ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. 8466/2021

 

29 Μαΐου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

M.L.K.

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

……………………………….

 

Ανδρέας Δημητρίου για Μούσουλος, Κανέλλα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Μαρίνα Σουρουλλά για Νικόλα Ιερωνυμίδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

X. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/11/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής: ΛΔΚ) και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 08/11/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Στις 16/11/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή και στις 23/11/2021, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξή του. 

 

Αρμόδιος λειτουργός, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στις 24/11/2021. Στις 25/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

O Αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, προβάλλει ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, καθώς επίσης και ότι υπήρξε παραβίαση των διαδικασιών κατά τη συνέντευξη. Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, αναφέρει ότι διώκεται στη χώρα του συνεπεία ψευδών κατηγοριών για κλοπή στο χώρο εργασίας του και φοβάται πως εάν επιστρέψει θα δικαστεί από δικαστήριο το οποίο δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, παραπέμποντας σε σχετική έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά το 2023 στην ΛΔΚ, του Human Rights Watch καθώς και σε σχετική νομολογία αναφορικά με τη δέουσα έρευνα και το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

 

Με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης υποβλήθηκαν στον αιτητή ερωτήσεις άσχετες με τον πυρήνα του αιτήματος του και που δεν αφορούν τη διαδικασία εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας, κατά παράβαση του άρθρου 13 Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Ο συνήγορος του αιτητή παραπέμπει επίσης, στις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για τις συνεντεύξεις στις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας, που έχει εκδώσει η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (Εγχειρίδιο Κατάρτισης - Η Συνέντευξη με τους Αιτούντες την Αναγνώριση του Πρόσφυγα, 1995).

 

O ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης αντιτείνει πως οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται από τον Αιτητή δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο, εφόσον δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα στην γραπτή του αγόρευση.  Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως γεγονότα που αναφέρονται στην αγόρευση των δικηγόρων του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως έχει νομολογηθεί πως οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων, ούτε μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων.  Όπως αναφέρει, οι λόγοι ακυρώσεως που προωθούνται μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και εκλείπει η επιχειρηματολογία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους έννομους κανόνες που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζονται.

 

Ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστηρίζει ότι εξετάστηκαν όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο και ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις στον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ώστε να παρουσιάσει το αίτημά του.  Ειδικότερα, διατείνεται ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο και τονίζει πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του υποβλήθηκαν αρκετές ερωτήσεις, ορισμένες εκ των οποίων ήταν ανοικτού τύπου, όπως και αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις.  Καταλήγοντας, εισηγείται ότι εφόσον προκύπτει μέσα από τη συνέντευξη του πως δεν εμπίπτει ο Αιτητής στην έννοια του πρόσφυγα, τότε δεν θα μπορούσε να του πιστωθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.  Ενόψει των ανωτέρω, ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση ζητά όπως η υπό εξέταση προσφυγή απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στην γραπτή του αγόρευση προβάλλει ισχυρισμούς περί δίωξής του αιτητή οι οποίοι δεν προβλήθηκαν ενώπιον των αρμόδιων αρχών.  Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως διώκεται στη χώρα του συνεπεία ψευδών κατηγοριών για κλοπή στο χώρο εργασίας του και φοβάται πως εάν επιστρέψει θα δικαστεί, ενώ δεν διαφαίνεται να προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί αναζήτησής του από τις αρχές ή την υποβολή ψευδών κατηγοριών εναντίον του από οποιαδήποτε πρόσωπα.  Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί προβάλλονται για πρώτη φορά στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή κατά τρόπο μάλιστα γενικό, αόριστο και χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση. Αποτελεί πάγια και διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

 

Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).

 

Ούτως ή άλλως, ο συνήγορος του αιτητή είχε τη δυνατότητα να υποβάλει το αναγκαίο δικονομικό διάβημα θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας, πράγμα που δεν έπραξαν. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία αναφέρονται.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11, εδάφια (2) και (3), του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, προχωρώ να εξετάσω και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω κατ’ουσίαν, εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του Αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθότι είναι ορφανός, εφόσον οι γονείς του απεβίωσαν το 2004.  Ο μεγαλύτερος του αδελφός τον είχε βοηθήσει με τη μόρφωσή του σε σχολείο. Όταν ο ίδιος ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο σχολείο το 2016, ο αδελφός του δεν είχε τη δυνατότητα να τον βοηθήσει προκειμένου να συνεχίσει με τις σπουδές του, ενώ η οικογένεια των γονέων του, τους ψάχνει για να τους σκοτώσει με ‘μαγεία’. Ο ίδιος, είναι οδηγός μοτοσυκλέτας/διανομέας και από την εργασία του είχε κλαπεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από το ταμείο.  Εξαιτίας τούτου, συλλήφθηκαν συνάδελφοί του από το σπίτι του αφεντικού του και τους πήγαν προς άγνωστο προορισμό. Καταλήγοντας, κατέγραψε πως η δικαιοσύνη στη χώρα του είναι διεφθαρμένη και ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα του καθότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει το ποσό που κλάπηκε.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε αρχικά πως δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή ζήτημα με την υγεία του (ερυθρό 21, του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με τη μόρφωση του, ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια του εκπαίδευση σε κολλέγιο στην Kinshasa, που είναι ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του στην ΛΔΚ (ερυθρό 16, 7χ, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το ταξίδι του, δήλωσε ότι χρησιμοποίησε το διαβατήριο του, το οποίο εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας του, χωρίς ο ίδιος να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα κατά την έκδοση του διαβατηρίου του, αλλά ούτε και κατά την έξοδό του από τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 15, του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με την οικογένειά του, ο Αιτητής ανέφερε πως τα αδέλφια του πατέρα του, λόγω ζήλειας, σκότωσαν τον πατέρα του με μυστηριώδη τρόπο και τους πήραν όλα τα υπάρχοντά τους.  Έπειτα ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο όπου και απεβίωσε με μυστηριώδη τρόπο περί τον Ιανουάριο του 2004, και στη συνέχεια, αρρώστησε και απεβίωσε η μητέρα του περί τον Ιούλιο του 2004, και ακολούθως αρρώστησε σοβαρά και απεβίωσε η μικρή του αδελφή κατά το έτος 2006 (ερυθρό 18, 5χ, 6χ, του διοικητικού φακέλου).  Όπως δήλωσε, στη ζωή βρίσκονται μόνο ο μεγάλος του αδελφός και η μικρότερη του αδελφή, οι οποίοι ζούσαν στην Kinshasa (ερυθρά 18 και 19, του διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά τα μέλη της ευρύτερης του οικογένειας, ο Αιτητής ανέφερε ότι αντί να τους στηρίξουν, τους εγκατέλειψαν όταν απεβίωσαν οι γονείς τους και δεν έχουν μεταξύ τους οποιαδήποτε επικοινωνία.  Όπως ανέφερε, από τότε που ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία επικοινώνησε με τους δύο θείους του (από την πλευρά της μητέρας του) και τη θεία του (από την πλευρά του πατέρα του), οι οποίοι ζουν στην ΛΔΚ. Αναφορικά με την απασχόληση του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε πως για δύο έτη έψαχνε εργασία, ενώ παράλληλα από τα τέλη του 2016 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2019 οδηγούσε μοτοσυκλέτα και μετέφερε επιβάτες.  Όπως ανέφερε από τον  Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 2021, εργαζόταν ως διανομέας με τη μοτοσυκλέτα του σε πιτσαρία.

 

Ειδικότερα, ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα συγκεκριμένο γεγονός.  Ισχυρίστηκε ότι στο χώρο εργασίας του κλάπηκε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό από το ταμείο και για τον λόγο αυτό συνέλαβαν τα άτομα που εργάζονταν στο ταμείο και τους οδήγησαν ενώπιον Δικαστηρίου και στη συνέχεια, σε έναν άγνωστο προορισμό.  Όπως ανέφερε, δεν γνωρίζει που κατέληξαν τα άτομα που συνέλαβαν, τα οποία οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο, προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο ήταν υπεύθυνοι για την κλοπή.

 

Το γεγονός αυτό του προκάλεσε φόβο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την εργασία του και να παραμείνει κρυμμένος.  Ο αιτητής μετά από αυτό το περιστατικό εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δήλωσε πως δεν επιθυμούσε να παραμείνει στη χώρα του μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα για την κλοπή, επειδή όπως ισχυρίστηκε δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη χώρα του. Καταλήγοντας, ανέφερε ότι τα πρόσωπα που απονέμουν δικαιοσύνη στην ΛΔΚ είναι διεφθαρμένα και αποσπούν χρήματα, για τις υποθέσεις που διαχειρίζονται, τα οποία ο ίδιος δεν διαθέτει. 

 

Ακολούθως, σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων που του έγιναν, ο Αιτητής δήλωσε πως ο ίδιος προσωπικά δεν είχε επηρεαστεί από το πιο πάνω περιστατικό καθότι δεν ήταν ανάμεσα στα άτομα που εργάζονταν στο ταμείο και έκλεψαν τα χρήματα, εφόσον ο ίδιος εργαζόταν ως διανομέας στην εταιρεία.  Επανέλαβε πως σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, λόγω του ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη χώρα του και επειδή δεν έχει κάποιον να τον υπερασπιστεί, υπάρχει η πιθανότητα να συλληφθεί και η ζωή του να τεθεί σε κίνδυνο, αφού ο ιδιοκτήτης της εν λόγω εταιρείας είναι άτομο με επιρροή και χρήματα και μπορεί να ‘εξαγοράσει’ τη δικαιοσύνη, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Τέλος, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με τις αρχές στη χώρα καταγωγής του.

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα και τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή και έναν δεύτερο, αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή εξαιτίας της κλοπής χρημάτων στον εργασιακό του χώρο.

 

Η αρμόδια λειτουργός μέσω της εισήγησής της έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό του Αιτητή ως προς το ότι κατάγεται και ζούσε στην πόλη της Kinshasa στην ΛΔΚ μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αλλά απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή. Ειδικότερα, σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε ανάλυση/αξιολόγηση των όσων ανέφερε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του και διέκρινε πως οι δηλώσεις του ήταν αόριστες, γενικόλογες και διαπίστωσε αρκετές αντιφάσεις κατά την αφήγησή του.

 

Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική του αξιοπιστία, η αρμόδια λειτουργός επεσήμανε το γεγονός πως ίδιος ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν ως διανομέας στο συγκεκριμένο χώρο και δεν έχει επηρεαστεί με κάποιο τρόπο προσωπικά από το εν λόγω συμβάν (την κλοπή χρημάτων από το ταμείο της επιχείρησης και τη σύλληψη και εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον των υπαλλήλων που το χειρίζονταν).  Στη βάση τούτου, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την απόφαση του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του στο γεγονός αυτό, αφού ο ίδιος δεν συνδέεται άμεσα με το εν λόγω περιστατικό.

 

Επίσης, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση, δηλώνοντας αρχικά πως σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του ίσως συλληφθεί και η ζωή του τεθεί σε κίνδυνο, και να σταλεί σε άγνωστο προορισμό, ενώ σε άλλο μέρος της συνέντευξής του, ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του. Από την αφήγηση του αιτητή διαπιστώνω πως ο ισχυρισμός του συνδέεται με προσωπικές του εικασίες και ουδόλως βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη αυτά που ο ίδιος ανέφερε. Περαιτέρω, σε σχετικό ερώτημα που του τέθηκε, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να καθορίσει τον φορέα της ισχυριζόμενης δίωξής του, αναφέροντας ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι η αδικία που υπάρχει στη χώρα του, ισχυρισμός που είναι γενικός και στερείται ευλογοφάνειας, εφόσον δεν τεκμηριώνεται από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

 

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται επίσης πως η αρμόδια λειτουργός διεξήγαγε έρευνα για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή προκειμένου να αξιολογήσει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του.  Η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε, πως τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και κατά συνέπεια, δεν κατόρθωσε να εξεύρει πληροφορίες για το περιστατικό που αφηγήθηκε.  Μεταξύ άλλων και για όση σημασία μπορεί να έχει για τις δηλώσεις του Aιτητή, καταγράφηκε πως οι ισχυρισμοί του Aιτητή ότι στη χώρα καταγωγής του δεν είναι απαραίτητη η έκδοση άδειας οδήγησης μηχανής και ο ίδιος δεν κατείχε τέτοιο έγγραφο ενώ χρησιμοποιούσε τη μοτοσυκλέτα του από τα τέλη του 2016 που εργαζόταν στον τομέα των μεταφορών/διανομής, έρχονται σε αντίθεση με τα δεδομένα που ανευρέθηκαν σε σχετικές εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. 

 

Από την έρευνα προέκυψε πως από το 2014 στην ΛΔΚ εκδίδονται βιομετρικά έγγραφα για την οδήγηση, στα οποία αναγράφονται κάποια βασικά στοιχεία για το μεταφορικό μέσο του οποίου επιτρέπεται η οδήγηση. Καταλήγοντας, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω στοιχεία, που προέκυψαν από την αξιολόγηση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, δεν έκανε αποδεκτό το εν λόγω μέρος του αιτήματος του.

 

Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεδειγμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, που έγιναν αποδεκτά και με βάση τις πληροφορίες που εξέτασαν, διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε πως στο πρόσωπο του Αιτητή δεν συντρέχουν τα απαιτούμενα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ούτε υφίστανται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ως προς τον πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την έκθεση/ εισήγηση του λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, ενώ τα στοιχεία που έχει παρουσιάσει ο Αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συγκεκριμένα, το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […].».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37 και §38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες).

 

Αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου πως ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, οφείλει να εκθέσει στην Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής ουδόλως δεν πρόβαλε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης ή τον πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, με βάση τις δηλώσεις του, ο ίδιος εργαζόταν ως διανομέας σε πιτσαρία και καμία εμπλοκή δεν είχε στο περιστατικό όπου κάποιοι υπάλληλοι απόσπασαν χρήματα από το ταμείο της εν λόγω επιχείρησης (ερυθρό 15, σημείο Χ5, του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως δήλωσε, ο ίδιος προσωπικά δεν είχε επηρεαστεί από το πιο πάνω περιστατικό καθότι δεν ήταν ανάμεσα στα άτομα που έκλεψαν τα χρήματα, (ερυθρό 15, σημείο Χ7, του διοικητικού φακέλου), ενώ οι ισχυρισμοί του περί διεφθαρμένης δικαιοσύνης στη χώρα του, καθώς και περί του ότι δεν έχει χρήματα, ούτε κάποιον για να τον υπερασπιστεί στη χώρα του, χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία (ερυθρά 15-14, του διοικητικού φακέλου).

 

Πέραν τούτων, ο Αιτητής υπέπεσε σε αρκετές αντιφάσεις στις δηλώσεις του.  Συγκεκριμένα, αρχικά δήλωσε πως λάμβανε καλό μισθό και αποταμίευε κάποια χρήματα κατά την περίοδο που εργαζόταν, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε για το ταξίδι του (ερυθρό 15, Χ3, του διοικητικού φακέλου), ενώ έπειτα δήλωσε πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του καθότι μέχρι την ολοκλήρωση της διερεύνησης της κλοπής χρημάτων θα τον συλλάμβαναν, προσπαθώντας να του αποσπάσουν χρήματα, τα οποία ο ίδιος δεν διέθετε (ισχυριζόμενος ότι η δικαιοσύνη στη χώρα του είναι διεφθαρμένη – ερυθρό 15, Χ5, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο Αιτητής στη συνέχεια δήλωσε αντιφατικά πως εργαζόταν σκληρά αλλά δεν κέρδιζε αρκετά χρήματα (ερυθρό 15, Χ6, του διοικητικού φακέλου).  Ενώ αρχικά ανέφερε ότι το αφεντικό του τον βοήθησε στο να εκδώσει το διαβατήριο του, εντούτοις, έπειτα εντελώς αντιφατικά και αόριστα, ισχυρίστηκε ότι, εφόσον ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης όπου εργαζόταν (δηλαδή το ίδιο άτομο) είναι άτομο με επιρροή και χρήματα που μπορεί να ‘εξαγοράσει’ τη δικαιοσύνη, ο ίδιος κινδυνεύει να συλληφθεί, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 15, Χ8 και Χ9, του διοικητικού φακέλου). Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων του Αιτητή ορθά κρίθηκε αναξιόπιστος, όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της κλοπής χρημάτων στον εργασιακό του χώρο. 

 

Παρόλο ου δεν τεκμηριώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του διεξήγαγα έρευνα σε έγκυρη πηγή πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ΛΔΚ για το έτος 2023, όσον αφορά τη λογοδοσία και τη δικαιοσύνη στη χώρα, καταγράφεται πως «Κατόπιν των εθνικών διαβουλεύσεων για μια νέα πρωτοβουλία μεταβατικής δικαιοσύνης, η κυβέρνηση επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της ως προς τη λογοδοσία για σοβαρά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση [.] δεν έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της δικαιοσύνης στο εσωτερικό.», ενώ οι σχετικές αναφορές για τις αποκλίσεις από την λογοδοσία που υπάρχουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αφορούν κυρίως περιστατικά δολοφονιών/εκτελέσεων, βίας, και άλλα σοβαρά εγκλήματα ανά τη χώρα.[1]

 

Ειδικότερα για τα εν λόγω ζητήματα, σε άλλη παρόμοια πηγή καταγράφεται ότι αξιόπιστες αναφορές σε σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΛΔΚ κατά το έτος 2022, περιλάμβαναν μεταξύ άλλων, σοβαρή διαφθορά από μέρους της κυβέρνησης της χώρας, ως επίσης, έλλειψη διερεύνησης και λογοδοσίας για τη βία λόγω φύλου.[2] Στην ίδια πηγή, υπάρχουν αναφορές για περιστατικά εκμετάλλευσης και απόσπασης (διαφόρων ωφελημάτων) από πολίτες, αυτά όμως παρατηρούνται συγκεκριμένα στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ, στις φυλακές (υπό κάποιες περιστάσεις), σε περιπτώσεις αυθαίρετων συλλήψεων από την αστυνομία, στις απομακρυσμένες περιοχές εξόρυξης σε συγκεκριμένες περιφέρειες στα ανατολικά και νότια της ΛΚΔ, καθώς και στα σημεία ελέγχου σε περιοχές υπό τον έλεγχο ενόπλων ομάδων.[3]

 

Επιπλέον, όσον αφορά το σύστημα της δικαιοσύνης στην ΛΔΚ, στην πιο πάνω πηγή καταγράφεται ότι, «Αν και ο νόμος προβλέπει για ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, το δικαστικό σώμα ήταν διεφθαρμένο και υπόκειντο σε επιρροές και εκφοβισμούς. Κυβερνητικά στελέχη και άλλα άτομα με επιρροή συχνά υπέβαλαν σε εξαναγκασμό, δικαστές, εισαγγελείς ή συνηγόρους υπεράσπισης.», ως επίσης ότι, «Η έλλειψη εισαγγελέων και δικαστών εμπόδισε την ικανότητα της κυβέρνησης να παρέχει γρήγορες δίκες […]. Το Υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφερε το 2021 ότι το 90 τοις εκατό των υποθέσεων δεν είχαν δικαστές.», καθώς και ότι, «Οι αρχές, τακτικά, δεν σεβάστηκαν τις δικαστικές εντολές. Τα πειθαρχικά συμβούλια που δημιουργήθηκαν υπό το Ανώτατο Δικαστήριο συνέχισαν να αποφασίζουν για υποθέσεις διαφθοράς και κακής πρακτικής. Οι αποφάσεις περιλάμβαναν την απόλυση, την αναστολή ή την επιβολή προστίμου σε δικαστές.».[4]

 

Περαιτέρω, στην ίδια πηγή καταγράφεται ότι: «Το σύνταγμα προβλέπει το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και το τεκμήριο της αθωότητας εκ μέρους του κατηγορούμενου, αλλά αυτά τα δικαιώματα δεν τηρούνταν πάντα. Οι αρχές καλούνται να ενημερώσουν τους κατηγορούμενους έγκαιρα και λεπτομερώς για τις κατηγορίες που τους βαρύνουν [.], αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα σε δίκη εντός 15 ημερών από την απαγγελία της κατηγορίας τους, αλλά οι δικαστές μπορούν να παρατείνουν αυτή την περίοδο σε 45 ημέρες κατ' ανώτατο όριο. Οι αρχές τήρησαν μόνο περιστασιακά αυτήν την απαίτηση. Η κυβέρνηση δεν υποχρεούται να παρέχει δικηγόρο στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός από τις δίκες για φόνο. […] Οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να είναι παρόντες και να έχουν δικηγόρο υπεράσπισης προς εκπροσώπησή τους [αλλά] οι αρχές περιστασιακά αγνόησαν αυτά τα δικαιώματα. […] Οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν την εθνική ασφάλεια, ένοπλη ληστεία και το λαθρεμπόριο, τις οποίες συνήθως εκδικάζει το Δικαστήριο Εθνικής Ασφάλειας.».[5]

 

Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητούνται τα πιο πάνω δεδομένα, αλλά η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό φόβο/κίνδυνο δίωξης του στη χώρα καταγωγής του, εξαιτίας της κλοπής χρημάτων στον εργασιακό του χώρο, ειδικότερα όπως επικαλείται, σε περίπτωση που συλληφθεί και δικαστεί για το εν λόγω έγκλημα, στο οποίο, ως ο ίδιος δήλωσε, δεν εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο και ούτε καταζητείται από τις αρχές.

 

Αξίζει βεβαίως να αναφερθεί πως ο Αιτητής είχε την ευχέρεια στην ενώπιον μου διαδικασία να επεξηγήσει τις αντιφάσεις του ή να παραθέσει στοιχεία μέσω του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος, για να υποστηρίξει το αίτημά του και να ενισχύσει τον πυρήνα του αιτήματος του ο οποίος πλήγηκε από τις αντιφάσεις που υπέπεσε και τα όσα ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Κατά τη δικαστική διαδικασία ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να ανατρέπουν την εικόνα που αναδύεται από τον διοικητικό φάκελο που βρίσκεται ενώπιον μου.

 

Από τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματος του, προκύπτει πως πρόβαλε αντιφατικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να είναι σε θέση να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τις εν λόγω ασυνέπειες, ούτε να εξειδικεύσει τους ισχυρισμούς του, προκειμένου να τεκμηριώσει τον πυρήνα του αιτήματός του. Ο Αιτητής, όπως ορθά διαπίστωσε η Υπηρεσία Ασύλου, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα. Βάσει των ευρημάτων έρευνας που διεξήχθη κατά την παρούσα εξέταση του αιτήματος του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής εμπίπτει στα άτομα τα οποία πιθανόν να υποστούν μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

 

Οι διαπιστώσεις του Προϊσταμένου με βάση και τη σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε η αρμόδια αρχή ενώπιον της, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1.

 

Ο «Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, σημαίνει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του ως αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, δεν διαπιστώνεται πως προκύπτουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα καταγωγής του, κατά την έννοια του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (αντίστοιχο Άρθρο 15 (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).

 

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, διεξήγαγα έρευνα σε διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τα καταγεγραμμένα περιστατικά βίας και ασφαλείας, (βάση δεδομένων ACLEDArmed Conflict Location & Event Data Project), προς αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην περιφέρεια Kinshasa της ΛΔΚ, όπου βρίσκεται ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

 

Θεωρώ αναγκαίο να προβώ σε ανάλυση των δεδομένων και στοιχείων που προκύπτουν από πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή προκειμένου να διερευνηθεί η υφιστάμενη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί σήμερα στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του (στην Kinshasa, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής).

 

Σύμφωνα με διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή παρουσιάζει κάποια σοβαρά περιστατικά μεταξύ των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας της ΛΔΚ και διαφόρων (μη κρατικών) ενόπλων ομάδων σε ορισμένες περιοχές στα ανατολικά της ΛΔΚ, όπως περιοχές στην επαρχία Ituri, καθώς και περιοχές στις επαρχίες North Kivu και South Kivu, που έχουν ως αποτέλεσμα εκτοπισμούς, δολοφονίες αμάχων καθώς και άλλα περιστατικά βίας[6]. Ως επίσης προκύπτει από τις εν λόγω πηγές πληροφόρησης, στην Kinshasa, παρατηρήθηκαν (κυρίως) φαινόμενα βίας/ασφαλείας, εν μέσω αυξημένων πολιτικών εντάσεων (λόγω και των γενικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 2023) και συγκεκριμένα, διαδηλώσεων/εξεγέρσεων πολιτών, με βίαιη καταστολή τους από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας[7].

 

Τα τελευταία δε, περιστατικά βίας και ασφαλείας που καταγράφηκαν στην Kinshasa, αφορούν ως επί το πλείστο, συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών αντιπολιτευόμενων υποψηφίων για τις εκλογές, επιθέσεις υποστηρικτών πολιτικών κομμάτων, επιθέσεις παραστρατιωτικών ομάδων σε χωριά, καθώς και συγκρούσεις ενόπλων ομάδων με τις δυνάμεις ασφαλείας της χώρας[8].

 

Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνο στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[9]  Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία επιβεβαιώνουν το ακίνδυνο της εν λόγω περιοχής.

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 17/05/2023 έως 17/05/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 96 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 60 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 6 ήταν περιστατικά μαχών (17 θάνατοι), 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (42 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος) και 44 διαδηλώσεις (καμία ανθρώπινη απώλεια).[10] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι)[11] και καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή.

 

Κατά τα παραπάνω, προκύπτει πως στην Kinshasa, περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη και κατά συνέπεια, κρίνω πως δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην Kinshasa, θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη έτσι ώστε να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Επικουρικά και προς πληρότητα της παρούσας απόφασης, έχοντας αξιολογήσει τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και συγκεκριμένα ότι ο Αιτητής είναι ενήλικας, υγιής, ικανός προς εργασία άνδρας, ο οποίος διαθέτει βασικό μορφωτικό επίπεδο και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, καθώς και οικογενειακό/υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, όσο και τους ισχυρισμούς που αυτός πρόβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της δικαστικής διαδικασίας, διαπιστώθηκε ότι δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο με την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής.

 

Συνεπώς, από τα πιο πάνω δεδομένα και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ αναφορικά με την ερμηνεία της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» με βάση και την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[12], δεν προκύπτει ζήτημα σοβαρής ή προσωπικής απειλής κατά της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής του Αιτητή ως αμάχου λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατά την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολάίδη ν. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120)). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο Αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου σε σχέση τόσο με το καθεστώς πρόσφυγα όσο και με το καθεστώς συμπληρωματικής, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο συνήγορος του Αιτητή εισηγείται πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του υποβλήθηκαν ερωτήσεις άσχετες με τον πυρήνα του αιτήματος του και που δεν αφορούν τη διαδικασία εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας, κατά παράβαση του άρθρου 13 Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, παραπέμποντας επίσης, στις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για τις συνεντεύξεις στις διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας, που έχει εκδώσει η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.  Ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε με τον ορθό τρόπο τη συνέντευξη του αιτητή και εισηγείται πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία που προηγήθηκε.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνέντευξης τέθηκαν στον Αιτητή επαρκείς ερωτήσεις και του δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει τους ισχυρισμούς του και να αναφέρει οτιδήποτε έκρινε ο ίδιος ότι θα ενίσχυε τον πυρήνα του αιτήματός του.  Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Δικαστήριο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Συνεπώς, στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής είχε την ευχέρεια εάν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του, να προσκομίσει τα στοιχεία που σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματός του, ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος, πράγμα όμως που δεν έπραξε.

 

Συνεπώς, ο Aιτητής θα μπορούσε να θέσει τους ισχυρισμούς του στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και να τύχουν αυτοί κατ’ ουσίαν εξέτασης. Αντ’ αυτού αρκείται στο να προβάλλει αόριστους ισχυρισμούς για τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στη συνέντευξη χωρίς να εξειδικεύει και να τεκμηριώνει οποιονδήποτε ισχυρισμό. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως περί παραβίασης της ορθής και νόμιμης διαδικασίας και συγκεκριμένα του άρθρου 13 A (9) του Ν.6(Ι)/2000, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή, αποκαλύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.  Επιπρόσθετα, από την κατ’ουσίαν εξέταση του αιτήματος του αιτητή δεν προέκυψε ότι θα μπορούσε να του δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 

 

X. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] HRW – HUMAN RIGHTS WATCH, World Report 2024 - Democratic Republic of Congo (Annual report on the human rights situation in 2023), 11 January 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html (βλ. ενότητα Accountability and Justice’)

[2] USDOS – US Department of State, 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo (Annual report on human rights in 2022), 20 March 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html (βλ. αρχική ενότητα EXECUTIVE SUMMARY’)

[3] Ibid. (βλ. αρχική ενότητα ‘EXECUTIVE SUMMARY’, ως επίσης ενότητες ‘Section 1. Respect for the Integrity of the Person - c. Torture and Other Cruel, Inhuman, or Degrading Treatment or Punishment, and Other Related Abuses - Prison and Detention Center Conditions - Abusive Physical Conditions’, ‘Section 2. Respect for Civil Liberties - d. Freedom of Movement and the Right to Leave the Country - In-country Movement’, και Section 1. Respect for the Integrity of the Person - g. Conflict-related Abuses’)

[4] Ibid. (βλ. ενότηταSection 1. Respect for the Integrity of the Person - e. Denial of Fair Public Trial’)

[5] Ibid. (βλ. ενότηταSection 1. Respect for the Integrity of the Person - e. Denial of Fair Public Trial - Trial Procedures’)

[6] Βλ. (ενδεικτικά) ακόλουθες πηγές:

-          HRW – HUMAN RIGHTS WATCH, World Report 2024 - Democratic Republic of Congo (Annual report on the human rights situation in 2023), 11 January 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html

-          EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Security situation in Kinshasa (Reference period: January 2022 to February 2024), 22 February 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο:

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q18_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_Kinshasa.pdf (βλ. ενότητες ‘1. Political and security developmentsκαι2. Security situation in Kinshasa’, σελ. 2-4)

[7] Ibid.

[8] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of the Congo: Security situation in Kinshasa (Reference period: January 2022 to February 2024), 22 February 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο:

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q18_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_Kinshasa.pdf (βλ. ενότητα ‘3. Incidents’, σελ. 4-5)

[9] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th ; UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo ; UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo)

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, available at: https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard (filters applied: COUNTRY VIEW- EVENT DATE – 17.05.2023 - 17.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και REGION - Middle Africa – Democratic Republic of Congo - Kinshasa) (accessed on 28/05/2024)

[11] Macrotrends, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2024, available at: https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population ; World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., available at: https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (accessed on 28/05/2024)

[12] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική ανάλυση (Δεκέμβριος 2014), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (βλ. 1.6. Σοβαρή και προσωπική απειλή, σελ. 26, καθώς και 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σελ. 26-28)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο