ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 1105/2023 

 

14 Ιουνίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

Μ. C. O.

Αιτητής 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

                                                                                                                                                                                                                   Τζ Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης, για τον Αιτητή 

Μ. Τρεμούρη (κα) για Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A.A.AΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/03/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος διαβατηρίου εκδοθέν από την χώρα καταγωγής του με ημερομηνία έκδοσης την 25/08/2021 και ημερομηνία λήξης την 24/08/2026.

 

Στις 16/01/2022 ο Αιτητής, σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στην συνέχεια, στις 18/02/2022 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 30/03/2022 συμπλήρωσε αίτηση ασύλου, την οποία αφού υπέβαλε παρέλαβε στις 05/04/2022 βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 19/01/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 06/02/2023 αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 07/02/2023 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την εισηγητική έκθεση αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/03/2023, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 16/03/2023, θέτοντας την υπογραφή του.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως ο Αιτητής προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματός του για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου του προωθούνται εν τέλει ορισμένοι μόνο από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος για τον Αιτητή ισχυρίζεται, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ότι (α) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου, (β) στερείται δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό, (γ) ο διερμηνέας που επιλέγηκε δεν ήταν ικανός ώστε να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του Αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη κατά παράβαση του άρθρου 13Α (9) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, (δ) εντοπίζεται έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, (ε) ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εσφαλμένα έκρινε τον Αιτητή ως αναξιόπιστο και/ή αγνόησε τα γεγονότα που εξιστόρησε σε σχέση με το κίνδυνο που διατρέχει στη χώρα καταγωγής του, (στ) παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, και  (ζ) οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έχουν τηρηθεί.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ως περαιτέρω υποστηρίζουν, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 19(1) του Νόμου καθώς δεν προέκυψαν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή.     

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Αιτητή απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς του προωθώντας μόνο την θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα.

 

Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής για λόγους ασφάλειας και προστασίας, διευκρινίζοντας ότι δεν νιώθει ασφαλής μετά την απόπειρα φόνου εναντίον του, για λόγο που ούτε ο ίδιος γνωρίζει.  

 

Στα πλαίσια της συνέντευξής του από αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kano.Τα έτη 2016-2017 μετακόμισε στην Πολιτεία Delta, και ακολούθησε η μετακίνηση του στην πόλη Akwa της Πολιτείας Ibom για σπουδές. Τέλος, μετακόμισε στην κοινότητα Ikotun της Πολιτείας Lagos, τόπο τελευταίας διαμονής του. Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση δηλώνει άγαμος και άτεκνος, οι γονείς του και τα 6 αδέρφια του ζουν στη Νιγηρία. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δηλώνει απόφοιτος πανεπιστημίου, αποφοίτησε το 2014 ολοκληρώνοντας σπουδές στη Φυσιολογία ενώ από το 2014-2020 εργαζόταν ως γυμναστής.   

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του ανέφερε ότι αναγκάστηκε να φύγει λόγω απόπειρας δολοφονίας εναντίον του. Ως υποστηρίζει, το 2020 κάποιος πήγε σπίτι του και τον μαχαίρωσε και θεωρώντας τον νεκρό τον πέταξε από το μπαλκόνι.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το λόγο της επίθεσης, αλλά είδε το πρόσωπο του δράστη. Ερωτηθείς εάν έχει συμβεί κάτι από το 2020 που δέχθηκε την επίθεση μέχρι και τις 16/01/2022 που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεχόταν απειλές μέσω τηλεφώνου από άγνωστους αριθμούς, που αναφέρονταν σε θυσίες.

 

Σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα συνεχίσει να ζει με το φόβο και ίσως μια μέρα κάποιος να του επιτεθεί ξανά και να μην είναι τόσο τυχερός, προσθέτοντας ότι η κατάσταση γενικά στη Νιγηρία δεν είναι καλή.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση απομόνωσε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς από τις δηλώσεις του Αιτητή. Πρώτον, ως προς τη χώρα καταγωγής και περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή, και δεύτερο ως προς την επίθεση που δέχθηκε το 2020. 

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε ότι πληρούνταν η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων τoυ Αιτητή. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως αναξιόπιστος. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός εξετάζοντας τις δηλώσεις του Αιτητή, έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί φόβου δίωξης είναι ανεδαφικός και επιπόλαιος, ενώ δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες αναφορικά με τους ισχυρισμούς του και τούτο γιατί κληθείς να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την επίθεση που δέχθηκε, ανέφερε ότι γνωρίζει μόνο το πρόσωπο του δράστη χωρίς να γνωρίζει το λόγο της επίθεσης. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι έλαβε 2 μηνύματα από άγνωστους αριθμούς περί θυσίας, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη, αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μόνου αποδεδειγμένου ισχυρισμού και λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή και της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας στη Νιγηρία, και ειδικότερα στην πολιτεία Lagos, τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19(1) και (2) του ίδιου Νόμου, το δε αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, κατόπιν εξέτασης των ενώπιον του δεδομένων απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, υποβάλλοντας στον Αιτητή ανοικτού και κλειστού τύπου ερωτήσεις. Συγκεκριμένα ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά την συνέντευξη του επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης κάθε ενός χωριστά.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κρίνω ορθή την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση και ως εκ τούτου απορρίπτω τον προωθούμενο από τον συνήγορό του ισχυρισμό του Αιτητή περί μη δέουσας έρευνας. Αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής του διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

 

Ως προς την αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ο ισχυριζόμενος φόβος πηγάζει από αόριστες απειλές, και κατ’ ισχυρισμό επίθεση, στοιχεία ωστόσο τα οποία δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει, να περιγράψει, και να προβάλει ως βιωματική εμπειρία την όποια έζησε. Παρατηρώ ότι η αφήγηση του Αιτητή περιφέρεται γύρω από την ανασφάλεια που νιώθει λόγω της γενικότερης κατάστασης στη χώρα του, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει συγκεκριμένο φόβο, απειλή, ή κίνδυνο προς το πρόσωπο του. Σημειώνεται, ότι ερωτηθείς σε ποιες ενέργειες προέβη μετά την ισχυριζόμενη επίθεση που δέχθηκε, ο Αιτητής απάντησε ότι προσπαθούσε να επιβιώσει, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αναζήτηση προστασίας από τις αρχές της χώρας του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αποτελούν υποκειμενικής φύσης περιστατικά, εκ των οποίων δεν απορρέει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας.

 

Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Με βάση τα ανωτέρω και ελλείψει παρελθούσας εις βάρος του Αιτητή πράξης δίωξης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στη πολιτεία Lagos, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματική, υφιστάμενη και τρέχουσα απειλή από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου ο φόβος του κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Αποτελεί κρίση μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 έτσι ώστε να εκχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αφού δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του Αιτητή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη πολιτεία Lagos της Νιγηρίας.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Lagos, ήτοι τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 27/05/2023 – 24/05/2024 καταγράφηκαν στην Πολιτεία Lagos, όπου βρίσκεται η ομώνυμη πόλη, 172 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 56 ανθρώπινες ζωές. Τα 172 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 31 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 8 ανθρώπινες απώλειες, 82 διαμαρτυρίες (protests), 34 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 21 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 25 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 27 ανθρώπινες απώλειες.[1] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της Πολιτείας Lagos για το έτος 2024 (16,536,000 κάτοικοι)[2], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023 αλλά και πρόσφατα με την ΚΔΠ191/24 καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Lagos) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/05/2024]

 

[2] Macrotrends, https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/22007/lagos/population#:~:text=The%20current%20metro%20area%20population,a%203.54%25%20increase%20from%202021. [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/05/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο