ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.7107/22

                                                                                                                                   

27 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Η. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κ.κ. Ν. Λοΐζου & Χ. Χριστούδιας, δικηγόροι για τον αιτητή

Κα Ε. Προκοπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.11/10/22, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στις 13/10/22, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στη Δημοκρατία τον Δεκέμβριο 2018 παρατύπως και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 05/12/18 (ερ.1-3, 29).  

Την 29/06/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.21-29). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.40-50) και στις 01/08/22 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 13/10/22, με αντίγραφο στη μητρική του γλώσσα, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.53-54).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εκτυλίσσεται εμφύλιος πόλεμος στη χώρα καταγωγής του. Κατά κύριο λόγο καταζητούνται οι νέοι, ως αναφέρει, καθώς η κυβέρνηση θεωρεί ότι «σχηματίζουν συμμορίες». Για το λόγο αυτό ο αιτητής κρυβόταν στο νότιο μέρος του Καμερούν, που αποτελεί το Αγγλόφωνο μέρος. Προσθέτει ότι «αγόρια και κορίτσια, πατέρες και μητέρες δολοφονούνται μέρα με τη μέρα» και έτσι έπρεπε να τραπεί σε φυγή, ώστε να μην γίνει θύμα. Τέλος, σημείωσε ότι οι περισσότεροι από τους φίλους του έχουν δολοφονηθεί ή έχουν απαχθεί από τις στρατιωτικές δυνάμεις.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω, αναφέροντας ότι γεννήθηκε και διέμενε στην Buea, έλαβε για τέσσερα χρόνια δευτεροβάθμια εκπαίδευση ωστόσο σταμάτησε το σχολείο. Αναφορικά με το λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι Ambazonians τον ανάγκασαν να στρατολογηθεί. Ως ανέφερε, αρχικά οι Ambazonians του δήλωσαν ότι έπρεπε να αποφασίσει εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος αν θα γίνει μέλος τους, αλλά ακολούθως, μία μέρα προς το τέλος του 2017, ήρθαν στο σπίτι της γιαγιάς του και πήραν αυτόν και άλλους φίλους του από την ίδια περιοχή, και τους οδήγησαν σε ένα δάσος, όπου υποβλήθηκαν σε τελετή μύσης. Κατά την τελετή έκαναν εγκοπές στο σώμα τους με λεπίδες και τοποθέτησαν μέσα στις εγκοπές μία σκόνη. Ο ίδιος παρέμεινε στο σημείο για μία περίπου ημέρα και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος.

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, μετά από κάποιο διάστημα, αυτός και κάποιος φίλος του αποφάσισαν να πάνε στο χωριό ενός φίλου, το Bayangi. Στη διαδρομή τους σταμάτησε ο στρατός σε ένα σημείο ελέγχου και κατά τον έλεγχο οι στρατιώτες είδαν τα σημάδια από την τελετή μύησης και θεώρησαν ότι ο αιτητής και ο φίλος του είναι Ambazonians. Ο διοικητής του σημείου ελέγχου έδωσε εντολή στον αιτητή και τον φίλο του να συνδράμουν στα έργα κατασκευής μιας μικρής στρατιωτικής βάσης στο σημείο και έτσι οι δύο τους έμειναν εκεί για διάστημα 3 εβδομάδων, καθώς στη συνέχεια τους απελευθέρωσε ένας Αγγλόφωνος στρατιώτης, αφού του εξήγησαν πώς απέκτησαν τα σημάδια και ότι ήθελαν να κρυφτούν στο χωριό του φίλου του αιτητή. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τον εν λόγω στρατιώτη, όπως το όνομά του ή τη θέση του εντός του στρατού.

Αφού απελευθερώθηκαν, ο αιτητής και ο φίλος του μετέβησαν στο χωριό Bayangi, όπου διέμειναν ένα διάστημα πριν εγκαταλείψουν τη χώρα για τη Νιγηρία. Ερωτηθείς πόσο χρόνο παρέμεινε στην Buea μετά την τελετή μύησης, ο αιτητής δήλωσε ότι παρέμεινε 8 μήνες, ενώ ερωτηθείς για ποιο λόγο οι Ambazonians δεν τον ενόχλησαν περαιτέρω κατά τον χρόνο αυτόν, δήλωσε ότι θεωρούσαν ότι είναι ήδη μέλος τους.

Ερωτώμενος σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πρωτίστως τους Ambazonians και ακολούθως το στρατό (French military).

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής στρατολογήθηκε δι’ εξαναγκασμού από δυνάμεις των Ambazonians

3.    Ο αιτητής αιχμαλωτίστηκε από δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και κρατήθηκε για 3 εβδομάδες

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό, απέρριψαν δε τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή.

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας και γενικότητας των δηλώσεων του. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής αρχικά παρείχε μια πολύ γενική περιγραφή της προσπάθειας στρατολόγησης του από τους Ambazonians, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς πότε έλαβε χώρα η τελετή μύησης, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς κατάφερε να παραμείνει στην Buea για διάστημα 8 μηνών χωρίς να τον αναζητήσουν ξανά οι Ambazonians, οι οποίοι κατά τη δήλωσή του τον θεωρούσαν μέλος τους και γιατί δεν έλαβε καμία περαιτέρω εκπαίδευση απ’ αυτούς, στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό αναγκαστικής στρατολόγησης του. Στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας αναζητήθηκαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες οι ένοπλες αποσχιστικές ομάδες στο Αγγλόφωνο Καμερούν πραγματοποιούν όντως στρατολογήσεις παιδιών. Παρά τούτο, δεδομένου ότι ο Αιτητής διέμενε στην Buea και όχι σε κάποια απομακρυσμένη κοινότητα του Αγγλόφωνου Καμερούν, όπου τα περιστατικά στρατολόγησης παιδιών είναι συχνότερα, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν κάνουν λόγο για κάποια τελετή μύησης που ακολουθείται, αλλά και του ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος από τους Ambazonians την επόμενη μέρα, χωρίς να λάβει εκπαίδευση, κατέληξαν ότι – δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού – αυτός είναι απορριπτέος. Προς τούτο αξιολογήθηκαν αρνητικά οι ως άνω σημειωμένες αντιφάσεις των όσων ανέφερε με τις διαθέσιμες πληροφορίες.

Αναφορικά με τον 3ο ως άνω ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι συλλήφθηκε από τον στρατό του Καμερούν και υποβλήθηκε σε εξαναγκαστική εργασία για διάστημα 3 εβδομάδων οι καθ’ ων η αίτηση παρατήρησαν ότι οι στρατιώτες δεν ανέκριναν τον ίδιο και τον φίλο του αναφορικά με τη συμμετοχή τους στους Ambazonians, πράγμα που κρίθηκε ως μη ευλογοφανές υπό τις περιστάσεις. Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει αναλυτικές και συνεκτικές πληροφορίες για τον τρόπο απόδρασής τους από τον στρατό και δεν γνώριζε καμία πληροφορία για τον στρατιώτη που τους βοήθησε να αποδράσουν. Αναφορικά δε με την εξωτερική αξιοπιστία των ως άνω αναζητήθηκαν πληροφορίες σε αξιόπιστες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες έχουν καταγραφεί τρομερές παραβιάσεις εκ μέρους του στρατού μέσω της χρήσης σωματικής βίας, καταναγκαστικής εργασίας, απειλών και δολοφονιών. Στη βάση των πληροφοριών, δεδομένης της βίαιης μεταχείρισης από τον στρατό αναφορικά με μέλη αυτονομιστικών οργανώσεων, τα όσα αναφέρει ο αιτητής θεωρήθηκε ότι δεν συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Buea), στα πλαίσια της οποίας κρίθηκε ότι – παρά την ένοπλη σύρραξη μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και αποσχιστών στην περιοχή - η ένταση των περιστατικών δεν είναι τέτοια που να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο στον αιτητή εκ μόνης της παρουσίας του εκεί, και η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα,  χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, αφού ο λειτουργός που την έλαβε δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως από τον νυν υπουργό εσωτερικών και, σε κάθε περίπτωση ελλείπει, σχετικό πρακτικό της απόφασης από αρμόδιο άτομο, ήτοι τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Αναφέρει δε ότι την συνέντευξη έλαβε άτομο αγνώστου ταυτότητας και χωρίς να είναι δεόντως αρμόδιος να πράξει τούτο. Περαιτέρω η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και τα ευρήματα περί αντίφασης των λεγομένων του αιτητή με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι λανθασμένα. Τέλος, αναφέρει ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη αποστέρησε από τον αιτητή από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του και εκφράζει επιφυλάξεις για την ικανότητα του μεταφραστή που παρέστη στη συνέντευξη να μεταφράζει στη μητρική γλώσσα του αιτητή και αντίστροφα.

Οι καθ’ ων η αίτηση, αγορεύοντας προφορικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως αβάσιμους. Περαιτέρω αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των απορριφθέντων ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, τόσο σε σχέση με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή τους, και πλήρως αιτιολογημένα.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου και του ατόμου που διενήργησε τη συνέντευξη.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.50), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, ως υποβάλλεται από τον γράφοντα την εισήγηση, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό.

Αναφορικά λοιπόν με τον ισχυρισμό ότι ελλείπει σχετική εξουσιοδότηση δια της οποίας να εξουσιοδοτείται δεόντως ο εγκρίνοντας την σχετική έκθεση να λαμβάνει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας στη θέση του προϊστάμενου της Υπηρεσίας παρατηρώ ότι το ερ.51 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.09/06/22 όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου, όπως, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση, και δια τούτο λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση, είναι έγκυρη. Ουδόλως δε επηρεάζει την νομιμότητα και εγκυρότητα της εξουσιοδότησης αυτής το γεγονός ότι έκτοτε έχει αλλάξει το πρόσωπο του υπουργού, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο που αυτή υπογράφει ο τότε υπουργός είχε κάθε δικαίωμα εκ του νόμου να πράξει ως έπραξε.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παντελούς έλλειψης πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην παρούσα αφού το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης συνίσταται στην έγκριση της σχετικής έκθεσης-εισήγησης στο σύνολο της.

Σχετικά με τούτο είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Δεν υπάρχει ενώπιον μου στοιχείο, δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας της διαδικασίας, ότι το άτομο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξάσκησε δεόντως την αποφασιστική του αρμοδιότητα.

Σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο λαμβάνων τη συνέντευξη, μη προσδιοριζόμενος ονομαστικά λειτουργός της EUAA, ενήργησε αναρμοδίως, σημειώνω τα εξής.

Επί του ισχυρισμού ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός της EUAA στερείται σχετικής εξουσιοδότησης να πράττει τούτο παρατηρώ ότι με την ΚΔΠ 297/2019 (ως δευτερογενής νομοθεσία, αποτελεί αντικείμενο δικαστικής γνώσης) το Υπουργικό Συμβούλιο, ως δύναται να πράξει βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες της υπηρεσίας EUAA (πρώην EASO) να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω. Ενόψει των ως άνω και δεδομένου ότι δεν τέθηκε υπόψη μου οιονδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι δεν ευρίσκεται σε ισχύ σήμερα Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την EUAA, καταλήγω ότι ο διενεργών τη συνέντευξη λειτουργός της EUAA ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο.

Η δε έλλειψη στοιχείων πλήρους ταυτοποίησης του ατόμου που έκανε τη συνέντευξη δεν διαφοροποιεί την ως άνω κατάληξη μου, δεδομένου ότι ο αναφερόμενος στα ερ.21 και ερ.40 κωδικός αναφοράς του εν λόγω προσώπου (CW023 – EUAA expert) αρκεί για να συναχθεί ότι αυτός είναι λειτουργός της EUAA, το όνομα του οποίου μπορεί βεβαίως να διαπιστωθεί σε περίπτωση που τούτο ζητηθεί, και ενεργούσε ως ανωτέρω περιγράφεται, στα πλαίσια σχετικής εξουσιοδότησης. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η αναγραφή και μόνο του κωδικού αναφοράς αντί του πλήρους ονόματος του διενεργούντος τη συνέντευξη λειτουργού αφαιρεί εν προκειμένω από την αρτιότητα του πρακτικού της συνέντευξης ή δημιουργεί αμφιβολίες για την ταυτότητα ή δέουσα εξουσιοδότηση του εν λόγω λειτουργού.

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών νομικών ισχυρισμών του αιτητή.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη, σχετικά με την έκταση της απαιτούμενης αιτιολογίας, στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, λέχθηκε ότι: «[η] αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Δεδομένου ότι οι ως άνω ισχυρισμοί συνεπλέκονται άρρηκτα και με την ουσία της υπό κρίση υπόθεσης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτήν πιο κάτω.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε σχετικώς, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.45-47, βρίθουν κενών και ασαφειών και εκ των οποίων ελλείπει κάθε ευλόγως αναμενόμενη συγκεκριμένη λεπτομέρεια.

Ενδεικτικά σημειώνω ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία της κατ’ ισχυρισμό μύησης του στις δυνάμεις των αποσχιστών, γιατί δεν ήρθαν σε επαφή μαζί του τους μήνες που ακολούθησαν αυτή, γιατί δεν έλαβε σχετική εκπαίδευση προκειμένου να συμμετέχει ενεργά στον αγώνα τους, δεδομένου ότι – ως ισχυρίστηκε – είχε μυηθεί αναγκαστικά, τι βίωσε κατά τον χρόνο που, ως ισχυρίστηκε, απήχθη και εργάστηκε δι’ εξαναγκασμού από δυνάμεις του στρατού, γιατί δεν ανακρίθηκε για την αποδιδόμενη συμμετοχή του στο αποσχιστικό κίνημα, πως και με τη βοήθεια ποιου απέδρασε εκ της κράτησης του και πως και πότε εντέλει διέφυγε από τη χώρα.  

Το ζητούμενο που ελλείπει εν προκειμένω αποτυπώνεται θεωρώ χαρακτηριστικά στην έκφραση που χρησιμοποιείται στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, 4 August 2005 [1], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, σημειώνω ότι εν προκειμένω ο αιτητής απέτυχε να αναφέρει αυτή την πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση των μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου προχωρώ σε αξιολόγηση της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή, η οποία διέρχεται βεβαίως μέσα από εντοπισμό πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής αναφορικά με την αναγκαστική στρατολόγηση από τις δυνάμεις των αποσχιστών και την μεταχείριση ατόμων που συνδέονται με τους Ambazonians από τον στρατό.

Σχετικά με την αναγκαστική στρατολόγηση από τις δυνάμεις των αποσχιστών πηγή πληροφόρησης [2] γίνεται αναφορά στα τελετουργικά “Odeshi” που χρησιμοποιούν οι Ambazonian Defence Forces (ADF) προκειμένου να προστατευτούν κατά τις ένοπλες αναμετρήσεις τους με τις κρατικές δυνάμεις ασφάλειας. Πέρα από τη χρήση διαφόρων φυλακτών με διαφορετικές μορφές προστασίας (βραχιόλι το οποίο κάνει κάποιον αόρατο, περιδέραιο που μπλοκάρει το όπλο των αντιπάλων, ουρά κατσίκας η οποία απομακρύνει τις σφαίρες αντιπάλων), το άρθρο αναφέρεται σε τελετή όπου πραγματοποιούνται ουλές στο σώμα και γίνεται τοποθέτηση μιας γκρι πάστας επί των ουλών για προστατευτικούς σκοπούς. Αναφέρεται περαιτέρω ότι «[τ]ο δέρμα του Atem φέρει λεπτές ουλές που δημιουργήθηκαν από προηγούμενες τελετουργίες. Την προηγούμενη μέρα πλήρωσε έναν παραδοσιακό θεραπευτή, έναν "baba", για να κάνει μια τέτοια τελετή για να τον προστατεύσει από τις σφαίρες. Ο baba θυσίασε ένα κοτόπουλο και έκοψε το δέρμα του Atem με ένα ξυράφι πριν τρίψει μια γκρίζα πάστα στις πληγές».

Εκ του ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι, αντίθετα με την επί τούτου κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, δεδομένης της ύπαρξης τελετών μύησης μαχητών των αποσχιστών στο κίνημα, τα όσα αναφέρει περί τούτου ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.

Σχετικά με μεταχείριση ατόμων που συνδέονται με τους Ambazonians από τον στρατό, πέραν όσων εντοπίζονται από τους καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερ.46-47), εντοπίζω τα εξής.

Σύμφωνα με έκθεση της 1ης Μαρτίου του 2023 της R2P Monitor, «περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί ως αποτέλεσμα της κρίσης από το 2016. Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία λόγω φύλου, έκαψαν αγγλόφωνα χωριά και υπέβαλαν σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση άτομα που θεωρούνταν ύποπτα ως αυτονομιστές. Οι ένοπλοι αυτονομιστές γίνονται επίσης ολοένα και πιο βίαιοι, σκοτώνοντας, απαγάγοντας και τρομοκρατώντας πληθυσμούς ενώ διεκδικούν σταθερά τον έλεγχο σε μεγάλα τμήματα των αγγλόφωνων περιοχών. Από τις αρχές του 2022 η κυβέρνηση αύξησε τις επιχειρήσεις της κατά των ένοπλων αυτονομιστικών προπύργιων. Οι αγγλόφωνοι αυτονομιστές απάντησαν εντείνοντας τις επιθέσεις εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας, χρησιμοποιώντας περισσότερα φονικά όπλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς IED. Οι αυτονομιστές έχουν απαγορεύσει την κυβερνητική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και καθηγητές, και επιπλέον καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία. Αυτές οι επιθέσεις, καθώς και τα αυστηρά lockdown που επιβλήθηκαν από ένοπλους αυτονομιστές, έχουν στερήσει την εκπαίδευσή τους από τα παιδιά. Σύμφωνα με τον OCHA, μόνο το 46 τοις εκατό των σχολείων λειτουργούν και το 54 τοις εκατό των μαθητών πραγματοποίησαν εγγραφή για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι πλήττονται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές και χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Η OCHA εκτιμά, όπως αναφέρει η ίδια ως άνω έκθεση, ότι τουλάχιστον 628.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 87.000 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία». [3]

Εκ των ως άνω δεν αμφισβητείται ότι σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων εξωδικαστηριακών εκτελέσεων, βασανιστηρίων, βίας, αυθαίρετων κρατήσεων και κακομεταχείρισης είναι συχνό φαινόμενο κατά ατόμων για τα οποία υπάρχουν υποψίες σύμπραξης με το κίνημα των αυτονομιστών από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Τούτο, παρότι μερικώς συνάδει με τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί κράτησης του και αναγκαστικής εργασίας του από στρατιωτικές δυνάμεις, έρχεται σε αντίφαση με την πτυχή που αναφέρει περί μη ανακρίσεως του ή άλλης κακομεταχείρισης, προκειμένου να εξάγουν απ’ αυτόν πληροφορίες ή στοιχεία για τη δράση των αποσχιστών, δεδομένου ότι, ως ο ίδιος ανέφερε, απέδιδαν σε αυτόν σύμπραξη με τους Ambazonians, λόγω των διακριτικών ουλών που έφερε από την τελετή μύησης του.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του.

Οι δε ισχυρισμοί αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν το πρωταρχικό και ιδιαίτερης βαρύτητας σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν. Γι’ αυτό και καταλήγω ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.

Ενόψει των ως άνω προχωρώ σε αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Buea).

Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας, σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[4], με κριτήρια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου[5], το Καμερούν είναι αναμεμειγμένο σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη σε βάρος της Boko Haram στον Άπω Βορρά. Στη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται κατά της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής. Σύμφωνα με τα εκεί χρησιμοποιούμενα κριτήρια η βία δεν εξικνείται σε επίπεδα μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[6] Από το τέλος του 2017, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις με αριθμό ομάδων αποσχιστών οι οποίοι δρουν στη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική Περιφέρεια. Ως τέτοιες αποσχιστικές ομάδες αναφέρονται ιδίως, μεταξύ άλλων, το Ambazonia Governing Council (AGC) και η Interim Government of Ambazonia (IG) καθώς και οι στρατιωτικές πτέρυγες αυτών.[7]

Η μονομερής συμβολική ανακήρυξη εκ μέρους αποσχιστικών δυνάμεων του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας την 01/10/17 σήμανε μία στροφή στην κρίση, με άμεση χρήση του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές, ενώ κατά το τέλος του Νοεμβρίου του 2017 έλαβε χώρα ριζοσπαστικοποίηση μέρους του κινήματος των διαδηλωτών ως απάντηση στις χρησιμοποιούμενες αυταρχικές μεθόδους.[8] Αντιμαχόμενες δυνάμεις στην κρίση συνιστούν δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και  ένοπλες αποσχιστικές ομάδες.

Ως προς το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των αποσχιστικών δυνάμεων, σύμφωνα με το portal RULAC, αυτό παραμένει ασαφές, όπως εξάλλου και η δομή τους[9]. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ορισμένες ομάδες εμφανίζουν κάποια δομή σε τοπικό επίπεδο, και προσπαθούν αυξανόμενα να συντονιστούν.[10]

Περαιτέρω ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου επισημαίνεται ότι βάσει της αναφοράς της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Human Rights Watch για το 2023 οι αποσχιστές εξακολούθησαν τις επιθέσεις σε σχολικά κτίρια, μαθητές και εργαζόμενους στην εκπαίδευση. Οι αποσχιστές αναφέρεται ακόμα ότι εξακολούθησαν να υποχρεώνουν τους αμάχους σε κατ’ οίκον παραμονή και να διενεργούν επιθέσεις σε κοντινές χρονικά περιόδους σημαντικών περιστατικών. Οι κρατικές δυνάμεις απάντησαν στις δυνάμεις των αποσχιστών με επιχειρήσεις οι οποίες συχνά αποτύγχαναν να προστατεύσουν τους αμάχους ή τους στοχοποιούσαν ευθέως. Σε ορισμένα περιστατικά αναφέρεται ότι οι άμαχοι διέφευγαν των μαχών όταν δολοφονήθηκαν, ενώ επιδρομές του στρατού και δολοφονίες αμάχων κατά αυθαίρετο τρόπο ενδέχεται επίσης να έλαβαν χώρα κατά προσώπων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι είναι αποσχιστές ή σε αντίποινα για επιθέσεις κατά στρατιωτικών θέσεων.[11] Οι αποσχιστές, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας, ευθύνονται για εγκλήματα σε βάρος του τοπικού πληθυσμού στις αγγλόφωνες περιοχές, όπως δολοφονίες, απαγωγές, βασανισμούς και καταστροφές κατοικιών.

Ως προς τα χρησιμοποιούμενα όπλα, ειδικά ως προς τη χρήση εκρηκτικών μηχανισμών οι οποίοι εκ φύσεως είναι δυνατό να επιφέρουν απώλειες αμάχων, οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής υποδεικνύουν την τάση αύξησης των επιθέσεων με τέτοια μέσα εκ μέρους των αυτονομιστών με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας από τις αρχές του 2021, με αμάχους επίσης να αποβιώνουν κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών. Η χρήση αυτών αναφέρεται ότι εξακολούθησε και το 2022.[12]

Σύμφωνα  με πρόσφατες πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της διένεξης, σε μεγάλο βαθμό οι βιαιότητες περιορίζονται εντός των αγγλόφωνων περιοχών, κύριως στη Βορειοδυτική Περιφέρεια παρά στη Νοτιοδυτική, ενώ οι αγροτικές περιοχές εμφανίζονται περισσότερο προσβεβλημένες συγκριτικά με τα αστικά κέντρα, τα οποία θεωρούνται περισσότερο ασφαλή, αν και προσβάλλονται και αυτές κατά τρόπο απρόβλεπτο από τις βιαιοπραγίες.[13]

Από 20/05/23 έως και 17/05/24, στη βάση δεδομένων ACLED καταγράφηκαν συνολικά στην πόλη Buea (Καμερούν), 25 περιστατικά βίας (16 περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών, 3 ταραχές/εξεγέρσεις, 2 μάχες, 2 περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως και 2 διαδηλώσεις).[14] Από τα πιο πάνω περιστατικά (στην εν λόγω πόλη και κατά την ίδια χρονική περίοδο) προέκυψαν 15 θάνατοι (14 από περιστατικά βίας εναντίων των πολιτών και 1 από ταραχές/εξεγέρσεις, ενώ δεν καταγράφηκαν θάνατοι από περιστατικά μαχών, εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως και διαδηλώσεων).[15]

Είναι κατάληξη μου εκ των ως άνω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι του επιπέδου ένταση που απαιτείται προκειμένου να αποδοθεί συμπληρωματική προστασία.

Δεν παραγνωρίζω ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία, όμως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά του αιτητή  εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην υπό κρίση περιοχή, δεδομένου του ότι, εφόσον το σχετικό αφήγημα του απορρίφθηκε, δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς γι’  αυτόν, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [16] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Σχετικώς, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:

«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώθηκε εδώ βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477

[2] The New Humanitarian, Emmanuel Freudenthal, Cameroon’s anglophone war, part 2: Inside the separatist conflict, 2 Αυγούστου 2018, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.thenewhumanitarian.org/special-report/2018/08/02/cameroon-s-anglophone-war-part-2-inside-separatist-conflict

[3] Global Centre for the Responsibility to Protect (Author), published by ReliefWeb: R2P Monitor, Issue 64, 1 March 2023, 2 March 2023, σελ. 4,  https://reliefweb.int/attachments/4df72bc8-c5c2-4e1b-a2db-95e32a179862/R2P-Monitor-March-2023.pdf (ημ. 22/04/2024).

[4] RULAC, ‘About RULAC’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)

[5] RULAC, ‘About RULAC’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about#collapse2accord (ημερομηνία πρόσβασης 09/02/2024)

[6] RULAC, ‘Cameroon’ (2021), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)

[7] RULAC, ‘Cameroon’ (2021), διαθέσιμο σε  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon#collapse1accord (ημ. πρόσβασης 12/02/24)

[8] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN  Régions anglophones : situation sécuritaire’ (2023), 7 διαθέσιμο https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_R%C3%A9gions_anglophones_Situation_s%C3%A9curitaire_20230220.pdf  (ημ. πρόσβασης 12/02/2024)

[9] RULAC, ‘Non-International Armed Conflicts in Cameroon’ (2023), υπό Organization: Anglophone Separatist Groups,  διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημ. πρόσβασης 12/11/2023)

[10] RULAC, ‘Non-International Armed Conflicts in Cameroon’ (last updated 2023), υπό Organization: Anglophone Separatist Groups, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (ημ. πρόσβασης 12/02/24)

[11] HRW, ‘Cameroon Events of 2023’ (2024), διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)

[12] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire’ (2023), 16 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20230220.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024).

[13] CGVS/ CGRA, ‘COI Focus CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire’ (2023), 37 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20230220.pdf

[14] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Event Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Sud-Ouest’, Location: ‘Buea’) [ημερ. πρόσβασης 24/05/2024]

[15] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), βλ. πλατφόρμα Data & Tools – ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (στοιχεία ανάλυσης: Metric: ‘Fatality Counts’, Event Types: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots’, Data Range: ‘Past year of ACLED data’, Region: ‘Africa’, Country: ‘Cameroon’, Admin: ‘Sud-Ouest’, Location: ‘Buea’) [ημερ. πρόσβασης 24/05/2024]

[16] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο