ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ. Τ577/24

 

17 Μαΐου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J. I. E.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δόθηκε Αυθημερόν)

Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.03/04/24, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 27/10/21 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 12/11/21 (ερ.1-3, 51).

Στις 04/07/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.38-51). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση, στις 31/07/23, απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.77-91). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 04/09/23 στη μητρική του γλώσσα (ερ.92).

Στις 03/04/24 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.96-107). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε δια χειρός την ίδια μέρα (ερ.108).

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής αναφέρει ότι είναι ομοφυλόφιλος και αυτός είναι ο λόγος που βίωσε αποκλεισμό από την οικογένεια του και την κοινωνία και έτσι ήρθε στη Δημοκρατία, καθώς η ζωή του είναι σε κίνδυνο. 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε σε πόλη της πολιτείας Anambra, όπου έζησε μέχρι 8 ετών, και ακολούθως σε πόλη της πολιτείας Enugu, επιστρέφοντας στην γενέτειρα του το 2010, απ’ όπου έφυγε για τη Δημοκρατία, μετά από σύντομη διαμονή του στην Abuja. Έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση του και φοίτησε για λίγο σε πανεπιστήμιο αλλά σταμάτησε το 2009 τη φοίτηση του. Είναι άγαμος, άτεκνος, έχει 4 αδέλφια και τη μητέρα του, όλοι εκ των οποίων ζουν στην πολιτεία Enugu.

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής ο αιτητής ισχυρίστηκε είναι ομοφυλόφιλος και ενόσω είχε δεσμό με ένα αγόρι εντοπίστηκαν από άτομα μ’ αυτόν σε ημιτελή οικοδομή και προπηλακίστηκαν, χτυπήθηκαν και γδύθηκαν δια της βίας απ’ αυτούς. Ακολούθως ο αιτητής συνελήφθηκε από την αστυνομία και ελευθερώθηκε κατόπιν καταβολής εγγύησης από τους γονείς του. Έκτοτε η οικογένεια του τον αποκλήρωσε. Σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν. Σε ερώτηση ποιους φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν ο αιτητής ανέφερε την κοινότητα του. Επί του σεξουαλικού προσανατολισμού του αιτητή έγιναν ενδελεχείς ερωτήσεις στη βάση του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, όπου υποβλήθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με το πως το βίωσε ο αιτητής, τη συναισθηματική πτυχή του προσανατολισμού του, τη διαφορετικότητα του, το στίγμα και την κακομεταχείριση που υπέστη εξ αυτού.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, σχημάτισαν 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο 1ος αφορά τη ταυτότητα, προφίλ και χώρα προέλευσης του, ο 2ος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλο άτομο και τον κοινωνικό αποκλεισμό που υπέστη εξ αιτίας αυτού.

Ο 1ος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό καθότι κρίθηκε αξιόπιστος τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερική αξιοπιστίας, ο δε 2ος απορρίφθηκε.

Όσον αφορά τον 2ο ισχυρισμό αναφορικά με το σεξουαλικό προσανατολισμό του, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή στερούνταν συνοχής, καθώς εντοπίστηκαν ασάφειες και γενικολογίες και δεν δόθηκαν εύλογα αναμενόμενες επαρκείς λεπτομέρειες που θα έδιδαν την απαραίτητη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του. Παρά τα ως άνω ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της εσωτερικής συνοχής των δηλώσεων του αιτητή, προχώρησαν σε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα καταγωγής, εκ της οποίας κατέληξαν ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός και πράξεις δίωξης είναι συχνό φαινόμενο προς τα άτομα αυτά. Όμως, παρότι έγινε αποδεκτό τούτο, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ο εν λόγω  ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Εν συνεχεία, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού 1ου ισχυρισμού του αιτητή, έγινε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του, την πολιτεία Anambra, και οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας όπως αυτός να εκτεθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης του ο αιτητής καταγράφει πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς ο σεξουαλικός του προσανατολισμός (ομοφυλόφιλος) δεν είναι αποδεκτός.

Συνέπεια των ανωτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση, γιά τον λόγο ότι, ως καταγράφουν στην επίδικη έκθεση (ερ.104-105), κρίθηκε πως τα όσα ο αιτητής καταγράφει επί της δεν αποτελούν νέα στοιχεία και έτσι η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι ότι σε περίπτωση επιστροφής του «θα τον [σκοτώσει] η κυβέρνηση ή θα [τον] βάλουν φυλακή» επειδή είναι ομοφυλόφιλος.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσης, αφού το δόθηκε η ευκαιρία να επιθεωρήσει τον διοικητικό φάκελο και αρνήθηκε, ο αιτητής επανέλαβε ότι επιθυμεί να προσβάλει την επίδικη απόφαση επειδή φοβάται, καθώς είναι ομοφυλόφιλος και αυτό δεν αναγνωρίζεται στη Νιγηρία (σ.σ. προφανώς εννοεί δεν είναι αποδεκτό).

Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής  […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-651/19, JP, ημ.09/09/20, λέχθηκε (σκέψη 60) ότι «[…] δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση.

Τούτο γιατί, δεδομένου ότι ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης κατ’ ουσία επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό του περί ομοφυλοφιλίας και φόβου διώξεως για τον λόγο αυτό, ως τον είχε αναφέρει στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια της οποίας εξετάστηκε επί της ουσίας και ενδελεχώς, και επί της απόφασης στην οποία ουδεμία προσφυγή ασκήθηκε, και συνεπώς κατέστη απρόσβλητη, ουδέν άλλο δυνάται να λεχθεί επί τούτου. Πολύ απλά, η επανάληψη του ισχυρισμού που προβλήθηκε στην 1η αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της επίδικης αίτησης ως απαράδεκτης, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην οικεία νομοθεσία και νομολογία του ΔΕΕ, ως ανωτέρω εκτίθενται.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ο αιτητής στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκόμισε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €400 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο