ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 Υπόθεση Αρ. Τ2873/2023

23 Μαΐου 2024

[Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

S.T.,

από Νεπάλ

Αιτήτρια,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών

  Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                              

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Ολ. Νικολάου (κα) για Α. Λαζάρου (κα)

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Αιτήτρια παρούσα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 14.07.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12ΣΤ και 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν  τροποποιηθεί[2], και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου της.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»), διαφαίνονται τα ακόλουθα:  

 

H Αιτήτρια κατάγεται από τo Νεπάλ, και αφίχθη νομίμως στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 17.09.2021 με άδεια εργασίας. Στις 22.06.2023, υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 10.07.2023, διενεργήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 14.07.2023 υπέβαλε σχετική Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε αυθημερόν από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου και με επιστολή ημερομηνίας 12.10.2023 ενημερώθηκε η Αιτήτρια για την απόρριψη της αίτησής της, αυθημερόν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.  

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, δια της συνηγόρου της, επιζητεί με το υπό (Α) αιτητικό της, απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να εντάξουν την Αιτήτρια στην ταχύρρυθμη διαδικασία του άρθρου 12Δ του περί Προσφύγων Νόμου, επειδή η Αιτήτρια κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, καθότι η Αιτήτρια πρόβαλε λόγους που δύνανται να ανατρέψουν την έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) η Αιτήτρια επιζητεί δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή της ως προδήλως αβάσιμη είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο της η Αιτήτρια, προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολό τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας περιορίστηκε στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επαρκούς αιτιολογίας και πλάνης ως προς τις πραγματικές συνθήκες της Αιτήτριας, ήτοι ως προς τις προσωπικές της περιστάσεις.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Εξετάζοντας  την  ουσία  της  υπόθεσης  σε συνάρτηση  και  με  τους λόγους ακυρώσεως που προώθησε κατά την προφορική ακρόαση η συνήγορός της Αιτήτριας, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Ως έχει πλειστάκις λεχθεί από το παρόν Δικαστήριο, η δικαιοδοσία αυτού διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής συγκεκριμένων ισχυρισμών, αφού ως δικαστήριο ουσίας το οποίο δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Αυτός είναι και ο λόγος που το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δέχεται πως είναι αλυσιτελής η προβολή λόγων σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας που αφορούν στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως[3], την πλάνη περί τα πράγματα, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η απλή επίκληση τέτοιων ισχυρισμών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση χωρίς ταυτόχρονα να προωθούνται ισχυρισμοί οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί περί ελλιπούς αιτιολογίας και πλάνης, εγείρονται αλυσιτελώς, στην παρούσα υπόθεση, καθώς ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί, καμία επίδραση δεν θα έχουν στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αν η Αιτήτρια δεν προβάλει ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4]. Οι λόγοι αυτοί λοιπόν δεν δύναται να εξεταστούν καθώς είναι παγίως θεμελιωμένο ότι τα δικαστήρια δε λειτουργούν επί ματαίω επιλύοντας ακαδημαϊκά ζητήματα, η επίλυση των οποίων δεν θα καταλήξει σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα[5].

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει ακριβώς της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

Επισημαίνεται πρωτίστως ότι οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν όπως η αίτησή της Αιτήτριας εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία, εφόσον η Αιτήτρια προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις. Ειδικότερα, το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα όταν αίτηση υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, να εξεταστεί, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτών διεθνούς προστασίας προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν δύναται να θεωρηθεί ως τέτοια στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

 

Εν προκειμένω, η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ήτοι το Νεπάλ, υπάγεται στις χώρες που έχουν καθοριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), συνεπώς αυτό που απομένει να εξεταστεί προκειμένου να κριθεί αν η διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού να εξετάσει την αίτησή της με την ταχύρρυθμη διαδικασία του άρθρου 12Δ, έχει ορθώς ασκηθεί είναι κατά πόσο η Αιτήτρια έχει με την αίτησή της προβάλει ή όχι βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν δύναται να θεωρηθεί ως τέτοια στη συγκεκριμένη περίπτωσή της.

 

Εξετάζοντας λοιπόν την υποβληθείσα αίτηση της για άσυλο, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια κατέγραψε σε αυτήν ότι εργαζόταν και διέμενε [στη Δημοκρατία] για ένα έτος φροντίζοντας έναν ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος εντούτοις έπασχε από ψυχικά προβλήματα. Ως η ίδια καταγράφει, ο εν λόγω άνδρας πήδηξε από την στέγη του σπιτιού του με αποτέλεσμα να αποδεσμευτεί από τον εργοδότη της. Έκτοτε αναζητούσε άλλη εργασία, χωρίς ωστόσο αυτό να καταστεί εφικτό. Ως επίσης καταγράφει, διέμενε με τον σύντροφο της και κατόπιν έμεινε έγκυος μη μπορώντας να ανανεώσει την άδεια εργασίας της. Τέλος, κατέγραψε ότι δεν έχει πατέρα και αδέλφια στο Νεπάλ, εξ ου και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

 

Στη βάση λοιπόν των καταγραφόντων, φρονώ ότι η διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού έχει ορθώς ασκηθεί, καθώς δεν προκύπτουν μέσα από την αίτηση που υποβλήθηκε να έχουν προβληθεί από την Αιτήτρια  βάσιμοι λόγοι για τους οποίους η ίδια θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν δύναται να θεωρηθεί ως ασφαλής στη συγκεκριμένη περίπτωσή της.

 

Επισημαίνεται περαιτέρω ότι το εδάφιο (8)  του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι:

 

«Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στην Αιτήτρια την ακόλουθη ερώτηση:

 

«CO: I would like to inform you that according to a Ministerial Decree [no. 166/2023] issued on 26/05/2023, his country of origin is determined as a ‘safe country of origin’, on the basis that fundamental human rights and liberties are respected, rule of law applies through a democratic system and its nationals are not in risk of serious harm. Accordingly, your application can be examined under an accelerated procedure. […]

 

Do you want to comment anything regarding the procedures or the fact that based on the Ministerial Decree (no. 166/2023) your country is considered as a safe country of origin?

 

IC: Yes, it is a safe country but I am here to have a future for my upcoming baby.»

 

Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα καταγωγής της δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας αναφορικά με την ίδια προσωπικά, εφόσον ο αρμόδιος λειτουργός σε συμφωνία με τις διατάξεις του εδαφίου (8) ανωτέρω διατύπωσε με τον κατάλληλο τρόπο την πρόθεση όπως η υπόθεση εξεταστεί υπό το πρίσμα της ταχύρρυθμης διαδικασίας. Συνεπώς, θεωρώ ότι με την επισήμανση ότι η χώρα καταγωγής της  έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, δόθηκε στην Αιτήτρια η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς της και αν πράγματι είχε λόγους να πιστεύει ότι η χώρα της δεν είναι ασφαλής για την ίδια, είχε κάθε ευκαιρία να τους προβάλει. Σε κάθε περίπτωση παρατίθενται κατωτέρω οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, τόσο ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου για σκοπούς αξιολόγησης της αίτησης της.

 

Συνεπώς δια τους λόγους που επεξηγήθηκαν, το υπό Α αιτητικό της προσφυγής της, με το οποίο επιζητά την κήρυξη της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση να εντάξουν την Αιτήτρια στη ταχύρρυθμη διαδικασία, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια δια της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν δύναται να επιτύχει και αυτό απορρίπτεται.

 

Εξετάζοντας τώρα την ουσία της αίτησής της Αιτήτριας για διεθνή προστασία προχωρώ στην καταγραφή των ισχυρισμών της ως αυτοί προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο αλλά και ως τέθηκαν ενώπιόν μου κατά την ακροαματική διαδικασία. Τα όσα καταγράφηκαν από την ίδια στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής της, έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, δεν θα τα επαναλάβω.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εκείνη τη στιγμή ήταν 8 μηνών έγκυος και ότι ο σύντροφος της είναι επίσης αιτητής διεθνούς προστασίας, από το Πακιστάν. Ο σύντροφός της είναι μουσουλμάνος ενώ η ίδια ακολουθεί την θρησκεία hindu, ωστόσο μετά τη γέννηση του παιδιού της μπορεί να αλλάξει θρησκεία. Ως επίσης ανέφερε, η οικογένειά της δε γνωρίζει για τη σχέση της με μουσουλμάνο άντρα ούτε για το γεγονός ότι είναι έγκυος καθώς πιστεύει πως αυτή (η οικογένειά της) δε θα αποδεχθεί την σχέση της λόγω του ότι ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες, δήλωσε ωστόσο ότι δεν την ενδιαφέρει αν θα αποδεχθούν ή όχι την σχέση αυτή.  Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, ισχυρίστηκε ότι όταν ξεκίνησε την επιχείρηση της στο Νεπάλ έχασε όλα της τα χρήματα εξ ου και αποφάσισε να έρθει στην Δημοκρατία, επειδή οι μισθοί είναι υψηλοί και ήθελε να έχει ένα καλύτερο μέλλον. Ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει είναι η απόρριψη του παιδιού της από την ευρύτερη οικογένεια της, αλλά αν η μητέρα της αποδεχτεί αυτή την σχέση τότε θα επιστρέψει στην χώρα της. Ειδικότερα, θεωρεί ότι η οικογένεια θα διακόψει κάθε σχέση που έχει μαζί της, ενώ σε ερώτηση εάν θα μπορούσε να ζήσει σε άλλο μέρος του Νεπάλ με τον σύζυγο της, απάντησε θετικά. Ερωτηθείσα εάν φυλακίστηκε ή τέθηκε υπό κράτηση στη χώρα καταγωγής της απάντησε αρνητικά. 

 

Ακολούθως, οι Καθ’ ων η Αίτηση, σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε στην ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/ προφίλ, ο δεύτερος στο ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής για οικονομικούς λόγους, και ο τρίτος ως ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της από την οικογένεια της εξαιτίας της απόρριψης του παιδιού της με τον Μουσουλμάνο σύντροφο της. Οι Καθ’ ων η αίτηση, αποδέχθηκαν τους δύο πρώτους ισχυρισμούς και απέρριψαν τον τρίτο, καθότι έκριναν ότι οι ισχυρισμοί της αναφορικά με την πιθανή αντιμετώπιση της οικογένειας της δεν κρίθηκαν επαρκείς για να στηρίξουν τον οποιονδήποτε φόβο δίωξης, εφόσον η ανησυχία της περιορίζεται στο ότι η οικογένεια της θα διακόψει την σχέση μαζί της και οι συγγενείς θα συζητάνε για το θέμα αυτό. Δεν κρίθηκε απαραίτητη η ανάλυση του αιτήματος της μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, καθότι οι ισχυρισμοί της κρίθηκε ότι αποτελούν το μοναδικό κριτήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της. Κρίθηκε, εν τέλει, ότι δεν δικαιολογείτο η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

  

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιόν του Δικαστηρίου, η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθώς και πλάνης καθώς οι προσωπικές περιστάσεις της δεν έχουν εξεταστεί. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι στις 03.09.2023 έχει φέρει στον κόσμο το παιδί της, το οποίο η οικογένειά της δε θα το αποδεχθεί καθώς είναι τέκνο γεννημένο εκτός γάμου.

 

Εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια τόσο κατά την συνέντευξη της ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιόν μου, προχωρώ στην αξιολόγηση της αίτησης της για διεθνή προστασία στο σύνολο της. Ως προς την έκθεση – εισήγηση του αρμοδίου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αρχικά αναφέρω ότι συντάσσομαι με την αποδοχή των δύο πρώτων ουσιωδών ισχυρισμών, καθότι η Αιτήτρια υπήρξε συνεπής και παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με το προφίλ της, καθώς και τα οικονομικά κίνητρα που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της. Περαιτέρω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Παρατηρώ, εντούτοις, ότι ο λειτουργός συγχέει τα στάδια εξέτασης της αίτησης ασύλου, σχηματίζοντας κρίσιμους ισχυρισμούς ως «φόβο δίωξης». Ωστόσο, ο σχηματισμός κρίσιμων ισχυρισμών γίνεται με βάση τους ισχυρισμούς του αιτητή οι οποίοι σχετίζονται με ένα ή και περισσότερους λόγους δίωξης ως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο αυτής. Συνεπώς, φρονώ ότι ο τρίτος ισχυρισμός θα έπρεπε να είχε σχηματιστεί ως: «η απόρριψη του παιδιού της Αιτήτριας με τον Μουσουλμάνο σύντροφο της από την οικογένεια της».

 

Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό, λοιπόν, η Αιτήτρια ήταν σαφής και εξέθεσε με βιωματικό τρόπο τις θέσεις της ως προς το γεγονός ότι η οικογένεια της δεν θα αποδεχθεί το παιδί της (ερυθρό 16 – 4Χ, ερυθρό 14 – 2Χ, 3Χ δ.φ.). Δεδομένης και της συνεκτικής αναφοράς της ότι και η αδελφή της παντρεύτηκε ένα άτομο από διαφορετική κάστα με αποτέλεσμα η οικογένειά της να μην την αποδέχεται για δέκα (10) χρόνια και μόνο μετά την πάροδο των ετών αυτών άρχισαν να είναι λίγο πιο ευγενικοί με την 10χρονή κόρη της (της αδελφής της- βλ. ερυθρό 14 – 4Χ δ.φ.), καταλήγω ότι ο ισχυρισμός αυτός γίνεται αποδεκτός.

 

Παρ’ όλα αυτά, κατά την νομική ανάλυση της υπαγωγής της σε προσφυγικό καθεστώς, θεωρώ ότι δεν αποδεικνύεται ο οποιοσδήποτε φόβος δίωξης. Η Αιτήτρια δεν έχει εκφράσει οποιονδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης δυνάμενο να ενταχθεί εντός των προβλεπόμενων στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμων ενώ η κατ’ ισχυρισμόν πιθανότητα διακοπής των σχέσεων της με την οικογένεια της δεν είναι καθοριστικής σημασίας, εφόσον η ίδια δήλωσε ότι θα μπορούσε να ζήσει σε διαφορετικό μέρος του Νεπάλ με τον σύντροφο της (ερυθρό 14 – 6Χ δ.φ.). Περαιτέρω έχει ρητώς δηλώσει ότι: «I do not care if my family will accept the relationship  or not» (ερυθρό 16 – 5Χ δ.φ.), γεγονός που αποδεικνύει ότι η Αιτήτρια δεν στηρίζεται στην στήριξη της οικογένειας της με οποιονδήποτε τρόπο. Άλλωστε, ως και η ίδια ανέφερε, ο γάμος -και κατ’ επέκταση και η σχέση/δεσμός ως εν προκειμένω - μεταξύ ατόμων διαφορετικών θρησκειών δεν απαγορεύεται στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 16 – 5Χ δ.φ.). Ακόμη δε, ως προς την ανάλυση του ισχυρισμού από πηγές πληροφόρησης, εντοπίζω ότι στο Νεπάλ η ανεξιθρησκεία είναι εξασφαλισμένη στο σύνταγμα της χώρας[7] και δεν παρατηρούνται φαινόμενα ακραίων θρησκευτικών διακρίσεων[8]. Στο πλαίσιο λοιπόν της εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας σύμφωνα με το Άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου και λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις και τους ισχυρισμούς της καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε φόβος δίωξης της Αιτήτριας στην βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχουν προλεχθεί, είναι η κατάληξη μου ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα της, η Αιτήτρια, ερχόμενη στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομική μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[9].

 

Πρόσθετα των όσων έχουν ανωτέρω αναπτυχθεί, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 16.09.2021, εντούτοις υπέβαλε αίτηση για άσυλο στις 22.06.2023, ήτοι  ενάμιση και πλέον έτος μετέπειτα. Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την ίδια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[10]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προαναφερθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ως έχω ήδη προαναφέρει, ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται επί της ουσίας αυτής ορθή.

 

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Μεταξύ άλλων: ΣτΕ 1818/2015, ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003.

[4] Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[5] Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176.

[6] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[7] Freedom House, ‘Freedom in the World 2024 – Nepal’,  25 April 2024, https://freedomhouse.org/country/nepal/freedom-world/2024, ημερ. Πρόσβασης 30.04.2024

[8] USDOS – US Department of State, ‘2022 Report on International Religious Freedom: Nepal’, 15 May 2023, https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/nepal/, ημερ. πρόσβασης 30.04.2024

[9] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[10] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο