ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 6899/22

29 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. Ε. Ι.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Μ. Χριστοφορίδου (κα) για Δ. Α. Παυλίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

Κ. Φράγκου (κα) για Π. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρών ο κος Ηλίας Φανούς για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα] 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 23/09/2022 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας (εφεξής «Νιγηρία») και εισήλθε  παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 20/10/2021 δια μέσου των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών της Δημοκρατίας.  

 

Στις 12/11/2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 06/09/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (από τούδε και στο εξής, «αρμόδιος λειτουργός»). Στις 16/09/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή στις 23/09/2022.

 

Στις 03/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραδόθηκε δια χειρός στον Αιτητή αυθημερόν.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή στις 26/10/2022.

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του, παραθέτει ως λόγους ακυρώσεως ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου καθώς η αξιολόγηση του αιτήματος του Αιτητή δεν έγινε σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής, δια των ευπαίδευτων συνηγόρων του, επικαλείται ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η αξιοπιστία του και τα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξή του ενώ παραπέμπει και στις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και φύση της κοινότητας των Azigidi. Επίσης, δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες στα άρθρα 17 και 13Α(9) του περί Προσφύγων Νόμου, όσον αφορά την υποχρέωση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου να καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και κριτήρια για τον Καθορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, καθώς και για τη λήψη κατάλληλων μέτρων κατά τη συνέντευξη του Αιτητή που να επιτρέπουν σε αυτόν να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησης του,  και δεν δόθηκε στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας σύμφωνα με την παράγραφο 204 του Εγχειρίδιου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και το άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, οι συνήγοροι του Αιτητή παραπέμπουν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης υποστηρίζοντας πως οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς το αίτημα του Αιτητή, ο οποίος δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

H συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη γραπτή της αγόρευση, υποβάλλει ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι ισχυρισμοί γεγονότων που προβάλλονται με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, καθότι δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων. Οι Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημα του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Η  συνήγορος των Καθ' ων αντιτείνει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ενώ οι διαδικασίες που ακολούθησαν οι Καθ' ων συνάδουν με τις πρόνοιες της νομοθεσίας και του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.  Υποστήριξε δε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή καλώς απορρίφθηκαν αφού στερούντο αληθοφάνειας και συνοχής.

  

Αρχικά, θα εξετάσω τον ισχυρισμό των συνηγόρων του Αιτητή ότι παραβιάστηκε το άρθρο 18(3) και δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες των άρθρων 17 και 13Α(9) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Παρατηρώ ότι η συνέντευξη του Αιτητή διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 13Α του περί Προσφύγων Νόμου από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου  ("ο Λειτουργός») με τη συνδρομή μεταφραστή στην αγγλική γλώσσα, την οποία κατανοεί ο Αιτητής. Κατά την εν λόγω συνέντευξη ο Λειτουργός υπέβαλε σαφείς και εύλογες ερωτήσεις στον Αιτητή για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Περαιτέρω, σε κανένα στάδιο της συνέντευξης δεν προκύπτει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι παραγνωρίστηκαν οι ισχυρισμοί του Αιτητή από τον Λειτουργό. Προσθέτω σε αυτό το σημείο, ότι σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου και την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία.

 

Από το πρακτικό της συνέντευξης διακρίνεται ότι τέθηκαν σε αυτόν αρκετές ερωτήσεις, τόσο ανοικτού, όσο και κλειστού τύπου, και ο Λειτουργός προέβη σε περαιτέρω ερωτήσεις όπου κρίθηκε σκόπιμο. Επίσης, κατά τα αρχικά στάδια της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τα όσα του επεξηγήθηκαν αναφορικά με τη διαδικασία και επιβεβαίωσε ότι είναι σε καλή κατάσταση για τη συνέντευξη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης (Ερυθρά 10-20 του διοικητικού φακέλου), στο τέλος της συνέντευξης ο Αιτητής και ο Λειτουργός υπέγραψαν σε κάθε σελίδα της συνέντευξης και στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης αντικατοπτρίζει ορθά και επακριβώς τις δηλώσεις του, καθώς και ότι τα όσα καταγράφηκαν είναι αληθή.

 

Επιπλέον, αναφορικά με το χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξης, διακρίνεται ότι η συνέντευξη του Αιτητή διήρκησε 3 περίπου ώρες και δόθηκε αρκετός χρόνος στον Αιτητή για να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Επί του σημείου αυτού, αξίζει να αναφερθεί ότι πουθενά δεν ορίζεται θεσμοθετημένος ελάχιστος χρόνος εντός του οποίου πρέπει να διεξαχθεί μια συνέντευξη για αίτηση πολιτικού ασύλου και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε οποιαδήποτε παράβαση της διαδικασίας. Σύμφωνα δε, με σχετική αναφορά στην απόφαση για την υπόθεση SENTHIL THEVATHAS v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 818/2010, 15/10/2012: «Δεν υπάρχει θεσμοθετημένος ελάχιστος χρόνος για μια συνέντευξη τον οποίο να έχουν παραβεί οι καθ’ ων η αίτηση. Αυτή εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και στην παρούσα φαίνεται να ήταν πολύ ικανοποιητική.»

 

Περαιτέρω, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή εξετάστηκαν ενδελεχώς από τον Λειτουργό ως φαίνεται και στην έκθεση-εισήγησή του, στην οποία γίνονται παραπομπές στο περιεχόμενο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, αλλά το αίτημα του, αφού, κατόπιν αξιολόγησης σε εξατομικευμένη βάση και λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται σε σχετικό οδηγό που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεν έγινε αποδεκτό. Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια ή/και παράληψη ουσιώδους τύπου σε σχέση με τη γενικότερη διεξαγωγή της συνέντευξης του Αιτητή. Εξάλλου, δεν διαφαίνεται να επηρεάστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του Αιτητή εφόσον οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν δεόντως. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Αιτητή είναι ανυπόστατοι και άρα ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ο Αιτητής στη γραπτή του αίτηση ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του διότι αρνήθηκε να ενταχθεί στην μυστική οργάνωση στην οποία ήταν μέλος ο πατέρας του. Έχει αποκτήσει έναν γιο και του είπαν ότι μόλις ο τελευταίος κλείσει το ένα έτος, ο Αιτητής πρέπει να μυηθεί στην οργάνωση, διαφορετικά θα τον σκότωναν. Ο γιος του Αιτητή έγινε ενός έτους στις 02/11/2021. Για να αποφύγει την ένταξή του στην ομάδα και να γλιτώσει από τον κίνδυνο, ο Αιτητής εγκατέλειψε οριστικά την χώρα του στις 12/11/2021 (βλ. ερυθρά 1 - 3 του διοικητικού φακέλου). 

 

Κατά το στάδιο διεξαγωγής της προσωπικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε πως είναι πολίτης της Νιγηρίας και προέρχεται από την πόλη Benin της πολιτείας Edo, η οποία από το 2014 αποτελεί τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Περαιτέρω, ως προς τα προσωπικά του στοιχεία δήλωσε πως είναι χριστιανός καθολικός, έγγαμος με δύο παιδιά. Η οικογένειά του (σύζυγος, παιδιά, πατέρας και αδέρφια) διαμένει έως σήμερα στην πόλη Benin. Ως προς το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο προέβαλε ότι έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και για μια δεκαετία περίπου εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων. Εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του με διαβατήριο και άδεια φοίτησης για τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, όπου και αφίχθη αεροπορικώς. Έπειτα από περίπου τρεις εβδομάδες εισήλθε παράτυπα στα ελεγχόμενα από την Κυβέρνηση εδάφη, όπου και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.    

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, επιβεβαίωσε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του περί των απειλών που δεχόταν για την μύησή του σε μυστική οργάνωση. Πιο αναλυτικά, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν μέλος μιας μυστικής αίρεσης, ονόματι Azigidi (ερ. 15, 5χ Δ.Φ.),  τα μέλη της οποίας ήθελαν να εντάξουν και τον Αιτητή. Ο Αιτητής λόγω διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων αλλά και όντας αντίθετος με τις «διαβολικές πρακτικές» της ομάδας αυτής, αρνήθηκε να ενταχθεί. Συνεπεία της άρνησής του, ισχυρίζεται πως ήρθε αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα αλλά και απειλές. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως ο πατέρας του έχει δύο συζύγους και μια εξ αυτών, η μητέρα του Αιτητή, πέθανε «εξαιτίας του τρόπου ζωής που είχε επιλέξει ο πατέρας του». Υποστηρίζει πως ο μόνος τρόπος να αποφύγει τα προβλήματα αυτά, ήταν να διαφύγει από την χώρα (ερ. 15, 1χ Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς αναφορικά με τις απειλές που δεχόταν, ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα στην καθημερινή του ζωή, όπως ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί και είχε άγχος. Επιπλέον, άνθρωποι τον προσέγγιζαν στο εργαστήρι του και του έλεγχαν «να ενταχθεί στην ομάδα και να ακούσει τον πατέρα του». Μη μπορώντας να αντέξει όλα αυτά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα (ερ. 15, 2χ Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς αν του έχει συμβεί κάτι του ίδιου προσωπικά που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα, προέβαλε ότι μόλις ο γιός του έφτασε σε ηλικία ενός (1) έτους, ο πατέρας του άρχισε να τον απειλεί ότι πρέπει να ενταχθεί στην ομάδα (ερ. 15, 3χ-4χ δ.φ.). Επιβεβαίωσε ότι πέραν από αυτόν τον λόγο δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία.

 

Σε ερώτηση του λειτουργού για το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στην Νιγηρία, απάντησε ότι πιθανόν (“maybe”) να τον σκοτώσουν δεδομένων των απειλών που δέχτηκε και προέβαλε σχετικώς ότι αν δεν συνέτρεχε αυτός ο λόγος δεν θα είχε πρόβλημα αν επιστρέψει (ερ. 15 Δ.Φ.).  Ωστόσο, ερωτηθείς αν οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν την είσοδο στην χώρα, απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενος ότι θα έχει προβλήματα και μαζί τους (ερ. 15 Δ.Φ.).

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ερωτήσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει ορισμένες πτυχές της αφήγησής του. Κλήθηκε να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για την μυστική ομάδα που επιχειρούσε να τον μυήσει, και προέβαλε ότι δεν γνωρίζει περισσότερα διότι ο ίδιος δεν ήταν μέλος. Ανέφερε ότι πρόκειται για μια παραδοσιακή ομάδα , όμοια με αυτή των Ogboni (ερ. 14, 1χ Δ.Φ.), η οποία μετέρχεται διαβολικών πρακτικών, κάνουν θυσίες με αίμα από ζώα, έχουν πνευματικούς ηγέτες φαντάσματα (ερ. 15, 6χ και 14, 2χ Δ.Φ.) και συνηθίζουν να βγαίνουν στους δρόμους τα μεσάνυχτα (ερ. 13 Δ.Φ.). 

 

Αναφορικά με την συμμετοχή του πατέρα του στην ομάδα, ανέφερε ότι είναι μέλος εδώ και είκοσι (20) χρόνια και συνηθίζει να προσεύχεται σε έναν χώρο λατρείας όπου «βγάζει περιέργους θορύβους» και ντύνεται με «λευκά ρούχα με κόκκινες γραμμές» (ερ. 15 Δ.Φ.). Επίσης, ο πατέρας του συνήθιζε να παρίσταται δύο φορές την εβδομάδα σε συναντήσεις και μέλη της ομάδας τον επισκέπτονταν στο σπίτι τους. Όπως αναφέρει, αντιλήφθηκε την συμμετοχή του πατέρα του από τον χαρακτηριστικό τρόπο που χαιρετούσαν τα μέλη το ένα το άλλο και από τον τρόπο που αντάλλαζαν χειραψίες (ερ. 14, 7χ-8χ Δ.Φ.). Ένδειξη της ιδιότητας του μέλους ήταν και ένα δαχτυλίδι που φορούσαν (ερ. 13 Δ.Φ.)   

 

Περαιτέρω, ερωτηθείς σχετικά με την διαδικασία μύησης στην ομάδα, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για το τελετουργικό παρά μόνο ότι γίνεται χρήση αίματος (ερ. 14, 2χ-3χ Δ.Φ.). Όπως εξήγησε, ο λόγος που δεν γνωρίζει είναι ότι ουδέποτε έγινε μέλος, καίτοι προσπάθησαν πολλές φορές να τον πάνε στο μέρος όπου γίνεται η μύηση (ερ. 14, 4χ Δ.Φ.). 

 

Κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες για την ομάδα αυτή, προέβαλε ότι δραστηριοποιούνται στην πολιτεία Edo και συγκεκριμένα στον δρόμο Upper Sakpoda και την πόλη Benin. Ερωτηθείς πως γνώριζε τον τόπο, απάντησε ότι τους είδε μια μέρα καθώς οδηγούσε στο σημείο αυτό. Πρόκειται για ένα κτίριο που φέρει το διακριτικό έμβλημα της ομάδας που, όπως περιγράφει, εξωτερικά ομοιάζει με το έμβλημα γνωστού οίκου μόδας (ερ. 14 Δ.Φ.). 

 

Επιπρόσθετα, ο Αιτητής κλήθηκε να αναπτύξει εκτενέστερα τις απόπειρες μύησης του στην ομάδα. Ανέφερε ότι ο λόγος που έπρεπε αν ενταχθεί ήταν το γεγονός ότι ήταν ο πρωτότοκος γιος του πατέρα του και σύμφωνα με την παράδοση η μύηση έπρεπε να αρχίσει όταν ο γιος του Αιτητή έφτασε σε ηλικία ενός έτους. Τότε ο πατέρας του του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο μέρος συνάντησης της ομάδας αλλά ο Αιτητής αρνήθηκε (ερ. 13 Δ.Φ.). Η πρώτη απόπειρα μύησης έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2022 και έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμα (ερ. 13, 7χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς τι μεσολάβησε από το 2020 μέχρι και το 2021, οπότε και έφυγε από την χώρα, ο Αιτητής απάντησε ότι ήρθε αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα, «πειρασμούς» και άλλα «διαβολικά πράγματα», όπως δήλωσε (ερ. 13, 8χ Δ.Φ.).

 

Ακολούθως, ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν. Ως προς το ζήτημα αυτό ανέφερε ότι κάθε φορά που επισκεπτόταν το σπίτι του πατέρα του, ο τελευταίος του του ζητούσε ένα ενταχθεί στην ομάδα και να μάθει τον τρόπο λειτουργείας αυτής, αλλά  οι δύο τους έρχονταν συνέχεια σε αντιπαράθεση (ερ. 12, 1χ-2χ Δ.Φ.). Περαιτέρω, δήλωσε πως του συνέβαιναν  πολλά περίεργα και μυστηριώδη πράγματα στην καθημερινότητά του και δεχόταν «διαβολικές επιθέσεις». Επίσης, τον επισκέπτονταν πελάτες στο μαγαζί του που του έφερναν αυτοκίνητα για επιδιόρθωση και προσπαθούσαν να τον πείσουν να ενταχθεί (ερ. 12, 4χ-6χ Δ.Φ.). Όπως διευκρίνισε, ουδέποτε δέχτηκε σωματικού είδους επίθεση, παρά μόνο προσπαθούσαν αν συζητήσουν μαζί του και να τον ενοχλήσουν (ερ. 12, 6χ Δ.Φ.). Όπως εν συνέχεια εξήγησε, ο λόγος που δεν του συνέβη τίποτε από το 2020 έως το 2021, ήταν ότι προσευχόταν και είχε την βοήθεια του θεού (ερ. 12, 8χ Δ.Φ.). Δεν κατήγγειλε κανένα από τα περιστατικά στην αστυνομία, διότι επρόκειτο για καθαρώς πνευματική επίθεση και ο μόνος τρόπος να προστατευτεί ήταν να φύγει μακριά (ερ. 11 Δ.Φ.). 

 

Τέλος, ανέφερε ότι δεν δύναται να μετεγκτασταθεί σε άλλο σημείο εντός της χώρας καταγωγής του διότι ακόμα και στο Lagos, όπου έζησε για ένα διάστημα, εξακολουθούσε να δέχεται «πνευματικές επιθέσεις και πειρασμούς» (ερ. 11, 4χ-5χ Δ.Φ.).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1.   Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή.

2.   Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του Αιτητή υπό την μορφή απειλών από την ομάδα του “Azagidi cult”, λόγω της άρνησής του να ενταχθεί στο cult.  

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αναφορικά δε με το δεύτερο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, o λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή καθότι δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες και δεν έκανε προσπάθεια να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πιο πάνω γεγονότα μέσω των οποίων υπέπεσε σε ασάφειες, γενικολογίες, παραλείψεις, αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας. Συγκεκριμένα, όταν ερωτήθηκε για το όνομα και τις ιδιότητες του παραδοσιακού cult το οποίο προσπαθεί να τον μυήσει, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές πληροφορίες για το όνομα και την φύση του cult ενώ ανέφερε γενικόλογα ότι είναι διαβολικό και μοιάζει στις πρακτικές του με το Ogboni Cult ενώ για το όνομα δεν μπορεί να είναι σίγουρος γιατί είναι παραδοσιακό cult. (ερ.15χ5,ερ.14x1,x2) Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που προσπάθησαν να τον μυήσουν ο Αιτητής απάντησε γενικόλογα, μη παρέχοντας επαρκείς πληροφορίες λέγοντας πως προσπάθησαν να τον καλέσουν στον τόπο που κάνουν τις πρακτικές τους (ερ.14χ3,χ4,χ5). Σε ερώτηση για τον τόπο που συναντιούνται και το αν έχει γνώση των πρακτικών αυτών στις οποίες δεν θέλει να συμμετέχει, απάντησε ασαφώς πως συναντιούνται στην πόλη του Benin και το ξέρει γιατί τους έχει δει ενώ περνούσε με το αμάξι του, και πως σε συναντήσεις στο σπίτι του πατέρα του έχει δει να φοράνε περίεργα ρούχα και να κάνουν περίεργες χειραψίες για τις οποίες όταν ερωτήθηκε δεν μπορούσε να περιγράψει. (ερ.14χ5,χ6,χ7,x8). Σε ερώτηση για τον λόγο που θέλουν να τον εντάξουν στο cult αφού ο ίδιος έχει άλλη ιδεολογία, δεν μπόρεσε να δώσει επαρκείς απαντήσεις και επαναλάμβανε αόριστα πως είναι ο παραδοσιακός  τρόπος και ότι θέλουν να τον εντάξουν γιατί είναι ο πρωτότοκος γιος του πατέρα του.

 

Επίσης σχετικά με τον τρόπο που προσπάθησαν να τον εντάξουν απάντησε γενικόλογα πως τον κάλεσαν στις συναντήσεις τους. (ερ.13,χ4,X5,X6) Σε ερωτήσεις σχετικές με τις απειλές που δέχτηκε από τον πατέρα του και μέλη του cult, απάντησε γενικόλογα για λεκτικές απειλές και καλέσματα στο να εισέλθει στο cult, ενώ όλες του οι δηλώσεις ήταν σχετικές με κάποια γενικά διαβολικά πράγματα που του συνέβαιναν στην καθημερινότητά του χωρίς να συνδέονται ευλογοφανώς με απειλές για την ζωή του. (ερ.12,x1,x2,x3,x4,X5,X6). Σε ερωτήσεις σχετικά με το ποιες ενέργειες έκανε για να προστατευτεί, απάντησε μη ευλογοφανώς πως προσευχόταν αλλά παρόλα αυτά του συνέβαιναν διαβoλικά πράγματα και πως η αστυνομία δεν ασχολείται με αυτά τα θέματα γιατί δεν αποτελούν φυσικές απειλές αλλά πνευματικές (ερ.12,χ7,χ8,ερ.11,χ1). Επίσης δήλωσε ασαφώς πως δεν μπορεί να μείνει σε άλλη πόλη γιατί οι απειλές από το cult βρίσκονται παντού και ακόμα και όταν ζούσε στο Lagos πριν πολλά χρόνια δεχόταν διαβολικές επιθέσεις και προκλήσεις. (Π.Β.ερ.11,x2,x3,x4,X5,X6). 

 

Κατά την εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, όσον αφορά την "κοινωνία" των Ashigidi, βρέθηκε μόνο μία αναφορά στις πηγές που μελετήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό. Σε ένα βιβλίο ενός "επικεφαλής παραδοσιακού συμβούλου" με τίτλο "Η εξομολόγηση του μάγου του Igbinse- Το οπλοστάσιο του διαβόλου", ο συγγραφέας πιστώνει στην "κοινωνία Ashigidi" ότι έθεσε υπό έλεγχο τη χρήση του Etagba, "ένα φυτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για να ρίχνει κακά μάγια σε έναν εχθρό" (ό.π.). Το άρθρο από την εφημερίδα The News που αναφέρεται παραπάνω αναφέρεται σε μια λατρεία "Asegidi" στην πόλη Μπενίν που φέρεται να είναι παρόμοια με την Osokpikan (18 Οκτωβρίου 1999), αλλά δεν βρέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη λατρεία αυτή μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η Διεύθυνση Έρευνας (ερ.23). Τα όσα ανέφερε ο ΑΔΠ, σχετικά με την φύση της κοινότητας των Azigidi(Ashigidi) είναι συναφή με τις παραπάνω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Παρόλα αυτά και δεδομένου ότι ο ΑΔΠ υπέπεσε σε ασάφειες, γενικολογίες, παραλείψεις, αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας, ο λειτουργός απέρριψε το δεύτερο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό λόγω του ότι δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ο λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει του αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

 

Ακολούθως, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, o λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω.

 

Πέραν των ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής δεν ανέφερε ενώπιον μου οποιονδήποτε λόγο που να καταδεικνύει ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας ή ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα και/ή λανθασμένα. Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσω με την θέση του συνηγόρου του Αιτητή, ότι το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν γνώριζε πολλές πληροφορίες για την μυστική κοινωνία του πατέρα του δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν σε βάρος του Αιτητή κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, γιατί εκ των πραγμάτων είναι μία μυστική κοινωνία και άτομα που δεν είναι μέλη της δεν αναμένεται να γνωρίζουν λεπτομέρειες. Ωστόσο, αυτό δεν ανατρέπει αλλά ούτε εξισορροπεί τις υπόλοιπες ασάφειες, αντιφάσεις και μη αληθοφανείς δηλώσεις, όπως τις εντόπισε ο αρμόδιος λειτουργός και εκτίθενται αναλυτικά πιο πάνω.

 

Επιπλέον, το ότι έχουν βρεθεί πληροφορίες από εξωτερικές πηγές που επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν αρκεί για να γίνει αποδεκτός ένας ισχυρισμός, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εσωτερική αξιοπιστία. Τέλος, τονίζω ότι ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία ή περιστατικά που φανερώνουν επικείμενο κίνδυνο, καθότι οι προσπάθειες μύησής του περιορίζονταν σε συζητήσεις με τον πατέρα του και άλλους πελάτες του καταστήματός του και δεν υπήρξαν σωματικές επιθέσεις, άσκηση βίας ή άλλου είδους καταναγκασμός. Τονίζω δε ότι ο Αιτητής μετά την πρώτη απόπειρα ένταξής του  το 2020 εξακολούθησε να διαμένει στον τόπο καταγωγής του μέχρι το 2021 χωρίς να διατρέχει κίνδυνο αφού, όπως ανέφερε, προσευχόταν στον θεό και ήταν ασφαλής.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι κινδυνεύει από «πνευματικές επιθέσεις» γίνεται δεκτό ότι υπάρχουν χώρες και κουλτούρες, όπου η πίστη στην μαγεία είναι δυνατή και εδραιωμένη στον πληθυσμό. Ωστόσο ο υποκειμενικός φόβος της μαγείας χωρίς ταυτόχρονη απόδειξη εύλογης απειλής πρόκλησης βλάβης, δεν δημιουργεί αντικειμενική βάση στο φόβο αυτό και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο υποχρεώσεων προστασίας που γεννά η Σύμβαση της Γενεύης του 1951.

 

Το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Με βάση το προσωπικό του προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, κρίνω ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα του δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο[1]. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire general aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή από όπου κατάγεται, η οποία αποτελεί και την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του, ήταν η πόλη Βenin της πολιτείας Edo. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πολιτεία Edo, που είναι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Ειδικά αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location Event Data Project (ACLED)[2], για το διάστημα από 24/05/2023 έως 24/5/2024, σημειώθηκαν στο εν λόγω κρατίδιο 73 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 60 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 25 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (30 θάνατοι), 41 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (28 θάνατοι) και 7 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι). Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Edo ανέρχεται σε 4,777,000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (60 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην εν λόγω περιοχή επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Το συμπέρασμα αυτό βρίσκεται σε συμφωνία και με το «Σημείωμα Καθοδήγησης για τη Νιγηρία» από τον Ο.Ε.Ε.Α., στο οποίο, κατά την εκτίμηση της αδιάκριτης άσκησης βίας στα επιμέρους κρατίδια της Νιγηρίας, αναφέρεται ότι η πολιτεία Edo συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατιδίων όπου, εν γένει, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ της Οδηγίας[4].

 

Κατά συνέπεια, η πολιτεία Εdo, η οποία αποτελεί την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[5] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρές βλάβες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Benin.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης

[2] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), Nigeria, Edo State, 24/5/2023-24/5/2024 https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/05/24).

[3] City population, Nigeria, Edo state https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA012__edo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/05/24).

[4] Ο.Ε.Ε.Α., 'Σημείωμα Καθοδήγησης: Νιγηρία', Οκτώβριος 2021, σσ. 3,  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/2022-03/2021_guidance_note_nigeria_el.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/05/24).

[5] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο