ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 6448/2022

 

24 Μαΐου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.I.A.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Κασσάνδρα Κουπαρή για Χατζηλοΐζου, Χατζηνικολάου & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Γιάννης Γεωργίου για Χαρά Παλαικυθρίτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 08/09/2022 που του κοινοποιήθηκε αυθημερόν και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του, για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όσο και από το διοικητικό φάκελο, ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και αφίχθηκε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Ο αιτητής στις 03/11/2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 04/11/2021 παρέλαβε βεβαίωση για την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 26/08/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 29/08/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 08/09/2022.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της επί του αιτήματος του αιτητή, που του επιδόθηκε δια χειρός στις 08/09/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 14/11/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθεί στην Γραπτής της αγόρευση, στην έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και στη λήψη απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο. Κατά την ίδια δικάσιμο, οι υπόλοιποι ισχυρισμοί αποσύρθηκαν από τη συνήγορο του αιτητή και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.  Συνεπώς, προχωρώ να εξετάσω τον πρώτο και τέταρτο νομικό ισχυρισμό που προωθεί η συνήγορος του αιτητή.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και ενόψει του προβαλλόμενου πρώτου νομικού ισχυρισμού, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή μετά από δέουσα έρευνα.  Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή οι γονείς της συζύγου του τον κατηγορούσαν ότι αυτός ευθύνεται για τον θάνατο της τελευταίας, παρότι η τελευταία σκοτώθηκε από επίθεση που δέχτηκε από αγνώστους, που έλαβε χώρα στις 10/07/2021 στην οικία τους. Οι γονείς της κοπέλας απείλησαν τον αιτητή ότι αν δεν τους επιστρέψει την κόρη τους εντός 48 ωρών τότε θα έχανε την ζωή του. Ο αιτητής ακολούθως συλλήφθηκε από την Αστυνομία αλλά με την βοήθεια ενός φίλου του δωροδόκησε τα αρμόδια όργανα και διέφυγε από τη φυλακή.

 

Ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του επιβεβαίωσε την νιγηριανή του καταγωγή και ως τόπο προηγούμενης διαμονής του δήλωσε την πόλη Lagos (ερυθρό 20, 2χ, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ανέφερε πως ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Igbo και είναι χριστιανός καθολικός ως προς το θρήσκευμα (ερυθρό 22-23, του διοικητικού φακέλου). Ως προς το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει σπουδές πανεπιστημίου στην χώρα καταγωγής του στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων (ερυθρό 21 2χ-3χ, του διοικητικού φακέλου) και κατόπιν εργάστηκε στο Lagos (ερυθρό 20, 4χ, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση ανέφερε πως είναι παντρεμένος αλλά η σύζυγός του απεβίωσε έπειτα από θανατηφόρα επίθεση αγνώστων δραστών (ερυθρό 21, του διοικητικού φακέλου) και όπως ανέφερε δεν διαθέτει άλλο συγγενικό ή οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 21, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής επιβεβαίωσε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε από την οικογένεια της συζύγου του οι οποίοι του απέδωσαν ευθύνες για τον θάνατο της κόρης τους.  Επανέλαβε ότι στις 10/07/2022 επιστρέφοντας στην οικία του αντίκρυσε την σύζυγό του στο πάτωμα νεκρή και πως οι γονείς της, οι οποίοι ήταν άνθρωποι με επιρροή, του έδωσαν προθεσμία δύο ημερών να τους επιστρέψει την κόρη τους όπως την παρέλαβε στον γάμο τους, ειδάλλως θα έχανε την ζωή του. Στην συνέχεια, ο αιτητής συλλήφθηκε από τις αρχές αλλά δωροδόκησε με την βοήθεια ενός φίλου του τους αστυνομικούς και δραπέτευσε και έτσι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 20. 5χ, του διοικητικού φακέλου). Πέραν από τις απειλές που δέχτηκε από τους γονείς της συζύγου του επιβεβαίωσε πως δεν συντρέχει άλλος λόγος για τον οποίο αιτήθηκε διεθνή προστασία.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που ακολούθησε, ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε πρόσθετες συμπληρωματικές ερωτήσεις, ώστε να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Συγκεκριμένα, προέβαλε ότι διέθετε στο σπίτι του κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης («CCTV»), απ’ όπου διαπίστωσε ότι εισέβαλαν στο σπίτι του άγνωστοι άνδρες και πιθανότατα αυτοί έπνιξαν την σύζυγό του διότι δεν υπήρχε αίμα στο πάτωμα (ερυθρά 19, 3χ και 18, 8χ, του διοικητικού φακέλου).  Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κάλεσε την αστυνομία, απάντησε πως δεν γνώριζε το νούμερο έκτακτης ανάγκης (ερυθρό 18, 9χ, του διοικητικού φακέλου). Αντιθέτως, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στους γονείς της κοπέλας, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι την σκότωσε και ότι σε κάθε περίπτωση συνεργαζόταν με τους δράστες (ερυθρό 17, 1χ, του διοικητικού φακέλου).  Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως τους εξήγησε ότι βρισκόταν στην εργασία του όταν συνέβη το περιστατικό,

 

Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της κοπέλας είναι πολύ ισχυροί, καθότι είναι εύποροι και έχουν διασυνδέσεις (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου). Μετά το τηλεφώνημα του αιτητή οι γονείς της κοπέλας κατέφθασαν στο σημείο ακολουθούμενοι από την αστυνομία και παρότι τους έδειξε το βίντεο με τους αγνώστους να εισβάλουν στο σπίτι, επέμειναν να τον κατηγορούν ότι συνεργαζόταν με τους δράστες (ερυθρό 16, 1χ, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής συλλήφθηκε από την αστυνομία και έμεινε υπό κράτηση για δύο ημέρες ώσπου στις 13/07/2021 δωροδόκησε έναν φύλακα και τον άφησε να διαφύγει (ερυθρό 15, του διοικητικού φακέλου). Το δίμηνο που ακολούθησε μέχρι να εγκαταλείψει τελικά την χώρα, ισχυρίζεται ότι κρυβόταν (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, φοβάται πως εάν επιστρέψει, οι γονείς της συζύγου του θα τον βρουν και θα τον σκοτώσουν (ερυθρό 15, του διοικητικού φακέλου).  

 

Ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγηση που ετοίμασε αξιολόγησε τους ισχυρισμούς του αιτητή στο σύνολό τους.  Αναφορικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, ο λειτουργός αποδέχτηκε το γεγονός ότι ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία και συγκεκριμένα από την πόλη Lagos, καθότι παρουσίασε λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τόπο διαμονής του, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αντιθέτως, ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η γυναίκα του δολοφονήθηκε από αγνώστους και οι αρχές και ο πεθερός του τον κατηγορούν για το θάνατό της, δεν έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό, καθότι ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος.  Όπως διαφαίνεται από την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ανέφερε πως η γυναίκα του δολοφονήθηκε στις 10/07/2022 την ώρα που ο ίδιος ήταν στο χώρο εργασίας του, σε βραδινή βάρδια. Συγκεκριμένα εξήγησε πως δολοφονήθηκε κατά της 2 π.μ. και ο πατέρας της γυναίκας του, τον κατηγόρησε με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν (ερυθρό 20, 5χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής ανέφερε πως γύρισε σπίτι και βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η αντίδραση του και οι κινήσεις του αμέσως μετά, απάντησε πως τηλεφώνησε στους γονείς της γυναίκας του, οι οποίοι του έδωσαν 48 ώρες για να την επιστρέψει ζωντανή, και το επόμενο πρωί τον συνέλαβε η αστυνομία (ερυθρό 19, 1χ, του διοικητικού φακέλου). Έτσι όταν ερωτήθηκε γιατί τον συνέλαβαν λίγες ώρες μετά το τηλεφώνημα ενώ του είχαν δώσει 48 ώρες προθεσμία, απάντησε γενικά, αόριστα και αντιφατικά, ότι τελικά είχε λάβει και άλλη τηλεφωνική κλήση από τον πεθερό του, ενώ ανέφεραν πως ίσως πίστευαν ότι θα αποδράσει (ερυθρό 18, 1χ-2χ , του διοικητικού φακέλου).

 

Ο λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής αντιφατικά ανέφερε ότι  οι γονείς της ήρθαν μια φορά στο σπίτι πριν έρθει η αστυνομία και μια φορά ακόμη όταν τον συνέλαβαν το πρωί, ενώ σε προγενέστερο σημείο της συνέντευξη ανέφερε ότι είχαν μιλήσει μόνο τηλεφωνικά (ερυθρό 16, 2χ-2χ, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, ερωτήθηκε για τον λόγο που δεν τηλεφώνησε ο ίδιος στην αστυνομία όταν βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και απάντησε με αόριστο τρόπο ότι ήταν συντετριμμένος και δεν γνώριζε τον αριθμό τηλεφώνου προκειμένου να καλέσει την αστυνομία, γεγονός το οποίο δεν κρίθηκε εύλογο δεδομένης της ηλικίας του και της πολυετούς διαμονής του στην Νιγηρία (ερυθρό 18, 3χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Επιπλέον, ο αιτητής ανέφερε πως πίστευε ότι η γυναίκα του στραγγαλίστηκε, καθώς δεν υπήρχε αίμα. Έτσι, όταν ρωτήθηκε πως διαπίστωσε ότι η γυναίκα του δολοφονήθηκε και δε πέθανε από φυσικά αίτια, απάντησε αντιφατικά και χωρίς συνοχή με τις προαναφερόμενες δηλώσεις του ότι είδε από τη κάμερα του σπιτιού του κάποιους να φεύγουν από το σπίτι του, ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξής του δεν ανέφερε το γεγονός αυτό (ερυθρό 18, 6χ-8χ, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια ο αιτητής ερωτήθηκε εάν στη βάρδια του εργαζόταν μόνος και αν είχε κάμερες και απάντησε πως εργαζόταν με ένα συνάδελφο του και ότι υπήρχε και κάμερα στο χώρο εργασίας του (ερυθρό 19, 1χ-2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Έτσι, όταν ερωτήθηκε ποιος είναι ο λόγος που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της γυναίκας του, εφόσον υπήρχαν απτές αποδείξεις (κάμερα) και μάρτυρας (συνάδελφος του) και είχε άλλοθι εφόσον ήταν στον χώρο εργασίας του, ο αιτητής ανέφερε πως τον κατηγόρησαν ότι είχε συνεργαστεί με τους δολοφόνους (ερυθρό 17, 1χ-2χ, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, ο αιτητής ρωτήθηκε εάν ζήτησε νομική βοήθεια εφόσον είχε αποδείξεις ότι δε σκότωσε τη γυναίκα του, αλλά απάντησε ανεπαρκώς και αορίστως ότι οι γονείς της γυναίκας του έχουν μεγάλη επιρροή, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο που δεν ζήτησε, ούτε και προσπάθησε να βρει νομική βοήθεια (ερυθρό 17, 2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Τέλος, ο αιτητής ανέφερε πως απέδρασε από τη φυλακή που βρισκόταν για 2 μέρες με τη βοήθεια ενός πάστορα και έφυγε από τη χώρα. Όταν ερωτήθηκε πως κατάφερε να διαφύγει από τη χώρα του, ενώ τον καταζητούσαν ανέφερε γενικά και αόριστα ότι μεταμφιέστηκε φορώντας το μπουφάν του που κάλυπτε το πρόσωπο του (ερυθρό 15, 1χ, του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια, ρωτήθηκε πως κατάφερε να περάσει τον έλεγχο ταυτοπροσωπίας όταν έδειξε το διαβατήριο του στο αεροδρόμιο και απάντησε αορίστως ότι «δεν γνωρίζει», και ότι ίσως ο πάστορας που τον βοήθησε να δωροδόκησε τον άνθρωπο που έλεγξε το διαβατήριο του.  Ο αιτητής δεν έδωσε περαιτέρω λεπτομέρειες επί τούτου (ερυθρό 15, 1χ-2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Δεδομένης της έλλειψης συνοχής του αφηγήματός του, καθώς και των αντιφάσεων στις δηλώσεις του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία δεν ήταν επαρκής σχετικά με τους λόγους της απόφασής του να εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Επίσης, λόγω της εγγενώς υποκειμενικής φύσης του ισχυρισμού του, δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν οι δηλώσεις του για τη δολοφονία της γυναίκας του από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με τη μη στοιχειοθετηθείσα εσωτερική αξιοπιστία, το συγκεκριμένο ουσιώδες περιστατικό δε γίνεται αποδεκτό και απορρίφθηκε στο σύνολό του από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συγκεκριμένα την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά τα προσωπικά του χαρακτηριστικά κατέληξε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

 

Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση, ο λειτουργός προέβη σε νομική αξιολόγηση και έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Όπως ανέφερα στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.Rv. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Από τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός του, προκύπτει πως πρόβαλε αόριστους και γενικόλογους ισχυρισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του.

 

Ο αιτητής όφειλε να παρουσιάσει με λεπτομέρεια και συνοχή το αίτημά του, καθώς και να αναπτύξει ικανοποιητικά, περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά και προσωπικά του βιώματα, τα οποία τον κατέστησαν όπως ισχυρίζεται υπεύθυνο για τον θάνατο της συζύγου του.  Διαφαίνεται πως το αρμόδιο όργανο υπέβαλε στον αιτητή επαρκείς ερωτήσεις σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του. Ο αιτητής είχε χρόνο να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια του πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει φόβο δίωξης στο πρόσωπό του.  Δεν παρουσίασε με σαφήνεια και λεπτομέρεια την χρονική αλληλουχία των γεγονότων, τις απειλές που δέχτηκε και τους λόγους της σύλληψής του. Το κυριότερο, ωστόσο, όπως ορθά εκτέθηκε και στην επίδικη συνίσταται στην έλλειψη ευλογοφάνειας στο αφήγημα του αιτητή, καθότι δεν εξηγείται γιατί δεν κάλεσε ο ίδιος την αστυνομία μόλις αντιλήφθηκε την δολοφονία της συζύγου του και γιατί παρότι απέδειξε με την χρήση βίντεο την απουσία του από το σπίτι, εντούτοις δεν έγινε πιστευτός. 

 

Ο ισχυρισμός ότι οι γονείς της συζύγου του τον κατηγόρησαν ότι συνεργάζεται με τους αυτουργούς του εγκλήματος δεν αναπτύχθηκε και δεν θεμελιώθηκε από την πλευρά του αιτητή. Ομοίως αποσπασματική και γενικόλογη ήταν και η περιγραφή του αιτητή για το διάστημα παραμονής του στην φυλακή και της μετέπειτα φυγής του. Αναμενόταν από τον αιτητή να είναι σε θέση να καταθέσει τα γεγονότα και τις περιστάσεις αυτών με πιο παραστατικό και περιγραφικό τρόπο και με τον ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών που αρμόζει σε όσους εξιστορούν βιωματικές εμπειρίες.  Ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του, πράγμα που δεν κατόρθωσε ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που είχε την δικονομική δυνατότητα εκπροσωπούμενος από συνήγορο να ανατρέψει τα αρνητικά ευρήματα αξιοπιστίας του λειτουργού.  Ενόψει των ανωτέρω, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από την δεόντως εξουσιοδοτημένη λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Σύμφωνα με πηγή πληροφόρησης της αναφοράς του Υπουργείου Εξωτερικών των Κάτω Χωρών, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες έδωσαν προτεραιότητα ως προς την κατάσταση ασφαλείας στα πολιτικά κέντρα της χώρας, μεταξύ των οποίων το Lagos.[1]  Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Lagos λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, από τα στοιχεία της ιστοσελίδας ACLED κατά το τελευταίο έτος εντοπίστηκαν στο σύνολο 169 περιστατικά ασφαλείας και 51 θάνατοι εκ των οποίων 23 μάχες (24 θάνατοι), 32 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (19 θάνατοι), 31 εξεγέρσεις/αναταραχές (8 θάνατοι) και 83 διαδηλώσεις (καμία ανθρώπινη απώλεια)[2] με συνολικό πληθυσμό της πόλης να ανέρχεται σε 13,491,800 βάσει εκτιμήσεων του 2022.[3]

 

Στην τελευταία έκδοση καθοδηγητικής έκθεσης (Country Guidance) για τη Νιγηρία διαπιστώνεται ότι στην πολιτεία Lagos, ως έχει κατηγοριοποιηθεί, δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από περιστατικά που συνιστούν απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[4]  Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ούτε στα πλαίσια του άρθρου 19 (γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνω πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ο τρόπος αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, είναι ορθός και έχει ως αποτέλεσμα, την ορθή και νόμιμη απόφαση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Ως εκ τούτου ο πρώτος προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Σε συνάρτηση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς ο συνήγορος του αιτητή με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως εσφαλμένα και αναρμοδίως ο κύριος Μαυρίδης αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή, εφόσον όπως εισηγείται δεν είχε τέτοια εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών.  Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός προωθείται κατά γενικό και αόριστο τρόπο και βεβαίως ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί. Παρόλα αυτά από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαφαίνεται πως την απόφαση για το αίτημα του αιτητή την έλαβε ο κύριος Ανδρέας Αγρότης ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών με σχετική επιστολή εξουσιοδότησης ημερομηνίας 9/6/2022 (ερυθρό 30, του διοικητικού φακέλου), να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.  Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως αρμοδίως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο αποφάσισε επί του αιτήματος του αιτητή.  Ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands 'General Country of Origin Information Report Nigeria' (2023), p. 31, available at: https://coi.euaa.europa.eu/administration/netherlands/PLib/2023-1_EN_AAB_Nigeria.pdf (accessed on 23/05/2024)

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, available at: https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard (filters applied: COUNTRY VIEW- EVENT DATE – 17.05.2023 - 17.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και REGION - Western Africa – Nigeria - Lagos) (accessed on 22/05/2024)

[3] City population, Nigeria, Lagos, available at: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (accessed on 23/05/2024)

[4] EUAA, Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, p.31-32, available at: https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021 (accessed on 22/05/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο