συνάρτηση με την ερμηνεία του άρθρου 33 της Συνθήκης καθιστά σαφές ότι η επαναπροώθηση απαγορεύεται στα σύνορα οποιασδήποτε επικράτειας στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα κινδυνεύσει – ανεξάρτητα από το εάν τα εδάφη αυτά είναι η χώρα καταγωγής του ενδιαφερόμενου. Η ίδια απαγόρευση αποκλείει επίσης την απομάκρυνση ενός πρόσφυγα ή αιτούντος άσυλο σε ένα τρίτο κράτος σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος να σταλεί από εκεί σε έδαφος όπου θα κινδύνευε. Ωστόσο, το άρθρο 33 παράγραφος 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκλείει την απομάκρυνση σε μια «ασφαλή» τρίτη χώρα, δηλαδή σε μια τρίτη χώρα στην οποία δεν υπάρχει κίνδυνος αυτού του είδους που μόλις περιγράφηκε. Η απαγόρευση επαναπροώθησης ισχύει μόνο για εδάφη όπου ο πρόσφυγας ή ο αιτών άσυλο θα κινδύνευε, όχι γενικότερα. Ωστόσο, απαιτεί από ένα κράτος που προτείνει την απομάκρυνση ενός πρόσφυγα ή αιτούντος άσυλο να προβεί σε κατάλληλη αξιολόγηση ως προς το εάν η εν λόγω τρίτη χώρα είναι όντως ασφαλής. Η ορθότητα αυτής της ερμηνείας του άρθρου 33, παράγραφος 1, υποστηρίζεται από διάφορες πηγές. Πρώτον, στο πλαίσιο του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι σαφές ότι η μη επαναπροώθηση αποκλείει «την έμμεση απομάκρυνση . . . σε μια ενδιάμεση χώρα» σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος μεταγενέστερης επαναπροώθησης του ατόμου σε έδαφος όπου θα κινδύνευε. Το κράτος που εξετάζει την απέλαση, εν προκειμένω, οι Καθ’ ων η αίτηση, έχει ευθύνη να διασφαλίσει ότι το εν λόγω άτομο δεν εκτίθεται σε τέτοιο κίνδυνο. Περαιτέρω, το κράτος που προτείνει την απομάκρυνση ενός πρόσφυγα ή αιτούντος άσυλο πρέπει να εξετάσει εάν υπάρχει πιθανότητα έμμεσης – μεταγενέστερης επαναπροώθησής του. [7]

 

Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης

 

77.          Τέλος, δεδομένη είναι και η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής προς διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του Αιτητή. Το εδάφιο (2) του άρθρου 29 προβλέπει ότι προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, θεσπίζοντας κρίσιμη διαδικαστική προϋπόθεση προ της εκδόσεως διατάγματος απέλασης.

 

78.          Επισημαίνεται περαιτέρω ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης προ της εκδόσεως βλαπτικής για το διοικούμενο απόφασης, όπως εν προκειμένω η απόφαση απέλασης δυνάμει του άρθρου 29, απορρέει σε κάθε περίπτωση και από το ενωσιακό δίκαιο και δη το πρωτογενές ενωσιακό δικαίου. Καίτοι το εν λόγω δικαίωμα ακρόασης κατοχυρώνεται και στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ν. 158(Ι)/1999), σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως θεσπίζονται στον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και η εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η εξέταση αιτήσεων ασύλου και εν προκειμένω η απόφασης απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας ακολουθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία θεσπίζεται με τον περί Προσφυγών Νόμο, συνεπώς υποχωρεί η οικεία διάταξη του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Ως εκ τούτου, οι ενωσιακοδικαιικές καταβολές του άρθρου 29, επιβάλουν κατ’ επέκταση την ερμηνεία του δικαιώματος ακρόασης που θεσπίζονται με την εν λόγω διάταξη υπό το φως του ενωσιακού δικαίου. 

 

79.          Ειδικότερα, σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης το δικαίωμα ακρόασης και το περιεχόμενό του εξετάστηκαν και αναλύθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, στην  υπόθεση C‑277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, ECLI:EU:C:2012:744 όπου διατυπώθηκαν τα εξής σημαντικά:

«82      Εν προκειμένω, όσον αφορά ειδικότερα το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω θεμελιώδους αρχής (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7, και της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 32), το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται σήμερα όχι μόνον με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, τα οποία εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη στο πλαίσιο κάθε δικαστικής διαδικασίας, αλλά και με το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως.

 

83   Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 41 προβλέπει ότι το εν λόγω δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου, καθώς και την υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

 

84      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, είναι γενικής εφαρμογής.

 

85     Το Δικαστήριο έχει, επίσης, τονίσει τη σημασία του δικαιώματος ακροάσεως και το ευρύτατο περιεχόμενό του στην έννομη τάξη της Ένωσης, κρίνοντας ότι το δικαίωμα αυτό εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74, Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 15, Krombach, προπαρατεθείσα, σκέψη 42, και, Sopropé, προπαρατεθείσα, σκέψη 36).

 

86     Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός του εν λόγω δικαιώματος επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Sopropé, σκέψη 38).

 

87    Το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2005, C‑287/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5093, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, Sopropé, προπαρατεθείσα, σκέψη 37, της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I‑9147, σκέψη 83, και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran Συλλογή 2011, σ. I‑13427, σκέψεις 64 και 65).

 

88      Το εν λόγω δικαίωμα συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοικήσεως να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και Sopropé, προπαρατεθείσα, σκέψη 50), η δε υποχρέωση αρκούντως εξειδικευμένης και συγκεκριμένης αιτιολογήσεως της αποφάσεως ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς του αποτελεί, συνεπώς, αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

 

89    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το ούτως εννοούμενο δικαίωμα ακροάσεως του αιτούντος άσυλο πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξετάσεως, εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής, των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας, βάσει των κανόνων που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού καθεστώτος ασύλου.».

 

80.          Σχετική εξάλλου με το δικαίωμα ακρόασης σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας και ιδιαιτέρως αναφορικά με τις προϋποθέσεις λυσιτελούς άσκησής του είναι και η απόφαση του ΔΕΕ,  στην υπόθεση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, Alkotmányvédelmi Hivatal, Terrorelhárítási Központ, ECLI:EU:C:2022:708, στην οποία κρίθηκαν τα ακόλουθα:

 

«45      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

 

46      Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).

 

47         Καθόσον εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει κατ' ανάγκην την παροχή στον αποδέκτη της αποφάσεως, ενδεχομένως διά του νομικού συμβούλου του, συγκεκριμένης δυνατότητας να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία του φακέλου κατά τη διοικητική διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C189/18, EU:C:2019:861, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).».

81.          Το δικαίωμα ακρόασης στο ενωσιακό δίκαιο απαιτεί συνεπώς να ενημερώνονται οι αποδέκτες των αποφάσεων ώστε να μπορούν να γνωστοποιούν τις απόψεις τους ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (Απόφαση ΔΕΕ της 15ης Ιουνίου 2006, Υπόθεση C-28/05, G. J. Dokter, Maatschap Van den Top en W. Boekhout tegen Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit, σκέψη 74). Αυτό προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης της απόφασης οφείλει να ενημερώνεται για τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφαση (CFI, Υπόθεση T-228/02, Organisation des Modjahedines du peuple ďIran κ. Συμβουλίου, 12 Δεκεμβρίου 2006,  σκέψη 93). Επιπλέον, το ΔΕΕ αποφάνθηκε στην απόφασή του της 22ας Νοεμβρίου 2012, στην υπόθεση C–277/11, M.M. κ. Υπουργού Δικαιοσύνης, Ισότητας και Νομοθετικής Μεταρρύθμισης, Ιρλανδία, Γενική Εισαγγελική Αρχή, σκέψη 87 ότι «το δικαίωμα ακρόασης εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί τις απόψεις του αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια μιας διοικητικής διαδικασίας, πριν από την λήψη οποιασδήποτε απόφασης που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του». Το δικαίωμα ακρόασης μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά μόνο εάν παραχωρηθεί στον ενδιαφερόμενο πρόσβαση στον φάκελο (Bλ. Υπόθεση T-170/06, Alrosa κ. Επιτροπής, 11 Ιουλίου 2007, σκέψη 197).

 

82.          Πράγματι, σύμφωνα με Note on the Cancellation of Refugee Status της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, στις διαδικασίες ακύρωσης, πρέπει να τηρούνται πλήρως οι διαδικαστικές εγγυήσεις[8]. Το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς τέτοιες διαδικασίες καθορίζουν την αξίωση ενός ατόμου για προστασία από επαναπροώθηση βάσει της Σύμβασης της Γενεύης και θέτουν υπό αμφισβήτηση ένα νομικό καθεστώς που του έχει ήδη αναγνωριστεί.

 

83.          Όλα τα ανωτέρω σημεία απασχόλησαν και την αδελφή μου δικαστή κα. Πλαστήρα στην πρόσφατη απόφασή της στην Προσφυγή Αρ. 3261/2023, H.S. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.2.2024, και, ως προς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, στην απόφασή της στην Προσφυγή Αρ. 8975/2021, QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α.,  30.11.2022, τη νομολογιακή ανάλυση της οποίας υιοθετώ.

 

48           Στην τελευταία αυτή απόφασή της η Έντιμη δικαστής κα Πλαστήρα επισημαίνει, παραπέμποντας εκτενώς σε συναφή νομολογία και βιβλιογραφία, ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αποτελεί ουσιώδη τύπο, ότι για τη λυσιτελή ενάσκησή του  προηγείται η δυνατότητα να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της και ότι τέλος για το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί. (Βλ. συναφώς με τη λυσιτέλεια του υπό αναφορά λόγου προσφυγής και την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 79/2018, Papouis Dairies v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού).

 

49           Συνοψίζοντας όλα τα ανωτέρω σημεία, επισημαίνεται ότι της απόφασης απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας οφείλεται να προηγηθεί μια σύνθετη διεργασία, δεδομένων και των ενδεχόμενων κρίσιμων συνεπειών για τον ενδιαφερόμενο. Ειδικότερα, στην παρούσα υπόθεση πριν από την έκδοση απόφασης απέλασης δυνάμει του άρθρου 29, η διοίκηση οφείλει, κατόπιν εξατομικευμένης ανάλυσης της ατομική συμπεριφοράς του προσώπου, να καταλήξει ότι αυτός, για εύλογους λόγους, θεωρείται κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας, με την έννοια ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει η ίδια να έχει ενώπιον της όλα τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα. Επιπλέον, η αρμόδια αρχή  οφείλει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να σταθμίσει τον κίνδυνο που αποτελεί ο ενδιαφερόμενος για τη Δημοκρατία, όπως απορρέει από την προσωπική του συμπεριφορά και των δικαιωμάτων που αυτός αποστερείται και τα οποία καταρχήν δικαιούται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και των συνεπειών που θα έχει η προώθησή του στη χώρα προορισμού του εκτός της Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο της ίδιας στάθμισης οφείλεται εξάλλου να εξεταστεί και η δυνατότητα λήψης άλλων μέτρων που να θίγουν σε μικρότερο βαθμό τα δικαιώματά του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, προς διασφάλιση του θιγόμενου συμφέροντος του κράτους. Ακόμα δε και εάν κριθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να απελαθεί σε έδαφος κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Κατά την έκδοση της απόφασης απέλασης εφαρμόζονται όλες οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται και στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105) και ιδιαιτέρως η προηγούμενη και λυσιτελής άσκησης του δικαιώματος ακρόασης του ενδιαφερομένου, επί όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 29 στην περίπτωσή του.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

 

Θέσεις Αιτητή

84.          Ο Αιτητής, με τη γραπτή του αγόρευση προωθεί τους ακόλουθους λόγους προσφυγής. Υποστηρίζει καταρχάς ότι το επίδικο διάταγμα παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου (res judicata). Σύμφωνα με τον Αιτητή, η προηγούμενη δικαστική απόφαση δεσμεύει τα μέρη και επιπλέον, απαιτεί όπως ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) να είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το τελικό αποτέλεσμα. Ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω αρχής, ως υποδεικνύει, θα πρέπει η απόφαση να είναι τελεσίδικη να υπάρχει ταύτιση των διαδίκων, της ιδιότητάς τους και των επίδικων θεμάτων. Το δε δεδικασμένο καλύπτει και τα ζητήματα που καίτοι δεν κλήθηκε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί τούτων θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί και δεν τα έπραξαν οι διάδικοι. Από το δεδικασμένο καλύπτονται εξάλλου και οι διαπιστώσεις, επί νομικών και πραγματικών θεμάτων, που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα, στο βαθμό που είναι αναγκαία για την κατάληξη.  Εν προκειμένω, ο Αιτητής παραπέμπει στην απόφαση του ΔΔΔΠ στην προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23, ημερομηνίας 5.2.2024  με την οποία ακυρώθηκε το εκεί διάταγμα απέλασης του Αιτητή στο Λίβανο ημερομηνίας 31.8.2023, εξαιτίας παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή σε σχέση με ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να είχε προσκομίσει αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στο Λίβανο και στη Συρία. Κρίθηκε εξάλλου, ότι δικαιολογείται η κατάληξη περί επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του Αιτητή για λόγους δημοσίας τάξης και εθνικής ασφάλειας. Όπως σημειώνει, αντί αυτός να αφεθεί ελεύθερος μετά την εν λόγω ακυρωτική απόφαση, εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Τονίζει ο Αιτητής ότι σε κάθε περίπτωση η εκεί απόφαση στην προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23 έχει καταστεί τελεσίδικη και ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εν λόγω αρχής (ταύτιση διαδίκων, της ιδιότητάς τους και των επίδικων θεμάτων). Δεν είναι δυνατό, ως υποστηρίζει, οι Καθ’ ων η αίτηση να έχουν εξετάσει την κατάσταση στο Λίβανο δύο μόλις ημέρες μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23 και της επίδικης εν προκειμένω απόφασης. Καταλήγοντας, εισηγείται ο Αιτητής ότι υπήρξε παράβαση του δεδικασμένου κατά το μέρος τουλάχιστον που διαπιστώνεται παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

85.          Στη συνέχεια, ο Αιτητής προβάλλει ότι της επίδικης απόφασης δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα και ότι αυτή δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών συναρτάται κυρίως με την υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, αιτιολογώντας ακολούθως την κρίση τους και τεκμηριώνοντας και αιτιολογώντας την επικινδυνότητα του Αιτητή για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια. Ο Αιτητής επισημαίνει ότι στο σώμα της επίδικης απόφασης δεν εξειδικεύεται ποια από τις δύο περιπτώσεις υπό το εδάφιο (1), εφαρμόζεται εν προκειμένω. Δεδομένου δε ότι ο Αιτητής δεν έχει παραδεκτώς καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα και μάλιστα τελεσίδικα, εισηγείται ότι μόνο το στοιχείο (α) του εδαφίου (1), θα μπορούσε δυνητικώς να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω. Παραπέμποντας σε συναφή νομολογία του ΔΕΕ (Βλ. Απόφαση του ΔΔΕ στην υπόθεση C-663/21, σκέψη 35 και Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση 8/22, σκέψη 35), ο Αιτητής υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις εξέτασης της ανάκλησης καθεστώς διεθνούς προστασίας η έννοια του κινδύνου για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του κράτους ταυτίζεται με αυτήν του άρθρου 21(2) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ήτοι της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς την αποσαφήνιση της έννοια του κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους ο Αιτητής παραπέμπει σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ, όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων ότι η αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα δεν είναι το μόνο κριτήριο που θα πρέπει να εξετάζεται καθώς θα πρέπει να καταδεικνύεται παράλληλα ότι το εν λόγω άτομο αποτελεί πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντος σοβαρό κίνδυνο, για τη δημόσια τάξη (Bλ. C-159/21, σκέψεις 71 και 71 και C- 8/22, σκέψεις 56 έως 68). Παραπέμπει στη συνέχεια της γραπτής του αγόρευσής του ο Αιτητής σε νομολογία του ΔΕΕ όπου επεξηγείται το διαφορετικό περιεχόμενο των εννοιών κίνδυνος για τη δημόσια τάξη αφενός, και κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια αφετέρου, όπου στην περίπτωση της δεύτερης, περιλαμβάνει την παρακώληση της λειτουργία των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών και τον κίνδυνο επιβίωσης του πληθυσμού ή σοβαρή διατάραξη των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή στρατιωτικών συμφερόντων (Bλ. C-373/13, σκέψη 78). Επιπρόσθετα, ο Αιτητή επισημαίνει την ανάγκη στοιχειοθέτηση της ύπαρξης μελλοντικού κινδύνου, ο οποίος να απορρέει από συμπεριφορά που να αποδίδεται προσωπικά στον Αιτητή.

 

86.          Τέλος, ο Αιτητής συνδέοντας την ανάγκη απόδοσης συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο πρόσωπό του και στην ακόλουθη υποχρέωση της διοίκησης για εφαρμογή της αρχής της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του μέτρου της απέλασης, εισηγείται ότι στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας το παρόν Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης.

 

87.          Ως τρίτο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής προβάλλει την κατ’ ισχυρισμό παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Το εν λόγω δικαίωμα απορρέει κατά τον Αιτητή από το ίδιο το άρθρο 29(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου και από το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι καίτοι πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 31.8.2023, του έχει δοθεί καταρχήν το δικαίωμα να καταγράψει τις θέσεις του, στο πλαίσιο του παρόντος επίδικου διατάγματος δεν του δόθηκε η δυνατότητα να το πράξει. Από τη δικαστική ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος απέλασης μέχρι την έκδοση του νέου διατάγματος απέλασης μεσολάβησαν μόλις δύο ημέρες, διάστημα εντός του οποίου ούτε και ακούστηκε ο Αιτητή ούτε και θα ήταν εφικτό να ακουστεί. Από την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος απέλασης μεσολάβησαν δε έξι (6) μήνες. Στο διάσημα αυτό εντέλει δεν ανανεώθηκε το διάταγμα προσωποκράτησης του Αιτητή στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ενώ μέχρι και την ημερομηνία σύνταξης της γραπτής του αγόρευσης κρατείται για σκοπούς απέλασης χωρίς να έχει εκκινήσει οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον του. Επιπλέον, ο Αιτητής θέτει στο δικαστήριο πληροφορίες από εξωτερικές πηγές προερχόμενες από Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς από τις οποίες προκύπτει ως υποστηρίζει κίνδυνος για τον ίδιο για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση των άρθρων 2 ή/ και 3 τη ΕΣΔΑ άλλα και κίνδυνος για περαιτέρω προώθηση του από το Λίβανο στη χώρα καταγωγής του τη Συρία. Ως προς την υποχρέωση της αρμόδια αρχή για τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, ο Αιτητής παραπέμπει στην απόφασή του ΔΕΕ στην υπόθεση C-663/21, σκέψεις 32 έως 50.

 

88.          Ως τέταρτο λόγος προσφυγής, ο Αιτητής προβάλλει ότι η με την επίδικη απόφαση παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, το άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 29 (4) και (5) του περί Προσφύγων Νόμου. Η θέση του αυτή εδράζεται στο γεγονός  ότι, πρώτον σύμφωνα με πηγές τις οποίες επικαλείται, ο ίδιος διατρέχει κίνδυνο προώθησής του από το Λίβανο στη Συρία, όπου μαίνεται ένοπλη διαμάχη, επισημαίνοντας το γεγονός ότι δεν έχει ανακληθεί προς τούτο το καθεστώς του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας. Κατά δεύτερον, επικαλείται ότι ως Σύριος στο Λίβανο ενδέχεται να υποβληθεί σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Εισηγείται ειδικότερα, ότι η έρευνα των Καθ΄ ων η αίτηση και η αιτιολογία που δίδεται προς τούτο το σημείο, δεν είναι επαρκής. Επιπλέον, ο Αιτητής παραπέμπει σε νομολογία του ΕΔΑΔ προωθώντας τη θέση ότι πριν την απέλαση προσώπου θα πρέπει να εξεταστεί από την αρμόδια αρχή το ενδεχόμενο αυτό να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στο κράτος όπου απελαύνεται. Η εξέταση του ενδεχομένου υποβολής του Αιτητή σε τέτοιου είδους κίνδυνο θα πρέπει να διενεργείται με αυστηρότητα ενώ επιπλέον κατά την εξέταση της εν λόγω αρχής θα πρέπει να εξετάζονται τόσο τα γεγονότα που ήταν ήδη γνωστά στις αρχές του συμβαλλομένου κράτους όσο και αυτά που όφειλε να λάβει υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης απέλασης. Σε περίπτωση δε που δεν έχει απελαθεί ο ενδιαφερόμενος, ο χρόνος αξιολόγησης των γεγονότων είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το Δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση. Ο Αιτητής αναπτύσσει παραπέμποντας σε νομολογία του ΕΔΑΔ ως προς το βάρος απόδειξης του κινδύνου που τυχόν διατρέχει ο Αιτητής και την πηγή πληροφόρησης ως προς τα γεγονότα που καλείται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη. Ως προς τούτο, ο Αιτητής παραπέμπει σε στοιχεία που έχει ο ίδιος προσκομίσει ως προς τον κίνδυνο που διατρέχει στο Λίβανο και καλεί το Δικαστήριο, εν τη απουσία οποιονδήποτε άλλων δεδομένων προς αντίκρουση των θέσεών του από τη διοίκηση, να ακυρώσει το επίδικο διάταγμα απέλασης.

 

Θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση

 

89.          Οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης απόφασης. Υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται παράβαση του δεδικασμένου, χωρίς εντούτοις η επιχειρηματολογία τους να προκύπτει με διαύγεια. Στο τέλος την τοποθέτησής τους αναφέρουν ότι η εδώ επίδικη απόφαση αποτελεί μια νέα διοικητική πράξη, το αντικείμενο της οποίας δεν έχει ακόμα κριθεί. Υποστηρίζουν εξάλλου ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία το διοικητικού φακέλου. Διευκρινίζουν δε ότι αυτή εδράζεται στο στοιχείο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου και υποστηρίζουν ότι  η προσωπική συμπεριφορά του Αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας (βλ. παρ. 1.5.8. της γραπτής του αγόρευση). Παραπέμπουν προς τούτο στις εμπιστευτικές επιστολές του Διοικητική προς τη Διευθύντρια από τις οποίες απορρέει το συμπέρασμα περί της επικινδυνότητας του Αιτητή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Επικαλούνται εξάλλου την κυριαρχία του κράτους και την εξουσίας του να κρίνει τι συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για την ασφάλειά του, εφόσον υπάρχουν πληροφορίες που να προκαλούν προς τούτο ανησυχία. Παραπέμπουν προς τούτο σε σχετική ημεδαπή νομολογία. Εισηγούνται δε ότι το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του Αιτητή, εκτίμηση, η οποία εναποτίθεται στην ενεργό διοίκηση. Εισηγούνται περαιτέρω ότι οι πληροφορίες και ανησυχίες που προέρχονται από το Διοικητή αρκούν καθώς από αυτές δημιουργείται έστω ανησυχία από την παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της Δημοκρατίας. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, η έρευνα και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης υπήρξε πλήρης καθώς από τα ενώπιόν τους στοιχεία προκύπτει ότι ο Αιτητή εμπλέκεται σε κύκλωμα εμπορίας προσώπων. Ως προς τον ισχυρισμό Αιτητή περί παράβασης του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασής, οι Καθ’ ων η αίτηση απέσυραν κατά τη διαδικασία των διευκρινίσεων τους συναφείς ισχυρισμούς τους, καθώς, ως διαπιστώνει και το Δικαστήριο, αυτοί δεν αφορούν στο επίδικο διάταγμα απέλασης, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν οποιαδήποτε άλλη νέα επιχειρηματολογία στην γραπτή τους αγόρευση. Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 29(4) και (4) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση, παραπέμπουν σε νομολογία του ΕΔΑΔ αναφορικά με τον κίνδυνο που η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εκάστοτε Αιτητής αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία ισοδυναμεί με βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ιδίως όταν πρόκειται περί απόφασης απέλασης. Επικαλούμενοι οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωση του ΕΔΑΔ σε άλλη υπόθεση του 2012 αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Υεμένη (Βλ. Απόφαση του ΕΔΑΔ, A.A. and Others v. Sweden, αρ. 14499/09, ημερ. 28.6.2012) καταλήγουν σε κατ’ αναλογία εφαρμογή των ευρημάτων της εκεί απόφασης για την Υεμένη υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση στο Λίβανο δεν έχει αγγίξει ούτε στο ελάχιστο τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην Υεμένη για να καταλήξουν ότι οι συνθήκες που επικρατούν στο Λίβανο δεν αγγίζουν το όριο που θεσπίζει το άρθρο 2 ή/ και 3 της ΕΣΔΑ. Ειδική αναφορά γίνεται και στους Σύριους του Λιβάνου, οι οποίοι κατά τους Καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με πηγές στις οποίες παραπέμπουν δεν διαμένουν σε καταυλισμούς και διαμένουν γενικά σε αστικές περιοχές όντας αναμεμειγμένοι με τον υπόλοιπο πληθυσμό του Λιβάνου. Σημειώνουν επιπροσθέτως ότι δεν υπήρξαν, σύμφωνα με σχετική έκθεση του US Department of State του 2022 μαζικές απελάσεις και περιπτώσεις μαζικής επαναπροώθησης για το Λίβανο. Ούτε ως υποστηρίζουν η συριακή καταγωγή του Αιτητή τον εντάσσει σε κάποια ευάλωτη ομάδα  προσώπων, τα οποία να στοχοποιούνται από τις αρχές του Λιβάνου. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση δεν υφίσταται παράβαση της αρχής της μη επαναπορώθησης σε περίπτωση απέλασης του Αιτητή στο Λίβανο. Οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται επιπλέον, στοιχεία από τα οποία προκύπτουν οι συχνές επισκέψεις του Αιτητή στη Συρία και στο Λίβανο δεδομένα που οδηγούν σε αυτοαναίρεση του ισχυρισμού του περί φόβου δίωξής ή κινδύνου σοβαρής βλάβης στη Συρία και στο Λίβανο. Υπό το φως των ανωτέρω, εισηγούνται την επικύρωση του επίδικου διατάγματος.

 

Κατάληξη

90.          Όπως προκύπτει από το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί το διάταγμα απέλασης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, ημερομηνίας 7.2.2024, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στη συνέχεια για σκοπούς εύκολης αναφοράς στο περιεχόμενό του:

 

«Δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105
όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2022 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023

Αρχηγό Αστυνομίας

Επειδή ο Α. S. υπήκοος Συρίας, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία θεωρείστε ότι αποτελείτε κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου και/ή είστε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) και αφότου έλαβα υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης σας, έκρινα ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους ακόλουθούς λόγους:

Από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες Αρχές του κράτους εναντίον σας προκύπτει ότι ενέχεστε σε σχέση με κύκλωμα εμπορίας προσώπων, ήτοι για ενδεχόμενη στρατολόγηση και/ή πρόσληψη και/ή μεταφορά και/ή διακίνηση και/ή υπόθαλψη και/ή παραλαβή και/ή στέγαση και/ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής και/ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, μέσω απειλών ή χρήσης βίας και/ή άλλων μορφών εξαναγκασμού και/ή απαγωγής και/ή δόλου και/ή εξαπάτησης και/ή παραπλάνησης και/ή κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντας εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού.

Και επειδή η εμπορία προσώπων αποτελεί μια ευμετάβλητη και δύσκολα ελεγχόμενη μορφή εγκλήματος, το οποίο διαπράττεται συχνά στα πλαίσια του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

Και επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελεί πρώτο σημείο εισόδου πολλών μεταναστών στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση αποτελεί χώρα προορισμού θυμάτων εμπορίας προσώπων.

Και επειδή συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς οι μεταναστευτικές ροές στην Κυπριακή Δημοκρατία δια μέσου και όχι εξαντλητικά της θαλάσσιας οδού.

Και επειδή οι συνεχόμενες μεταναστευτικές ροές στην Κυπριακή Δημοκρατία από παράνομες εισόδους δια μέσου και όχι εξαντλητικά της θαλάσσιας οδού, και η συστηματική διευκόλυνση παράνομης εισόδου αλλοδαπών στη Κυπριακή Δημοκρατία, καθιστούν τρωτή τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Και επειδή σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Ένωση αναπτύσσει κοινή μεταναστευτική πολιτική, η οποία έχει ως στόχο να εξασφαλίζει, σε όλα τα στάδια την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, τη δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη μέλη καθώς και την πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων και την ενισχυμένη καταπολέμησή της.

Ως εκ τούτου, κρίνω και αποφασίζω ότι αποτελείτε πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που μου δίδονται δυνάμει του άρθρου 29 των Περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 έχω αποφασίσει την απέλασή του Α. S. καθότι υφίσταται εύλογος λόγος για τον οποίο το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας. Με το παρόν διατάσσω όπως ο Α. S. απελαθεί στο ΛΙΒΑΝΟ και αναχωρήσει από την Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

ΚΑΙ με το παρόν εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης πού τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του, το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 07η ημέρα του Φεβρουάριου, 2024.».                             

91.          Από το περιεχόμενο του ίδιου του διατάγματος, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής από την προσωπική του συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους προκύπτει ότι ενέχεται σε σχέση με κύκλωμα εμπορίας προσώπων. Αναφερόμενοι στο γεγονός ότι οι συνεχόμενες μεταναστευτικές ροές στην Κυπριακή Δημοκρατία από παράνομες εισόδους δια μέσου και όχι εξαντλητικά της θαλάσσιας οδού, και η συστηματική διευκόλυνση παράνομης εισόδου αλλοδαπών στη Κυπριακή Δημοκρατία, καθιστούν τρωτή τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέδωσαν το επίδικο διάταγμα απέλασης του Αιτητή στο Λίβανο.

 

92.          Στο πλαίσιο της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση και στη γραπτή τους αγόρευση δεν γίνεται λόγος σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο επί του οποίου να διατυπώνεται γραπτώς η αξιολογική κρίση τους, πλην του κειμένου του ανωτέρω διατάγματος. Οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν προς συμπλήρωσης της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των απορρήτων εγγράφων, στο ουσιαστικό περιεχόμενο των οποίων ο Αιτητής είχε πρόσβαση κατά το στάδιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας. Σημειώνεται ότι όσον αφορά στα έγγραφα που προηγούνται χρονολογικά της έκδοσης του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 31.8.2023, είχε δοθεί πρόσβαση στο ουσιαστικό περιεχόμενό τους κατά τη δικαστική διαδικασία στην Υπόθεση Αρ.: 3260/23, AS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 5/2/2024

 

93.           Κατά την παρούσα διαδικασία, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν επεξηγούν ποια άλλα στοιχεία πέραν των απορρήτων εγγράφων, τα οποία περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο λήφθηκαν υπόψη και σε ποιο βαθμό και πώς αυτά αξιολογήθηκαν.

 

94.          Κατά τα άλλα, κρίσιμο για σκοπούς πληρότητας είναι να παρατεθεί αυτούσιο το ουσιαστικό περιεχόμενο των εμπιστευτικών εγγράφων που είχαν οι Καθ’ ων η αίτηση στην κατοχή τους, όπως καταγράφηκε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5 στο πλαίσιο της παρουσας δικαστικής διαδικασίας από αυτούς, και στα οποία βασίστηκε, μεταξύ άλλων, η επίδικη απόφαση.

 

«1.  Επιστολή, ημερομηνίας 31 Αυγούστου 2023, από ΥΑ&Μ προς Διευθύντρια ΤΑΠ&Μ, με την οποία γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του A.S., για λόγους Δημοσίας Τάξης και Ασφάλειας, η οποία συνοδεύεται από «ημερολόγιο ενέργειας» (3 σελίδες) της Αστυνομίας Κύπρου, ημερομηνίας 30/08/2023. […]

1.1            Στην επιστολή ημερομηνίας 31 Αυγούστου 2023, γίνεται αναφορά σε προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι το όνομα του, την ημερομηνία γέννησης του, τον αριθμό διαβατηρίου του, την ημερομηνία άφιξης του στη Κυπριακή Δημοκρατία, πότε αιτήθηκε για πολιτικό άσυλο και ότι σήμερα είναι στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασχολείται με οικοδομικές εργασίες μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια του. Ακολούθως γίνεται αναφορά σε προσωπικά στοιχεία/δεδομένα τρίτων ατόμων ή/και υπόπτων. Αναφέρεται επίσης ότι ο αιτητής είναι ύποπτος για διάφορα αδικήματα, μαζί με αλλά πρόσωπα και γίνεται εισήγηση για άμεση έκδοση Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας.

1.2.           Στο ημερολόγιο ενέργειας ημερομηνίας 30/08/2023, γίνεται αναφορά σε έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον προσώπων συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή.

2.     Επιστολή, ημερομηνίας 28 Ιουλίου 2023, από Υ.ΚΑ.Ν. προς ΥΑ&Μ. […]

2.2.           Στην επιστολή ημερομηνίας 28 Ιουλίου 2023, γίνεται αναφορά σε προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι το όνομά του, την ημερομηνία γέννησης του, τον αριθμό διαβατηρίου του, την ημερομηνία άφιξης του στη Κυπριακή Δημοκρατία, πότε αιτήθηκε για πολιτικό άσυλο και ότι σήμερα είναι στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασχολείται με οικοδομικές εργασίες μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια του. Ακολούθως γίνεται αναφορά σε διάφορα άτομα/στοιχεία με τα οποία συνδέεται και ο Αιτητής. Αναφέρεται επίσης ότι δεν καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο στην Δημοκρατία και επιπλέον δεν εκκρεμεί οποιοδήποτε αδίκημα αλλά και οποιοδήποτε ένταλμα εναντίον του. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στον λογαριασμό Facebook που κατέχει ο αιτητής.

3.     Επιστολή ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2023 από ΥΑ&Μ προς Διευθύντρια ΤΑΠ&Μ, με την οποία αναφέρονται μέλη κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών - ενεστώτα απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. […]

3.2.          Στην επιστολή ημερομηνίας 23 Αύγουστου 2023, γίνεται αναφορά σε διάφορα άτομα/στοιχεία με τα οποία συνδέεται και ο Αιτητής. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε δώδεκα (12), ύποπτους μεταξύ των οποίων είναι και ο αιτητής. Ακολούθως και σε σχέση με τον αιτητή, γίνεται αναφορά των προσωπικών του στοιχείων και ότι είναι ύποπτος για αδικήματα χωρίς να προκύψει οτιδήποτε εναντίον του. Γίνεται αναφορά στην δράση του, δηλαδή να εντοπίζει Σύριους υπηκόους στην Κύπρο οι οποίοι επιθυμούν να φέρουν συγγενικά τους πρόσωπα στην Κύπρο. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά ότι ο αιτητής διατηρεί σελίδα κοινωνικής δικτύωσης στο Facebook, όπου διαφημίζει έναντι χρηματικής αμοιβής την διακίνηση παράτυπων μεταναστών από την Συρία στην Τουρκία και ακολούθως προς τις ελεύθερες περιοχές και μετά από έλεγχο που ολοκληρώθηκε πολύ πρόσφατα ο αιτητής έχει αφαιρέσει τις αναρτήσεις αυτές.

4.  Επιστολή ημερομηνίας 7 Φλεβάρη 2024 από ΥΑ&Μ προς Διευθύντρια ΤΑΠ&Μ. […]

4.2.        Στην επιστολή ημερομηνίας 7/2/2024, γίνεται αναφορά σε διάφορα στοιχεία με τα οποία συνδέεται και ο Αιτητής. Γίνεται αναφορά στην δράση του, δηλαδή να εντοπίζει Σύριους υπηκόους στην Κύπρο οι οποίοι επιθυμούν να φέρουν συγγενικά τους πρόσωπα στην Κύπρο. Επίσης, γίνεται αναφορά στο ότι η προώθηση υπηκόων της Συρίας προς το Λίβανο από την ΚΔ είναι εφικτή στο πλαίσιο Συμφωνίας μεταξύ ΚΔ και Συρίας. Περαιτέρω, γίνεται μνεία και στα συχνά ταξίδια που έκανε ο αιτητής από και προς τη Συρία.».

 

95.          Ως προς τους εγειρόμενους λόγος προσφυγής, η εξέταση των λόγων που ανάγονται στην αρμοδιότητα και τη διοικητική διαδικασία, που αφορούν δηλαδή στην τυπική ή εξωτερική νομιμότητα, προηγείται της εξέτασης των λόγων που ανάγονται στην εσωτερική νομιμότητα, όπως η νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

96.          Ως εκ τούτου, θα εξεταστεί αρχικώς ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί της παράβασης της ακρόασης, ο οποίος ωστόσο λόγω της συνάφειάς του με τον ισχυρισμό περί παράβασης δεδικασμένου θα συνεξεταστεί με αυτόν. 

 

97.          Αρχικώς θα πρέπει να διευκρινιστεί κατά πόσον το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται κατά την παρούσα κρίση του από το δεδικασμένο της απόφασης στην Υπόθεσης Αρ.: 3260/23, βλ ανωτέρω. Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει σε κάθε περίπτωση εφεσιβληθεί και ότι αυτή έχει τελεσιδικήσει. Όπως προκύπτει από  το Άρθρο 146.5  του Συντάγματος και από τη νομολογιακή ερμηνεία της αρχής του δεδικασμένου, η εξέτασή της διενεργείται και αυτεπαγγέλτως καθότι αποτελεί λόγο που ανάγεται στη δημόσια τάξη (Βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314). Η παράβαση του δεδικασμένου, αποτελεί "παράβαση κατ' ουσίαν διατάξεως του νόμου" και επομένως συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως (Βλ. Σιάμπος Aλέκος ν. Δημοκρατίας (Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας) (1993) 4 ΑΑΔ 1381).

 

98.          Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι αντικείμενο στην Υπόθεση αρ. 3260/23, ήταν διάταγμα απέλασης εναντίον του ίδιου Αιτητή στο Λίβανο ημερομηνίας 31.8.2023 εκδοθέντος επίσης δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Το Δικαστήριο εξέτασε αρχικώς την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση του δικαιώματος ακρόασης διαπιστώνοντας ότι εν προκειμένω αυτό αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης διατάγματος απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι όντως η επίδικη απόφαση εκδόθηκε προτού ο Αιτητής ακουστεί, καθώς δεν δόθηκε η δυνατότητα σε αυτόν να καταθέσει τις θέσεις του εντός σαφούς και εύλογης προθεσμίας, με αποτέλεσμα οι θέσεις που κατέθεσε την ημέρα έκδοσης του διατάγματος να μην αποτελέσουν αντικείμενο της αξιολογικής κρίσης της διοίκησης. Προχώρησε στη συνέχεια το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη λυσιτέλεια του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης, και κατά πόσον τα όσα ο Αιτητής θα προέβαλε θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τους Καθ’ ων η αίτηση. Προς τούτο εξετάστηκαν οι αιτιάσεις του Αιτητή (τις οποίες δεν είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ενώπιον της διοίκησης) αναφορικά με δύο επιμέρους ζητήματα. αφενός την επικινδυνότητά του για την εθνική ασφάλεια και αφετέρου, τον ισχυρισμό ότι η απέλασή του στο Λίβανο συνιστά άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του. Ως προς την πρώτη πτυχή της επικινδυνότητας το Δικαστήριο έκρινε ότι εύλογα με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την εθνική και τη δημόσια ασφάλεια. Ως προς τη δεύτερη ωστόσο πτυχή και την παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν εντοπίζεται εντός του διοικητικού φακέλου οποιοδήποτε στοιχείο που να αιτιολογεί την επιλογή του Λιβάνου ως χώρας απέλασης. Αυτή η διαπίστωση σε συνάρτηση με τα στοιχεία που ο Αιτητής προσκόμισε στο Δικαστήριο και τα οποία θα μπορούσε να θέσει ενώπιον της διοίκησης και να επηρεάσουν την κρίση της, οδήγησαν το Δικαστήριο στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος, κρίνοντας ότι το δικαίωμα του Αιτητή σε προηγούμενη ακρόαση έχει παραβιαστεί.

 

99.          Το ερώτημα που καλείται το δικαστήριο εν προκειμένω να εξετάσει καταρχάς είναι κατά πόσον δεσμεύεται όντως από το δεδικασμένο της υπό αναφορά απόφασης και εάν ναι, σε ποια έκταση. Εκατέρωθεν τα μέρη συμφωνούν ότι το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από το δεδικασμένο στην απόφαση στην Υπόθεσης Αρ.: 3260/23 καθώς συντρέχουν σωρευτικώς όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω αρχής καθώς διαπιστώνεται ταύτιση των διαδίκων, της ιδιότητάς τους καθώς και των επίδικων θεμάτων (Βλ. Kαλφοπούλου Aσπασία (1998) 1 ΑΑΔ 55 και Αναφορικά με την Αίτηση Γεωρηγιάδη, Πολ. Έφεση αρ. 414/17, 2.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:A426. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, η οποία αφορά στον ίδιο Αιτητή και τη Διευθύντρια υπό την ίδια ιδιότητα. Ως προς δε τα επίδικα θέματα, παρατηρείται ότι το επίδικο εν προκειμένω διάταγμα αποτελεί απότοκο της διαδικασίας επανεξέτασης του πρώτου και ακυρωθέντος με την απόφαση στην υπόθεση Αρ.: 3260/23 διατάγματος απέλασης. Ως εκ τούτου, αναντίλεκτη είναι και η ταύτιση των επίδικων θεμάτων.

 

 

100.        Ως προς την έκταση που το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από το δεδικασμένο στην  Υπόθεσης Αρ.: 3260/23, οι αρχές που διέπουν την αρχή του δεδικασμένου στο κυπριακό διοικητικό δίκαιο συνοψίζονται στην Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 349, όπου η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με το ζήτημα καταλήγοντας ως ακολούθως:

«Το δεδικασμένο προϋποθέτει κατ' αρχήν τη δικαστική απόφανση επί της ουσίας εγειρoμένης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας.  Έπειτα, ως προς το περιεχόμενο του, το δεδικασμένο συνίσταται σε ό,τι καλύτει η απόφανση είτε ρητά είτε ως αναπόφευκτο συμπέρασμα: βλ. Πιερής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Η δικαστική απόφανση, όπως χρησιμοποιούμε τον όρο, δεν περιορίζεται σε μόνο το διατακτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του Δικαστηρίου επί επίδικου θέματος, πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται για την κατάληξη την οποία εκφράζει το διατακτικό.  Αυτή η αντίκρυση του θέματος λαμβάνει υπόψη τόσο τις αγγλικές αρχές επί του θέματος - οι πιο σημαντικές αποφάσεις εκτίθενται στην Πιερής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) - αλλά και τις αρχές που επικράτησαν στην Ελλάδα κατά την ερμηνεία σχετικής διαταγής αναφορικά με τον προσδιορισμό του κριθέντος θέματος.  Συνοψίζονται στο σύγγραμμα "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" του Επ. Σπηλιωτόπουλου, 6η Έκδ. στη σελ. 548 ως εξής:

"Όπως από όλες τις αποφάσεις του ΣΕ, έτσι και από τις αποφάσεις που εκδίδονται επί αιτήσεων ακυρώσεως, είτε είναι απορριπτικές είτε ακυρωτικές, πηγάζει δεδικασμένο (Δ/μα 18/1989, άρθρο 50 # 5), το οποίο καλύπτει τόσο το ακυρωτικό αποτέλεσμα (στην περίπτωση των ακυρωτικών αποφάσεων) που διατυπώνεται στο διατακτικό, όσο και τα 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στην αιτιολογία της απόφασης.  Ως προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το δεδικασμένο, λόγω του διαπλαστικού του χαρακτήρα, αφού εξαφανίζει την πράξη, ισχύει για όλους.  Όσον αφορά τα 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα, πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του δεδικασμένου:  ταυτότητα προσώπου (ΣΕ 46/1973, ΑΠ 39/1988, Ελλ. Δ/νη 1989, 1153) και ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή διαφοράς που θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα (ΣΕ 1429/1986).  Είναι δε 'διοικητικής φύσεως' ζητήματα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ρυθμίζονται από κανόνες του διοκητικού δικαίου και αναφέρονται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της απόφασης, εφόσον ήταν αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και βρίσκονται σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση (ακύρωση της πράξης ή απόρριψη της αίτησης) δηλαδή, αποτελούν το στήριγμα του συμπεράσματος αυτού (ΣΕ 813/1981, 1429/1986)."».

 

101.        Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το δεδικασμένο στην υπόθεση Αρ. 3260/23, δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο ως προς τη διαπίστωση περί παράβασης του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης για το λόγο ότι ο Αιτητής δεν ακούστηκε ως προς την παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο δε της εξέτασης της λυσιτέλειας του λόγου ακύρωσης το Δικαστήριο διαπίστωσε παρεμπιπτόντως ότι η κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί της επικινδυνότητας του Αιτητή ήταν εύλογη κατά τον ουσιώδη χρόνο απορρίπτοντας εμμέσως τη λυσιτέλεια του εγειρόμενου λόγου ακύρωσης και ως εκ τούτου, και αυτό το μέρος δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο.

 

102.         Έχω διεξέλθει με μεγάλη προσοχή τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ενώπιόν μου. Αξιοσημείωτη για τους σκοπούς εξέτασης των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης είναι η επιστολή ημερομηνίας 23.8.2024 (βλ. ερ. 9), με την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση κάλεσαν τον Αιτητή να διατυπώσει απόψεις αναφορικά την πρόθεσή τους να τον απελάσουν, καλώντας τον μάλιστα να υποδείξει τη χώρα που αυτός επιθυμεί να απελαθεί. Ο Αιτητής δια του συνηγόρου υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, οι οποίες όπως προκύπτει από το ιστορικό της διαδικασίας δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση του πρώτου διατάγματος απέλασής του στην Προσφυγή υπ΄ αριθμό Αρ.: 3260/23. Αυτός υπήρξε και ο λόγος ακύρωσης του εκεί επίδικου διατάγματος απέλασης του Αιτητή. Στις 27.12.2023, η Διευθύντρια απέρριψε τις θέσεις του Αιτητή και ιδιαιτέρως την εισήγηση για ακύρωση των επίμαχων εκεί διαταγμάτων απέλασης στο πλαίσιο μιας λακωνικής επιστολής της περί απόρριψης την εν λόγω εισήγησης (βλ. ερ. 141, του διοικητικού φακέλου). Προηγήθηκε σχετικό εσωτερικό σημείωμα ημερομηνίας 7.12.2023, με το οποίο η Διευθύντρια συμφώνησε, ότι το περιεχόμενο των απόρρητων επιστολών επί των οποία βασίστηκε η διοίκηση για την έκδοση του διατάγματος απέλασης καθιστούν μη αποδεκτή την εισήγηση του Αιτητή να αφεθεί αυτός ελεύθερος.  

 

103.        Οι Καθ’ ων η αίτηση ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης της αρχής του δεδικασμένου υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε κατά την έκδοση της παρούσας απόφασης παράβαση της εν λόγω αρχής. Σχολιάζουν ότι η επίδικη εδώ απόφαση αφορά σε νέα διοικητική πράξη, ενώ κατά τις διευκρινίσεις επεσήμαναν ότι στο πλαίσιο έκδοσης του εδώ επίδικου διατάγματος λήφθηκαν υπόψη οι γραπτές θέσεις του Αιτητή ημερομηνίας 31.8.2023. Η τελευταία ωστόσο επισήμανση δεν έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αντίκτυπο στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής καθώς της διαδικασίας επανεξέτασης μιας ακυρωθείσας απόφασης πάντοτε έπεται μια νέα διοικητική πράξη, όπου η διοίκηση δεσμεύεται από το δεδικασμένο της προηγούμενης κρίσης του Δικαστηρίου.

 

104.        Υπογραμμίζεται συναφώς ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή να διατυπώσει γραπτώς τις θέσεις του μετά τη δικαστική ακύρωση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 31.8.2023 και προ της εκδόσεως του εδώ επίδικου διατάγματος απέλασης, θεωρώντας ότι λαμβάνοντας πλέον υπόψη τις γραπτές θέσεις του Αιτητή, τις οποίες δεν έλαβαν υπόψη κατά την πρώτη διαδικασία, έχουν πλέον πλήρως συμμορφωθεί με το δεδικασμένο  στην Προσφυγή υπ΄ αριθμό Αρ.: 3260/23.

 

105.        Επισημαίνεται ωστόσο ότι το Δικαστήριο στην υπ΄ αριθμό Αρ.: 3260/23 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, και σε αυτό ακριβώς αφορούσε η κατάληξή του, στην μη άσκηση του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή σε σχέση με την αρχή της μη επαναπροώθησης. Σημειώνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση  στην επιστολή τους ημερομηνίας 23.8.2023 (ερ. 9), με την οποία κάλεσαν τον Αιτητή να διατυπώσει τις θέσεις του αναφορικά με την πρόθεσή τους να τον απελάσουν, δεν καταγράφουν τη χώρα που προτίθενται να τον απελάσουν. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο κοινοποίησης των γραπτών του θέσεων στις 31.8.2023, ο Αιτητής δεν είχε κατ’ ουσία την ευκαιρία να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαίωμά του σε προηγουμένη ακρόαση, καθώς δεν γνώριζε ένα από τα ουσιωδέστερα στοιχεία που αφορά στην απόφαση απέλασής του, ήτοι τη χώρα προορισμού του. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατή η συμπερίληψη στις γραπτές του θέσεις ημερομηνίας 31.8.2023 οποιαδήποτε αναφορά στην αρχή της μη επαναπροώθησης σε σχέση με το Λίβανο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις γραπτές του θέσεις ο Αιτητής απαντώντας στο υποθετικό ερώτημα των Καθ’ ων η αίτηση σε ποια χώρα επιθυμεί ο ίδιος να απελαθεί (!), αυτός καταγράφει ότι δεν επιθυμεί να απελαθεί σε άλλη χώρα, δεδομένο που δεικνύει την άγνοιά του περί των προθέσεων της διοίκησης, πολλώ μάλλον των δεδομένων επί των οποίων κρίθηκε ο Λίβανος ως ασφαλής χώρα για τον ίδιο.

 

106.        Το δε δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, όπως προκύπτει από την ανωτέρω καταγραφείσα νομολογία, προκειμένου να ασκηθεί λυσιτελώς, προϋποθέτει καταρχήν την πρόσβαση και τη γνώση του προσώπου κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως εν προκειμένου το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31 και βλ. ανωτέρω GM κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, Alkotmányvédelmi Hivatal, Terrorelhárítási Központ, ECLI:EU:C:2022:708, σκέψεις 45 έως 50).

 

107.        Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης αποτελεί μία επιμέρους έκφανση της υποχρέωσης που διαρρέει ολόκληρη τη διαδικασία εξετάσεων αιτήσεων ασύλου, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά μείζονα λόγο της διαδικασίας απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας, για εξατομικευμένη εξέταση των περιστάσεών του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοσης βλαπτικής για τον ίδιο απόφαση. Ιδίως στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 29 σε πρόσωπο του οποίου το καθεστώς δεν έχει ανακληθεί, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η απέλασή του στην χώρα καταγωγής του, γεγονός που απορρέει από την πράξη χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η απέλασή του σε τρίτη χώρα, δεν νοείται χωρίς να του χορηγηθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε τυχόν παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, και οι οποίες δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να είναι γνωστές στη διοίκηση. Προς τούτο προκαλεί έντονη έκπληξη η κλήση του Αιτητή προς διατύπωση απόψεων στη βάση της προοπτικής απέλασής του χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί κατ’ ελάχιστον για τη χώρα απέλασης και κατ’ επέκταση τα κριτήρια και τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε η κρίση τους ότι αυτή είναι ασφαλής ειδικώς για τον Αιτητή.

 

108.        Υπό το φως των ανωτέρω, εφόσον αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή υπ’ αριθμό Αρ.: 3260/23, δεν κάλεσαν τον Αιτητή εκ νέου να καταγράψει τις θέσεις του και επί αυτού του σημείου προ της εκδόσεως του νέου διατάγματος απέλασης, θεωρώντας ότι συμμορφώνονται με αυτό μόνο με την αξιολόγηση των γραπτών του θέσεων ημερομηνίας 31.8.2023, παραβιάζουν την αρχή του δεδικασμένου και κατ’ επέκταση παραβιάζουν για ακόμα μια φορά το δικαίωμα του Αιτητή σε προηγούμενη ακρόαση. Υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της αρχής του κράτους δικαίου.

 

109.        Ως προς το λυσιτελές, του λόγου ακύρωσης περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν πράξεως όπως προκύπτει και από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 79/2018, Papouis Dairies v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού, απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί.

 

110.        Επισημαίνεται συναφώς ότι ο Αιτητής στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής προσκομίζει ένα ευρύ κατάλογο εγγράφων από τα οποία προκύπτει ως υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, η εχθρική συμπεριφορά των αρχών του Λιβάνου απέναντι στους Σύριους, η ύπαρξη ανθρωπιστικής και οικονομικής κρίσης στο εν λόγω κράτος  και κυρίως το ενδεχόμενο επαναπροώθησης του Αιτητή στη Σύρια (έμμεση επαναπροώθηση), στο έδαφος της οποίας, ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας κατά τεκμήριο κινδυνεύει. Αλλά και στη γραπτή του αγόρευση καταγράφει τις αιτιάσεις που θα προέβαλε σε σχέση με την παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης σε περίπτωση απέλασής του στο Λίβανο. Το πιο πάνω αρκούν, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί η λυσιτέλεια του εγειρόμενου λόγου ακύρωσης χωρίς να απαιτείται από το δικαστήριο να εξετάσει οτιδήποτε περαιτέρω, δεδομένης της συνάφειας των εγειρόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων που ο Αιτητής προβάλει με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα και της σοβαρότητάς τους.

 

51.          Χωρίς το παρόν δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας να προβαίνει σε πρωτογενή κρίση περί της παράβασης της μη επαναπορώθησης, καθώς αυτό εναπόκειται στη διοίκηση κατόπιν της ενάσκησης του παραβιασθέντος δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή, κρίνεται σκόπιμο να σχολιαστεί συναφώς ότι κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης δεν προκύπτει, πέραν της γενικής αναφοράς περί ύπαρξης διμερούς συμφωνίας μεταξύ Λιβάνου και Δημοκρατίας για επιστροφή μεταναστών, ότι ο Λίβανος θα αποδεχτεί το έδαφός της του Αιτητή. Αντίθετα, υφίσταται δικαστική γνώση του παρόντος Δικαστηρίου ότι, σύμφωνα με δημόσιες δηλώσεις των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας, δεδομένο που έθιξε και οι πλευρά του Αιτητή κατά τη διαδικασίας των διευκρινίσεων, ότι ο Λίβανος δεν δέχεται στο παρόν στάδιο συριακής καταγωγής μετανάστες από τη Δημοκρατία. Πολλώ μάλλον δεν υφίσταται οποιαδήποτε επίσημη δήλωση του κράτους του Λιβάνου συγκεκριμένα για τον Αιτητή όπου να διασφαλίζονται συνθήκες μη παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης κατά την εκεί απέλασή του (Βλ. Απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση αρ. 37201/06, Saadi v. Italy, ημερ. 28.2.2008, 28 February 2008, παρ. 147, αναφορικά με τις προσωπικές εγγυήσεις που αναμένονται να διασφαλιστούν πριν την απέλαση του ενδιαφερομένου). Τέλος, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής πράξης και του κατά πόσον τα στοιχεία που βρίσκονται εντός αυτού καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση. (Βλ. Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020). Από την ανωτέρω νομολογιακή ανάλυση, η απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας αφορά σε ένα από τα πολυπλοκότερα ζητήματα που εξετάζονται σε επίπεδο δικαίου διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, αναμένεται από τη διοίκηση να καταγράφει εμπεριστατωμένα την κρίση της, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης της τυχόν παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς δεν μπορεί να αναμένεται από το Δικαστήριο να διαγνώσει την κρίση της περί του κινδύνου που διατρέχει ή μη ο Αιτητής και τον τρόπο που σταθμίζει η διοίκηση τα ενώπιόν της δεδομένα, μόνο με την ύπαρξη εντός του διοικητικού φακέλου πολυσέλιδων εκθέσεων διεθνών οργανισμών και άλλων φορέων.

 

52.          Όπως εξάλλου επισημαίνει το ΔΕΕ στην απόφασή του της 22ας Νοεμβρίου 2012, στην  υπόθεση C‑277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, ECLI:EU:C:2012:744, σκέψη 88, αναφερόμενο στο δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, το εν λόγω δικαίωμα συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοικήσεως να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται και εκδίδεται διαταγή για έξοδα €1700 εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση και υπέρ του Αιτητή.

 

              Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  



[1] Erika Feller, Volker Türk, Frances Nicholson. Refugee Protection in International Law: UNHCR’s Global Consultations on International Protection, Cambridge University Press, 2003.

[2] Η  Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, έχει αντικατασταθεί από τι ισχύουσα σήμερα Οδηγία 2011/95/ΕΚ.

[3] Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ 

[4] Εννοείται οι περιπτώσεις όπου είναι επιτρεπτή η ανάκληση.

[5] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf (τελευταία πρόσβαση 15.4.2024):

“As recalled by the CJEU itself in relation to the EU Charter Asylum procedures and the principle of non-refoulement EU charter, the prohibition of refoulement in international human rights law is absolute, protecting any individual from being returned to ill treatment, irrespective of their criminal record or the danger they may pose to the security of the host state.”

[6] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf (τελευταία πρόσβαση 15.4.2024): σελ 7

[7] Erika Feller, Volker Türk, Frances Nicholson. Refugee Protection in International Law: UNHCR’s Global Consultations on International Protection. Cambridge University Press; 2003 par. 113 έως 118 και βλ. επίσης https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf (τελευταία πρόσβαση 26.5.2024):

[8] https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2004/en/36189


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο