ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ1586/23

 

28 Μαΐου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

K. R. K. R.

Αιτητού

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

 

Κ. Φράγκου (κα.) για Γ. Γεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κος Μ. Hasan (κος)  για πιστή μετάφραση από bengali σε ελληνικά και αντίστροφα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 27.3.2023,  με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του τελευταίου για διεθνή προστασία και της απόφασης επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπανγκλαντές και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του. Περί τις 20.2.2023, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 16.3.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό, ο οποίος υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 27.3.2023 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 10.5.2023. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής, στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής δηλώνει ότι έχει καταδικαστεί για δύο αστυνομικές υποθέσεις στο Μπανγκλαντές. Όπως δηλώνει, η πρώτη είναι ψευδής και αφορά σε έγκλημα φόνου, ενώ η δεύτερη αφορά στο άρθρο 326[1]. Με την προσφυγή, ισχυρίζεται πως κατέθεσε και όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία.

3.             Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής επανέλαβε πως έφυγε από την χώρα του επειδή εκκρεμούσαν δύο εντάλματα σύλληψης εναντίον του, ένα εκδοθέν το 2017 και ένα το 2019. Διατείνεται πως τα εν λόγω στοιχεία τα είχε θέσει ενώπιον των Καθ’ ων κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προσωπικής του συνέντευξης και δεν ελήφθησαν υπόψη. Τ εν λόγω έγγραφα κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 2, της παρούσας δικαστικής διαδικασίας.

4.             Κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

Το νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

6.             Ο Κανονισμός 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«3. (α) Κάθε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, ως το Έντυπο Αρ. 1 συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και τα υποστηρικτικά αυτής στοιχεία που επιδόθηκαν στον αιτητή καθώς και οποιαδήποτε νέα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία ήθελε προσκομίσει ο αιτητής.

(β) Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή. Ο ενόρκως δηλών εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα.

(γ) Η προσφυγή επιδίδεται εντός επτά (7) ημέρων από την ημερομηνία καταχώρισης της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιο πάνω προθεσμία θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορρίπτεται, εκτός αν άλλως ήθελε ορίσει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι όπου η επίδικη πράξη είναι διάταγμα κράτησης, η προσφυγή επιδίδεται εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών.

(δ) Κάθε ένσταση καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο εντός είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της προσφυγής, ως το Έντυπο Αρ.2 με την επιφύλαξη της παραγράφου (ε) κατωτέρω.

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.  6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

(i) 12Βτετράκις(2)(δ),

(ii) 12Βτρις,

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

7.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής: «Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.»

8.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

10.          Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών (1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙  […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

11.          Το εδάφιο (1) του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) [.]»

12.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

Κατάληξη

13.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο ουσίας, δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο καταρχήν που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με την εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή των πιο πάνω υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.].

14.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

15.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C 277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

16.          Παρατηρώ εν προκειμένω ότι ο Αιτητής κατά το στάδιο υποβολής της αίτησής του για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο ότι εγκατέλειψε το Μπανγκλαντές επειδή αντιμετώπιζε προβλήματα και πως αν επιστρέψει η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο (ερ. 10 του διοικητικού φακέλου σε μετάφραση).

17.          Κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προσωπικής του συνέντευξης (er. 11-16 του διοικητικού φακέλου) ο Αιτητής επιβεβαίωσε την καταγωγή του προβάλλοντας πως προέχεται από την πόλη Bakerhat του Μπανγκλαντές, η οποία αποτελεί τόπο γέννησης και προηγούμενης συνήθους διαμονής του. Περαιτέρω, ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Οι γονείς του και τα αδέρφια του εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής και ο Αιτητής ισχυρίζεται πως τους συντηρεί οικονομικά. Ως προς το μορφωτικό του υπόβαθρο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και ομιλεί bangla. Ως προς τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής προέβαλε κατ’ εξοχήν οικονομικούς λόγους, ισχυριζόμενος πως ήρθε για να εργαστεί (ερ. 11 , 6Χ του διοικητικού φακέλου). Μάλιστα, ερωτηθείς τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, απάντησε πως θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Ισχυρίστηκε πως η οικογένειά του ζει στα όρια της φτώχειας και είναι ο μόνος που εργάζεται για να μπορεί να τους στηρίζει οικονομικά. Περαιτέρω, ερωτηθείς αν έχει ποτέ συλληφθεί ή κρατηθεί για οποιονδήποτε λόγο από τις αρχές της χώρας του, απάντησε αρνητικά, προβάλλοντας δε ότι οι αρχές θα του επέτρεπαν ακώλυτα την εκ νέου είσοδο στην χώρα. Ερωτηθείς αν οι δηλώσεις του ανταποκρίνονται και στο περιεχόμενο της αίτησής του, απάντησε θετικά. Ομοίως, διαβεβαίωσε πως δεν συντρέχει άλλος λόγος για τον οποίο αιτείται διεθνούς προστασίας. Τέλος, ερωτηθείς αν διαθέτει αποδεικτικά έγγραφα που επιθυμεί να καταθέσει, απάτησε αρνητικά (ερ. 12 του διοικητικού φακέλου). 

18.          Με το πέρας της συνέντευξής δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να ακούσει εκ νέου την συνέντευξη, δίνοντας του την δυνατότητα να θέση την υπογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού ξεχωριστά αλλά και στο τέλος αυτού, βεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο πως το περιεχόμενο του πρακτικού ανταποκρίνεται στις δηλώσεις του όπως αυτές αποδόθηκαν και καταγράφηκαν με την βοήθεια του διερμηνέα (ερ. 11 του διοικητικού φακέλου). 

19.          Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο δε δεύτερος την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του ενόψει οικονομικών λόγων. Και οι δύο ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική τους αξιοπιστία.

20.          Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου, και ενόψει των δύο ουσιωδών ισχυρισμών οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ότι δεν παρίσταται βάσιμος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης, ενώ αξιολογήθηκε πως ο Αιτητής δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ιδιότητα η οποία θα τον εξέθετε σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη, καθότι το αίτημά του περιορίστηκε σε αποκλειστικά οικονομικής φύσης προβλήματα. Συναξιολογήθηκε περαιτέρω η συμπερίληψη της χώρας στον κατάλογο των ασφαλών χωρών καταγωγής, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης ούτε δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ενόψει της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής. Σύμφωνα με πηγές επιβεβαιώθηκε πως στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν παρατηρούνται εσωτερικές ή διεθνείς ένοπλες συρράξεις. Συνεπώς, η αίτηση του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε

21.          Υπό το φως της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, θα εξετάσω στη συνέχεια τους ισχυρισμούς όπως αυτοί εκτέθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ενόψει των δύο ουσιωδών ισχυρισμών οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, ήτοι των προσωπικών δεδομένων του Αιτητή και των οικονομικών προβλημάτων εξαιτίας των οποίων αυτός εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, δεν προκύπτει η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης. Επισημαίνω ότι σχετικά αντικειμενικά δεδομένα δεν προκύπτουν από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή αλλά ούτε και ο Αιτητής προβαίνει σε επίκληση αυτών.

22.          Στην ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα στις 8.6.2023 ο Αιτητής προσκόμισε δύο έγραφα σε γλώσσα μπενγκάλι, τα οποία καταχωρήθηκαν ως Τεκμήριο 2, και όπως ισχυρίζεται αφορούν σε εντάλματα σύλληψης που εκκρεμούν σε βάρος του, το ένα εκδοθέν το έτος 2017 και το άλλο το 2019. Ζητηθείς να εξηγήσει το περιεχόμενο των κατηγοριών σε βάρος του, ισχυρίστηκε πως κατηγορείται για τον φόνο της «γυναίκας κάποιου ξαδέρφου του», η οποία παρότι αυτοκτόνησε η μητέρα της ισχυρίζονται πως την σκότωσε ο ίδιος. Ερωτηθείς γιατί κατηγορήθηκε ο ίδιος, απάντησε πως δεν γνωρίζει και πως σε κάθε περίπτωση θεωρεί τον εαυτό του αθώο. Διευκρίνισε περαιτέρω ότι για την ίδια υπόθεση η οικογένεια της κοπέλας κατηγόρησε και άλλα εφτά άτομα, αλλά δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τον λόγο που τον ενοχοποίησαν, ενώ για την συγκεκριμένη υπόθεση, προέβαλε ότι αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Όσον αφορά στην δεύτερη υπόθεση του 2019,  προέβαλε πως κατηγορείται «για την δολοφονία ενός προσώπου για πολιτικούς λόγους». Κληθείς να δώσει επιπλέον πληροφορίες ισχυρίστηκε πως «δεν δολοφονήθηκε κάποιος, αλλά [ο Αιτητής] είχε αναμιχθεί με δύο κόμματα». Ερωτηθείς εκ νέου για ποιόν λόγο ακριβώς κατηγορείται, προέβαλε πως «υπήρχε αυτό το τσάι και ήταν εκεί μαζί με άλλα περίπου 26 άτομα», ενώ παρακάτω προσέθεσε ότι «υποστήριζε το κόμμα της αντιπολίτευσης». Αναφορικά με την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, ισχυρίστηκε πως κατά τον χρόνο του ακροατηρίου δεν είχε δικαστεί ακόμη και αναμενόταν η έκδοση απόφασης τον Δεκέμβριο. Εν συνεχεία, κλήθηκε να εξηγήσει για ποιόν λόγο εγκατέλειψε την χώρα του τρία χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου εντάλματος και κυρίως πως κατάφερε να ταξιδέψει νομίμως από διεθνή αερολιμένα της χώρας του εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας, και ο Αιτητής απάντησε πως ήταν με εγγύηση και την έξοδό του από την χώρα επιμελήθηκε ο άνδρας που ανέλαβε να τον φυγαδέψει, τον οποίον πλήρωσε 12.000 ευρώ, αλλά δεν γνωρίζει πως ακριβώς επετεύχθη αυτό. Τα δε έγγραφα που προσκόμισε ισχυρίζεται ότι του τα έφερε ένα γνωστός του από το Μπανγκλαντές. Τέλος, ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει για ποιον λόγο δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για την ποινική του δίωξη κατά τον χρόνο εξέτασης του αιτήματος του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, και απάντησε πως αναφέρθηκε στις υποθέσεις αυτές και μάλιστα προσκόμισε και τα σχετικά πειστήρια αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη από τον αρμόδιο λειτουργό. Ισχυρίζεται ότι ο μεταφραστής δεν μετέδωσε την πληροφορία, ενώ ο ίδιος όταν κλήθηκε να υπογράψει το πρακτικό δεν το διάβασε αλλά απλώς το υπέγραψε. 

23.          Κατά τo δεύτερο ακροατήριο που έλαβε χώρα στις 12.12.2023, κατόπιν επανανοίγματος της υπόθεσης για περαιτέρω διευκρινίσεις,  ο Αιτητής κλήθηκε να δώσει πρόσθετες εξηγήσεις σχετικά με τα εντάλματα σύλληψης. Σχετικώς ανέφερε ότι το πρώτο ένταλμα εκδόθηκε το 2016 και σύμφωνα με το οποίο κατηγορείται ότι χτύπησε με μαχαίρι κάποιον ονόματι A. K. κατά την διάρκεια διαπληκτισμού στην αγορά για πολιτικά ζητήματα. Ο Αιτητής διευκρίνισε ότι ήταν μεν παρών στο περιστατικό αλλά δεν ενεπλάκη στον τσακωμό. Το περιστατικό έλαβε χώρα στις 24.3.2016 και απειλείται με ποινή φυλάκισης 8 ετών. Όσον αφορά στο δεύτερο ένταλμα προέβαλε ότι αυτό εκδόθηκε το έτος 2017 για υπόθεση δολοφονίας πάλι που έλαβε χώρα στις 2.8.2017. Ο Αιτητής κατηγορήθηκε μαζί με άλλα 7 άτομα για την δολοφονία μιας κοπέλας με την οποία δεν είχε καμία σχέση και όπως εξήγησε πιθανώς κατηγορήθηκε από την μητέρα της κοπέλας λόγω πολιτικών κινήτρων επειδή ο πατέρας του υποστηρίζει το κόμμα της αντιπολίτευσης (BNP).

24.          Ενόψει των ανωτέρω πληροφοριών θα προχωρώ στην αξιολόγηση των ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος του Αιτητή όπως αυτά προσκομίστηκαν από τον ίδιον κατά το ακροατήριο ως Τεκμήριο 2. Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της γνησιότητας ενός εγγράφου, τόσο διότι κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. και Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Εξάλλου, δεδομένης της απαγόρευσης συνεργασίας με τις αρχές της χώρας καταγωγής, ακόμα κι αν υπάρχουν δημόσια έγγραφα που στηρίζουν τους ισχυρισμούς, αυτά θα είναι κατά κανόνα αμετάφραστα και ανεπικύρωτα. Αξιολογήσεις περί γνησιότητας ή πλαστότητας είναι συνεπώς δυσχερείς. Τελικώς και η γνησιότητα των εγγράφων θα διασταυρωθεί μέσω των προφορικών ισχυρισμών, άλλως αυτά θα ενισχύσουν προφορικούς ισχυρισμούς αλλά δεν επαρκούν αφ’ εαυτών για να τους αποδείξουν (βλ. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης – Μάρκου, Προσφυγικό Δίκαιο, Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ. 31.). Τούτων λεχθέντων η αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων θα λάβει χώρα υπό το φως της ανωτέρω παραμέτρου.

25.          Αρχικά παρατηρώ ότι τα εν λόγω έγγραφα (σελ. 1-15 του Τεκμηρίου) έχουν κατατεθεί ως αντίγραφα σε γλώσσα Μπενγκάλι και δη αμετάφραστα, γεγονός που δυσχεραίνει την έρευνα του Δικαστηρίου. Η κρίση μου συνεπώς βασίζεται επί των διευκρινιστικών ερωτημάτων που τέθηκαν στον Αιτητή στο ακροατήριο και των απαντήσεων που ο τελευταίος παρείχε σε σχέση με αυτά. Εκ προοιμίου παρατηρώ ότι τα εν λόγω έγγραφα χρονολογούνται στα έτη 2016 και 2017 αντίστοιχα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, γεγονός που εγείρει επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία του τελευταίου, λαμβανομένης υπόψη της υπέρτατης καθυστέρησης στην προσκόμισή τους. Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα του το έτος 2022 και το αίτημά του για διεθνή προστασία εξετάστηκε από τους Καθ’ ων το έτος 2023. Καίτοι κατά την συνέντευξη ο Αιτητής κλήθηκε να καταθέσει οποιαδήποτε έγγραφα είχε στην κατοχή του προς υποστήριξη του αιτήματός του, εντούτοις δήλωσε πως δεν διέθετε έγγραφα και έτι περαιτέρω δεν αναφέρθηκε ούτε στην ύπαρξη εγγράφων στην χώρα καταγωγής του με την επιφύλαξη μελλοντικής κατάθεσης. Η αδράνεια του Αιτητή όχι μόνο να προσκομίσει αλλά πολλώ δε μάλλον να αναφερθεί στα εν λόγω έγγραφα κατά τος στάδιο της διοικητικής διαδικασίας στερεί από το πρόσωπό του την απαιτούμενη αξιοπιστία. Η εξήγηση δε που έδωσε ότι στην πραγματικότητα αναφέρθηκε κατά την συνέντευξη στα εν λόγω περιστατικά και στην ύπαρξη των εν λόγω εγγράφων, αλλά οι δηλώσεις του δεν αποδόθηκαν από σφάλμα του διερμηνέα, δεν βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου καθότι ο Αιτητής υπέγραψε κάθε σελίδα του πρακτικού βεβαιώνοντας ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης ανταποκρίνεται στις δηλώσεις του. Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής έκανε λόγο μόνο για οικονομικά προβλήματα, διαβεβαίωσε πως δεν διώκεται από τις αρχές της χώρας του, ότι οι τελευταίες θα του επέτρεπαν την ακώλυτη επιστροφή τους αυτήν, και ότι σκοπός του είναι να παραμείνει την Δημοκρατία ώστε να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για να στηρίξει την οικογένειά του. Ερωτηθείς αν διέθετε οποιοδήποτε υποστηρικτικό του αιτήματός του έγγραφο, απάντησε αρνητικά.

26.          Περαιτέρω, δεδομένης της μεταγενέστερης προσκόμισης των εγγράφων, θα πρέπει να εξηγηθεί σε τι οφείλεται η καθυστερημένη προσκόμισή τους, δηλαδή γιατί ενώ χρονολογούνταν το 2016 δεν κατατέθηκαν νωρίτερα. Σχετικώς θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, σε ποιόν και πότε κοινοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην χώρα καταγωγής, γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την συνέντευξης ή άλλως με το πέρας αυτής ή σε χρονικό σημείο προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης και το πως και πότε έφτασαν στην κατοχή του Αιτητή. Από τα ενώπιον ου δεδομένα, δεν προκύπτουν εξηγήσεις ικανές να δικαιολογήσουν την καθυστερημένη προσκόμιση αυτών, ενώ όπως αναλύθηκε, ο ισχυρισμός ότι από σφάλμα του διερμηνέα δεν καταγράφηκαν στην συνέντευξη, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

27.          Ανεξαρτήτως των ανωτέρω διαπιστώσεων, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν ούτε σε θέση να τεκμηριώσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα περιστατικά που επικαλείται. Έχει υποπέσει σε ασάφειες ως προς τις χρονικές και λοιπές περιστάσεις και από την αφήγησή του ελλείπει ο απαιτούμενος βαθμός σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών που ευλόγως αναμένει κανείς από κάποιον που εξιστορεί βιωματικά γεγονότα. Αρχικά ενώ στο ακροατήριο στις 8.6.2023 ανέφερε ότι τα εντάλματα εκδόθηκαν το 2017 και το 2019, στο ακροατήριο στις 12.12.2023 ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκαν το 2016 και 2017 αντίστοιχα. Πιο, αναλυτικά, όσον αφορά στην πρώτη δολοφονία για την οποία κατηγορείται, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις συνθήκες της συμπλοκής μεταξύ των οπαδών των πολιτικών κομμάτων και πως τελικά επήλθε ο θάνατος του προσώπου αυτού. Κληθείς να διευκρινίσει το περιστατικό, στο πρώτο ακροατήριο ανέφερε ότι ήταν ανάμεσα στα 26 άτομα που συμμετείχαν στον διαπληκτισμό, ενώ στο δεύτερο ακροατήριο αναίρεσε την δήλωση του και ανέφερε πως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρών και δεν συμμετείχε στον τσακωμό. Όσον αφορά δε στο δεύτερο ένταλμά, ομοίως δεν θεμελιώνεται το γιατί στοχοποιήθηκε για τον θάνατο της κοπέλας. Ούτε καθίσταται σαφές ποια ήταν η σχέση του Αιτητή με την εν λόγω κοπέλα και τους άλλους συγκατηγορούμενους που παραπέμπονται σε δίκη μαζί του.  Αφήνει να εννοηθεί ότι δεν την γνώριζε και ότι στοχοποιήθηκε επειδή ο πατέρας του είχε διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις από την οικογένεια του θύματος. Ωστόσο, δεν εξειδικεύεται με τρόπο αντιληπτό και κατανοητό σε τι συνίστατο η πολιτική διαφορά των οικογενειών και πως ήταν αρκετή για να ενοχοποιήσει τον Αιτητή σε σημείο να κινηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του. Με τρόπο γενικόλογο και ασαφή παρουσιάζει τον πατέρα του ως πολιτικό υποστηρικτή του κόμματος BNP παραλείποντας να εξηγήσει την δική του πολιτική ταυτότητα ή το ιστορικό της αντιπαράθεσης μεταξύ των οικογενειών με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά. Γενικά, καίτοι προσκομίζονται μακροσκελή εντάλματα με πλήθος πληροφοριών, ο Αιτητής αδυνατεί να αποδώσει το περιεχόμενό τους παρουσιάζοντας μια αποσπασματική αντίληψη για τις σε βάρος του κατηγορίες. Όχι μόνο τα ιστορικά γεγονότα δεν περιγράφονται, αλλά ελλείπουν και παραπομπές στις ποινικές διατάξεις με τις οποίες παραπέμπεται σε δίκη για συγκεκριμένα εγκλήματα. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι η εσωτερική αξιοπιστία δεν μπορεί να θεμελιωθεί και ο ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

28.          Περαιτέρω, και αληθώς υποτιθεμένων των ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, η ποινική δίωξη ή η επιβολή ποινής για παράβαση κοινού νόμου γενικής εφαρμογής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δίωξη[2]. Οι φυγόδικοι ή οι φυγόποινοι σε σχέση με τέτοιο αδίκημα δεν είναι κανονικά πρόσφυγες, αλλά αυτό μπορεί να μην ισχύει σε περίπτωση υπερβολικής ποινής ή εάν η ποινική δίωξη μπορεί να ισοδυναμεί αφ’ εαυτής με δίωξη. Από τα ενώπιον μου δεδομένα δεν οδηγούμαι στην διαπίστωση ότι συνέτρεχαν λόγοι δίωξης στο πρόσωπο του Αιτητή. Οι πολιτικοί λόγοι που επικαλέστηκε και στις δύο δολοφονίες δεν θεμελιώθηκαν με τρόπο που να αποδεικνύουν την πολιτική ταυτότητα του Αιτητή και τα πολίτικά κίνητρα των διωκτών του. Ούτε στο πρόσωπο του Αιτητή φάνηκαν να συντρέχουν άλλες ιδιότητες ή/και χαρακτηριστικά πηγάζοντα από το προφίλ ή την καταγωγή του που να δεικνύουν πράξη παρελθούσας ή μελλοντικής δίωξης στο πρόσωπό του.

29.          Ως προς του λοιπούς ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι εξετάστηκαν και κρίθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση συντάσσομαι με το περιεχόμενο και την ανάλυσή τους. Ειδικότερα, η επίκληση αμιγώς οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του Αιτητή δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006 Md Jakir Hossain v.  Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568, Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010,  Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων].

30.          Υπό το φως των ενώπιόν μου δεδομένων, κρίνω ότι ορθώς, για τους λόγους που εξηγούνται στο σημείωμα το οποίο αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, η αρμόδια αρχή κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

31.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

32.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν τεκμηριώνεται, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

33.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι' αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

34.          Σημειώνεται συναφώς ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας δεν είναι κατά τον χρόνο έκδοσης της παρούσας σε ισχύ, συνεπώς, παρότι ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας, θα προσχωρήσω στην έρευνα επικαιροποιημένων πηγών πληροφόρησης για την αξιόλογης της κατάστασης ασφάλειας στον τόπο προέλευσης του Αιτητή. 

35.          Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED[3], στην Επαρχία Khulna του Μπανγκλαντές, στην οποία υπάγεται και η πόλη Bagerhat[4], το διάστημα από 17/05/2023 έως 17/05/2024 καταγράφηκαν συνολικά 119 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 30 απώλειες ζωών. 2 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 0 θύματα), 88 ως ταραχές (με 13 θύματα), 1 ως περιστατικό εκρήξεων/ απομακρυσμένης βίας (με 0 απώλειες ζωών) και 28 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 θύματα).  Ο πληθυσμός της Επαρχίας Khulna καταγράφεται σε 17,813,218 κατοίκους (με τελευταία επίσημη καταμέτρηση το 2022)[5].

36.          Περαιτέρω, σύμφωνα με την βάση δεδομένων RULAC[6] της Ακαδημίας της Γενεύης για τα καταγεγραμμένα περιστατικά ενόπλων συρράξεων παγκοσμίως σε πραγματικό χρόνο, προκύπτει ότι το Μπανγκλαντές δεν πλήττεται από εσωτερική ή διεθνή ένοπλη σύρραξη.

37.          Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς δεν επικαλείται αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

38.          Στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό, ο Αιτητής δεν καταδεικνύει ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], πιο συγκεκριμένα δεν προκύπτει ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)).

39.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

40.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης»

41.          Ιδίως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

42.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

43.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

44.          Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, και συγκεκριμένα ως προς την κατάσταση ασφαλείας, και εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Khulna του Μπανγκλαντές και διαπίστωσε με βάση λοιπόν τα όσα καταγράφονται ανωτέρω, ότι δεν λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία στην περιοχή υπό καθεστώς εσωτερικής ή διεθνούς ενόπλου συρράξεως.

45.          Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

                    Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.        



[1] Ο Αιτητής δεν καταγράφει το σχετικό νόμο.

[2] Εγχειρίδιο UNHCR, http://www.unhcr.org/3d58e13b4.html, παράγραφος 56, βλ. και  E.A.S.O. - Δικαστική ανάλυση, Προϋποθεσεις χορηγησης διεθνους προστασιας (οδηγια 2011/95/ΕΕ), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/qip-ja_el.pdf, σελ. 44.

[3] ACLED - Armed Conflict Location and Event Data Project, Dashboard, Date: 17/05/2023-17/05/2024, Region: South Asia, Bangladesh, Khulna Division, https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2024).

[4] Google maps, Bangladesh, Khulna Region, Bagerhat, https://www.google.com/maps/place/Bagerhat,+Bangladesh/@22.6584787,89.6276981,12z/data=!3m1!4b1!4m6!3m5!1s0x39fff5d7e37f6e3d:0xbb70031cead1d5af!8m2!3d22.6551705!4d89.7779774!16s%2Fg%2F11bc5jn_fq?entry=ttu.

[5] City Population – Bangladesh, Khulna Division,  https://www.citypopulation.de/en/bangladesh/cities/ua/?admid=2163 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2024).

[6] RULAC, https://www.rulac.org/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο