ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 7318/22

24 Μαΐου, 2024

 

[Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

F.M.B.

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

 …………………….

 

Μιράντα Αγγελίδου για Χαράλαμπο Γ. Σιαηλή, Δικηγόρο για τον αιτητή.

 

Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  για τους καθ' ων η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει με το αιτητικό Α, την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 19/10/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία ως άκυρη και στερούμενη οιουδήποτε αποτελέσματος.  Με το αιτητικό Β της προσφυγής, ο αιτητής ζητά να αναγνωριστεί πρόσφυγας ή να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και δικαίωμα νόμιμης διαμονής στην Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την εκδίκαση τη προσφυγής.

 

 

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της Ένστασης που καταχωρήθηκε από τη συνήγορο των καθ’ων η αίτηση, ο αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής: «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 09/04/2022.  Στις 13/06/2022 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 12/09/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του.

 

Στις 20/09/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 19/10/2022 υιοθέτησε την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.  Στις 03/11/2022 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, την οποία ο αιτητής παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο συνήγορος του αιτητή μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.  Επιπρόσθετα, εισηγείται πως παραβιάστηκαν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και ότι η απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση μέσω της γραπτής της αγόρευσης, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Όπως αναφέρει, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζει δε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, έτσι ώστε να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς οι ισχυρισμοί που πρόβαλε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και το νομικό ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι δεχόταν απειλές από τον εργοδότη του λόγω του ότι πίστευε ότι ο αιτητής φλέρταρε με τη σύζυγό του. Ο αιτητής δήλωσε ότι αν και κάτι τέτοιο δεν ισχύει, εντούτοις ο εργοδότης του τον συκοφαντούσε επειδή σκόπευε να του κάνει κακό και γι’αυτό το λόγο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να σώσει τη ζωή του (ερυθρά 1 και 13, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa.  Όπως ανέφερε, εκεί διαμένουν οι γονείς και τα πέντε αδέρφια του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο αιτητής δήλωσε άγαμος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων τα οποία επίσης διαμένουν με τη μητέρα τους στην Kinshasa. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε απόφοιτος του Πανεπιστημίου Isipa στην Kinshasa, ενώ σε σχέση με την επαγγελματική του εμπειρία ανέφερε ότι εργάστηκε ως υπάλληλος σε καφετέρια και αργότερα ως μάνατζερ στη στοιχηματική εταιρεία Winner Bet στην Kinshasa (ερυθρά 39 – 34, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στην παράθεση των λόγων εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, ο αιτητής ανέφερε ότι όταν άρχισε να εργάζεται στην Kinshasa ως μάνατζερ στην στοιχηματική εταιρεία Winner Bet τον Ιανουάριο του 2022, διαπίστωσε ότι εκεί εργαζόταν μια φίλη του από το πανεπιστήμιο. Προσέθεσε ότι η εν λόγω γυναίκα διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον εργοδότη του, παρόλα αυτά,  λόγω του ότι γνωρίζονταν από το πανεπιστήμιο, ο αιτητής και εκείνη περνούσαν μαζί τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Ο αιτητής υποστήριξε ότι επειδή οι συνάδελφοί του ζήλευαν το γεγονός ότι έκανε παρέα με τη σύντροφο του εργοδότη τους, διέδωσαν ψευδώς ότι ο αιτητής διατηρεί ερωτική σχέση μαζί της. Στη συνέχεια, o αιτητής ισχυρίστηκε πως κάποιος συνάδελφός του τον κατέγραψε με το κινητό του τηλέφωνο να μιλάει με την σύντροφό του και στη συνέχεια, απέστειλε το βίντεο στον εργοδότη τους, με αποτέλεσμα ο αιτητής να απολυθεί (ερυθρό 33, του διοικητικού φακέλου).

 

 

Ακολούθως ο αιτητής ισχυρίστηκε πως κάποια ημέρα σταμάτησε μπροστά του ένα κίτρινο αυτοκίνητο, τα άτομα που επέβαιναν σε αυτό τον ανάγκασαν να εισέλθει εντός του οχήματος και αφού τον υποχρέωσαν να μυρίσει κάτι  προκειμένου να χάσει τις αισθήσεις του, στη συνέχεια τον οδήγησαν σε ένα άγνωστο οίκημα. O αιτητής δήλωσε ότι κρατήθηκε περίπου για μία ημέρα, ενώ κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο αδελφός ενός φίλου του, δήλωσε πως όταν τον απήγαγαν, εκείνος δεν ήταν σίγουρος ότι το άτομο που είχε απαχθεί ήταν ο αιτητής και έτσι αποφάσισε να τον επισκεφτεί στο δωμάτιο που κρατείτο υποσχόμενος ότι θα τον βοηθήσει να αποδράσει γιατί σκόπευαν να τον σκοτώσουν.

 

Στη συνέχεια, ο άνθρωπος αυτός ενημέρωσε τον αιτητή ότι ήταν αρχηγός των εγκληματιών και τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ενώ ο ίδιος θα ανακοίνωνε ψευδώς στους υπόλοιπους εγκληματίες ότι έχει σκοτώσει τον αιτητή. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος άνθρωπος μετέφερε τον αιτητή στην περιοχή Kitambo Mgasin, από όπου ο αιτητής πήρε μια μοτοσυκλέτα και μετέβη στην οικία της μητέρας του στην περιοχή Mesina. Ακολούθως ένας φίλος του τον έφερε σε επαφή με ένα άνδρα, στον οποίο ο αιτητής περιέγραψε τι του είχε συμβεί και εκείνος βοήθησε τον αιτητή να ταξιδέψει με προορισμό την Κύπρο, δηλώνοντάς του, πως θα μπορούσε να αναζητήσει καθεστώς διεθνούς προστασίας (ερυθρά 33 – 32, του διοικητικού φακέλου).  Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε πως θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του από τον εργοδότη του (ερυθρό 31, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των δηλώσεων του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε το αφήγημα του τελευταίου σε θεματικές ενότητες υποβάλλοντάς τον σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις, δίνοντάς του τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά ζήτησε από τον αιτητή να περιγράψει τη φίλη του εργοδότη του, καθώς και τον εργοδότη του, να προσδιορίσει με ποιο τρόπο περιήλθε σε γνώση του τελευταίου η φιλική σχέση που διατηρούσε ο αιτητής με τη σύντροφό του, να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες αναφορικά με την εν λόγω σχέση, καθώς και να περιγράψει τις σχέσεις του με τον εργοδότη του πριν ο τελευταίος λάβει το επίμαχο βίντεο.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής υποβλήθηκε σε ανοιχτού τύπου ερωτήσεις αναφορικά με τη φερόμενη αποστολή του ανωτέρω βίντεο στον εργοδότη του από τους συναδέλφους του, ενώ του ζητήθηκε και να προσδιορίσει το άτομο που το απέστειλε καθώς και τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω πρόσωπο προέβη στη συγκεκριμένη πράξη. Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον αιτητή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο εργοδότης του τον απέλυσε όταν έλαβε το βίντεο, καθώς και να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό του περί του ότι η φίλη του εργοδότη του καθυστέρησε το γάμο της με τον εργοδότη του αιτητή λόγω του ότι ο πρώτος απέλυσε τον τελευταίο (ερυθρά 31 – 28, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στην επόμενη θεματική ενότητα, ο αρμόδιος λειτουργός διερεύνησε την απαγωγή του αιτητή, από τον οποίο αρχικά ζήτησε να αποσαφηνίσει τους λόγους για τους οποίους το συγκεκριμένο πρόσωπο προχώρησε στην απαγωγή του αν και φίλος του, ενώ του ζητήθηκε να περιγράψει τις συνθήκες και να προσδιορίσει τη διάρκεια της κράτησής του. Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στον αιτητή ερωτήσεις ζητώντας του να στοιχειοθετήσει την, κατά δήλωσή του, σύνδεση της απαγωγής του με τον εργοδότη του (ερυθρά 28 – 26, του διοικητικού φακέλου).  Στο τέλος ζητήθηκε από τον αιτητή να περιγράψει τις συνθήκες απόδρασής του αλλά και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν κατήγγειλε τον εργοδότη του ενώπιον των αρχών (ερυθρά 28 – 26, του διοικητικού φακέλου).  Ο αιτητής δήλωσε πως αν δεν έχεις χρήματα, δεν έχεις τη δυνατότητα να κατηγορήσεις κάποιο άτομο που είναι ισχυρό και γι’αυτό το λόγο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση - εισήγησή του σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή.  Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.  Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του αιτητή περί του ότι το αφεντικό του προσπάθησε να τον σκοτώσει επειδή πίστευε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τη σύντροφό του.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του αιτητή και αναφορές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχτηκε τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, καθώς αφενός μεν οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς, αφετέρου δε επιβεβαιώθηκαν από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του.

 

Σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή, καθότι οι δηλώσεις και οι αντίστοιχες περιγραφές του στερούντο λεπτομέρειας και αξιολογήθηκαν ως στερούμενες συνοχής και ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά εντόπισε ότι αν και ο αιτητής περιέγραψε επαρκώς τις συνθήκες εργασίας του στην εταιρεία που είχε έδρα την Kinshasa, αποσαφηνίζοντας τον τίτλο και τα καθήκοντα του, στη συνέχεια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει αντιστοίχως στοιχεία και/ή λεπτομέρειες σχετικά με τη σχέση που φέρονται να διατηρούσαν ο εργοδότης του και η φίλη του, καθώς όταν του ζητήθηκε να το πράξει, ο αιτητής δήλωσε γενικά και αόριστα ότι επρόκειτο να παντρευτούν (ερυθρό 30, του διοικητικού φακέλου).  Ανεπαρκής κρίθηκαν και οι περιγραφές του αιτητή σε σχέση με τον εργοδότη του, αφού κληθείς να τον περιγράψει, ο αιτητής απάντησε ότι ο εργοδότης του ήταν Εβραίος και ιδιοκτήτης της εταιρείας στην οποία εργαζόταν.

 

Δεν ήταν άλλωστε σε θέση να προσδιορίσει το πλήρες όνομα του εργοδότη του και να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του περί του ότι ο εργοδότης του διατηρούσε συνδέσεις με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη (ερυθρά 30 – 29, του διοικητικού φακέλου).  Σε σχέση δε με τη φερόμενη αποστολή του επίμαχου βίντεο προς τον εργοδότη του, ο αιτητής επέδειξε άγνοια ως προς την ταυτότητα του προσώπου που φέρεται να απέστειλε το βίντεο στον εργοδότη του, τους λόγους που το εν λόγω πρόσωπο προέβη στη συγκεκριμένη πράξη, καθώς και το χρόνο που αυτή η πράξη έλαβε χώρα (ερυθρά 29 -28, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με την απαγωγή του, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς την τοποθεσία επί της οποίας κρατήθηκε, τις συνθήκες κράτησής του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο απέδρασε. Ούτε όμως κατάφερε να εξηγήσει με ευλογοφάνεια και συνοχή τους λόγους για τους οποίους ένας εκ των απαγωγέων του φέρεται να τον άφησε ελεύθερο αν και προηγουμένως τον είχε απαγάγει (ερυθρά 27 – 26, του διοικητικού φακέλου). 

 

Σε σχέση δε με τις δηλώσεις του αιτητή περί του ότι όταν ήρθε στην Κύπρο, οι συνάδελφοί του τον ενημέρωσαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα τον σκοτώσει ο εργοδότης του, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια ποιος του μετέφερε την εν λόγω πληροφορία, τι ακριβώς του είπε ή να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να τον εντοπίσει ο εργοδότης του στην Kinshasa (ερυθρά 26 – 25, του διοικητικού φακέλου).  Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω δηλώσεις, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε τις δηλώσεις του αιτητή ελλιπείς.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά την εγκληματικότητα στην πόλη της Kinsahsa και επιβεβαίωσε ότι οι απαγωγές αποτελούν συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα από τις συμμορίες που δραστηριοποιούνται.  Καταληκτικά, στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο ισχυρισμός του αιτητή δεν έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό στο σύνολό του, εφόσον κρίθηκε ότι είναι αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa. Στο εν λόγω συμπέρασμα κατέληξε τόσο λόγω έλλειψης οποιασδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης σε βάρος του αιτητή, όσο και λόγω του ότι κατόπιν σχετικής έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa προέκυψε ότι είναι σταθερή.

 

Ακολούθως, ο λειτουργός αξιολόγησε το νομοθετικό πλαίσιο για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τον αποδεκτό ισχυρισμό του αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή αυτού σε οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως λοιπόν αναφέρεται στην έκθεση-εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε πως ο αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν λόγοι υπαγωγής του αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν πιθανολογήθηκε ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε ενδέχεται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.  Επιπρόσθετα, δεν πιθανολογήθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης, διεθνούς ή εσωτερικής, σύμφωνα με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή στο σύνολό του.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι  το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αφού οι δηλώσεις του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, όπως λεπτομερώς καταγράφονται ανωτέρω, χαρακτηρίζονται από ασάφεια και γενικότητα, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης και/ή στοχοποίησής του από τον φερόμενο ως εργοδότη του.  

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή βάσει της παρεχόμενης εκ του Νόμου, ex nunc δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο κρίνει τις δηλώσεις του αναφορικά με τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής του και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ως ασαφείς και λεπτομερείς, αφού δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να συνηγορεί υπερ του αντιθέτου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή περί  του ότι ο εργοδότης του σκόπευε να τον σκοτώσει επειδή πίστευε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τη σύντροφό του, την οποία ο αιτητής γνώριζε από το πανεπιστήμιο, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του στερούνται των επαρκών και συγκεκριμένων λεπτομερειών οι οποίες θα προσέδιδαν σε αυτές βιωματικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει καμία πτυχή του υπό εξέταση ισχυρισμού αφού αρχικά δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, το πρόσωπο του εργοδότη του.

 

Οι δηλώσεις του περί του ότι ο εργοδότης του, ήταν Εβραϊκής καταγωγής και διατηρούσε επαφές με κυβερνητικά στελέχη κρίνονται ως μια ανεπαρκής προσπάθεια του αιτητή να ενισχύσει τον πυρήνα του αιτήματός του και όχι σαν μια ειλικρινής προσπάθεια να απαντήσει στην υποβληθείσα ερώτηση και να παραθέσει στοιχεία για το εν λόγω πρόσωπο. Σε σχέση δε με την πτυχή του ισχυρισμού που αφορά την αποστολή του επίμαχου βίντεο, το γεγονός ότι ο αιτητής επέδειξε άγνοια ως προς το πρόσωπο που το απέστειλε στον εργοδότη του, το χρόνο που έλαβε χώρα η συγκεκριμένη πράξη, καθώς και τα κίνητρα του αποστολέα, αποτελούν περαιτέρω ενδείξεις της αναξιοπιστίας των υπό εξέταση δηλώσεων.

 

Σε σχέση με τη φερόμενη απαγωγή του, οι δηλώσεις του αιτητή στερούνται λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας.  Ειδικότερα, όχι μόνο ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το  λόγο για τον οποίο τον άφησε ελεύθερος ο αδελφός του φίλου του, αλλά  εντοπίζω ότι προκύπτει μια σημαντική νοηματική αντίφαση ανάμεσα στις δηλώσεις του αιτητή περί του ότι ο αδελφός του φίλου του, τον ενημέρωσε ότι ο εργοδότης του προσέλαβε εγκληματίες με σκοπό να τον σκοτώσουν, ενώ ο αδελφός του φίλου του δε γνώριζε την ταυτότητα του προσώπου που απήχθη. Οι δηλώσεις του αιτητή για το λόγο που αποφάσισε να τον βοηθήσει να διαφύγει, προφασιζόμενος στους εγκληματίες των οποίων ήταν ο αρχηγός ότι σκότωσε τον αιτητή, κρίνονται επίσης ως στερούμενες νοηματικής συνοχής και ευλογοφάνειας. Βάσει όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι οι δηλώσεις του αιτητή δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και δεδομένου ότι εκ της έρευνας των καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώθηκε ότι η πόλη της Kinshasa πλήττεται από εγκληματικότητα, σε συνδυασμό βέβαια με την προσωπική φύση των υπό εξέταση περιστατικών, κρίνω ότι δεν προκύπτει κάποιο άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του αιτητή. Ως εκ τούτου, στη βάση της αδυναμίας των δηλώσεων του αιτητή να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο ισχυρισμός του αιτητή περί δίωξής του από τον εργοδότη του απορρίπτεται στο σύνολό του ως αναξιόπιστος.

 

Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης του σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην Kinshasa, από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη.

 

Επίσης, με βάση το προσωπικό προφίλ του αιτητή και υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός και αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, και ελλείψει οποιουδήποτε επαπειλούμενου κινδύνου, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του οποιαδήποτε παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009).

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή και βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής στη χώρα καταγωγής του ήταν η Kinshasa, πρωτεύουσα της χώρας καταγωγής του αλλά και της ομώνυμης επαρχίας. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή προς εξέταση της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, στην οποία ανήκει γεωγραφικά η ομώνυμη πόλη, περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή.

 

Πρόσφατες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν για την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, Ituri, Haut-Uikas, καθώς και στην περιοχή Haut-Uikas. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, περιστατικά που σχετίζονται με μικρό και σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση μπορεί να συμβαίνουν τακτικά, συχνά, ξαφνικά και απροσδόκητα.

 

Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνο στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[2]  Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία επιβεβαιώνουν το ακίνδυνο της εν λόγω περιοχής.

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 17/05/2023 έως 17/05/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 96 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 60 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 6 ήταν περιστατικά μαχών (17 θάνατοι), 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (42 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος) και 44 διαδηλώσεις (καμία ανθρώπινη απώλεια).[3] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι)[4] και καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή.

 

Κατά τα παραπάνω, προκύπτει πως στην Kinshasa, περιοχή συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).  Κατά συνέπεια, κρίνω πως δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη έτσι ώστε να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Επικουρικά και προς πληρότητα της παρούσας απόφασης, έχοντας αξιολογήσει τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και συγκεκριμένα ότι ο αιτητής είναι ενήλικας, υγιής, ικανός προς εργασία άνδρας, ο οποίος διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, καθώς και διευρυμένο οικογενειακό/υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του,  όσο και τους ισχυρισμούς που αυτός πρόβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της δικαστικής διαδικασίας, διαπιστώθηκε ότι δεν θα  αντιμετωπίσει απολύτως κανένα κίνδυνο με την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής έτσι ώστε να κριθεί ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει η αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή, διατείνεται πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον όπως εισηγείται ο αιτητής είχε συνοχή στην αφήγησή του και οι όποιες αντιφάσεις εντοπίστηκαν δεν θα μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία του.  Η συνήγορος των καθ’ών η αίτηση αντιτείνει πως το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεση και εξέδωσε ορθή απόφαση.

 

Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείτε επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος.  Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείτε όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).  Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα.  Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.  Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Από το σύνολο των στοιχείων του διοικητικού φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως παραβιάστηκαν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, ότι η απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου. Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί τίθενται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και χωρίς να συνδέονται με τα περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης.

 

Όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361).  Κανένας από τους προαναφερόμενους λόγους ακυρώσεως δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων.  Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό των νομικών ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής τους στην Γραπτή του Αγόρευση, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και απορρίπτονται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετική νομοθεσίας.  Κατά συνέπεια, τα αιτητικά Α και Β με βάση τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε επιτυχία.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολο της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.                                               

 

 

 

 

                                                                              Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758

[2] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th ; UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo ; UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo)

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, available at: https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard (filters applied: COUNTRY VIEW- EVENT DATE – 17.05.2023 - 17.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και REGION - Middle Africa – Democratic Republic of Congo - Kinshasa) (accessed on 22/05/2024)

[4] Macrotrends, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2024, available at: https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population ; World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., available at: https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (accessed on 22/05/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο