ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 7599/22

31 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Ζ.Μ.

Αιτητής

-και-

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

 

Κ. Φράγκου (κα) για Ε. Χατζηπέτρου (κ), Δικηγόρος  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

(Παρών οι μεταφραστές κ. Ρ. Ευαγγέλου και κ. Η. Φανούς, για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα γαλλικά και αντίστροφα.) 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 03/12/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «ΛΔΚ») και στις 24/10/22 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας.  Στις 17/11/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 21/11/22 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 03/12/22 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στις 22/12/22 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Ο Αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα την υπό κρίση προσφυγή στις 28/12/2022.

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου και προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία προβάλλοντας πραγματικούς ισχυρισμούς. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής καθώς θα κινδυνέψει λόγω του ότι απειλείται από ομάδα που εμπλέκεται σε διακίνηση ναρκωτικών.

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την προφορική της αγόρευση, υποστήριξε ότι το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος δεν έχει καταφέρει να το αποσείσει, ούτε και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης.  Τόνισε δε ότι ο λόγος που δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή ήταν ο κλονισμός της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων και ελλείψεων που παρουσιάστηκαν κατά την συνέντευξή του και ότι ο κεντρικός του ισχυρισμός απορρίφθηκε ως ασαφής και αόριστος. Διατείνεται δε, ότι της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού προηγήθηκε επαρκής εξέταση και έρευνα, ως φαίνεται από την εμπεριστατωμένη εισήγησή του.   

 

Το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018), εφόσον η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία υποβλήθηκε στις 09/03/2023.  Λαμβάνω δε υπόψη μου, ότι ο Αιτητής  δεν εκπροσωπείται από συνήγορο αλλά εμφανίζεται προσωπικά και δεν αναμένεται από αυτόν να προωθήσει νομικούς ισχυρισμούς εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα ως προνοούν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί σε υποθέσεις όπου τα μέρη εκπροσωπούνται από δικηγόρο (βλ. συναφώς Διαδικαστικός Κανονισμός 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962). Προς το σκοπό αυτό, κρίνω σκόπιμη την σύντομη παράθεση των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.

 

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι εργαζόταν σε ένα club εντός του οποίου ένα βράδυ έλαβε χώρα μια σύρραξη ανάμεσα σε δύο ομάδες. Ο Αιτητής δήλωσε ότι κάλεσε το φύλακα, ο οποίος ωστόσο δεν ήταν σε θέση να σταματήσει τη σύρραξη και έτσι ο Αιτητής κάλεσε την αστυνομία, η οποία συνέλαβε τα μέλη των εν λόγω ομάδων. Προσέθεσε δε ότι ένα εκ των συλληφθέντων προσώπων καταζητούνταν ήδη από τις αρχές. Ακολούθως ο Αιτητής προέβαλε ότι η ομάδα στην οποία άνηκε ο ανωτέρω συλληφθείς, άρχισε να απειλεί τον Αιτητή και τους συναδέλφους του. Έτσι ο Αιτητής και οι συνάδελφοί του πήραν χρήματα από το αφεντικό τους προκειμένου να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής για να σώσουν τις ζωές τους καθώς το άτομο που συνελήφθη σκότωσε ένα από τους φύλακες του club (ερ. 1 ΔΦ). 

 

Κατά την προφορική του συνέντευξη και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι o πατέρας του, η μητέρα του και τα δύο νεότερα αδέρφια του διαμένουν στην Kinshasa, ενώ σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ σε σχέση με το επάγγελμά του δήλωσε ότι εργαζόταν ως σερβιτόρος σε ένα νυχτερινό club από το 2019 μέχρι το 2022 (ερ. 31-29 ΔΦ).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του ο Αιτητής δήλωσε ότι μια ημέρα προέκυψε μια σύρραξη ανάμεσα σε δύο ομάδες στο club επί του οποίου εργαζόταν. Ο Αιτητής κάλεσε το φύλακα, πλην όμως εκείνος δεν κατάφερε να σταματήσει τη σύρραξη διότι τα μέλη των εν λόγω ομάδων είχαν μεθύσει με αποτέλεσμα να κληθεί η αστυνομία. Όταν κατέφτασε η αστυνομία, συνέλαβε κάποια άτομα των εν λόγω ομάδων. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ένα εκ των συλληφθέντων προσώπων ήταν διακινητής ναρκωτικών και η αστυνομία ήδη τον καταζητούσε. Το εν λόγω άτομο έμαθε ότι το πρόσωπο που κάλεσε την αστυνομία ήταν ένας σερβιτόρος του club και άρχισε να απειλεί τον Αιτητή. Προσέθεσε δε ότι ο φύλακας του club δολοφονήθηκε από το ανωτέρω πρόσωπο, το οποίο ακολούθως απειλούσε τον Αιτητή και τους συναδέλφους του. Ως εκ τούτου, ο εργοδότης του Αιτητή, γνωρίζοντας ότι τα μέλη των εν λόγω ομάδων θα επέστρεφαν, έδωσε κάποια χρήματα στον Αιτητή προκειμένου να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (ερ. 28 2Χ ΔΦ).

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής κλήθηκε να παραθέσει πληροφορίες αναφορικά με το club που εργαζόταν (ερ. 27 1Χ ΔΦ). Κληθείς να παραθέσει πληροφορίες ως προς το βράδυ κατά το οποίο έλαβε χώρα το εξιστορισθέν περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε χώρα το βράδυ κατά το οποίο είχαν κληθεί καλεσμένοι VIP και γνωστοί DJs. Προέβαλε δε ότι ο ίδιος σέρβιρε πάντα τους VIP καλεσμένους. Ζητηθείς να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό ο Αιτητής επικαλέστηκε τα τέλη Ιουλίου, προσθέτοντας ότι τη συγκεκριμένη ημέρα εργαζόταν εκεί 7 σερβιτόροι. Ο ίδιος εξυπηρετούσε 10 τραπέζια τα οποία φιλοξενούσαν περί τα 25-30 VIP άτομα (ερ. 26 1Χ ΔΦ). Σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε η περιγραφείσα σύρραξη, ο Αιτητής δήλωσε ότι υπήρχαν δύο τραπέζια τα οποία ανταγωνίζονταν για το ποιος θα παραγγείλει τα περισσότερα ποτά, με αποτέλεσα να αρχίσουν να μεθάνε και να γίνονται ενοχλητικοί. Ακολούθως, ένα άτομο έριξε ένα μπουκάλι και θύμωσαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα την συμπλοκή τους. Ακολούθως ο Αιτητής προσπάθησε να σταματήσει τη σύρραξη, το οποίο όμως ήταν αδύνατο καθώς ενεπλάκησαν πολλά άτομα. Ως προς τα άτομα που ενεπλάκησαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι στο ένα τραπέζι καθόταν ο αποκαλούμενος «Tampo Boss» ενώ δε γνωρίζει τα άτομα που καθόταν στο άλλο τραπέζι. Κληθείς να παραθέσει τις πληροφορίες που γνώριζε για το ανωτέρω πρόσωπο, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνώριζε ότι ξόδευε πολλά χρήματα. Ερωτηθείς τι τον ανάγκασε να καλέσει την αστυνομία, ο Αιτητής επικαλέστηκε το χάος που δημιουργήθηκε (ερ. 26 2Χ ΔΦ). Ακολούθως δήλωσε ότι ο φύλακας του club κάλεσε την αστυνομία.

 

Ως προς τον αριθμό των ατόμων που ενεπλάκησαν στη σύρραξη, ο Αιτητής δήλωσε ότι η σύρραξη ξεκίνησε μεταξύ 6 ατόμων, στη συνέχεια όμως επικράτησε χάος και ενεπλάκησαν και άλλοι θαμώνες. Κληθείς να αποσαφηνίσει ποιος κάλεσα την αστυνομία, ο Αιτητής επικαλέστηκε τον φύλακα του club. Ζητηθείς να περιγράψει την αντίδραση της αστυνομίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι συνέλαβε 7 άτομα, εκ των οποίων τα 6 αφέθηκαν ελεύθερα το επόμενο πρωινό, ενώ κρατήθηκε μόνο το πρόσωπο που ήδη καταζητούσε η αστυνομία (ερ. 25 1Χ ΔΦ). Ζητηθείς να προσδιορίσει πως περιήλθαν εις γνώση του η εν λόγω πληροφορίες, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τις έμαθε από τον εργοδότη του και από τις ειδήσεις. Ερωτηθείς αν υπέδειξε στην αστυνομία ο ίδιος τα άτομα που ενεπλάκησαν στη σύρραξη, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν τους κατονόμασε αλλά ενημέρωσε την αστυνομία σχετικά με τη θέση που καθόταν ο καθένας. Κληθείς να εξηγήσει πως γνωρίζει ότι ένας εκ των συλληφθέντων προσώπων ήταν διακινητής ναρκωτικών, ο Αιτητής προέβαλε ότι το έμαθε από τρίτα άτομα και από το αφεντικό του, το οποίο κλήθηκε επίσης στην ανάκριση (ερ. 25 2Χ ΔΦ).

 

Ως προς τις απειλές που ακολούθως φέρεται να δέχτηκε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο άνδρας που συνελήφθη άρχισε να στέλνει μηνύματα σε όλους τους συναδέλφους του Αιτητή απειλώντας τους ότι θα τους σκοτώσει. Ζητηθείς να προσδιορίσει ποιο ήταν το συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον απειλούσαν οι φίλοι του εν λόγω προσώπου λόγω του ότι κατέδωσαν τον φίλο του στην αστυνομία (ερ. 25 2Χ ΔΦ), ωστόσο προέβαλε ότι δε γνωρίζει το όνομά του (ερ. 24 1Χ ΔΦ). Κληθείς να προσδιορίσει πότε άρχισε να δέχεται τις απειλές, ο Αιτητής δήλωσε ότι ξεκίνησαν όταν συνελήφθη το συγκεκριμένο πρόσωπο και όταν μαθεύτηκε ποια άτομα εργαζόταν στο club. Ερωτηθείς εκ νέου πότε άρχισε να δέχεται τις απειλές, ο Αιτητής δήλωσε ότι τις λάμβανε από την ημέρα που συνέβη το εξιστορισθέν περιστατικό μέχρι τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

 

Προσδιόρισε δε ότι απειλούταν καθημερινά στο χώρο εργασίας του. Ερωτηθείς αν έλαβε κάποιο απειλητικό μήνυμα, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Κληθείς συνεπώς να εξηγήσει πως λάμβανε τις ανωτέρω απειλές, ο Αιτητής απάντησε ότι γνώριζε ότι θα τον σκοτώσουν. Ως προς το εάν απειλήθηκε προσωπικά ο ίδιος, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το αφεντικό του, επιστρέφοντας από το αστυνομικό τμήμα, τον ενημέρωσε ότι θα κινδυνέψει αν δεν αφεθεί ελεύθερο το άτομο που συνελήφθη, επιβεβαιώνοντας ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε προσωπικά κάποια απειλή. Ζητηθείς να προσδιορίσει πως περιήλθαν οι συγκεκριμένες πληροφορίες εις γνώση του αφεντικού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το αφεντικό του γνώριζε σημαντικά πρόσωπα που του μετέφεραν πληροφορίες (ερ. 24 2Χ ΔΦ). Ως προς το θάνατο του συναδέλφου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον πληροφορήθηκε από ένα έτερο συνάδελφό του. Κληθείς να συνδέσει το θάνατο του εν λόγω προσώπου με το περιστατικό που έλαβε χώρα στο club που εργαζόταν, ο Αιτητής επικαλέστηκε τα ανωτέρω απειλητικά μηνύματα που έλαβε μέσω του αφεντικού του (ερ. 23 1Χ ΔΦ).

 

Τέλος, ως προς την καταγγελία των απειλών που φέρεται να δέχτηκε ενώπιον των αρχών, ο Αιτητής δήλωσε ότι προέβη σε καταγγελίες στη αστυνομία στις 26, 27 και 28 Ιουλίου. Ζητηθείς να προσδιορίσει τι ακριβώς κατήγγειλε στην αστυνομία, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατήγγειλε τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε μέσω του αφεντικού του. Σχετικά με το εάν δέχτηκε απειλές από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερ. 23 1Χ ΔΦ).

 

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν τα άτομα που συμμετείχαν στην εξιστορισθείσα σύρραξη (ερ. 27 1Χ ΔΦ).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1.   Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.

2.   Τις δηλώσεις του Αιτητή ότι απειλήθηκε από το πρόσωπο που συνελήφθη όταν ο ίδιος κατήγγειλε στην αστυνομία τη σύρραξη που έλαβε χώρα στο club που εργαζόταν.  

 

Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή  αφού οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ενώ δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή ωστόσο έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς απαντήσεις  και πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του ισχυρισμού του καθώς οι δηλώσεις του ήταν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας.

 

Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει περιγραφικά στοιχεία ως προς τη σύρραξη που δήλωσε ότι έλαβε χωρά στο club που εργαζόταν καθώς ανέφερε ασαφώς ότι η σύρραξη προέκυψε ανάμεσα στα τραπέζια C και F (ερ. 27 1Χ, 26 1Χ ΔΦ). Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ως αντιφατικές τις δηλώσεις του Αιτητή περί του απειλήθηκε γιατί κάλεσε την αστυνομία καθώς από το σύνολο των δηλώσεών του προκύπτει ότι το άτομο που κάλεσε την αστυνομία ήταν ο φύλακας του club και όχι ο ίδιος (ερ. 25 1Χ, 2Χ ΔΦ). Επίσης, ενώ αρχικά δήλωσε τα άτομα που ενεπλάκησαν στη σύρραξη ήταν 6 (ερ. 25 1Χ ΔΦ), στη συνέχεια προέβαλε ότι τα άτομα που συνελήφθησαν ήταν 7 εκ των οποίων τα 5 αφέθηκαν ελεύθερα (ερ. 25 1Χ ΔΦ). Παρατηρήθηκε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δεν μπορούσε να προβάλει ένα σταθερό χρονοδιάγραμμα των εξιστορισθέντων περιστατικών καθώς άλλαζε συνεχώς τις ημερομηνίες των γεγονότων.

 

Κληθείς άλλωστε να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με το πρόσωπο ονόματι Tampo Boss, o Αιτητής δήλωσε ότι τον καταζητούσε ήδη η αστυνομία γιατί ήταν διακινητής ναρκωτικών, πλην όμως προέβαλε ασαφώς ότι οι εν λόγω πληροφορίες περιήλθαν εις γνώση του μέσω του αφεντικού του (ερ. 25 2Χ ΔΦ). Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ενώ αρχικά ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του έλαβαν απειλητικά μηνύματα, στη συνέχεια προέβαλε ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε κάποιο απειλητικό μήνυμα και ότι οι απειλές περιήλθαν εις γνώση του μέσω του αφεντικού του (ερ. 24 1Χ, 25 2Χ ΔΦ). Ως προς το θάνατο του συναδέλφου του, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι ο πρώτος δολοφονήθηκε επειδή κάλεσε την αστυνομία την ημέρα της σύρραξης, πλην όμως όταν του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες για τη δολοφονία του εν λόγω προσώπου, εκείνος απάντησε ότι το έμαθε από έτερο συνάδελφό του. Κληθείς άλλωστε να εξηγήσει για ποιο λόγο συνδέει τη δολοφονία του εν λόγω προσώπου με το περιστατικό που εξιστόρησε, ο Αιτητής επικαλέστηκε χωρίς συνοχή τις πληροφορίες περί απειλών που εξέλαβε μέσω του αφεντικού του (ερ. 23 1Χ ΔΦ).

 

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις,  από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, ούτε δέχτηκε οποιαδήποτε απειλή (ερ. 23 1Χ ΔΦ). Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα ως προς τις επικρατούσες συνθήκες στην Kinshasa, εκ της οποία όντως επιβεβαιώθηκαν τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας στην εν λόγω πόλη. Παρόλα αυτά, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος καθώς δεν κρίθηκε ότι τα εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε ότι από την ημέρα τέλεσης της σύρραξης μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ουδεμία απειλή ή ενόχληση δέχτηκε.

 

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και/ή δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα, σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa, να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν εκεί.

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinsahsa, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 καθώς δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ αυτού.

 

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται η υπαγωγή του Αιτητή στις πρόνοιές του, καθώς μετά από σχετική έρευνα δεν προέκυψαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν ότι στην Kinshasa επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ικανές να επιφέρουν αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω.

 

Με την από 13/07/2023 κατατεθείσα γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα club στη χώρα καταγωγής και ότι ο λόγος για τον οποίο αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει ήταν η διαμάχη ανάμεσα στα καρτέλ (XXXXXXX) και (XXXXXXX) στο club (XXXXXXX) στις 22 Ιουλίου 2022. O Αιτητής προσέθεσε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα η αστυνομία εισήλθε εντός του εν λόγω club και συνέλαβε 7 μέλη των εν λόγω συμμοριών καθώς δύο εξ εκείνων ήταν έμποροι ναρκωτικών και μέλη του στρατού. Οι συλληφθέντες ακολούθως κατηγόρησαν τους υπάλληλους του εν λόγω club ως τα άτομα που τους κατέδωσαν στην αστυνομία. Στη συνέχεια δολοφονήθηκε ο υπεύθυνος ασφαλείας του club ονόματι (XXXXXXX). Στη συνέχεια ο Αιτητής άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα από τα καρτέλ, τα οποία τον ενημέρωσαν ότι ήταν ο επόμενος στη λίστα (τεκμήριο 2).

 

Κατά τις ενώπιόν μου διευκρινήσεις, ο Αιτητής εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στις 19/05/2023 και  προσκόμισε ένα αντίγραφο μια εφημερίδας το οποίο επικαλείται ότι αναφέρεται στην εξαφάνισή του και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η επιχείρηση που εργαζόταν, το οποίο δήλωσε ότι του απέστειλε η μητέρα του. Στις διευκρινίσεις της 13ης Ιουλίου 2023, ο Αιτητής ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής και εκείνος αποκρίθηκε ότι μετέβη μεν στο αστυνομικό τμήμα, επειδή όμως η αστυνομία δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τη δραστηριότητα των καρτέλ, ο εργοδότης του τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής.

 

Στις διευκρινίσεις της 22ας Νοεμβρίου 2023, ο Αιτητής  ρωτήθηκε εκ νέου για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής και απάντησε ότι οι διώκτες του ήταν δυνατοί και είχαν εξουσία. Ζητηθείς να προσδιορίσει σε ποια άτομα αναφέρεται, ο Αιτητής επικαλέστηκε τους διακινητές ναρκωτικών που τον απειλούσαν. Κληθείς να προσδιορίσει εάν ο εργοδότης του είχε συλληφθεί για διακίνηση ναρκωτικών, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν συνελήφθη ο εργοδότης του αλλά δύο άτομα τα οποία πουλούσαν ναρκωτικά. Ζητηθείς να προσδιορίσει από ποιον λάμβανε απειλές, ο Αιτητής απάντησε ότι στη σύρραξη που έλαβε χώρα στο club που εργαζόταν, συνελήφθησαν 7 άτομα εκ των οποίων οι δύο ήταν έμποροι ναρκωτικών και όπλων. Προσέθεσε δε ότι η ομάδα που τον απειλούσε είχε ήδη σκοτώσει ένα συνάδελφό του.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι ο Αιτητής γενικά και αόριστα συνεχίζει να επικαλείται φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα του, χωρίς να παρέχει ευλογοφανή στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο φόβος του αυτός. 

 

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι περί του απειλήθηκε από το πρόσωπο που συνελήφθη όταν ο ίδιος κατήγγειλε στην αστυνομία τη σύρραξη που έλαβε χώρα στο club που εργαζόταν,  το Δικαστήριο όχι  μόνο κρίνει ότι ορθώς αξιολογήθηκε η αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού από τους Καθ’ων η Αίτηση για τους λόγους που αναγράφονται στην έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αλλά περαιτέρω παρατηρείται ότι κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής παρέθεσε στοιχεία και/ή δηλώσεις οι οποίες αποδυναμώνουν έτι περαιτέρω την αξιοπιστία του ισχυρισμού του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

 

Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την παρούσα διαδικασία προέβαλε, σε αντίθεση με τις δηλώσεις που προέβαλε  κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι το club στο οποίο έλαβε χώρα η εξιστορισθείσα σύρραξη ονομάζεται (XXXXXXX) και όχι (XXXXXXX). Παράλληλα, δια της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής δηλώνει ότι τα άτομα που συνελήφθησαν ως διακινητές ναρκωτικών ήταν 2 και όχι ένα όπως δήλωσε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ο Αιτητής, τέλος, δήλωσε ότι δέχτηκε απειλητικά τηλεφωνήματα, ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ουδέποτε έλαβε προσωπικά κάποια ενόχληση ή απειλή αλλά δεχόταν τις υποτιθέμενες απειλές μέσω του εργοδότη του.

 

Σε κάθε περίπτωση η εν λόγω δήλωση αποδυναμώνει την αξιοπιστία του Αιτητή ως προς τον προβληθέντα ισχυρισμό, κατά τρόπο που καταρρέει ο πυρήνας του αιτήματός του καθώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης εις βάρος του. Η δε αναφορά του, δια της γραπτής του αγόρευσης, στις συμμορίες Kuluna και Tampo, κρίνεται ως μια κενή προσπάθεια να ενδυναμώσει τον ούτως ή άλλως μη αξιόπιστο ισχυρισμό του, χωρίς ωστόσο να παραθέτει κανένα άλλο στοιχείο και/ή πληροφορία. Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο κρίνει το συγκεκριμένο ισχυρισμό εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Αξιολογώντας την αξιοπιστία του προσκομισθέντος εγγράφου, ήτοι του φερόμενου αντιγράφου της εφημερίδας (XXXXXXX) το οποίο φέρει ημερομηνία 01/10/2022 παρατηρούνται τα ακόλουθα:

Αρχικά ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιεχόμενό του καθώς προέβαλε ασαφώς ότι το εν λόγω έγγραφο αναφέρει την εξαφάνισή του, ενώ στη συνέχεια προέβαλε χωρίς συνοχή ότι το εν λόγω αντίγραφο εφημερίδας αναφέρει κάποια σκάνδαλα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια εκείνης περιόδου. Ως προς το περιεχόμενο του προσκομισθέντος εγγράφου, ναι μεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί συμπλοκής στο club (XXXXXXX) κατά τη διάρκεια της οποίας συνελήφθησαν μέλη των συμμοριών (XXXXXXX) και (XXXXXXX) και ότι στη συνέχεια συνελήφθησαν δύο διακινητές ναρκωτικών, πλην όμως εκ των ανωτέρω πληροφοριών διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής, δια της γραπτής του αγόρευσης, μετέβαλε ουσιωδώς τους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας σύμφωνα με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου, προσπαθώντας να ενδυναμώσει την αξιοπιστία του μη αξιόπιστου κεντρικού του ισχυρισμού.

 

Συν τοις άλλοις, παρατηρείται ότι επί του προσκομισθέντος εγγράφου, το σημείο που αναφέρεται στο περιστατικό στο οποίο αναφέρεται ο Αιτητής έχει γραφτεί με διαφορετική γραμματοσειρά από ότι τα κατά τα λοιπά επ΄ αυτού αναγραφόμενα, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με το ότι το εν λόγω έγγραφο αποτελεί αντίγραφο, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι το προσκομισθέν έγγραφο όχι μόνο δεν ενισχύει αλλά αποδυναμώνει σημαντικά την ήδη κλονισθείσα αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Επί τη βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό του Αιτητή ως προς τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ως μη αξιόπιστο.

 

Ως εκ τούτου, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι αυτού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αναδεικνύεται κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου δε στοιχειοθετείται η υπαγωγή του σε καθεστώς πρόσφυγα υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ως προς του λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προκύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του Αιτητή να κινδυνεύσει  σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία περί του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή άλλως με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β). Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής ήταν η πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας καθώς και της χώρας καταγωγής. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη περιοχή, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην Kinshasa στην οποία ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

 

Εκ της συγκεκριμένης έρευνας προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, καθώς εκεί υπάρχουν ένοπλες ομάδες που προκαλούν διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[2].

 

Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας, δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων εκεί, αφού, από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες, προκύπτει  ότι οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[3]. Σύμφωνα άλλωστε και με την ενημέρωση του ACLED, που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη Λ.Δ.Κ. το τελευταίο τρίμηνο του 2021, προκύπτει ότι μόνο οι επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά της χώρας βρίσκονται υπό τεταμένο καθεστώς ένοπλης βίας.[4]

 

Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές  ενισχύουν το συμπέρασμα περί του ασφαλούς της εν λόγω περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 09/02/2023 έως 09/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 59 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 71 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 29 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 48 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυριών εκ των οποίων δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[5] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τέτοια επίπεδα που σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής μπορεί να χαρακτηρίσει την επικρατούσα κατάσταση ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων όπως το άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί. Ως εκ τούτου,  το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε καθεστώς πρόσφυγα ή για να του παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/11/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 13/02/2024]

[3] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,  καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,   UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/02/24)

[4] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022,  https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/02/2024).

[5] Αccled, Kinshasa, reference period 09/02/2023 - 09/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 13/02/2024]

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 13/02/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο