ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 7009/22

 

29 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.L.Y.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Αγγελική Πλιάκα (κα) για Διονυσία Ζησιμοπούλου Κυριάκου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Κ. Φράγκου (κα) για Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/09/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 28/05/2021.

 

Στις 29/06/2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 12/07/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του. Στις 14/07/2022 η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 20/09/2022 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στις 12/10/2022 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε αυτοπροσώπως την υπό κρίση προσφυγή στις 03/11/2022. Στις 20/03/2023, η δικηγόρος του καταχώρησε ειδοποίηση εμφάνισης δικηγόρου και έπειτα από έκδοση διατάγματος για τροποποίηση της προσφυγής, καταχωρήθηκε η τροποποιημένη προσφυγή από την συνήγορο του Αιτητή στις 11/04/2023.

 

Η συνήγορος του Αιτητή, δια της γραπτής της αγόρευσης, προβάλλει ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, την πλάνη περί τον νόμο, πλάνη περί τα πράγματα, κατάχρηση εξουσίας και έλλειψη δέουσας έρευνας. Επίσης προωθεί τη θέση ότι ο Αιτητής κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης για λόγους ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας με βάση το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αιτητής επικουρικώς απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται από το άρθρο 19(2) του Νόμου.

 

Επιπλέον, υποβάλλει ότι κατά την συνέντευξη ασύλου, δεν εξηγήθηκαν στον Αιτητή τα βασικά του δικαιώματα, όπως το δικαίωμα να παρευρίσκεται ο δικηγόρος του στην διαδικασία. Επίσης, υποβάλλει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 12 του περί Προσφύγων Νόμου καθώς δεν τηρείται η ανάγκη αξιολόγησης της έκθεσης εισήγησης από προϊστάμενο αφού πουθενά δεν φαίνεται αιτιολογική έκθεση της τελικής απόφασης. Τέλος, η συνήγορος του Αιτητή υποβάλλει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζει το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου καθώς οι Καθ΄ ων η Αίτηση παρέλειψαν να παραπέμψουν τον Αιτητή σε ψυχολόγο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή, υποβάλλοντας τις θέσεις της με τη δική της αγόρευση. Καταρχήν, επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από τον Αιτητή δεν προβάλλονται κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ενώ δεν εξειδικεύονται ρητά και αιτιολογημένα ή/και δεν δικογραφούνται και ως εκ τούτου υποβάλλει ότι όλοι οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί και αόριστοι. Επίσης υποβάλλει ότι η ανάπτυξη των νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

 

Περαιτέρω, με αναφορές και παραπομπές στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι οι θέσεις του Αιτητή στην γραπτή του αγόρευση δεν τεκμηριώνονται. Είναι η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση, ότι έπειτα από εξατομικευμένη έρευνα σε σχέση με το πρόσωπό του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει φόβο δίωξης για τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης υποστηρίζουν ότι ορθώς ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος και ότι, κατ’ επέκταση, το αίτημα του θα έπρεπε να απορριφθεί. Ισχυρίζονται δε ότι στο πρόσωπο του Αιτητή δεν προκύπτει το στοιχείο της σοβαρής βλάβης ή της σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης υπό την έννοια του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τέλος, επισημάνουν ότι το άρθρο 12 του περί Προσφύγων Νόμου, έχει διαγραφεί και συνεπώς δεν δύναται να έχει παραβιαστεί, ενώ ασκήθηκαν ορθά όλες οι εξουσίες και τα καθήκοντα των λειτουργών των Καθ΄ ων η Αίτηση. Όσο αφορά την παραπομπή σε ψυχολόγο με βάση το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια των Καθ΄ ων η Αίτηση και εν προκειμένω, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο.

 

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η αδελφή του έχει λάβει προσφυγικό καθεστώς στην Γαλλία για τους ίδιους λόγους που προβάλλει ο Αιτητής, εντούτοις αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ή να αξιολογηθεί με οποιοδήποτε τρόπο από το Δικαστήριο καθώς δεν καταχωρήθηκαν έγγραφα και/ή μαρτυρία και/ή στοιχεία προς υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού.

 

Καταρχάς, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί μη παραπομπής του, σύμφωνα με τα άρθρα 9ΚΣΤ και 15 του περί Προσφύγων Νόμου, σε ιατρική και ψυχολογική εκτίμηση αναφορικά με τα βασανιστήρια τα οποία κατ’ ισχυρισμόν υπέστη, προβάλλεται για πρώτη φορά με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και συνεπώς δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, ήτοι της αίτησης ακυρώσεως.  Εν πάση περιπτώσει, διαφαίνεται από τα ερυθρά 25-39 του διοικητικού φακέλου ότι έγινε μια πρώτη αξιολόγηση ευαλωτότητας του Αιτητή χωρίς όμως ο ίδιος να αναφέρει οτιδήποτε που να παραπέμπει σε ανάγκη να του παρασχεθεί ιατρική ή ψυχολογική υποστήριξη, ενώ ο βαθμός συνολικού κινδύνου (“overall risk rating”) αξιολογήθηκε ως μεσαίος (“Medium”) μόνο επειδή ο Αιτητής ήταν ασυνόδευτος ανήλικος κατά την αξιολόγηση, και επειδή παραπονέθηκε για πόνο στα μάτια (βλ. ερ. 27 του διοικητικού φακέλου).  Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Συνεχίζω με την θέση του Αιτητή για παραβίαση του άρθρου 12 του περί Προσφύγων Νόμου και σημειώνω, ότι όπως καταγράφεται ανωτέρω, και αυτός ο ισχυρισμός προβάλλεται για πρώτη φορά με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και συνεπώς δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, ήτοι της αίτησης ακυρώσεως. Ορθώς οι Καθ΄ ων η Αίτηση υπέδειξαν ότι το εν λόγω άρθρο έχει διαγραφεί και συνεπώς δεν μπορεί να έχει παραβιαστεί.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι δεν τηρείται η ανάγκη αξιολόγησης της έκθεσης εισήγησης από τον Προϊστάμενο αφού πουθενά δεν φαίνεται αιτιολογική έκθεση της τελικής απόφασης, παραπέμπω στην έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία τέθηκε και εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος με την σφραγίδα και την υπογραφή του, εξέδωσε την επίδικη απόφαση,  στη βάση των στοιχείων που είχαν καταγραφεί στην έκθεση-εισήγηση, η οποία συνιστά και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση όφειλαν να ενημερώσουν τον Αιτητή για το δικαίωμα του να παρίσταται δικηγόρος κατά την συνέντευξη του σχετικά με το αίτημα του για άσυλο, σημειώνω ότι όπως και με τον προηγούμενο ισχυρισμό, προβάλλεται για πρώτη φορά με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και συνεπώς δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, ήτοι της αίτησης ακυρώσεως. 

 

Εντούτοις, παραπέμπω στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο αφορά τις «αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας», και συγκεκριμένα στο άρθρο 18 (1Α) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι ο «δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του αιτητή, ο οποίος παρευρίσκεται δυνάμει του εδαφίου (1) σε οποιαδήποτε προσωπική συνέντευξη η οποία πραγματοποιείται με τον αιτητή, επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης». Επίσης, το άρθρο 18(1Γ) του Νόμου προβλέπει ότι «με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 10, η απουσία του δικηγόρου ή νομικού συμβούλου του αιτητή δεν εμποδίζει την Υπηρεσία Ασύλου να διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή».   Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό που έχει προβληθεί από τη συνήγορο του Αιτητή, αφού αφενός μεν δεν φαίνεται ότι ο Αιτητής δεν είχε ενημερωθεί για το δικαίωμα του αυτό, αφετέρου, δεν ήταν ουσιώδες δικαίωμα το οποίο αν δεν ασκείτο θα επηρέαζε την έκβαση του αιτήματος του Αιτητή ή της προσφυγής του στο Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί που προωθεί η συνήγορος του Αιτητή στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης αφορούν κατ’ ουσίαν την έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση και την παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω με την εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι έφτασε στην Κύπρο με την βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού του. Σημείωσε επίσης, ότι οι γονείς του απεβίωσαν όταν ο ίδιος ο Αιτητής ήταν ενός έτους και ότι από τότε ένας φίλος του πατέρα του, ο κος. Ramazani, ανέλαβε την ανατροφή του ίδιου αλλά και των δύο αδελφιών του Αιτητή που ήταν πιο μεγάλα σε ηλικία. Πρόσθεσε ότι μερικά χρόνια μετά, η αδελφή του έφυγε και δεν ξαναγύρισε, ενώ ο αδελφός του, έλεγε στον Αιτητή ότι κάποτε η αδελφή τους θα επιστρέψει. Τέλος, ο Αιτητής ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο με τον αδελφό του για να αιτηθούν μαζί άσυλο και να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση. Σημειώνεται ότι κατά την υποβολή αιτήματος ασύλου, ο Αιτητής φαίνεται να ήταν 17 χρονών άρα ανήλικος (ερ. 1 και η μετάφραση του ερ. 14 του διοικ. φακέλου).

 

Κατά τη συνέντευξή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 50-42 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στον Αιτητή γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική εμπειρία αυτού. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: Λ.Δ.Κ.), ότι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του είναι η κοινότητα Lingwala της πρωτεύουσας Kinshasa, ενώ μετά μετακόμισε στην κοινότητα Nsele της ίδιας πόλης, όπου και έζησε μέχρι να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ..

 

Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από την αδελφή και τον αδελφό του, καθώς είναι ορφανός από το 2004 για λόγους τους οποίους δεν γνωρίζει. Ο αδελφός του, με τον οποίο ήρθαν μαζί στην Κύπρο, επέστρεψε οικειοθελώς στην Λ.Δ.Κ. το 2022 και μετέπειτα μετέβηκε στην Νότιο Αφρική με σκοπό να αιτηθεί κι εκεί άσυλο. Μετά τον θάνατο των γονιών του, ο Αιτητής και τα αδέλφια του υιοθετήθηκαν από ένα φίλο του πατέρα τους, τον κο. Ramazani μέχρι το 2017 που απεβίωσε. Η μεγαλύτερη αδελφή του Αιτητή, έφυγε από την Kinshasa και μεταφέρθηκε στην Γαλλία όπου, όπως ισχυρίστηκε ο Αιτητής, αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας.

 

Αναφορικά με τον λόγο που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όλα ξεκινήσαν επειδή ο πατέρας του, ο οποίος εργαζόταν στον στρατό, εμπλεκόταν σε λαθρεμπόριο όπλων. Ο Αιτητής αναφέρθηκε στο περιστατικό θανάτου των γονιών του, όπου, καθώς ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του και τον κο. Ramazani έλειπαν για δουλειά, κάποιοι μπήκαν στο σπίτι της οικογένειας του, σκότωσαν τους γονείς του και βίασαν την αδελφή του. Μετά το περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος και τα αδέλφια του μετακόμισαν με τον κο. Ramazani, ενώ λίγους μήνες μετά, η αδελφή του έφυγε. Το 2017, ο κος. Ramazani πέθανε και η σύζυγος του, κατηγόρησε τον Αιτητή και τον αδελφό του ότι εκείνοι και η δουλειά του πατέρα τους, είχαν το φταίξιμο για το θάνατο του κου. Ramazani. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής και ο αδελφός του, μετακόμισαν στην περιοχή Nsele.

 

Κατά την διάρκεια διαμονής τους εκεί, ο θείος του Αιτητή ενημέρωσε τον αδελφό του, ότι πρέπει να φύγουν από την Λ.Δ.Κ. επειδή η κατάσταση δεν ήταν πλέον ασφαλής. Ερωτηθείς πως εξηγεί τον ισχυρισμό του, ότι το λαθρεμπόριο όπλων του πατέρα του, επηρεάζει την ασφάλεια του ίδιου μετά από τόσα χρόνια, ο Αιτητής απάντησε ότι κατ’ ακρίβεια δεν γνωρίζει, προσθέτοντας ότι όλοι στην οικογένεια του φταίνε τον πατέρα του για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Συμπλήρωσε, ότι δεν γνωρίζει τι έκανε ο πατέρας του ακριβώς, αλλά ξέρει ότι δεν είναι ασφαλής στην Λ.Δ.Κ.. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν έπαθε κάτι κακό ως αποτέλεσμα του λαθρεμπορίου του πατέρα του. Ερωτηθείς ποιος πιστεύει ότι θέλει να του προκαλέσει κακό, ο Αιτητής απάντησε ότι η μαφία θα τον σκοτώσει. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για αυτό τον ισχυρισμό. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η μαφία δεν επιχείρησε να του κάνει κακό στο παρελθόν επειδή τον προστάτευε ο κος. Ramazani. Ερωτηθείς να εξηγήσει γιατί από το 2017 που απεβίωσε ο κος. Ramazani, μέχρι το 2021 που ο Αιτητής εγκατέλειψε την Λ.Δ.Κ., δεν αντιμετώπισε κάποιο κίνδυνο, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν νιώθει ασφάλεια στην Λ.Δ.Κ. και ότι αν ήταν ασφαλής, τότε ο αδελφός του δεν θα την εγκατέλειπε.

 

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης, ο Αιτητής ενημερώθηκε σε διάφορα σημεία, ότι μπορεί να καταχωρήσει έγγραφα προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής καταχώρησε 4 φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται: (1) ένας άντρας με στρατιωτική στολή (ερ. 52 του διοικητικού φακέλου), (2) άντρας που φαίνεται να έχει αποβιώσει (ερ. 53 και 54 του διοικητικού φακέλου), (3) μια γυναίκα (ερ. 55 του διοικητικού φακέλου).

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν δεόντως από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που διεξήγαγε τη συνέντευξη, η οποία εντόπισε και κατηγοριοποίησε στην Έκθεση - Εισήγησή της δύο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1.   Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή.

2.   Ο Αιτητής φοβάται ότι θα διωχθεί από την μαφία, εξαιτίας της ιδιότητας του πατέρα του ως εργαζόμενος στο στρατό και της εμπλοκής του πατέρα του σε παράνομες δραστηριότητες πώλησης όπλων.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, η λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αντιθέτως, το δεύτερο πραγματικό περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό καθότι δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή. Η λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ απουσίαζε το στοιχείο της ευλογοφάνειας. Πρόσθεσε, ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα, δίνοντας γενικές και αόριστες απαντήσεις, χωρίς να είναι σε θέση να κάνει αναφορά σε περιστατικά τα οποία να αφορούν τον ίδιο τον Αιτητή σε προσωπικό επίπεδο. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η λειτουργός αναφέρει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποβάλει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο να επιβεβαιώνει την ιδιότητα του πατέρα του ως εργαζόμενου στον στρατό, ενώ αξιολογήθηκε ότι δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ των τεσσάρων φωτογραφιών τις οποίες υπέβαλε ο Αιτητής και με τον ισχυρισμό του περί δίωξης από την μαφία.

 

Ως εκ τούτου, η λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και νομική ανάλυση επί τη βάσει του μοναδικού αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρα καταγωγής του, καθώς επίσης και επί τη βάσει των σχετικών πληροφοριών για την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του, και διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.. Η λειτουργός των Καθ’ ων η Αίτηση προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη Λ.Δ.Κ. δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, η λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ. και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η περιοχή της Kinshasa της Λ.Δ.Κ. δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, η λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την συνήγορο του Αιτητή και αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στην παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία του και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, με βάση το προσωπικό του προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ.. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Ειδικότερα, νεότερες πηγές αναφέρουν για την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ.  ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, και Ituri, ενώ σοβαρές εχθροπραξίες προκύπτουν στην επαρχία Mai Ndombe μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka[2]. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, λαμβάνουν χώρα περιστατικά που σχετίζονται με μικρό και σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση, ενώ οι συμμορίες Kulunas ξεχωρίζουν ως οι κύριοι δράστες.

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16/02/2023 και 16/02/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 142 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 70 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 20 απώλειες),  22 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 48 απώλειες), 3 1 ως εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 52 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια) και 29 ως στρατηγικές εξελίξεις (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[3] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[4]

 

Τέλος, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ..[5] 

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[6] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo (S/2023/990) [EN/AR/RU/ZH], 30 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/midterm-report-group-experts-democratic-republic-congo-s2023990-enarruzh  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[3] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Middle Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, 23/02/2023 – 23/02/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests; Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[4] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[5] βλ. ενδεικτικά: UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; USAID, Democratic Republic of the CongoComplex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/05/2024)

[6] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο