ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2463/2023

31 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.I.I.,

από Νιγηρία

                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Μ. Χριστοφορίδου (κα) για Δημήτριος Παυλίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Αιτητής παρών

[Ρ. Ευαγγέλου (κος) Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

                                                                                                           

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 01.08.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Νιγηρία και στις 13.07.2023 εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 24.07.2023. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του και στις 01.08.2023 η αίτησή του απορρίφθηκε. Την απόφαση αυτή της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου της επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει δίκαια υπό τις περιστάσεις.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία περιοριζόμενος μόνο στη θέση ότι δεν έγινε εξατομικευμένη έρευνα και δεν αξιολογήθηκαν οι ισχυρισμοί του. Θέση η οποία ωστόσο προωθήθηκε με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[3].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[4] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[5]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[6].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[7].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[8], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[9].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Παρατηρώ ότι στα πλαίσια της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής νόμιμα τον Ιούνιο του 2019, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Επεξηγεί, πως μεγάλωσε σε μια πολυγαμική οικογένεια και ήταν ο μοναδικός υιός, ενώ όταν ο ίδιος ήταν έξι (6) ετών, η μητέρα του απεβίωσε και από το 2017 η μητριά του τον παρενοχλούσε και του επιτίθετο, καθότι δεν ήθελε ο Αιτητής να λάβει περιουσία από τον πατέρα του. Με την βοήθεια της γιαγιάς του, ταξίδεψε στις μη έλεγχομενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές για να συνεχίσει τις σπουδές του, ωστόσο δεν μπορούσε να πληρώσει τα δίδακτρα για να συνεχίσει τις σπουδές του, οπόταν και αποφάσισε να εισέλθει στην Δημοκρατία για να υπόβαλει αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Ακολούθως, ο Αιτητής κλήθηκε και παρέστη σε προφορική συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Παρατηρώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν ότι, καθώς ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις,  η αίτησή του θα εξεταστεί με τη ταχύρρυθμη διαδικασία. Για το γεγονός αυτό ενημερώθηκε ο Αιτητής, ως τούτο προκύπτει από το ερυθρό 21 του δ.φ., στον οποίο επεξηγήθηκε επίσης η σημασία που έχει ο χαρακτηρισμός της χώρας του ως ασφαλής χώρα καταγωγής και του δόθηκε και η ευκαιρία να σχολιάσει, αν επιθυμούσε τον χαρακτηρισμό αυτό, με τον Αιτητή να αναφέρει ότι: «Νigeria is a big country it is might be easy for the president but for the rest is not. It might be safe but economy is very bad. Individually people are going through a lot.»

 

Φρονώ λοιπόν ότι κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (8) του άρθρου 12Βτρις,  δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

Στο πλαίσιο λοιπόν της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω της πίεσης και της έλλειψης υποστήριξης από την οικογένειά του. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ζούσε με τη μητριά του και τον πατέρα του και τα πράγματα ήταν δύσκολα, καθώς η μητριά του και τα ετεροθαλή αδέλφια του τον αντιμετώπιζαν ως απειλή και ο πατέρας του ως ξένο, ωσάν να μην είναι παιδί του. Ως ισχυρίστηκε, τον προσέβαλαν και τον εκφόβιζαν, ενώ η μητριά του είπε στον πατέρα του ότι έπρεπε να τον διώξουν, αποκαλώντας τον μπάσταρδο, καθώς και ότι του επιτέθηκε. Τελικά, μετακόμισε στη γιαγιά του, αλλά όταν αυτή πέθανε, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Ως ο ίδιος δήλωσε δεν αντιμετώπισε προβλήματα κατά την έξοδό του από τη Νιγηρία, ενώ ουδέποτε συνελήφθηκε ή κρατήθηκε εκεί, αναφέροντας περαιτέρω ότι οι αρχές θα του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Αν επιστρέψει, φοβάται ότι δεν θα έχει πού να διαμείνει και δεν θα έχει καμία υποστήριξη από την οικογένειά του.

 

Εξετάζοντας τα όσα ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ασύλου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαχώρισε τους ισχυρισμούς στους ακόλουθους δύο κρίσιμους ισχυρισμούς: (α) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/ προφίλ και (β) για να σπουδάσει και λόγω οικονομικών λόγων.

 

Αμφότεροι οι ισχυρισμοί του Αιτητή έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι. Ωστόσο, προχωρώντας στην νομική ανάλυση, ο λειτουργός ασύλου έκρινε πως παρά το γεγονός ότι η γενική του αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω κρίθηκε με παραπομπή και σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo, ότι σε περίπτωση επιστροφής του, δε θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και προσβπική απειλή λόγω αδιάκριτης βίας, σύμφωνα με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, επισημαίνω καταρχάς ότι συντάσσομαι με την κατάληξη του λειτουργού ασύλου ως προς την αξιοπιστία των δύο ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή για τους οποίους δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

 

Ωστόσο, διαπιστώνω πλημμέλειες στη διερευνητική διαδικασία, καθώς ο λειτουργός ασύλου παρέλειψε να καταγράψει, απομονώσει και εξετάσει ως ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό, τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε σε σχέση με την παρενόχληση, τον εκφοβισμό και τις επιθέσεις που κατ’ ισχυρισμόν δέχθηκε από την μητριά και τα ετεροθαλή αδέλφια του. Ο Αιτητής, τόσο στο πλαίσιο της αίτησής του όσο και κατά τη συνέντευξή του, αναφέρθηκε στην πίεση που ένιωθε λόγω της συμπεριφοράς της οικογένειάς του απέναντί του, η οποία και ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Θα έπρεπε συνεπώς αυτός να απομονωθεί ως ξεχωριστός ουσιώδης ισχυρισμός και να τύχει αυτοτελούς αξιολόγησης καθώς αποτελεί στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμο για την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Για τους λόγους λοιπόν που έχω επεξηγήσει, είναι η κατάληξη μου στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην έλλειψη δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου αυτή, δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής λόγω της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. 

 

Αξιολογώντας λοιπόν τον ισχυρισμό αυτό του Αιτητή, διαπιστώνω ότι αυτός στερείται αξιοπιστίας, λόγω των αντιφατικών θέσεων που ο ίδιος προώθησε. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή της αίτησής του, κατέγραψε ότι από το 2017, η μητριά του, τον παρενοχλούσε και του επιτίθετο, καθότι δεν ήθελε ο Αιτητής να λάβει περιουσία από τον πατέρα του. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος δήλωσε κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο ίδιος είχε εγκαταλείψει την οικία της οικογένειάς του από το 2003, προκειμένου να ξεφύγει από  τις προσβολές και τον εκφοβισμό που δεχόταν από την μητριά του και τα ετεροθαλή αδέλφιά του. Συνάγεται συνεπώς ότι η συμπεριφορά των ατόμων αυτών έλαβε χώρα σε χρονικό σημείο πριν από το 2003, ή έστω το 2003. Η σοβαρή αυτή χρονική διαφοροποίηση δεν μπορεί παρά να πλήττει την αξιοπιστία των λεχθέντων του Αιτητή η οποία βάλλεται έτι περαιτέρω και από την διαφοροποίηση που παρατηρείται και ως προς τα πρόσωπα από τα οποία δεχόταν την συγκεκριμένη συμπεριφορά, με την αρχική καταγραφή να αφορά την μητριά του και την μετέπειτα διαφοροποίηση του, αναφερόμενος στη μητριά αλλά και στα ετεροθαλή αδέλφιά του. Πέραν τούτου, ενώ ο Αιτητής είχε δηλώσει στην αίτησή του, ότι η γιαγιά του ήταν αυτή που τον βοήθησε να ταξιδέψει στην Κύπρο (το 2019), αργότερα, κατά την συνέντευξή του, δήλωσε ότι η γιαγιά του πέθανε το 2015, με τον ίδιο να ισχυρίζεται, χωρίς συνοχή και νοηματική συνέπεια ότι ο θάνατος της σηματοδότησε και την απόφαση του να εγκαταλείψει τη Νιγηρία, κάτι που ωστόσο έπραξε τελικώς το 2019. Περαιτέρω, ο Αιτητής ρητά δήλωσε κατά τη συνέντευξή του ότι δεν συνέβη τίποτα στον ίδιο από το 2003 που εγκατέλειψε την οικογένειά του, θέση αντιφατική με την αρχική καταγραφή του επί της αίτησής του, ότι δεχόταν παρενόχληση από την μητριά του, από το 2017. Πέραν αυτού, ο Αιτητής αναφέρθηκε γενικόλογα και αόριστα σε παρενόχλησή του, χωρίς να είναι σε θέση να διευκρινίσει με ποιον τρόπο τον παρενοχλούσαν η μητριά και τα ετεροθαλή αδέλφιά του.

 

Επισημαίνω ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής επί του σημείου τούτου, αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση αυτών μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ενόψει της έλλειψης συνοχής, τις αντιφατικές δηλώσεις αλλά και της γενικότητας και αοριστίας με την οποία προβλήθηκε, ο ισχυρισμός αυτός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής: (α) δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι (β) δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της. Ωστόσο, ενόψει της  κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[4] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[5] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[6] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[7] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο