ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ1173/2023

29 Μαΐου 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.C.A.M.,

από Σρι Λάνκα

                                Αιτήτριας

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Α. Κιρακόζοβα (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου (κα)

Η παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Η Αιτήτρια παρούσα

(Η. Φανούς - Διερμηνέας για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα και Papageorgiou Malkanthi – Διερμηνέας για διερμηνεία από τα σινχάλα στην αγγλική και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 25.01.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή της Αιτήτριας για διεθνή προστασία καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί,[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου αυτής. .

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Σρι Λάνκα την οποίαν εγκατέλειψε στις 25.03.2012 και στις 26.03.2012 εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με νόμιμο τρόπο έχοντας στην κατοχή της άδεια εργασίας. Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 20.01.2023, στα πλαίσια της οποίας προσήλθε στις 24.01.2023 σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής της, ο οποίος συνέταξε αυθημερόν Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποίαν εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης της. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 25.01.2023 με αποτέλεσμα την έκδοση απορριπτικής απόφασης η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια δια επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 15.03.2023 η οποία παραλήφθηκε αυθημερόν από την ίδια. Την απόφαση αυτή η Αιτήτρια προσβάλλει με την υπό εξέταση προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής της, η Αιτήτρια διά της συνηγόρου της, επιζητά με το υπό Α αιτητικό της, απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ με δεύτερο αιτητικό (στο υπό Β) επιζητά την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματός της για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Αιτήτρια καταχώρισε, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, γραπτή αγόρευση στο πλαίσιο της οποίας προωθεί λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο, κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας και μη χρηστής διοίκησης. Προβάλλει επίσης πως η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω του ότι εξεδόθη χωρίς ο Προϊστάμενος να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης, καθώς και πως η απόφαση εκδόθηκε σε γλώσσα μη κατανοητή για την Αιτήτρια.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιόν του Δικαστηρίου στις 01.11.2023 η Αιτήτρια, ανέφερε αρχικά δια της συνηγόρου της ότι αμφισβητεί το περιεχόμενο της συνέντευξής της καθώς η ίδια είχε αναφερθεί σε προσωπικά γεγονότα τα οποία δεν καταγράφηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό. Σε επισήμανση του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια έχει υπογράψει το πρακτικό της συνέντευξής της δηλώνοντας ότι τα όσα η ίδια ανέφερε αποτυπώνονται στο εν λόγω πρακτικό, η συνήγορος της Αιτήτριας αποφάσισε να αποσύρει τον ισχυρισμό της αυτό. Ωστόσο, ακολούθως, η Αιτήτρια ερωτήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, με την ίδια να αναιρεί τα όσα είχε ισχυριστεί κατά το αρχικό στάδιο εξέτασης της αίτησής της, ισχυριζόμενη ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής της είναι πολιτικής φύσεως και ότι παρά το γεγονός ότι η ίδια αναφέρθηκε σε αυτά κατά τη συνέντευξή της, αυτά δεν καταγράφηκαν.

 

Συγκεκριμένα η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στη Σρι Λάνκα εργαζόταν για το πολιτικό κόμμα UNP, το οποίο είναι κόμμα της αντιπολίτευσης. Ερωτηθείσα ως προς το τι είδους εργασίες παρείχε στο συγκεκριμένο κόμμα, η Αιτήτρια δήλωσε πως μιλούσε με άτομα για τα προβλήματά τους, ενώ ισχυρίστηκε πως τιμωρήθηκε για τον λόγο αυτό από το αντίπαλο κόμμα. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο με τον οποίο τιμωρήθηκε η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κάηκαν όλα της τα σπίτια, ενώ προσέθεσε πως απειλείτο συγκεκριμένα από ένα μέλος της Βουλής, τον οποίον και κατονομάζει. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έκαψε το σπίτι της, δεν την άφησε να εγκατασταθεί σε άλλη τοποθεσία, ενώ προσέθεσε πως δεν κατόρθωσε να στραφεί εναντίον του στην αστυνομία. Ως προς τον λόγο που η Αιτήτρια, ενώ ήρθε αρχικά στην Κύπρο το 2009 επέστρεψε στη Σρι Λάνκα το 2012 και μετά ταξίδεψε εκ νέου στη Δημοκρατία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επέστρεψε για να διαπιστώσει ιδίοις όμασι ότι δε μπορούσε πλέον να παραμείνει στη χώρα καταγωγής της. Αναφορικά με το εάν αντιμετώπισε τότε κάποιο πρόβλημα, η Αιτήτρια προέβαλε ότι οι διώκτες της εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην εξουσία και, συνεπώς, δεν ήταν εφικτή η παραμονή της στη Σρι Λάνκα. Σχετικά με το ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας 11 χρόνια μετά την τελευταία είσοδό της στη Δημοκρατία η Αιτήτρια δήλωσε ότι έπραξε αυτό καθώς είχε αρχίσει να απελαύνεται κόσμος φοβήθηκε μη συλληφθεί και απελαθεί και η ίδια. Τέλος, η Αιτήτρια δήλωσε πως όσο τα άτομα αυτά βρίσκονται ακόμα στην εξουσία η ίδια δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΒΛΗΘΕΝΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της  αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[3].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[4], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[5]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Πέραν τούτου, ως έχει πλειστάκις λεχθεί από το παρόν Δικαστήριο, η δικαιοδοσία αυτού διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής συγκεκριμένων ισχυρισμών, αφού ως δικαστήριο ουσίας το οποίο δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Αυτός είναι και ο λόγος που το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δέχεται πως είναι αλυσιτελής η προβολή λόγων σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας που αφορούν στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως,[6] την πλάνη περί τα πράγματα, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η απλή επίκληση τέτοιων ισχυρισμών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση χωρίς ταυτόχρονα να προωθούνται ισχυρισμοί οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί περί πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, μη πραγματοποίησης επαναληπτικής συνέντευξης, ελλιπούς αιτιολογίας και ο ισχυρισμός περί έκδοσης της απόφασης σε γλώσσα μη κατανοητή από την  Αιτήτρια, εγείρονται αλυσιτελώς, στην παρούσα υπόθεση, καθώς ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί, καμία επίδραση δεν θα έχουν στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αν η Αιτήτρια δεν προβάλει ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[7]. Οι λόγοι αυτοί λοιπόν δεν δύναται να εξεταστούν καθώς είναι παγίως θεμελιωμένο ότι τα δικαστήρια δε λειτουργούν επί ματαίω επιλύοντας ακαδημαϊκά ζητήματα, η επίλυση των οποίων δεν θα καταλήξει σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα[8].

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει ακριβώς της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, θα προχωρήσω να εξετάσω τα ζητήματα που εγείρονται, τα οποία ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Η ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[9].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα την υπό εξέταση υπόθεση, υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ως προκύπτει, η Αιτήτρια στην αίτησή της για άσυλο γενικόλογα κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της καθώς αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα το οποίο επηρεάζει τη  ζωή της και ότι λόγω αυτού δεν μπορεί να επιστρέψει καθώς δέχεται απειλές.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αποφάσισε να φύγει από τη χώρα καταγωγής της αποκλειστικά για εργασιακούς λόγους, ισχυριζόμενη ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Σρι Λάνκα θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Η Αιτήτρια προσέθεσε πως στη Δημοκρατία βρίσκεται και ο σύζυγός της, ο οποίος κατά τη διάρκεια διενέργειας της συνέντευξης ήταν κρατούμενος και ο οποίος έχει επίσης αιτηθεί διεθνή προστασία. Ως η ίδια ισχυρίστηκε ουδέποτε έχει συλληφθεί ή τεθεί υπό κράτηση από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, οι οποίες σε περίπτωση επιστροφής της, θα της επιτρέψουν την είσοδό της στη χώρα. Αναφορικά με τα μελλοντικά της σχέδια, η Αιτήτρια ανέφερε πως αυτή και ο σύζυγός της επιθυμούν να παραμείνουν στη Δημοκρατία και να εργαστούν καθώς υπάρχει πολλή φτώχεια στη Σρι Λάνκα.

 

Ακολούθως, κατά τη συγγραφή της εισηγητικής έκθεσης, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός περιστρεφόταν γύρω από το ότι η Αιτήτρια έφυγε από τη Σρι Λάνκα για εργασιακούς λόγους. Αμφότεροι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

 

Πέραν τούτου, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματός της, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Φρονώ συνεπώς ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου καθώς και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην αιτιολογία, έρευνα και κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Το αίτημά λοιπόν της Αιτήτριας για άσυλο απορρίφθηκε αφού η ίδια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει οποιονδήποτε φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και υπήρξαν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως οι πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με τους οψιγενείς ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και μάλιστα με μία εντελώς ασυνεπή στάση αφού από τη μία η συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε αρχικά τους ισχυρισμούς αυτούς, ακολούθως τους αναίρεσε και τελικώς η ίδια η Αιτήτρια τους επανέφερε ενώπιόν του Δικαστηρίου, αυτοί δεν δύναται να γίνουν αποδεκτοί καθώς είναι γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι. Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αιτιολογήσει επαρκώς τον τρόπο που, αν και κατ’ ισχυρισμόν διωκόταν για την πολιτική της δράση από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, ήταν εφικτό να εισέρχεται και να εξέρχεται απρόσκοπτα από τη Σρι Λάνκα. Παράλληλα, παρ’ όλο που το Δικαστήριο προέβη σε σειρά ερωτήσεων προς  την Αιτήτρια σχετικά με την πολιτική της δράση και τα αντίποινα που κατ’ ισχυρισμόν δέχτηκε, η Αιτήτρια υπήρξε αόριστη στις απαντήσεις της και δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια σαφή και βιωματική εικόνα ως προς τα ερωτηθέντα. Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί διαφοροποιούν τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας σε σχέση με τα όσα αυτή ανέφερε σε προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της  αλλά και μέσω της γραπτής της αγόρευσης στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ενώ βρίσκονται ξεκάθαρα σε σύγκρουση με τα λεχθέντα αυτής κατά το στάδιο της συνέντευξής της όπου καμία αναφορά δεν έχει κάνει σε αυτούς. Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι αναφέρθηκε στα προβλήματα αυτά αλλά τούτα δεν καταγράφηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό στερείται βασιμότητας αφού ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η ίδια η Αιτήτρια έθεσε την υπογραφή της σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης, αλλά και στο τέλος αυτού, πιστοποιώντας ότι έλαβε γνώση των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επιβεβαιώνοντας ότι τα καταγεγραμμένα αντικατοπτρίζουν επακριβώς τα λεχθέντα της (βλ. ερυθρά 24-19 του δ.φ). Παρατηρώ περαιτέρω ότι πέραν από τους γενικόλογους ισχυρισμούς που παρατέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια δεν επιχείρησε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, μέσω ασφαλώς του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς της.  Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Το αίτημά λοιπόν της Αιτήτριας για άσυλο απορρίφθηκε αφού η ίδια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει οποιονδήποτε φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και υπήρξαν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, , θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως οι πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση της Αιτήτριας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου,[10]  αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.[11] 

 

Είναι εμφανές λοιπόν ότι η Αιτήτρια δεν κατέβαλε καμία απολύτως προσπάθεια για να υποστηρίξει επαρκώς το αίτημα της, προβάλλοντας εμπεριστατωμένα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της και προσκομίζοντας, αν ήταν δυνατόν, οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχουν προλεχθεί, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, , θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα της, , η Αιτήτρια, ερχόμενη στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομική μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στη συνέντευξή της, μετέβη στη Δημοκρατία για λόγους εργασίας.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[12].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός ασύλου, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 25.03.2012, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 20.01.2023, ήτοι έντεκα (11) σχεδόν έτη μετέπειτα.  Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[13]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο.  Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[4] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[5] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[6] Μεταξύ άλλων: ΣτΕ 1818/2015, ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003.

[7] Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[8] Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176.

[9] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[10] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[11] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[12] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[13] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο