ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ476/24

28 Μαΐου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Τ.Ο.Μ.

Αιτητού

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Γ. Κορυζής (κ.), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 12.3.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία καθώς κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις, 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Περί τις 7.12.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 12.1.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Στις 27.1.2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του για διεθνή προστασία. Στις 17.2.2023, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 533/23 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε. Στις 12.3.2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία. Στις 12.3.2024, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, στο πλαίσιο της ακροαματική διαδικασίας προώθησε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του εξαιτίας του κινδύνου που διατρέχει από το οργανωμένο έγκλημα στη χώρα του.

 

3.             Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

 

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙  […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...] (β) [...] (γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής.

 

13.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

14.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C‑18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

15.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

16.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του  εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς.  

 

19.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

20.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο έντυπο υποβολής της αρχικής του αιτήσεως για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του καθώς για πολλά χρόνια δεν γνώριζε το επάγγελμα του πατέρα. Μέχρι που μια μέρα ένα άγνωστο για τον ίδιο πρόσωπο, ισχυριζόμενο ότι είναι φίλος του πατέρα του, τον προσέγγισε στο σπίτι του και άρχισε να του υποβάλλει ερωτήματα για τον πατέρα του προσπαθώντας να μάθει πού βρίσκεται ο τελευταίος. Στη συνέχεια τον έβαλε σε ένα αυτοκίνητο και τον πήγε σε ένα μέρος όπου άρχισε να τον κτυπάει προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς και απειλώντας τον ότι σε περίπτωση που δεν του αποκαλύψει τον τόπο που βρίσκεται ο πατέρας του θα τον σκότωνε. Με τη βοήθεια μιας θείας του κατόρθωσε να διαφύγει από τη χώρα. Στο πλαίσιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής επανέλαβε τον πυρήνα του αιτήματός του. Κρίθηκε ωστόσο μη αξιόπιστος ως προς την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του από άγνωστο πρόσωπο για λόγους που ανάγονται στον πατέρα του. Αφού εξετάστηκαν τα προσωπικά του στοιχεία και η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται στην περίπτωσή του οι προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο της απορριφθείσας προσφυγής του ο πυρήνας του αιτήματος του παρουσιάζεται εν μέρει ανασκευασμένος, καθώς γίνεται αναφορά στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας σε απαγωγή του από ένοπλες ομάδες του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του.  Τέλος, στη μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής επαναλαμβάνει εκ νέου τον κίνδυνο τον οποίο κατ’ ισχυρισμό διατρέχει από εγκληματίες, οι οποίοι ήδη τον απήγαγαν και τον κακοποίησαν. Οι Καθ’ ων η αίτηση  απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή του κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

 

21.          Στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής επαναλαμβάνει τα περί ύπαρξης προβλήματος από εγκληματική οργάνωση.

 

22.          Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι πράγματι οι ισχυρισμοί που προβάλει ο Αιτητής ήδη εξετάστηκαν και κρίθηκαν αναξιόπιστοι, τόσο σε διοικητικό, όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, αυτοί δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού είναι σαφείς και εν προκειμένω δεν πληρούνται. Σε κάθε περίπτωση ως προς την τρέχουσα κατάσταση στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι, πέραν των συμμοριών , δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνο στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ, ήτοι Ituri, Kasai, και Kivu.[1]

 

23.          Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα δεδομένα  αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), τη χρονική περίοδο 12.4.2023 – 12.4.2024 καταγράφηκαν στην πόλη Kinshasa 104 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 70 ανθρώπινες ζωές. Τα 104 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 26 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 48 διαμαρτυρίες (protests), 22 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 49 ανθρώπινες απώλειες, και 8 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 20 ανθρώπινες απώλειες.[2] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται σήμερα (2024) σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[3],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψεις 32 έως 43). Επικουρικώς, ούτε και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή παρουσιάζουν οποιαδήποτε παράμετρο επίτασης τυχόν κινδύνου.

 

24.          Υπό το φως των Ανωτέρω, δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής του.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως ανωτέρω, με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.                                                                                            

 Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th [Ημερομηνία Πρόσβασης: 22.4.2024]

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 12.4.2023 – 12.4.2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa – Democratic Republic of Congo – Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 22.4.2024]

[3] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο