ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2473/2023

 

31 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

MD A.I.,

από Μπαγκλαντές

                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

(Rashebuzzaman Mohammad – Διερμηνέας, για διερμηνεία από Bengali στην αγγλική και αντίστροφα

Η. Φανούς (κος) - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.06.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και στις 08.06.2023 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 20.06.2023. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής, ο Αιτητής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια της οποίας ετοιμάστηκε εισηγητική έκθεση προς απόρριψη της αίτησης, η οποία εγκρίθηκε στις 30.06.2023 από την ασκούσα καθήκοντα προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου,  με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής του. Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[3], την ένστασή του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενος ότι ο πατέρας του είχε ενεργή ανάμειξη  στο κόμμα BNP  και το αντίθετο πολιτικό κόμμα τον βασάνισε και έκαψε το κατάστημα  της επιχείρησής τους. Προσθέτει ότι ο πατέρας του φοβόταν για τη ζωή του Αιτητή εκεί γι’ αυτό και δραπέτευσε, ενώ προσθέτει ότι επιπλέον έχει οικονομικά προβλήματα.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Επισημαίνω βεβαίως ότι ανάλογη χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού και ειδικότερα την υποχρέωση του Αιτητή να καταγράψει κατά συνοπτικόν τρόπον όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, καθώς είναι ο Αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντά του. 

 

Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015[4] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της, την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Επισημαίνεται πρωτίστως ότι οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν όπως η αίτησή του Αιτητή εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία, εφόσον ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις. Ειδικότερα, το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα όταν αίτηση υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, να εξεταστεί, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (8)  του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι:

 

«Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, κατά την έναρξη της προσωπικής συνέντευξής, ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με την εφαρμογή της ταχύρρυθμης διαδικασίας και τα προβλεπόμενα από τον περί Προσφύγων Νόμο και ειδικότερα από το άρθρο 12Δ αυτού. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ενημερώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου θα εξετάσει στην περίπτωση του την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας ιθαγένειας» σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου και το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας Διάταγμα του 2023 του Υπουργού Εσωτερικών υπ' αρ. Κ.Δ.Π. 166/2023, καθότι η χώρα που δήλωσε ως χώρα καταγωγής, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών ιθαγενείας και συνεπώς για την Υπηρεσία Ασύλου τεκμαίρεται ότι ο Αιτητής δεν κινδυνεύει με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής. Κατά την συνέντευξη, ο Αιτητής ρωτήθηκε κατά πόσο επιθυμούσε να σχολιάσει οτιδήποτε αναφορικά με το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής του καθορίζεται ως ασφαλής χώρα δυνάμει του σχετικού διατάγματος (Κ.Δ.Π. 166/2023) με τον Αιτητή να απαντά «No». 

 

Παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν υπέβαλε στον Αιτητή ξεκάθαρα την ερώτηση αν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους ο ίδιος θεωρεί ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας αναφορικά με τον ίδιο προσωπικά, διατύπωση η οποία θα ήταν ορθότερη υπό τις περιστάσεις δυνάμει και των προνοιών του εδαφίου (8) ανωτέρω, ωστόσο θεωρώ ότι με την επισήμανση ότι η χώρα καταγωγής του έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του και αν πράγματι είχε λόγους να πιστεύει ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, είχε κάθε ευκαιρία να τους προβάλει. Εν πάση περιπτώσει το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε στην υποβολή του ερωτήματος αυτού κατά την ακροαματική διαδικασία, δίδοντας του την δυνατότητα να αμφισβητήσει την εφαρμογή της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας υπό το φως των ιδιαίτερων περιστάσεων της δικής του περίπτωσης έχοντας έτσι την ευκαιρία να εξηγήσει, αν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που αφορά στο πρόσωπο του, για τον οποίο η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο. Το πως τοποθετήθηκε ο Αιτητής στο ερώτημα αυτό, παρατίθεται κατωτέρω.

 

Στα πλαίσια της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του είναι η επιθυμία του να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση καθώς, ο πατέρας του είναι άρρωστος και οι ευθύνες για την οικονομική στήριξη της οικογένειάς του ανήκουν στον ίδιο.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αποφάσισε να ταξιδέψει στο εξωτερικό λόγω φτώχειας στη χώρα καταγωγής του ώστε να μπορέσει να εργαστεί και να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Επανέλαβε τον ισχυρισμό που κατέγραψε στην αίτηση του, ότι  πατέρας του είναι άρρωστος. Ως ο ίδιος ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδο του από το Μπαγκλαντές, ενώ ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αιτητής ερωτήθηκε εάν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο και ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του είναι ενεργός υποστηρικτής του BNP και εξαιτίας αυτού κινδυνεύει  η ζωή  του. Αναφέρθηκε σε ένα  περιστατικό διαμάχης που έλαβε χώρα 7-8 μήνες προτού εγκαταλείψει το Μπαγκλαντές και ο πατέρας του το κατάγγειλε στις αρχές. Ακολούθως ο Αιτητής ισχυρίστηκε  ότι οι αρχές τους είπαν ότι δεν μπορούν να τους προστατεύσουν λόγω της κυβέρνησης. Πρόσθεσε ότι φοβάται τυχόν αναταραχές στις επερχόμενες εκλογές και ο πατέρας του ανησυχεί για τον Αιτητή. Τέλος ανάφερε ότι απειλούσαν τον πατέρα του και τον ανάγκαζαν να συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Ερωτηθείς από το Δικαστήριο για ποιον λόγο δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα γεγονότα και στον συγκεκριμένο του φόβο κατά την υποβολή της αίτησής του και κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πράκτορας του τον απείλησε να μην τα πει αυτά στην Υπηρεσία Ασύλου γιατί θα σκοτώσει τους γονείς του αν το κάνει.  

 

Έχοντας λοιπόν εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.  

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[5]αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[6].

 

Οι καινοφανείς ισχυρισμοί του Αιτητή περί εμπλοκής του πατέρα του στο κόμμα BNP και ότι κινδυνεύει  ο ίδιος λόγω αυτής της εμπλοκής, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί και απορρίπτονται. Τούτο, διότι ο Αιτητής, παρά το γεγονός ότι ερωτήθηκε, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για την εμπλοκή του πατέρα του στο πολιτικό κόμμα και για τον κίνδυνο της ζωής του ενώ ερωτηθείς ως προς το αν έχει συμβεί κάτι προσωπικά στον ίδιο, ανέφερε πως τίποτα δεν του έχει συμβεί αναφερόμενος ωστόσο στη συνέχεια σε μία διαμάχη που έλαβε χώρα πριν από 7-8 μήνες χωρίς και πάλι να μπορεί να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες επί αυτής της διαμάχης και τον τρόπο που αυτή διασυνδέεται με την πολιτική ανάμειξη του πατέρα του. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή παρέμειναν γενικόλογοι και αόριστοι ενώ παρίστανται και αντιφατικοί με τα όσα ο ίδιος δήλωσε τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματός του, όσο και κατά τη συνέντευξή του, αναφερόμενος και στις δύο περιπτώσεις σε οικονομικούς λόγους που τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του. Ούτε δύναται να γίνει αποδεκτή η θέση του Αιτητή ότι δεν αναφέρθηκε στα προβλήματα αυτά καθώς ο πράκτορας του τον απείλησε ότι θα σκοτώσει τους γονείς του αν το πράξει, αφού και πάλι ο ισχυρισμός του αυτός ήταν γενικόλογος χωρίς να είναι σε θέση ο Αιτητής να επεξηγήσει τους λόγους της απειλής αυτής, τη διασύνδεση του πράκτορα με την οικογένειά του και γιατί πλέον δεν φοβάται να επικαλεστεί τους ισχυρισμούς αυτούς κατά τη δικαστική αυτή διαδικασία. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου καθώς και τους ισχυρισμούς του Αιτητή, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην αιτιολογία, έρευνα και κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση. Είναι εμφανές ότι το αίτημά του Αιτητή για άσυλο απορρίφθηκε αφού ο ίδιος δεν κατάφερε να  τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, ο Αιτητής, ερχόμενος στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[7].

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

                                                       Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 





[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[4] Άρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018.

[5] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[6] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[7] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο