ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 88/2023

 

24 Μαΐου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 Μ. Ι.

 Αιτήτρια

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 

 …………………….

 

Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Μαρίνα Σουρουλλά για Αφροδίτη Αναστασιάδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ.Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/11/2022, που της κοινοποιήθηκε στις 28/12/2022 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της, για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια είναι υπήκοος Γουινέας και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 04/10/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 28/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και της παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.  Μετά τη συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.  Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της στις 30/11/2022.  Στις 06/12/2022 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς την αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος και αιτιολόγηση της απόφασης.  Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε δια χειρός στην αιτήτρια στις 28/12/2022.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας με τη Γραπτή της Αγόρευση πρόβαλε τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς: (1) Δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό ως κατονομάζεται στον Περί Προσφύγων Νόμο, (2) Η απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και (3) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη. Θα πρέπει να αναφερθεί πως η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, δήλωσε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων πως δεν επιθυμεί να καταχωρήσει Γραπτή Απαντητική Αγόρευση και υιοθέτησε τα όσα περιλαμβάνονται στη Γραπτή της Αγόρευση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα εξεταστεί αρχικά ο πρώτος προβαλλόμενος ισχυρισμός της αιτήτριας, περί του ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνω πως πρέπει να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για σκοπούς εξέτασης του νομικού ισχυρισμού που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορός της, αλλά και για να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, επειδή ήταν ορφανή και δεν είχε που να μείνει (ερυθρά 8-9 του διοικητικού φακέλου - σε μετάφραση). Μετά τον θάνατο των γονιών της, ανέλαβε την κηδεμονία της η θεία της η οποία κατέληξε να την πιέζει να εκδίδεται σεξουαλικά με άντρες επί πληρωμή. Όντας αντίθετη σε αυτό, η αιτήτρια αποφάσισε να διαφύγει από το σπίτι και να εγκαταλείψει οριστικά την χώρα.

 

Στις 28/11/2022 η αιτήτρια υποβλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά την οποία ρωτήθηκε τόσο αναφορικά με τις προσωπικές της πληροφορίες, όσο και σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της.  Αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια επιβεβαίωσε πως είναι πολίτης Γουινέας, γεννηθείσα και μεγαλωμένη στην πόλη Farakoi και μετ’ έπειτα εγκαταστάθηκε στην πόλη Conakry, την οποία δηλώνει και ως τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της (ερυθρό 17, 1χ, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω ισχυρίστηκε πως ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Kissi και είναι χριστιανή ως προς το θρήσκευμα (ερυθρό 21, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το μορφωτικό και επαγγελματικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια πρόβαλε πως δεν κατάφερε λόγω οικονομικών δυσκολιών να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο στην χώρα καταγωγής της, τις οποίες ξεκίνησε στο τμήμα λογιστικής (ερυθρό 19. 2χ, του διοικητικού φακέλου).  Όπως ανέφερε από το 2017 εργαζόταν ως κομμώτρια για να βγάζει το προσωπικό της εισόδημα (ερυθρό 17, 3χ, του διοικητικού φακέλου). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε πως είναι άγαμη και άτεκνη (ερυθρό 18, 2χ, του διοικητικού φακέλου). Οι γονείς της απεβίωσαν το 2017 και έκτοτε την κηδεμονία της ανέλαβε η θεία της, με την οποία διέμεινε μέχρι το 2020, όταν αποφάσισε να διαφύγει (ερυθρό 18, 1χ, του διοικητικού φακέλου). 

 

Αναφορικά με το ταξίδι της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, η αιτήτρια πρόβαλε ότι απευθύνθηκε σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο στην χώρα καταγωγής της που της εξασφάλισε φοιτητική άδεια για τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, όπου και παρέμεινε για διάστημα ενός έτους. Στη συνέχεια, στις 13/09/2022 εισήλθε παράτυπα στο έδαφος των ελεγχόμενων περιοχών και ένα μήνα αργότερα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (ερυθρά 15-16, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα της, η αιτήτρια προέβαλε ότι καθόσον διέμενε με την θεία της, από το έτος 2017, η τελευταία την επιβάρυνε με πολλές χειρωνακτικές εργασίες, από τις οποίες υπέφερε με κόπωση και σωματικές πληγές. Ως αποκορύφωμα της «κακομεταχείρισης» που δεχόταν, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η θεία της την πίεζε επιπλέον να «κοιμάται» με άνδρες επί πληρωμή και την απειλούσε ότι σε περίπτωση που αρνείτο θα την έδιωχνε από το σπίτι. Μη θέλοντας η αιτήτρια να ακολουθήσει αυτές τις εντολές, αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι της θείας της και να βρει καταφύγιο σε σπίτι φιλικού πρόσωπού όπου φιλοξενήθηκε προσωρινά μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα της. Κατά την παραμονή της στην Δημοκρατία ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι δέχτηκε τηλεφώνημα από την θεία της η οποία την απειλούσε ότι θα την σκοτώσει (ερυθρά 17, 4χ και 14, του διοικητικού φακέλου).     

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων στην αιτήτρια απευθύνθηκαν πιο ειδικές ερωτήσεις, ώστε να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της.  Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι από το 2012 έως το 2020 που διέμενε με την θεία της, η τελευταία από το 2017 την απειλούσε συνέχεια να εκδίδεται σε άνδρες και το 2020 την απείλησε πως αν δεν το κάνει ότι θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι (ερυθρό 13, 1χ-4χ, του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι και η θεία της έκανε αυτό το επάγγελμα (ερυθρό 14, 3χ, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα αν εξαναγκάστηκε εν τοις πράγμασι να «κοιμηθεί» με άντρα, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Πρόβαλε ότι την πρώτη φορά η θεία της απλώς της πρότεινε αλλά η αιτήτρια αρνήθηκε. Την δεύτερη φορά, ισχυρίστηκε ότι ένας άνδρας ήρθε στο σπίτι και η θεία της την παρότρυνε εκ νέου να κοιμηθεί μαζί του, αλλά λόγω της άρνησης της αιτήτριας τελικώς συμφώνησαν με την θεία της να περάσουν χρόνο μιλώντας με αυτόν τον άντρα και πως αν εκείνος επιχειρούσε κάτι περισσότερο η αιτήτρια θα ούρλιαζε.

 

Η αιτήτρια υποστήριξε πως κάθε φορά που ο θείος της δεν ήταν στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θεία της καλούσε στο σπίτι άντρες (ερυθρό 13, 8χ, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ερωτηθείσα αν επιχείρησε να καταγγείλει τα εν λόγω περιστατικά στην Αστυνομία, απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενη ότι στην χώρα της δεν είναι εύκολο να υποβάλεις καταγγελία (ερυθρό 13, 5χ, του διοικητικού φακέλου). Το περιστατικό δεν αποκάλυψε ούτε στον θείο της γιατί δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα (ερυθρό 13, 6χ, του διοικητικού φακέλου) και το ομολόγησε μόνο στην φίλη που την φιλοξένησε (ερυθρό 13, 8χ, του διοικητικού φακέλου). Κατά το διάστημα παραμονής της στην φίλη της, η θεία της δεν γνώριζε την τοποθεσία της ούτε επιδίωξε με κάποιον τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της ή  να την απειλήσει (ερυθρό 12, του διοικητικού φακέλου).

 

Τέλος, ερωτηθείσα για ποιο λόγο πιστεύει πως κινδυνεύει η αιτήτρια τέσσερα χρόνια μετά την διαφυγή της από το σπίτι της θείας της, απάντησε ότι μια φορά η θεία της της τηλεφώνησε όσο ήταν στη Δημοκρατία και την απείλησε.  Επιπλέον, στη Γουινέα δεν επιθυμεί να επιστρέψει γιατί δεν την ικανοποιεί (ερυθρό 12, 7χ, του διοικητικού φακέλου) η ζωή που θα έχει στη χώρα της σε περίπτωση επιστροφής της. Με το πέρας της συνέντευξης η αιτήτρια υπέγραψε όλες τις σελίδες από τα πρακτικά που τηρήθηκαν και βεβαίωσε ότι όσα καταγράφηκαν αντιστοιχούν στις δηλώσεις της όπως αυτές διατυπώθηκαν με την βοήθεια του διερμηνέα (ερυθρό 11, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε την έκθεση-εισήγησή του έχοντας υπόψη του τους εξής πραγματικούς ισχυρισμούς: 1) Ταυτότητα και χώρα προέλευσης της αιτήτριας 2)  Η θεία της αιτήτριας προσπάθησε να την εξαναγκάσει στην πορνεία και 3) Η θεία της αιτήτριας την απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, αυτός έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως, ο δεύτερος και ο τρίτος ισχυρισμός δεν έτυχαν αποδοχής λόγω μη θεμελιωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας.  

 

Ειδικότερα ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε  ότι η αιτήτρια υπέπεσε σε ασάφειες και αοριστίες κατά τα λεγόμενά της και οι ισχυρισμοί της χαρακτηρίζονται από γενικότητα, έλλειψη λεπτομέρειας και ακρίβειας. Ειδικότερα, όταν ρωτήθηκε το λόγο για τον οποίο η θεία της άρχισε να της ζητάει να προβεί σε σεξουαλικές πράξεις με άνδρες το 2017, απάντησε αόριστα πως αυτό συνέβη επειδή η θεία της σταμάτησε να εργάζεται και ότι παρόλο που είχε την εντύπωση ότι η θεία της εργαζόταν στο δημόσιο, τελικά η θεία της εκδιδόταν (ερυθρά 14, 3Χ, 13,1Χ, του διοικητικού φακέλου), χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να συνδέσει πώς το γεγονός ότι η θεία της σταμάτησε να εργάζεται οδήγησε στην πίεση που η αιτήτρια δέχτηκε.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο πότε ακριβώς άρχισε η θεία της να την πιέζει να κοιμηθεί με άνδρες έναντι χρημάτων, ούτε και πότε σταμάτησε να την πιέζει. Αντιθέτως, απάντησε γενικόλογα ότι η θεία της άρχισε να την πιέζει το 2017 και σταμάτησε το 2020 πριν η αιτήτρια εγκαταλείψει το σπίτι της. (ερυθρά 14,2Χ, 13,2Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πόσες φορές την πίεσε η θεία της ισχυριζόμενη γενικόλογα ότι συνέβη πολλές φορές (ερυθρό 13,3Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει το λόγο που εγκατάλειψε το σπίτι της θείας της το 2020 απάντησε ότι η θεία της της είπε ότι αν δε δεχόταν να αρχίσει να κοιμάται με άλλους άνδρες θα έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι (ερυθρό 13,4Χ του διοικητικού φακέλου) και έτσι αποφάσισε να φύγει.

 

Ωστόσο όταν της ζητήθηκε να περιγράψει το εν λόγο περιστατικό με κάθε λεπτομέρεια, η αιτήτρια απάντησε και πάλι γενικόλογα (ερυθρό 12,1Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τη δική της αντίδραση όταν η θεία της, που είναι η μοναδική της συγγενής, της ζήτησε να εγκαταλείψει το σπίτι στο οποίο έμενε από το 2012, η αιτήτρια απάντησε γενικόλογα ότι ήταν πολύ στενοχωρημένη και ρώτησε τη φίλη της που γνώριζε τα περιστατικά, αν θα μπορούσε να την φιλοξενήσει (ερυθρό 12, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Από τις παραπάνω απαντήσεις της αιτήτριας είναι θέση του λειτουργού ότι αυτές στερούνται λεπτομερειών και ως εκ τούτου, δεν παραπέμπουν σε εξατομικευμένο βίωμα.

 

Ευλόγως αναμενόταν από την αιτήτρια να μπορεί να προβάλει συγκεκριμένους και λεπτομερείς ισχυρισμούς σχετικά με το περιστατικό που την οδήγησε να εγκαταλείψει το σπίτι στο οποίο διέμενε για οκτώ χρόνια, και να αναζητήσει τη βοήθεια των φιλικών της προσώπων. Όταν ρωτήθηκε αν απευθύνθηκε για προστασία στις αρχές της Γουινέας, απάντησε αόριστα ότι στην Ευρώπη μπορεί να ζητήσει κάποιος προστασία αλλά στην Αφρική τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά (ερυθρό 13,5Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης κατά γενικό και αόριστο τρόπο δήλωσε πως δεν απευθύνθηκε στον άνδρα της θείας της γιατί δεν επιθυμούσε να δημιουργήσει προβλήματα στο ζευγάρι (ερυθρό 13,6X του διοικητικού φακέλου). Τέλος, όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πώς η σχέση της με τη θεία της άλλαξε αφότου η αιτήτρια εγκατέλειψε το σπίτι της, η αιτήτρια απάντησε γενικόλογα ότι δεν συναντιόντουσαν πλέον (ερυθρό 13, 7χ, του διοικητικού φακέλου ).

 

Όσον αφορά στον τρίτο ισχυρισμό περί των απειλών που ισχυρίζεται ότι δεχόταν η αιτήτρια από την θεία της,  ο λειτουργός επεσήμανε ότι από το 2020 όταν η αιτήτρια εγκατέλειψε το σπίτι της θείας της σταμάτησαν να συναντιούνται (ερυθρό 13,7Χ, του διοικητικού φακέλου) και ότι η θεία της δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη πράξη εναντίον της (ερυθρό 13,9Χ, του διοικητικού φακέλου), ούτε την απείλησε άλλη φορά τηλεφωνικά (ερυθρό 12,5X, του διοικητικού φακέλου). Επομένως κλήθηκε να εξηγήσει αν υπήρχε κάποιος λόγος για την απειλή που έλαβε το 2022 δεδομένου ότι η θεία της δεν την ενόχλησε με κάποιον τρόπο από το 2020 και η αιτήτρια και πάλι απάντησε γενικά και αόριστα.

 

Συνεπώς, σύμφωνα με τον λειτουργό, η αιτήτρια δεν ανέφερε οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός που να δικαιολογεί το ξαφνικό ενδιαφέρον της θείας της στο πρόσωπό της δύο χρόνια μετά. Επιπρόσθετα, όπως παρατηρεί ο λειτουργός, αν η θεία της αιτήτριας σκόπευε να τη βλάψει, ήταν εύλογα αναμενόμενο να την κρατήσει κοντά της πάρα να την διώξει μακριά από το σπίτι.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η αιτήτρια συνέχισε να διαμένει στο Conakry για έναν τουλάχιστον χρόνο, σε απόσταση 45 λεπτών από τη γειτονιά της θείας της και συνέχισε να εργάζεται ως κομμώτρια, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα (ερυθρά 17,3Χ, 16,5Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Τέλος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, η θεία της γνώριζε τον πρώτο αριθμό τηλεφώνου της, ωστόσο ουδέποτε την απείλησε στον αριθμό αυτόν (ερυθρά 12,6Χ, 12,5Χ, του διοικητικού φακέλου). Όταν ρωτήθηκε το λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι η θεία της θα την βλάψει σε περίπτωση επιστροφής της στη Γουινέα δεδομένου ότι παρά την πίεση που της άσκησε από το 2017 μέχρι το 2020, ουδέποτε την εξανάγκασε σε πορνεία παρόλο που έμεναν στο ίδιο σπίτι εκείνη την περίοδο, και δεν έχουν συναντηθεί από τη στιγμή που η αιτήτρια μετακόμισε με τη φίλη της σε άλλη γειτονιά του Conakry, η αιτήτρια απάντησε αόριστα, ότι στην Αφρική δεν αρέσει σε όλους του ανθρώπους το γεγονός ότι κάποιος ταξίδεψε στην Ευρώπη και ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη Γουινέα επειδή νιώθει απογοήτευση (ερυθρό 12, 7Χ, του διοικητικού φακέλου). Επομένως, ο λειτουργός καταλήγει ότι η αιτήτρια δεν ανέφερε κάποιον εξατομικευμένο λόγο δίωξης και δεν έκανε αποδεκτό τον τρίο ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη το μοναδικό αποδεδειγμένο πραγματικό ισχυρισμό προέβη σε εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ο λειτουργός, αξιολογώντας το προφίλ της αιτήτριας, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα της, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθότι κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της.

 

Στη συνέχεια, ο λειτουργός αξιολόγησε το ενδεχόμενο ύπαρξης πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης για την αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε κατά το χρόνο εξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας στην πόλη Conakry , δεν διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια θα έρθει αντιμέτωπη με κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.  

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει  κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Οι ισχυρισμοί της περί των προσπαθειών της θεία της να την ωθήσει στην πορνεία αλλά και της απειλής που δέχτηκε στην συνέχεια  από την τελευταία, δεν κρίθηκαν εσωτερικά αξιόπιστοι. Η αφήγηση της αιτήτριας ήταν ιδιαιτέρως γενικόλογη και αποσπασματική, χωρίς τον ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών που εύλογα αναμένει κανείς από άτομο που εξιστορεί βιωματικές εμπειρίες. Παρατηρείται ότι παρόλο που η αιτήτρια ισχυρίζεται πως από το 2017 μέχρι το 2020 δεχόταν «κατ’ επανάληψη» πιέσεις για να «κοιμάται» με άνδρες επί πληρωμή, εντούτοις ήταν σε θέση να αναφερθεί μόνο  σε δύο μεμονωμένα περιστατικά, από την περιγραφή των οποίων συνάγεται ότι ουδέποτε η αιτήτρια εξαναγκάστηκε παρά την θέλησή της να συνευρεθεί ερωτικώς με αγνώστους και πως κάθε φορά μπορούσε και επέβαλε την θέλησή της απέναντι στην θεία της και οι συναντήσεις με τους άντρες δεν είχαν την κατάληξη που η θεία της επιθυμούσε.

 

Από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει πως η αιτήτρια δεν υπεβλήθη σε ερωτικές πράξεις χωρίς την θέλησή της. Όπως ισχυρίζεται, ήταν νεαρή σε ηλικία και δεν ήταν έτοιμη για ερωτικές σχέσεις, γεγονός που για τρία χρόνια φαίνεται ότι μπορούσε να το επιβάλει στην θεία της.  Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η αιτήτρια διέμενε από το 2012 με την θεία της και δεν ήταν σε θέση να αποδείξει οποιαδήποτε έκθεση του εαυτού της σε πράξεις δίωξης (ενδοοικογενειακής βίας, σεξουαλικής βίας, εξαναγκασμό σε πορνεία κλπ). Οι καθημερινές εργασίες στις οποίες συνείσφερε για το νοικοκυριό, ακόμα και σε βάρος της υγείας της, και η εξ’ αυτών δυσχέρειά της, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν πράξεις δίωξης. Περαιτέρω, όσον αφορά στον ισχυρισμό των απειλών, προκύπτει ότι η αιτήτρια δέχτηκε μόνο ένα τηλεφώνημα όσο ήταν στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ κατά το έτος 2020-2021 που φιλοξενείτο σε φιλικό της πρόσωπο στην χώρα καταγωγής της ουδέποτε δέχτηκε την οποιαδήποτε όχληση ή απειλή από τη θεία της.

 

Ενδεικτικό της ασφαλούς παραμονής της είναι και το γεγονός ότι ακόμα και μετά την εγκατάλειψη της οικίας της θείας της συνέχισε να διαμένει σε κοντινή γειτονιά δουλεύοντας στον δρόμο ως κομμώτρια, δηλαδή αρκετά εκτεθειμένη δημόσια και χωρίς κανένα περιστατικό σε βάρος της. Η δε θεία της που γνώριζε τον πρώτο αριθμό τηλεφώνου της αιτήτριας, ουδέποτε της τηλεφώνησε από το 2020 έως το 2021. Η αδράνεια αυτή της θείας της να εντοπίσει εγκαίρως την αιτήτρια μετά την αποχώρησή της από το σπίτι, συνηγορεί στο ότι δεν επεδίωκε να την βλάψει, καθότι υπενθυμίζεται ότι ήταν εκείνη που της είπε να εγκαταλείψει το σπίτι. Υπό το φως των ανωτέρω, και λόγω του αμιγώς προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού της αιτήτριας δεν δύναται να ανευρεθούν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που να επιβεβαιώνουν τους εν λόγω ισχυρισμούς και συνεπώς, οποιοσδήποτε έλεγχος εξωτερικής αξιοπιστίας εκ μέρους του Δικαστηρίου καθίσταται ανέφικτος.

 

Περαιτέρω, αξιολογώντας το σύνολο των δηλώσεων της αιτήτριας και των όσων υπέβαλε αναφορικά με το ταξίδι της προς την Δημοκρατία (ερυθρό 15-16, του διοικητικού φακέλου), διαφαίνεται πως η αιτήτρια ταξίδεψε αφού εξασφάλισε άδεια εργασίας για τις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας, όπου παρέμεινε για έναχρόνο, παρακολουθώντας σπουδές σε πανεπιστήμιο, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν για να αποπληρώσει τα δίδακτρα.

 

Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε για ποιον λόγο εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν ήταν ευχαριστημένη με το επίπεδο σπουδών της και φιλοδοξούσε να βρει άλλο πανεπιστήμιο. Οι εν λόγω δηλώσεις της περί των εκπαιδευτικών της κινήτρων σε συνδυασμό με την καθυστέρηση  υποβολής διεθνούς προστασίας, αποδυναμώνουν την εσωτερική της αξιοπιστία και αφαιρούν την γνησιότητα των λόγων περί δίωξης στην χώρα καταγωγής της.  Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν την αιτήτρια στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. 

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών). 

 

Οι διαπιστώσεις του Προϊσταμένου και του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιον του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1. 

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Ως προς τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή Conakry (τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας), σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project)[1], κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17/05/2023-17/05/2024, καταγράφηκαν συνολικά 92 περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια, εκ των οποίων προέκυψαν 32 ανθρώπινες απώλειες και συγκεκριμένα, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη (με 9 θύματα), 5 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 3 θύματα), 47 ως εξεγέρσεις/αναταραχές (με 20 θύματα) και 39 ως διαδηλώσεις (καμία ανθρώπινη απώλεια).[1] O πληθυσμός δε, της εν λόγω επαρχίας καταγράφεται στους 1,660,973 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2014.[2]

 

Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω πληροφορία, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (35 ανθρώπινες απώλειες) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της.

 

Περαιτέρω, όπως ορθά έκρινε και ο αρμόδιος λειτουργός, η αιτήτρια είναι ενήλικη υγιής γυναίκα, που ουδέποτε έχει αντιμετωπίσει προβλήματα με τις αρχές της χώρας της, δεν έχει καμία ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, την πολιτική ή κάποιου είδους ακτιβισμό, ενώ επίσης δεν ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ούτε έχει ισχυριστεί ότι είναι θύμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Περαιτέρω είναι αρκούντως εκπαιδευμένη, άτεκνη, πλήρως ικανή προς εργασία, όπως επέδειξε τα χρόνια που μεσολάβησαν, και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Επίσης, δεν ανήκει σε καμία οργάνωση, από την συμμέτοχή στην οποία, αναμένεται να στοχοποιηθεί, και ήταν άτομο χαμηλού προφίλ. Τέλος, διαθέτει και ένα υποτυπώδες υποστηρικτικό δίκτυο καθότι είχε την φίλη της που την φιλοξενούσε για αρκετό μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, το προφίλ της δεν ανταποκρίνεται στις κατηγορίες ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη Γουινέα με μόνη την παρουσία της στην περιοχή.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, διατείνεται πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα.  Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν πως έλαβαν υπόψη τους τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και εξέδωσαν απόφαση εντός των πλαισίων του Νόμου.

 

Καταρχάς θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από την αιτήτρια και είναι γενικόλογος.  Από τους ισχυρισμούς της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της.  Ενόψει των ανωτέρω, δεν διακρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό κατάδηλα διαφορετικό από εκείνο που ο νομοθέτης θέλησε και η συνήγορος της αιτήτριας δεν υπέδειξε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε παρατυπία.

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείτε όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).  Η αιτήτρια δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα.  Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Σε συνάρτηση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, η δικηγόρος της Αιτήτριας με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του Ν.158(Ι)/1999.  Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας                                           

 

 

 

 

       Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, available at: https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard  (filters applied: COUNTRY VIEW- EVENT DATE – 17.05.2023 - 17.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και REGION - Western Africa – Guinea - Conakry) (accessed on 23/05/2024)

[2] City Population, Guinea, Conakry Region https://www.citypopulation.de/en/guinea/cities/?cityid=979 (accessed on 23/05/2024) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο