ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.6317/22

 

21 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P. U. I.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Μ. Μπαγιαζίδου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Μ. Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που αναφέρεται στην επιστολή ημ.19/09/22, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (αιτητικό Α) και έκδοση απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του, προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης (αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητης κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 17/03/21 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 22/04/21 (ερ.1-3, 28).

Στις 08/08/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.24-34). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 16/08/22 η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε (ερ.38-45).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σε γλώσσα που κατανοεί, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 19/09/22 (ερ.48-49, 3).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της κρίσης στην οικογένειά του που σχεδόν του κόστισε την ζωή. Ως αναφέρει, οι θείοι του προσπάθησαν 3 φορές να τον σκοτώσουν ενώ επιπλέον σκότωσαν την γυναίκα και το αγέννητο παιδί του. Όπως ισχυρίζεται, αιτία των επιθέσεων είναι η κληρονομική διαμάχη για την περιουσία που άφησε πίσω του ο αποθανών πατέρα του, την οποία κληρονόμησε ο αιτητής. Οι θείοι του τον στοχοποίησαν επειδή δεν ήταν βιολογικό τέκνο του πατέρα του αλλά υιοθετημένο. Περαιτέρω, στις 02/02/18 ισχυρίζεται ότι απήχθη από άγνωστους ένοπλους άντρες, κακοποιήθηκε σωματικά και απειλήθηκε να εγκαταλείψει την κληρονομητέα περιουσία. Παρότι αυτός αποτάθηκε στις αρχές για προστασία, οι θείοι του δωροδόκησαν την αστυνομία και έτσι δεν έτυχε προστασίας. Εν συνεχεία, στις 30/09/19 βρήκε τη σύζυγό του να αιμορραγεί στην οικία τους και την πήρε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου βεβαιώθηκε ο θάνατός της συνεπεία τροφικής δηλητηρίασης, το οποίο, ως αναφέρει, ήταν στα πλαίσια προσπάθειας θανάτωσης του ίδιου. Ακολούθως, στις 10/10/20, δέχτηκε τηλεφώνημα από τους γείτονες του ότι η οικία του κάηκε ολοσχερώς και όταν πήγε να διαπραγματευτεί με τους δράστες τον απείλησαν να μην επιστρέψει ποτέ πίσω αν θέλει να γλιτώσει την ζωή του. Συνεπεία των ανωτέρω ο αιτητής εγκατέλειψε οριστικά την χώρα του στις 07/11/20.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανάφερε ότι προέρχεται από την πόλη Benin, της πολιτείας Edo, όπου γεννήθηκε και διέμενε, είναι χριστιανός, ανήκει στη φυλή Igbo, ολοκλήρωσε δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εργαζόταν στην επιχείρηση του πατέρα του ως έμπορος ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε χήρος και άτεκνος. Οι τρεις αδερφές και η μητέρα του, με την οποία διατηρεί επικοινωνία, διαμένουν έως και σήμερα την πόλη Benin, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2010. 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι έφυγε από τη χώρα του λόγω του αδερφού του πατέρα του, ο οποίος του είπε ότι δεν ήταν βιολογικός γιος του πατέρα του και δεν μπορούσε γι’ αυτό να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα του, όντας υιοθετημένος, ως του ομολόγησε και η μητέρα του. Τον Φεβρουάριο του 2018, τον απήγαγε μια ομάδα ανδρών, οι οποίοι αφού τον χτύπησαν του είπαν να φύγει και να παραιτηθεί από τα ακίνητα. Τότε ο αιτητής πήγε στην αστυνομία αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Στις 30/09/19 τον κάλεσαν να του πουν ότι η γυναίκα του αιμορραγούσε και τελικά πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Όπως ισχυρίζεται, το δηλητήριο προοριζόταν για τον ίδιο επειδή οι θείοι του σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν. Αναφέρθηκε ξανά στην αστυνομία και αυτήν την φορά του είπαν ότι θα ερευνήσουν το περιστατικό. Στις 10/10/20  δέχτηκε τηλεφώνημα ότι έβαλαν φωτιά στο σπίτι της οικογένειάς του, το οποίο καταστράφηκε, με αποτέλεσμα η μητέρα να πάει να μείνει στο σπίτι της αδερφής του και ο ίδιος να εγκαταλείψει την χώρα.

Ερωτώμενος σχετικά με όσα ανέφερε περί υιοθεσίας του ο αιτητής ανέφερε πως γνώριζε πως ήταν υιοθετημένος ήδη από την ηλικία των 19 προβάλλοντας πως οι γονείς του δεν είχαν γιο και γι’ αυτό τον υιοθέτησαν.  Αναφορικά με το περιστατικό της απαγωγής του ανέφερε ότι έλαβε χώρα από τις 02/02/18 μέχρι τις 18/02/18, από άγνωστους ένοπλους άντρες που έβαλε ο θείος του με σκοπό να τον κάνουν να εγκαταλείψει την περιουσία και να τους δώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας. Κατά την διάρκεια της απαγωγής του ισχυρίζεται ότι τον έδεσαν, τον χτύπησαν και του έσπασαν τα δόντια. Κατάφερε να διαφύγει επειδή τους υποσχέθηκε ότι θα τους παραδώσει τα έγγραφα ιδιοκτησίας, οπότε και τον εγκατέλειψαν σε ένα μέρος απ’ όπου βρήκε τον δρόμο της επιστροφής. Μετά απ’ αυτό, οι άνδρες αυτοί ουδέποτε τον προσέγγισαν ξανά. Όσον αφορά στα έγγραφα ιδιοκτησίας ισχυρίστηκε ότι εξακολουθεί και είναι ο ίδιος κύριος αλλά πριν φύγει από την χώρα τα άφησε στην κατοχή του συζύγου μιας εκ των αδερφών του. Σε σχέση με τη δηλητηρίαση της συζύγου του και το πως είναι σε θέση να πιστεύει ότι ήταν δολοφονία, απάντησε ότι δεν γνωρίζει πως κατάφεραν να την δηλητηριάσουν αλλά η σύζυγός του δεν είχε κανένα πρόβλημα με κανέναν και ήταν σε καλή κατάσταση όταν την άφησε σπίτι.

Ερωτηθείς που έμενε μετά τον εμπρησμό της οικίας του ισχυρίστηκε ότι φιλοξενούνταν στην αδερφή του, ενώ ήταν και η τελευταία φορά που είδε τον θείο του, όταν πήγε να τον κατηγορήσει ότι θέλει να τον αφήσει άστεγο και να του πει πως δεν προτίθεται να του δώσει τα έγγραφα της περιουσίας. Πέραν των ως άνω, ο αιτητής ανέφερε ότι η ζωή του κυλούσε φυσιολογικά αλλά ζούσε με την ανησυχία πως κάποιος θα τον κυνηγούσε πάλι ο θείος του. Ερωτώμενος για την περίπτωση επιστροφής του ο αιτητής ανέφερε πως ο θείος του θα αποπειραθεί εκ νέου να τον σκοτώσει. Ωστόσο, όταν ο αιτητής ρωτήθηκε γιατί δεν προσπάθησε ο θείους του να τον σκοτώσει από το 2018 μέχρι το 2020, ήτοι τον χρόνο από το τελευταίο περιστατικό μέχρι που έφυγε από τη χώρα, αυτός απάντησε ότι προσπάθησε αλλά δεν ήθελε να τον σκοτώσει γιατί, ως ανέφερε, δεν θα μπορούσε να πάρει τα έγγραφα καθότι είναι ο μόνος που γνωρίζει που είναι.  Τέλος, ερωτηθείς γιατί ο θείος του ξεκίνησε να τον κυνηγά το 2018 ενώ ο πατέρας του είχε ήδη αποβιώσει το 2010, απάντησε πως ήταν μικρός και δεν είχε γνώση των ζητημάτων οπότε ήταν μάταιο να τον ενοχλήσουν.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, αποδέχθηκαν το προφίλ του αναφορικά με τον τόπο διαμονής, τη μόρφωση και την οικογενειακή του κατάσταση, απέρριψαν όμως το αφήγημα του περί απειλών, απαγωγής του ιδίου, δηλητηρίασης της συζύγου του (με αποτέλεσμα τον θάνατο αυτής και του κυοφορούμενου) και καταστροφής του σπιτιού της μητέρας του από τον θείο του και τον επακόλουθο φόβο δίωξης απ’ αυτόν, καθώς κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του επί τούτου ήταν γενικοί, αόριστοι, μη ευλογοφανείς και στερούμενοι λεπτομερειών.

Συγκεκριμένα, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν (ερ.41-44), κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή παρουσιάζουν χρονική ασυνέπεια καθότι ενώ, ως ισχυρίστηκε, απήχθη το 2018, εγκατέλειψε τη χώρα το 2020. Περαιτέρω κρίθηκε ότι η περιγραφή της κατ’ ισχυρισμό απαγωγής του και της επιστροφής του στο σπίτι του ήταν γενικόλογη, υπήρξε ασαφής αναφορικά με τον τελευταίο χώρο διαμονής του, η δε απόφαση του να συναντήσει τον θείο του μετά από όλα όσα ο τελευταίος έκανε για να τον βλάψει (δολοφονία συζύγου, απαγωγή, εμπρησμός οικίας της μητέρας του) ήταν μη ευλογοφανής. Ασαφείς υπήρξαν και οι αναφορές του στις περιστάσεις της ισχυριζόμενης δολοφονίας της συζύγου του υπό την μορφή της τροφικής δηλητηρίασης. Αξιολογήθηκε επίσης το ότι, όταν ρωτήθηκε γιατί ο θείος του άρχισε να τον κυνηγά το 2018, και όχι το 2010 από όταν πέθανε ο πατέρας του και ανέφερε ότι προηγουμένως ο ίδιος ήταν παιδί και ότι δεν γνώριζε τίποτα για τα περιουσιακά, βρισκόταν στο σχολείο και κανείς δεν τον ενοχλούσε. Ωστόσο, με βάσει την ημερομηνία της γέννησής του, διέφυγε από την χώρα του στην ηλικία των 27 ετών και η δίωξη του άρχισε στην ηλικία των 25 ετών. Επίσης μη ευλογοφανής κρίθηκε η εξήγηση που έδωσε ο αιτητής σχετικά με το γιατί ο θείος του τελικά δεν του έκανε κακό εφόσον ήθελε να τον σκοτώσει, όπου ανέφερε ότι δεν ήθελε να το κάνει καθώς δεν θα μπορούσε να πάρει τους τίτλους ιδιοκτησίας. Τέλος, στα ως άνω, συνυπολογίστηκε το ότι, μετά το θάνατο της γυναίκας του, αλλά και μετά την απαγωγή του, έζησε κανονικά τη ζωή του και πήγαινε κανονικά στη δουλειά του μέχρι να διαφύγει από την χώρα, δύο χρόνια μετά το τελευταίο περιστατικό που ανέφερε.

Ο ως άνω ισχυρισμός λοιπόν κρίθηκε αναξιόπιστος – ελλείψει εσωτερικής συνοχής – και απορρίφθηκε γι’ αυτό τον λόγο. Ενόψει δε της αμιγώς προσωπικής φύσεως των όσων ο αιτητής ανέφερε, δεν κρίθηκε σκόπιμη η αναζήτηση σχετικών πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής.

Ακολούθως, ανατρέχοντας σε αξιόπιστες πηγές, κατέληξαν, αξιολογώντας το γενικό του προφίλ σε συνάρτηση με τις πληροφορίες που ανευρέθηκαν για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας στον αιτητή και απέρριψαν την επίδικη αίτηση. Σημειώνω ότι στο ερ.39, όπου γίνεται αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής, γίνεται εσφαλμένη αναφορά σε πολιτεία Benin, η οποία δεν υπάρχει, ενώ ορθός τόπος είναι η πολιτεία Edo, όπου υπάγεται η πόλη Benin.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης.

Στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε κατά τις διευκρινήσεις, η συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν διεξήχθη εν προκειμένω επαρκής έρευνα, καθώς τα λεγόμενα του κατά τη συνέντευξη δεν εξετάστηκαν διεξοδικά και λανθασμένα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, χωρίς να αιτιολογούν δεόντως τη κατάληξη τους, στην απόρριψη της επίδικης αίτηση, ότι δεν εντοπίζεται κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι τα όσα λέχθηκαν από τον αιτητή είναι αρκετά για τη τεκμηρίωση του αφηγήματος του, δεδομένου του ότι δεν μπορεί να αναμένεται από αιτητή διεθνούς προστασίας να αποδείξει αυστηρά κάθε πτυχή των ισχυρισμών του και θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να είχε αποδοθεί σ’ αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Σε σχέση με την προστασία που θα έπρεπε να δοθεί στον αιτητή, γίνεται αναφορά σε συμπληρωματική προστασία και προστασία από την μη επαναπροώθηση, στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν στη γραπτή τους αγόρευση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας και ενδελεχούς αξιολόγησης των ισχυρισμών του αιτητή αλλά και ορθή επί της ουσίας, τόσο αναφορικά με το εύρημα του περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του όσο και αναφορικά με την κατάληξη τους, και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Άπαντες οι προβαλλόμενοι εκ του αιτητού ισχυρισμοί συνεπλέκονται με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και συνεπώς θα εξεταστούν μαζί, στα πλαίσια της πιο κάτω συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των ενώπιον μου στοιχείων, τόσο αναφορικά με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας όσο και σε συνάρτηση με την αρχή της μη επαναπροώθησης.

Προχωρώ με την αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102, αναφέρεται ότι «[οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»  Στη σελ.97, ότι το αίτημα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα, με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς «[η] μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Δεδομένων των ως άνω θα συμφωνήσω με τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως καταγράφονται και πιο πάνω. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω στα όσα με λεπτομέρεια καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.41-44). Αξίζει περαιτέρω να σημειωθεί, και δίδω ιδιαίτερη βαρύτητα σε τούτα, ότι ο αιτητής ουδεμία αναφορά κάνει εν τέλει σε τι συνίστατο αυτή η περιουσία, τι προέκυψε από την έρευνα για τις συνθήκες θανάτου της συζύγου του, γιατί, αφού, ως ο ίδιος αναφέρει, τον απήγαγαν, δεν τον κράτησαν μέχρι να δώσει τα έγγραφα που ζητούσαν οι απαγωγείς του και δεν αναφέρει την παραμικρή λεπτομέρεια για κάποια συζήτηση με τον θείο του, την στάση των υπολοίπων συγγενών του και γιατί δεν είχε γίνει αποδέκτης απειλών η μητέρα του, όταν ο αιτητής ήταν ακόμη ανήλικος ή ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος και ενηλικιώθηκε 1 χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 2011.

Το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή περί απειλών, απαγωγής του ιδίου, δηλητηρίασης της συζύγου του (με αποτέλεσμα τον θάνατο αυτής και του κυοφορούμενου) και καταστροφής του σπιτιού της μητέρας του (στο οποίο διέμενε τότε) από τον θείο του και τον επακόλουθο φόβο δίωξης στερείται παντελώς κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, συνοχής, συνέπειας και χρονικής ακολουθίας, σε σημείο που αποδοχή του θα συνιστούσε αφελή, ανεπιφύλακτη αποδοχή του. Από το σύνολο των ισχυρισμών του αιτητή επί των ως άνω ελλείπει οιαδήποτε βιωματική λεπτομέρεια αναφορικά με τα κατ’ ισχυρισμό συμβάντα.

Τα ως άνω σφραγίζουν, μοιραία, και την κατάληξη μου επί της αξιοπιστίας των όσων ο αιτητής ανέφερε σχετικώς, τα οποία και δεν αποδέχομαι ως αληθείς ισχυρισμούς.

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στη περιοχή όπου διέμενε ο αιτητής και όπου αναμένεται να επιστρέψει.

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo όπου εντοπίζεται και το Benin City, ήτοι η περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) [1]. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 19/04/23 και 19/04/24, στην περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 55 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 43 θανάτους. Πιο αναλυτικά, 13 αφορούν μάχες (20 απώλειες) και 34 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (21 απώλειες). Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Edo καταγράφεται περί τα 4 ½ εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2022 [2].

Είναι κατάληξη μου λοιπόν ότι δεν καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας καθότι η συχνότητα, ως εκ των ως άνω προκύπτει, περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει τέτοιο κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, υπ. C-901/19 CF and DN).

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή όπου διαμένει ο αιτητής, δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι, αυξημένοι ίσως, όμως, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.». Σημειώνω σχετικά ότι ο αιτητής είναι περί 39 ετών σήμερα, έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, διαθέτει πολυετή εργασιακή πείρα στον τόπο διαμονής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.

Θεωρώ λοιπόν ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και κατά τη λήψη της απόφασης λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Ενόψει δε των ως άνω, και δεδομένης της παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος εν προκειμένω για απόδοση σ’ αυτόν του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν κρίνω ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάποιος ισχυρισμός προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας, ως η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 166/2023, δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ενόψει του ότι ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Country View, Event Date: 19/04/2023-19/04/2024, Event Type: Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote Violence; Riots; Region: Western Africa, Nigeria, Edo State], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2024).

[2] City Population, Nigeria – Edo State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?admid=5740 (ημ. πρόσβασης 29/04/2024).

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο