ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: T603/2024

31 Μαΐου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.M.N.

2. N.K. (ανήλικος)

3. M.K. (ανήλικος)

από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

           Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητές: Κ.Κουπαρή (κα)

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1].

Οι Αιτητές εμφανίζονται προσωπικά μέσω της Αιτήτριας 1.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 08.04.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου του.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Οι Αιτητές είναι υπήκοοι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, η δε Αιτήτρια 1 είναι η μητέρα των Αιτητών 2 και 3, οι οποίοι είναι ανήλικοι. Στις 02.10.2019 η Αιτήτρια 1 εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μαζί με τα τέκνα της, με προσωρινή θεώρηση (visa) εργασίας, υποβάλλοντας αίτηση διεθνούς προστασίας στις 03.06.2019. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής η Αιτήτρια 1 προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής τους στις 23.06.2021 η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 05.10.2021. Εναντίον της απόφασης αυτής οι Αιτητές καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 7946/21, η οποία απορρίφθηκε στις 04.10.2023. Ακολούθως, οι Αιτητές προχώρησαν στις 08.04.2024 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε, αυθημερόν, Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτη. Αυθημερόν, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης, απόφαση την οποίαν οι Αιτητές αμφισβητούν με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή τους οι Αιτητές, δια της συνηγόρου τους επιζητούν απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής τους, οι Αιτητές προωθούν πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησαν, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο της παράθεσης των γεγονότων της υπόθεσης, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι Καθ’ ων θα έπρεπε να αξιολογήσουν ως νέα στοιχεία τουλάχιστον τα ιατρικά έγγραφα που φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης επί της προσφυγής και ακολούθως να διακρίνουν εάν αυξάνονται οι πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ως προς τα ιατρικά προβλήματα που   αντιμετωπίζει η Αιτήτρια και ένα εκ των τέκνων της (Αιτητής 3), σημειώνει ότι αυτά αυξάνουν τους δείκτες ευαλωτότητας που θα πρέπει να συνυπολογίζονται κατά τη αξιολόγηση του κατά πόσον πρέπει να δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. Παραπέμποντάς σε σχετικό οδηγό της EASO (2020) επισημαίνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας 1 και των τέκνων της στη ΛΔΚ δεν μπορεί να διασφαλιστεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψή της αναφορικά με το ιατρικό ζήτημα της σιδηροπενικής αναιμίας που αντιμετωπίζει, μέσω της λήψης ειδικής ιατροφαρμακευτικής αγωγής και ότι αυτό το δεδομένο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν συνδυαστικά με τις πληροφορίες που καταγράφουν οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση των μόνων γυναικών-μητέρων χωρίς ανδρική υποστήριξη. Στη βάση των ανωτέρω, είναι η θέση της Αιτήτριας 1 ότι θα έπρεπε να κληθεί σε νέα συνέντευξη.

 

Προς ενίσχυση των θέσεων τους, η συνήγορος των Αιτητών καταχώρισε σχετικό Υπόμνημα ενώπιόν του Δικαστηρίου, δια του οποίου ανέπτυξε περαιτέρω τις ως άνω θέσεις των Αιτητών.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια 1 κατέγραψε ότι ήρθε στην Κύπρο με τα παιδιά της (Αιτητές 2 και 3) προκειμένου να ζητήσει προστασία και ασφάλεια, επειδή στη χώρα καταγωγής της αντιμετώπιζε προβλήματα εξαιτίας πολιτικών προβλημάτων που είχε ο σύζυγός της. Προσέθεσε ότι απήχθη μαζί με τα παιδιά της και κατάφερε τελικά να δραπετεύσει και να καταφύγει στην Κύπρο. Υπό το σημείο 8 της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι έχει στην κατοχή της αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν ότι πάσχει από σιδηροπενική αναιμία, υψηλή αρτηριακή πίεση και γαστρεντερολογικά προβλήματα και επιθυμεί να λάβει θεραπεία τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά της. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της υπέβαλε μία ιατρική έκθεση, αιματολογικές εξετάσεις και έκθεση γαστροσκόπησης και παθολογοανατομική έκθεση.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 177-175 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια 1 δεν αποτελούν νέα στοιχεία, καθώς η ίδια είχε αναφερθεί στα πολιτικά προβλήματα του συζύγου της και κατά την προσωπική της συνέντευξη. Σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ο λειτουργός ασύλου κατέγραψε απλώς ότι το στοιχείο αυτό δεν αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας στην Αιτήτρια 1. Τέλος, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας 1 στην ΛΔ Κονγκό, θα διατρέξει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώθηκε με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Έχοντας εξετάσει τα ενώπιόν μου δεδομένα, ως αυτά ανακύπτουν μέσα από τον διοικητικό φάκελο, συντάσσομαι με το πρώτο σκέλος της αξιολόγησης της μεταγενέστερης αίτησής από τον λειτουργό ασύλου, ήτοι ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας 1, ο οποίος αφορά το λόγο για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και ο οποίος συνδέεται με το λόγο που την οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα της αρχικά (πολιτικά προβλήματα του συζύγου) έχει ήδη προβληθεί κατά την αρχική διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και δεν συνιστά νέο στοιχείο. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, είχαν προβληθεί κατά την αρχική αίτηση ασύλου της Αιτήτριας 1, εξετάστηκαν επί της ουσίας τους και τελικώς απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι. Η κρίση αυτή των Καθ’ ων η αίτηση εξετάστηκε και στα πλαίσια της προσφυγής την οποία καταχώρισαν οι Αιτητές εναντίον της διοικητικής αυτής απόφασης, με το ΔΔΔΠ να επισφραγίζει τη νομιμότητα της. Κωλύομαι συνεπώς να προβώ σε οποιανδήποτε νέα αξιολόγηση της κρίσης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη ότι ουδέν νέο στοιχείο έχει υποβληθεί από την Αιτήτρια 1, η δε κρίση καλύπτεται από το δεδικασμένο της απόφασης του ΔΔΔΠ στην προσφυγή αρ. 7946/21.

 

Παρά ταύτα, θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη συνήγορό των Αιτητών, ότι η  έρευνα που διενεργήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση δεν ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις καθότι δεν αξιολογήθηκαν στο σύνολό τους τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα παρείχαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα[7] ενώ περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, καθώς διαπιστώνω ότι δεν αιτιολογείται γιατί κρίθηκε ότι τα πιστοποιητικά που προσκόμισε η Αιτήτρια 1, δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.  

 

Καταρχάς παρατηρώ ότι τα στάδια δια μέσου των οποίων διήλθαν οι Καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση των προσκομισθέντων ιατρικών πιστοποιητικών, δεν συνάδουν με την ορθή διαδικασία, ως αυτή καθορίζεται στη νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι Καθ’ ων η αίτηση αποφασίζοντας ότι «τα στοιχεία που υπέβαλε η αλλοδαπή με την μεταγενέστερη αίτηση της δεν αποτελούν νέα στοιχεία»  προχωρούν στην ακόλουθη καταγραφή:

 

«(…) Η αλλοδαπή επίσης ισχυρίστηκε προβλήματα υγείας επισυνάπτοντας σχετικές ιατρικές αναλύσεις στοιχεία τα οποία δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας».

 

Ο λειτουργός ασύλου δεν αξιολογεί τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά και δεν καταγράφει ρητώς αν πρόκειται ή όχι για νέα στοιχεία, αλλά προχωρά σε αξιολογική κρίση περί του κατά πόσον αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας του αιτήματός της, διατυπώνοντας αρνητική κρίση. Ωστόσο, είναι σαφές από το λεκτικό του άρθρου 16Δ (3) του περί Προσφύγων Νόμου, ως ανωτέρω παρατέθηκε, ότι η έρευνα ως προς το κατά πόσο έχουν υποβληθεί νέα στοιχεία ή πορίσματα προηγείται της εξέτασης του κατά πόσο αυτά (τα νέα στοιχεία) αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας καθότι, και ως ζήτημα κοινής λογικής και λειτουργικότητας, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για εξέταση πιθανοτήτων στην απουσία νέων στοιχείων ή πορισμάτων. Περαιτέρω, δεν θα μπορούσε να εκφέρεται κρίση επί της αύξησης των πιθανοτήτων χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στον αιτητή προτού διαπιστωθεί, κατά λογική συνέπεια, ότι υφίστανται νέα στοιχεία τα οποία θα εξεταστούν στην βάση αυτή (βλ. συναφώς απόφαση V.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3215/21, 19.09.2022). Πέραν τούτου, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο λειτουργός ασύλου, ότι δηλαδή τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αυξάνουν τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αυτό διατυπώνεται χωρίς να υπάρχει σαφής αιτιολογική βάση και χωρίς να έχει προηγουμένως διεξαχθεί σχετική έρευνα στη χώρα καταγωγής των Αιτητών. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι οι Αιτητές προέρχονται από μία χώρα η οποία δεν εμπίπτει στις χώρες που έχουν καθοριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, δυνάμει του σχετικού διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι Καθ’ ων η αίτηση οφείλαν, ενασκώντας το καθήκον συνεργασίας τους με την Αιτήτρια 1, να προβούν σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές, ούτως ώστε να διαπιστώσουν κατά πόσο τα προβλήματα υγείας των Αιτητών, ως αυτά προκύπτουν μέσα από τα προσκομισθέντα ιατρικά πιστοποιητικά, συνιστούν σοβαρή ασθένεια λόγω της οποίας οι Αιτητές διατρέχουν άμεσο κίνδυνο για την υγεία τους και ότι στην χώρα τους δεν υπάρχει διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη.

 

Ωστόσο, παρά την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας την οποία εντοπίζω, το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο ουσίας έχει εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι όμως το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών των Αιτητών[8].

 

Μπορώ συνεπώς να εξετάσω τις προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητών, εξετάζοντας και αξιολογώντας τα προσκομισθέντα στοιχεία τα οποία είναι τα ακόλουθα:

 

1.  Ιατρική γνωμάτευση με ημερομηνία 18.12.2023 υπογραφείσα από τον Δρ. Καζάκο Στυλιανό, όπου καταγράφεται ότι η Αιτήτρια 1 πάσχει από σιδηροπενική αναιμία και αρτηριακή πίεση και τελεί σε φαρμακευτική αγωγή.

 

2.  Αιματολογικές εξετάσεις με ημερομηνία έκδοσης 11.12.2023 της Αιτήτριας 1.

 

3.  Έκθεση Γαστροσκόπησης και Παθολογοανατομική Έκθεση της Αιτήτριας 1 με ημερομηνίες έκδοσης 11.11.2022 και 17.11.2022 αντίστοιχα. Στην παθολογονατομική έκθεση καταγράφεται στις κλινικές πληροφορίες, σιδηροπενική αναιμία, ενώ πρόσθετα καταγράφεται ότι δεν τεκμηριώνεται ιστολογικά εντεροπάθεια από γλουτένη/κοιλιοκάκη καθώς και ότι φέρει αλλοιώσεις που παραπέμπουν σε χρόνια γαστρίτιδα.

 

Σημειώνεται ότι εντός του διοικητικού φακέλου, εντοπίζεται επιστολή της δικηγόρου των Αιτητών ημερ. 15.03.2024, επί της οποίας επισυνάπτονται (βλ. ερυθ. 151-147):

 

(α) ιατρική γνωμάτευση επίσης του Δρ. Καζάκου Στυλιανού ημερομηνίας 18.01.2024, στην οποία καταγράφεται επίσης (όπως και στην προγενέστερη γνωμάτευση που υποβλήθηκε με την μεταγενέστερη αίτηση) ότι η Αιτήτρια πάσχει από σιδηροπενική αναιμία και αρτηριακή πίεση, με την πρόσθετη σημείωση ότι η μη λήψη της δέουσας φαρμακευτικής αγωγής εκ μέρους της Αιτήτριας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία της και

 

(β) σημείωμα ημερ. 07.03.2024 τιτλοφορούμενο ως «παράκληση για γνωμάτευση» το οποίο φαίνεται να συντάχθηκε από την ιατρό κα Σαμαρά, αφορά τον ανήλικο υιό της Αιτήτριας 1 (Αιτητή αρ. 3) και απευθύνεται προς Παιδοκαρδιολόγο, όπου καταγράφεται: «Αιτία για γνωμάτευση: Αγόρι 9 χρονών στάληκε από την Σχολιατρική υπηρεσία για εκτίμηση αρρυθμίας, η οποία επιβεβαιώθηκε και δεν μοιάζει με αναπνευστική αρρυθμία. Παράκληση για παιδοκαρδιολογική εκτίμηση».

 

Τα ως άνω έγγραφα δεν έχουν επισυναφθεί στην υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή των Αιτητών, ωστόσο αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτά ήταν ενώπιόν των Καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σε σχέση με το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας 1, Αιτητή 3, η ευπαίδευτη συνήγορος των Αιτητών, καταγράφει στο Υπόμνημα που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ότι: «Εξετάστηκε από παιδοκαρδιολόγο, μετά από παραπομπή του σχολικού ιατρού στις 07/03/2024 με σκοπό την εξέταση του, στις 22/03/2024 και ορίσθηκε η νέα αξιολόγησή του μετά από έξι μήνες.» Ωστόσο ούδεν άλλο στοιχείο έχει τεθεί ενώπιόν μου, ούτε άλλη ενημέρωση ως προς το πιο ήταν το πόρισμα του παιδοκαρδιολόγου.

 

Παρατηρώ λοιπόν από τα πιο πάνω ότι η Αιτήτρια 1 έχει προσκομίσει νέα στοιχεία, ήτοι τα υπ’ αριθμόν 1 και 2 (ανωτέρω), ενώ εντοπίζονται και στο διοικητικό φάκελο η προαναφερθείσα ιατρική γνωμάτευση ημερ. 18.01.2024 (υπό α ανωτέρω) και το σημείωμα 7.03.2024 (υπό β ανωτέρω).

 

Αναφορικά λοιπόν με τα επισυναπτόμενα έγγραφα, οι Καθ' ων η αίτηση θα έπρεπε σε πρώτο στάδιο να αξιολογήσουν κατά πόσο αυτά συνιστούν νέα στοιχεία ή πορίσματα και μόνο αν απαντούσαν καταφατικά στο ερώτημα αυτό, θα έπρεπε στη συνέχεια να προχωρήσουν και σε εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, η οποία είναι δισκελής, ήτοι του κατά πόσο τα στοιχεία αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος και κατά πόσο η Αιτήτρια 1, χωρίς υπαιτιότητά της, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω τα νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Επισημαίνω ότι το πρόβλημα υγείας της Αιτήτριας 1 ως προς τη σιδηροπενική αναιμία φαίνεται να προϋπήρχε ως αυτό συνάγεται από το ερυθρό 155 του δ.φ. Παρ’ όλα αυτά η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε αυτό, παρά την ευκαιρία που είχε να πράξει τούτο στο πλαίσιο της προσφυγής της αρ. 7946/21. Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας η Αιτήτρια 1 εξηγεί τον λόγο που δεν αναφέρθηκε σε αυτό και συνεπώς δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η Αιτήτρια 1, άνευ δικής της υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προσφυγή της στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Τα υπόλοιπα έγγραφα, ως αυτά καταγράφηκαν ανωτέρω, φαίνεται να είναι νέα λόγω και της ημερομηνίας τα οποία αυτά φέρουν. Ωστόσο, το γεγονός ότι πρόκειται για νέα στοιχεία κατά την έννοια του νόμου, δεν αρκεί προκειμένου το αίτημά των Αιτητών να κριθεί με προκριματική απόφαση ως παραδεκτό και να διερευνηθεί ακολούθως επί της ουσίας του. Ως έχουν ανωτέρω παρατεθεί τα νομολογημένα κριτήρια, το Δικαστήριο θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει κατά πόσο τα νέα αυτά στοιχεία και ισχυρισμοί είναι ουσιώδη, δηλαδή κατά πόσο αυτά είναι κατ' αρχήν ικανά να θεμελιώσουν την ανάγκη διεθνούς προστασίας.

 

Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω σε έρευνα αναφορικά με τα ιατρικά ζητήματα που απασχολούν τους Αιτητές, προκείμενου να προβώ σε μία εκ πρώτης όψεως εκτίμηση περί του επίδικου, ήτοι αν τα ιατρικά έγγραφα και όσα αναφέρονται σε αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Η συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται ότι οι ιατρικές παθήσεις των Αιτητών αποτελούν δείκτη ευαλωτότητας και κατά τούτο πρέπει να συνυπολογιστούν προκειμένου να δοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας παραπέμποντας σε έκθεση της EASO του 2020 (EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021[9]), η οποία κατά την άποψη της συνηγόρου τους, δεν υπάρχει στη χώρα καταγωγής τους, σύστημα που να μπορεί να διασφαλίσει την ιατροφαρμαλευτική περίθαλψη της Αιτήτριας 1. Ωστόσο, εξετάζοντας το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, δε θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της κας Κουπαρή. Το τι εντοπίζεται στον εν λόγω Οδηγό, σε σχέση με το ιατρικό πρόβλημα της Αιτήτριας 1, είναι τα ακόλουθα:

 

(α) ως προς την σιδηροπενική αναιμία:

 

«Ο επιπολασμός της σιδηροπενικής αναιμίας είναι υψηλός. Συνολικά, περίπου το 60% των παιδιών κάτω των 5 ετών και το 40% των γυναικών ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών πάσχουν από αναιμία. Η σιδηροπενική αναιμία είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τις ομάδες αυτές, δεδομένης της συσχέτισής της με διαταραχή της ανάπτυξης του εγκεφάλου, αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και γέννησης με χαμηλό βάρος. Η έλλειψη κατανάλωσης σιδήρου από τα τρόφιμα είναι η κύρια αιτία της σιδηροπενικής αναιμίας στη ΛΔ Κονγκό. Η ΛΔ Κονγκό βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δεύτερη μεγαλύτερη επισιτιστική κρίση στον κόσμο, με πάνω από το 70% του πληθυσμού να βιώνει χρόνια επισιτιστική ανασφάλεια και κακή διατροφική ποικιλομορφία»[10].

«Το PNDS (Plan Nationale de Développement Sanitaire-Εθνικό Σχέδιο Υγειονομικής Ανάπτυξης) δεν σχολιάζει τις άλλες αιματολογικές διαταραχές που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση. Ωστόσο, δίνεται σημαντική έμφαση στην αντιμετώπιση του υποσιτισμού, ο οποίος, ως περιγράφεται, είναι η βασική αιτία της σιδηροπενικής αναιμίας στη ΛΔΚ. Μια εθνική στρατηγική για την ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας είναι πιθανό να έχει θετικό αντίκτυπο στη σιδηροπενική αναιμία[11]».

 

«Τα προγράμματα για την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας επικεντρώνονται κυρίως στη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφικής ποικιλομορφίας. Πολλά από αυτά τα προγράμματα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος υγείας. Τα μέλη της κοινότητας μπορεί να λάβουν συμβουλές για τον τρόπο ζωής τους ώστε να αυξήσουν τη σιδηροπενία από τις υπηρεσίες υγείας»[12].

 

(β) ως προς την υψηλή αρτηριακή πίεση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η υπέρταση είναι ένας βασικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα που αυξάνει τη νοσηρότητα και την θνησιμότητα. Σε εκστρατεία ελέγχου που πραγματοποιήθηκε το 2018 εκτιμήθηκε ο επιπολασμός της αρτηριακής υπέρτασης στο 26% του ενήλικου πληθυσμού στην Kinshasa. Σύμφωνα με το PNDS, είναι πιθανό ότι ο επιπολασμός να είναι συγκρίσιμος και με άλλες αστικές περιοχές[13]».

 

«[Τ]ο PNDS περιλαμβάνει τη διαχείριση της υπέρτασης ως έναν από τους βασικούς δείκτες για την παρακολούθηση της επιτυχίας της εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής. Επιπλέον, η διαχείριση της υπέρτασης περιλαμβάνεται στο ελάχιστο πακέτο δραστηριοτήτων για τα κέντρα υγείας και τα νοσοκομεία, ενώ ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου και η θεραπεία των καρδιαγγειακών νόσων περιλαμβάνονται στο πακέτο των δραστηριοτήτων για τα νοσοκομεία[14]».

 

Σε σχέση τώρα με το ιατρικό ζήτημα της του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας (Αιτητή 3), επισημαίνω ότι δεν γίνεται αναλυτική αναφορά σε αυτό κατά την μεταγενέστερη αίτηση. Η Αιτήτρια σημειώνει απλώς ότι επιθυμεί να λάβει ιατρική θεραπεία τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά της. Επίσης, τα ιατρικά έγγραφα που αφορούν τον Αιτητή 3 δεν έχουν υποβληθεί στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης, καθώς δεν απαριθμούνται στη λίστα των επισυναπτόμενων εγγράφων. Ωστόσο, ως έχω ήδη επισημάνει, τούτα ευρίσκονταν ενώπιόν των Καθ’ ων η αίτηση αφού τέθηκαν υπόψη τους δια της επιστολής της δικηγόρου τους ημερ. 15.03.2024 (βλ. ερυθρά 151-147). Τα εν λόγω έγγραφα αφορούν (α) μία γνωμάτευση στην οποία αναφέρεται ότι το ανήλικο τέκνο εκτιμάται ότι πάσχει από αρρυθμία η οποία «δεν μοιάζει με αναπνευστική αρρυθμία» και γίνεται παράκληση για παιδοκαρδιολογική εκτίμηση, καθώς και (β) ένα έγγραφο παραπομπής σε παιδοκαρδιολογικό έλεγχο, και τα δύο ημερομηνίας 07.03.2024.

 

Στο υπόμνημα που κατατέθηκε ενώπιόν μου, η κα Κουπαρή κάνει ειδική μνεία στο ζήτημα της αρρυθμίας του Αιτητή 3, και αναφέρει ότι το τέκνο εξετάστηκε στις 22.03.2024 και επίκειται νέα αξιολόγηση μετά την πάροδο 6 μηνών. Ουδέν άλλη πληροφόρηση παρέχεται επί τούτου. Φαίνεται συνεπώς ότι το πρόβλημα αυτό έχει τύχει και/ή τυγχάνει χειρισμού στη Δημοκρατία, ενώ δεν προβάλλεται κανένας ισχυρισμός περί άμεσου κινδύνου της ζωής του Αιτητή 3, λόγω του ιατρικού ζητήματος αλλά ούτε και θέση ότι η ΛΔΚ δεν είναι σε θέση να παράσχει σχετική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Δεν είναι έργο ασφαλώς του παρόντος Δικαστηρίου η αξιολόγηση της ιατρικής κατάστασης ενός αιτούντος, όταν μάλιστα δεν προωθείται, εμπεριστατωμένα και με επαρκή υποστηρικτικά στοιχεία, ότι πρόκειται για μία σοβαρή ασθένεια λόγω της οποίας ο αιτητής διατρέχει άμεσο κίνδυνο για την υγεία του και ότι στην χώρα του δεν υπάρχει διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη.

 

Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας σε συνάρτηση τόσο με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας όσο και στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, παραπέμπω στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση», της EASO, όπου στην σελ.120 αυτού, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(…) στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». [...] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου εντοπίζονται και οι ακόλουθες αναφορές:

 

«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας [...]»

 

Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής[15]. Εδώ ελλείπει παντελώς ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση του λόγου υγείας που αναφέρθηκε.

 

Εξάλλου, στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), επί της οποίας αναφέρθηκε, εμμέσως, η κα Κουπαρή, επισημαίνεται ότι ακόμα και επί ανεπαρκούς συστήματος υγείας, ως καταγράφεται και στο ως άνω παρατεθέν απόσμπασμα «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη». Δεν ετέθη ενώπιόν μου κάποιο στοιχείο ή μαρτυρία που να καταδεικνύει ή να δημιουργεί υπόβαθρο κρίσης ότι η περίπτωση του Αιτητή 3 ή της Αιτήτριας 1 και το πρόβλημα υγείας που αυτοί αντιμετωπίζουν συνιστά όλως εξαιρετική περίπτωση και ότι αυτό αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή τους. Ούτε υπεδείχθη ότι η αναγκαία θεραπεία δεν είναι διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής και η έλλειψη δυνατότητας (περαιτέρω) θεραπείας κατά την επιστροφή οδηγεί σε ταχεία και απειλητική για τη ζωή τους επιδείνωση της υγείας τους.

 

Η συνήγορος των Αιτητών, προωθεί διά του υπομνήματός της, ότι τα ιατρικά έγγραφα (τουλάχιστον τα δύο που φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της απόφασης του ΔΔΔΠ) θα έπρεπε να αξιολογηθούν ως νέα στοιχεία και ότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να κληθεί σε συνέντευξη προκειμένου να διερευνηθεί το ζήτημα των προβλημάτων υγείας της. Το σκεπτικό της εδράζεται στο γεγονός ότι τα προβλήματα υγείας αυξάνουν την ευαλωτότητα ενός ατόμου και άρα η αξιολόγηση του αιτήματός της θα πρέπει να γίνει υπό το φως των πληροφοριών περί της κατάστασης της υγείας της. Περαιτέρω, προωθεί ότι θα πρέπει να εξεταστεί το προφίλ της ως μόνης γυναίκας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και με εξαρτώμενα τέκνα.

 

Παρεμβάλλω στο σημείο τούτο, ότι απαραδέκτως οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της θα υποστούν διακριτική μεταχείριση αλλά και διωκτικές πράξεις λόγω της γυναικείας φύσης της Αιτήτριας 1 σε συνδυασμό με το ότι δεν διαθέτει αποτελεσματικό υποστηρικτικό δίκτυο, ισχυριζόμενοι έτι περαιτέρω ότι οι διακρίσεις που υφίστανται οι μονογονεϊκές οικογένειες με θήλυ αρχηγό αποτελεί κλασικό παράδειγμα ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Το παρόν Δικαστήριο κωλύεται λόγω δεδικασμένου να εξετάσει εκ νέου τους ισχυρισμούς αυτούς, καθώς παρά το γεγονός ότι το προφίλ της Αιτήτριας ως μόνης γυναίκας με εξαρτώμενα μέλη παρόλο που δεν αναλύθηκε κατά την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, διερευνήθηκε σε βάθος κατά την εξέταση της προσφυγής αρ.7946/21. Εκεί, αφού έγινε παραπομπή σε πληθώρα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, ο αδερφός μου Δικαστής Δ. Κατσαρίδης, κατέληξε ως ακολούθως (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «(…) παρότι η Αιτήτρια είναι ανύπαντρη γυναίκα και μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, εντούτοις, κατάγεται από την Kinshasa, ήτοι από αστική περιοχή, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διαθέτει εργασιακή εμπειρία και επιπλέον, διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της αποτελούμενο από τους γονείς της. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η Αιτήτρια 1 δεν αναφέρθηκε σε κάποιο περιστατικό διακριτικής μεταχείρισης στη βάση του φύλου της, καταλήγω ότι δεν συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να την εκθέσουν σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω της ιδιότητάς της ως ανύπαντρης μητέρας δύο τέκνων, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της» (βλ. ερυθρά 128-123 δ.φ.).

 

Το ζήτημα λοιπόν αυτό έχει ήδη εξεταστεί και καλύπτεται από το δεδικασμένο της δικαστικής αυτής απόφασης, με αποτέλεσμα το παρόν Δικαστήριο να δεσμεύεται από τα λεχθέντα αυτά και να μην δύναται να αποφασίσει διαφορετικά στο πλαίσιο της υπό εξέταση προσφυγής. Έχει ήδη κριθεί ότι η Αιτήτρια 1 διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, αποτελούμενο από τους γονείς της.

 

Σε σχέση με τα ιατρικά προβλήματα της Αιτήτριας 1 και του Αιτητή 3 και όσο αυτά μπορούν να αξιολογηθούν δεδομένων των στοιχειών που υπάρχουν ενώπιόν μου, δεν θεωρώ ότι μπορεί να τεκμηριωθεί αύξηση των πιθανοτήτων επιτυχίας της αίτησης διεθνούς προστασίας των Αιτητών. Παρά τα προβλήματα υγείας των Αιτητών, δεν έχει καταδειχθεί ότι αυτά είναι τέτοιας σοβαρότητας ώστε σε συνδυασμό με το προφίλ της Αιτήτριας 1, ως γυναίκας μόνη, η οποία ωστόσο έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, να αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής τους.  

 

Δεν έχουν οι Αιτητές παρουσιάσει με την μεταγενέστερη αίτησης τους τέτοια στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις, για εξέταση της αίτησης τους επί της ουσίας.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η κρίση των Καθ’ ων η αίτηση παρότι πάσχουσα από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, είναι τελικά ορθή και η νομιμότητα της απόφασης απαραδέκτου διασώζεται.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της. Ωστόσο, ενόψει της  κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7] Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.

[8] Βλπ. M.Dv. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 1317/20, 20.09.2021 

[9] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf

[10] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf, σελ. 53-54

[11] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf, σελ. 54

[12] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf, σελ. 56

[13] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf, σελ. 38

[14] EASO Democratic Republic of Congo (DRC) Medical Country of Origin Information Report, Αύγουστος 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf, σελ. 38

[15] βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M'Bodj, EU:C:2014:2452, ημ.18/12/14


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο