ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: T1939/23

      17 Μαΐου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B. K.

Αιτήτρια

-και-

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Μ. Μαυρονικόλας (κος), για Αλ Ταχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για Αιτήτρια

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 23/05/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για άσυλο της ως προδήλως αβάσιμο.   

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου που έχει κατατεθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Όπως προκύπτει από αυτά, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Ινδίας και στις 26/04/2023 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια παραμονής ως οικιακή εργάτρια.

 

Στις 15/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Στις 15/05/2023, η εν λόγω λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας, όπως απορριφθεί το αίτημά της για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη. Στη συνέχεια, εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την εισηγητική έκθεση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας στις 23/05/2023.

 

Στις 12/06/2023 η  Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα ιδιοχείρως στην Αιτήτρια, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω του συνηγόρου της στις 27/06/2023.

 

Με την προσφυγή της, η Αιτήτρια προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης, δια μέσου του δικηγόρου της, ωστόσο κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, οι ισχυρισμοί που προώθησε ο συνήγορος της Αιτήτριας αφορούν κατ’ ουσίαν την έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση και την παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποβάλλει ότι η αρμόδια λειτουργός δεν προβαίνει σε έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και δεν προβαίνει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συνεπώς, ο συνήγορος της Αιτήτριας, καλεί το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση, ούτως ώστε να γίνει επανεξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας.

 

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω με την εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα της επειδή η ζωή της κινδυνεύει καθώς παντρεύτηκε κάποιον από άλλη κάστα. Πρόσθεσε ότι, πλέον, έχουν και μία κόρη και ότι οι οικογένειες της ίδιας και του συζύγου της, αντιτίθενται στον γάμο τους. Επίσης ανέφερε, ότι ο ξάδελφος του συζύγου της, είναι μέλος συμμορίας και έχει διασυνδέσεις με την αστυνομία. Πρόσθεσε ότι, η ίδια η Αιτήτρια δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της και για αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να επιστρέψει με την κόρη της στην Ινδία (ερ. 1 και μετάφραση ερ. 11 του διοικ. φακέλου).

 

Κατά τη συνέντευξή της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 14-20 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στην Αιτήτρια γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική εμπειρία αυτής. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Ινδίας, ότι η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της είναι το χωριό Khaira στην πολιτεία του Punjab, όπου ζούσε όλη της την ζωή μέχρι να εγκαταλείψει την Ινδία. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από τη μητέρα και τα αδέρφια της, προσθέτοντας ότι πατέρας της απεβίωσε. Η Αιτήτρια αρχικά ανέφερε ότι διατηρεί επαφή με την οικογένεια της, ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι από το 2020, κανείς από την οικογένεια της δεν της μιλά λόγω του γάμου της με τον σύντροφο της. Ο σύντροφος και η κόρη της, βρίσκονται στην Κύπρο.

 

Αναφορικά με τον λόγο που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε από την χώρα της για να δουλέψει. Όσο αφορά τον λόγο για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστέψει στην Ινδία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κινδυνεύουν η ίδια, ο σύζυγος και η κόρη της, καθώς οι οικογένειες τους δεν υποστηρίζουν τον γάμο τους, πόσο μάλλον το γεγονός ότι έχουν πλέον μια κόρη. Η Αιτήτρια εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο οι οικογένειες τους διαφωνούν με τον γάμο, είναι επειδή η ίδια και ο σύντροφος της ανήκουν σε διαφορετικές κάστες. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι, τα ξαδέλφια του συντρόφου της, οι οποίοι είναι μέλη μιας συμμορίας, καταχώρησαν υπόθεση εναντίον του, κατηγορώντας τον για κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Για αυτό τον λόγο, ο σύντροφος της, όταν κατάφερε να αφεθεί ελεύθερος από την φυλακή με εγγύηση, εξασφάλισε φοιτητική βίζα για τον εαυτό του στην Κύπρο και στις 31/01/2020 ήρθε για να είναι με την Αιτήτρια, η οποία βρισκόταν εδώ από το 2018.

 

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν δεόντως από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που διεξήγαγε τη συνέντευξη, η οποία εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή της τρία ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:

1.   Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.

2.   Η Αιτήτρια έφυγε από την Ινδία για οικονομικούς λόγους.

3.   Η Αιτήτρια δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Ινδία γιατί κινδυνεύουν ο σύζυγος, η ίδια και η κόρη της, από την οικογένεια του συζύγου της, λόγω του ότι δεν δέχονται το γάμο τους.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις της Αιτήτριας και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, η λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο και δεύτερο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αντιθέτως, το τρίτο πραγματικό περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό καθότι δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας.  Η λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν ήταν ευλογοφανείς και υπέπεσε σε αντιφάσεις τις οποίες δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία της, η λειτουργός ανάφερε ότι τα όσα ανάφερε η Αιτήτρια στην συνέντευξη αποτελούν μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της. Συνεπώς η λειτουργός κατέληξε ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.

 

 

Μετέπειτα, η λειτουργός προέβηκε σε αξιολόγηση κινδύνου και νομικής ανάλυσης επί τη βάσει των αποδεδειγμένων ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρα καταγωγής της, καθώς επίσης και το ότι εγκατέλειψε την Ινδία για οικονομικούς λόγους, αλλά και επί τη βάσει των σχετικών πληροφοριών για την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής της, και διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην Ινδία.  Η λειτουργός των Καθ’ ων η Αίτηση προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου και συγκεκριμένα του άρθρου 12Βτρις (1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προβλέπει για τον καθορισμό ασφαλών χωρών από τον Υπουργό Εσωτερικών, καταλήγοντας ότι σύμφωνα με το Διάταγμα Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας του 2022 του Υπουργού Εσωτερικών, υπ’ αριθμόν 202/2022, η Ινδία περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας και χαρακτηρίζεται ασφαλείς υπό την έννοια του άρθρου 12Βτρις.

 

Συνεπώς, η λειτουργός έκρινε ότι το αίτημα της Αιτήτριας εμπίπτει στη βάση ταχύρρυθμης διαδικασίας τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 12 Δ(1), (2), (4)(β) στον περί Προσφύγων Νόμο του 2000. Η λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του αιτήματος της Αιτήτριας για το προσφυγικό καθεστώς, και καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, του προσωπικού της προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην Ινδία δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, η λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στην Ινδία, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας ως άμαχη, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η Ινδία δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, η λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, και δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, σε συνάρτηση με την Κ.Δ.Π. 202/2022 του Υπουργού Εσωτερικών, η λειτουργός απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας ως προδήλως αβάσιμη.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). 

 

Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον συνήγορο της Αιτήτριας και αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στην παράθεση εσφαλμένης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία της και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός της βαραίνει αρχικά της ίδια την Αιτήτρια (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, με βάση το προσωπικό της προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η χώρα καταγωγής της ήταν η Ινδία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του που απορρέουν από το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 (και με την προηγούμενη της, την Κ.Δ.Π. 202/2022) τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Ινδία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ενώ δόθηκε στην ίδια την Αιτήτρια η ευκαιρία να σχολιάσει την κατάταξη της Ινδίας στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας με βάση την Κ.Δ.Π. 202/2022, η Αιτήτρια δεν ήθελε να σχολιάσει κάτι, κρίνω ότι δεν είναι αναγκαία η περαιτέρω έρευνα από το Δικαστήριο σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο