ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                                      Υπόθεση Αρ. ΔΚ 12/2024

 

19 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.Y.A.,

από Σομαλία

                               Αιτητής

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

και Μετανάστευσης

                                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Π. Πιερίδης  

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 18/04/24, για την έκδοση του διατάγματος κράτησης (Παράρτημα Β) εναντίον του Αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.   Διαζευκτικά προς το Α: Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομη η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 18/04/24 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή, και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

 

Γ.    Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή.

 

Δ.  Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

       Ε.   Έξοδα»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 1» ή «ο διοικητικός φάκελος 1»). Επισημαίνεται, ότι ενόψει των ισχυρισμών που προωθήθηκαν από τους διαδίκους, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο όπως έχει ενώπιόν του και τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 2» ή «ο διοικητικός φάκελος 2»).

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Σομαλίας, από την οποίαν αναχώρησε στις 30.05.2021 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, δια μέσου των οποίων διήλθε, στις 21.06.2021, στις ελεγχόμενες περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 16.07.2021. Στις 06.12.2023 και 07.12.2023, η Υπηρεσία Ασύλου προσπάθησε να τον καλέσει τηλεφωνικώς σε συνέντευξη, αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. Στις 07.12.2023, στάλθηκε επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνσή του προς ενημέρωσή του για προγραμματισμένη συνέντευξη στις 22.01.2024. Ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε κατά την εν λόγω ημερομηνία και θεωρήθηκε ότι είχε σιωπηρώς αποσύρει την αίτησή του, με αποτέλεσμα το κλείσιμο του φακέλου με απόφαση ημερ. 23.01.2024. Σχετική επιστολή με ενημέρωση προς τον Αιτητή περί της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του, φαίνεται να ταχυδρομήθηκε στις 15.02.2024 αλλά επιστράφηκε πίσω στην Υπηρεσία Ασύλου ως αζήτητη. Επισημαίνεται ότι, υπάρχει διαφωνία των διαδίκων, ως προς το κατά πόσο ο Αιτητής έλαβε γνώση της απόφασης αυτής, ζήτημα το οποίο εξετάζεται στην συνέχεια.

 

Στις 27.03.2024, ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή και τέθηκε υπό κράτηση στις 28.03.2024, με διάταγμα απέλασης, δυνάμει του Κεφ. 105. Ακολούθως ο Αιτητής υπέβαλε στις 31.03.2024, αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, η οποία έγινε αποδεκτή στις 09.04.2024. Ως αποτέλεσμα, εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης (το επίδικο) δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου στις 18.04.2024 ενώ η απόφαση απέλασης αναστάλθηκε.

 

Επισημαίνεται, ότι η αίτηση επανανοίγματος του Αιτητή εξετάστηκε επί της ουσίας της και απορρίφθηκε με απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 28.05.2024, με την προθεσμία για την καταχώριση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής να μην έχει ακόμη λήξει.  

 

Ο χρόνος εκδίκασης της προσφυγής

 

Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 ως έχει τροποποιηθεί, Ν.6(Ι)/2000 (στο εξής αναφερόμενος ως ο «περί Προσφύγων Νόμος») προβλέπει, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(…)

 

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

 

(…)

 

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.

 

(β)(i) Η πρωτοβάθμια εκδίκαση προσφυγής, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α), ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό και η δικαστική απόφαση εκδίδεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων από την καταχώριση της προσφυγής. Προς επίτευξη της πιο πάνω προθεσμίας και ανεξαρτήτως οποιουδήποτε Διαδικαστικού Κανονισμού, το εκδικάζον δικαστήριο δύναται να δίνει ανάλογες οδηγίες για ταχεία ανταλλαγή των δικογράφων και των συνακόλουθων αγορεύσεων, ή/και δύναται να ακούει προφορικά τους διαδίκους αντί γραπτών αγορεύσεων.

 

(…)».

 

Λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια και την απαίτηση όπως η περάτωση της δικαστικής διαδικασίας διεξάγεται με ταχύτατους ρυθμούς, προς επίτευξη της προβλεπόμενης αυτής προθεσμίας, δόθηκαν στις 09.05.2024 οδηγίες στους ευπαίδευτους δικηγόρους των διαδίκων για ταχεία ανταλλαγή των σχετικών δικογράφων και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση 22.05.2024. Ωστόσο η προθεσμία που τέθηκε στον συνήγορο του Αιτητή για την καταχώριση της γραπτής του αγόρευσης δεν τηρήθηκε με αποτέλεσμα δύο ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ακρόαση, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση να υποβάλει αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης της δικής της αγόρευσης. Του αιτήματος επιλήφθηκε το Δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 22ης Μαΐου 2024, το οποίο και ενέκρινε, τάσσοντας προθεσμίες για καταχώριση τόσο της γραπτής αγόρευσης των Καθ’ ων η αίτηση όσο και της απαντητικής αγόρευσης και ορίζοντας εν τέλει την υπόθεση για Ακρόαση στις 31.05.2024, οπόταν και επιφυλάχθηκε απόφαση.Ωστόσο κατά την μελέτη της υπόθεσης προς τον σκοπό έκδοσης της απόφασης, το Δικαστήριο έκρινε στις 06.06.2024 επιβεβλημένο το επανάνοιγμα της υπόθεσης προκειμένου να ζητηθούν έγγραφα και/ή στοιχεία απαραίτητα για την τελική του κρίση – για το θέμα αυτό γίνεται ειδική αναφορά κατά την ουσία της υπόθεσης-. Η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε στις 10.06 και 12.06.2024 οπόταν και επιφυλάχθηκε τελικώς η απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Έχοντας εκθέσει τα ως άνω γεγονότα, κρίνω σκόπιμη την επισήμανση ότι παρά την εθνική δικονομική διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(6)(β)(i), ως αυτή παρατέθηκε ανωτέρω, εντούτοις η προθεσμία που τίθεται με αυτή, ως εναρμονιστική διάταξη, θα πρέπει να ερμηνεύεται και υπό το φως της αντίστοιχης ενωσιακής διάταξης, ήτοι του άρθρου 9(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 και των αρχών που επίσης απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας[1].

 

Συνεπώς, η ερμηνεία των εθνικών δικονομικών κανόνων υπό το φως του συναφούς ενωσιακού δικαίου επιβάλλει τη διασφάλιση της αρχής της αποτελεσματικότητας, η οποία υπαγορεύει όπως οι τεθείσες προθεσμίες στο πλαίσιο της εξέτασης αιτήσεων ασύλου δεν αναιρούν το δικαίωμα του αιτητή σε πραγματική προσφυγή[2]

 

Ως έχει λεχθεί και στην απόφαση JP, C‑651/19 (ανωτέρω), όσον αφορά στην τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο εθνικής ρύθμισης όπως η επίμαχη, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν μία εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διάταξης στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της διεξαγωγής και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνεται υπόψη, κατά περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

Σημειώνεται τέλος ότι η εν λόγω απαίτηση για ταχεία εκδίκαση προσφυγών κατά διατάγματος κράτησης τέθηκε με σκοπό την προστασία του ιδίου του αιτητή ασύλου προκειμένου να μην παρατείνεται η διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της κράτησης του πέραν του αναγκαίου ορίου καθώς αυτός στερείται της ελευθερίας του.

 

Εν προκειμένω, υπό το φως των πιο πάνω αρχών, κρίθηκε αναγκαία η παρέκταση της εν λόγω προθεσμίας εκδίκασης η οποία έγινε κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των συνηγόρων εκατέρωθεν των πλευρών και ιδίως του συνηγόρου του Αιτητή, λόγω ακριβώς της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του ιδίου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του

ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι ουδέποτε ενημερώθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου να προσέλθει σε συνέντευξη αλλά ούτε και ενημερώθηκε για το κλείσιμο του φακέλου του και για έκδοση απόφασης επιστροφής. Ο ίδιος καλόπιστα πίστευε ότι συνέχιζε να διαμένει νόμιμα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας αναμένοντας το αποτέλεσμα εξέτασης της αίτησης ασύλου που καταχώρισε και ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να καταχωρίσει αίτηση επανανοίγματος του φακέλου του όταν πλέον αντιλήφθηκε ότι ο φάκελος του είχε κλείσει. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα της ελευθερίας του όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 11 του Συντάγματος καθότι δεν υπάρχει σε ισχύ διάταγμα απέλασης του. Υποστηρίζει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησής του εκδόθηκε παράνομα, πεπλανημένα, χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης της υπόθεσης του ενώ είναι η θέση του ότι δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική ευχέρεια των Καθ’ ων η αίτηση, το επιβληθέν μέτρο της κράτησης δεν ήταν αναγκαίο και αναλογικό υπό τις περιστάσεις ενώ δεν  εξετάστηκαν άλλα λιγότερο επαχθή και/ή εναλλακτικά περιοριστικά μέτρα αντί αυτού της κράτησης. Λέγει περαιτέρω ότι δεν αξιολογήθηκε το γεγονός ότι ο Αιτητής είναι νυμφευμένος με ομοεθνή του η οποία κατέχει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και η οποία εγκυμονεί το παιδί του. Τέλος είναι  η θέση του ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης έναντι άλλων αιτητών ασύλου που διαμένουν στο κέντρο φιλοξενίας Πουρνάρα και διακινούνται ελεύθερα, η κράτηση του ιδίου αντί της μεταφοράς του στο κέντρο φιλοξενίας παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης. 

 

Οι Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι από το ίδιο το κείμενο του διατάγματος κράτησης προκύπτει με σαφήνεια η αιτιολογία και οι πραγματικοί λόγοι που διατηρήθηκε η κράτηση του Αιτητή στη βάση των εδαφίων (β) και (δ) του Άρθρου 9 ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, υποστηρίζοντας ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερη αναφορά στην επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση παρατίθεται εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση των νομοθετημένων προνοιών, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9Στ(2)(δ), ήτοι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν αιτιολογήσει πως τεκμηριώθηκε ότι η αίτησή του Αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση και παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του. Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της εκδοθείσας απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι πληρούνται οι νομοθετημένες προϋποθέσεις καθώς και ότι το εν λόγω διάταγμα έχει εκδοθεί νόμιμα.

 

Χρήζουν λοιπόν εξέτασης, οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο Υ.Α.Μ. υπήκοος ΣΟΜΑΛΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι

 

Ο Υ.Α.Μ. κρατείται

 

(α) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή

 

(β) στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο Υ.Α.Μ. αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο μέσω των κατεχομένων σε άγνωστο χρόνο και το 2021 υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ λόγω σιωπηρής απόσυρσης και η απορριπτική απόφαση του στάλθηκε στις 08/02/2024 και ο αλλοδαπός συνέχισε να παραμένει παράτυπα στη Δημοκρατία από τις 08/03/2024 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης από τη Δημοκρατία, και ως εκ τούτου συνελήφθηκε, αφού εντοπίστηκε από την ΥΑΜ στις 27/03/2024, και μέχρι τότε δεν είχε υποβάλει προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της ΥΠΑΣ ούτε και μεταγενέστερη αίτηση παρά μόνο αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλαση του, και καθώς ο δικηγόρος του ενημερώνει ότι συζούσε με τη σύζυγό του (θρησκευτικός γάμος) ενώ η ΥΑΜ ότι δήλωσε ότι δεν είχε μόνιμη διεύθυνση παραμονής, γεγονός από το οποίο μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές για αλλαγή της διεύθυνσής του, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του και ότι αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Υ.Α.Μ. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2)(Β)(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.  ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1. Απορριπτική απόφαση της ΥΠΑΣ η οποία του επιδόθηκε στις 08/02/2024 2. Διάταγμα Επιστροφής (Διάταγμα απέλασης) το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28/03/2024. 

 

2.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής.

 

3.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

 

4.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 28/03/2024.

 

5.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία, υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο Υ.Α.Μ. παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

 

(...)».

 

Παρατηρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει δύο νομικές βάσεις επί των οποίων προκύπτει στην ουσία διττή αιτιολογία για την έκδοσή του, ήτοι το εδάφιο (β) και το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2).

 

Ας δούμε πρωτίστως το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2).

 

Επί του σημείου τούτου, ο ευπαίδευτος συνήγορός του Αιτητή ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση  του εδαφίου (β) δεν ικανοποιείται καθώς δεν ξεκαθαρίζεται ποια είναι τα στοιχεία αυτά που είναι αδύνατον να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτησή του Αιτητή. Είναι κατά τούτο η θέση του ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή βασίζεται σε πάσχουσα αιτιολογία ισχυριζόμενος ότι σύμφωνα με τη νομολογία, όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα και/ή συμπαρασύρεται σε ακύρωση ολόκληρη η απόφαση ακόμα και αν υπάρχει άλλη αιτιολογική βάση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δεν τοποθετείται συγκεκριμένα επί της αιτιολογικής αυτής βάσης του εκδοθέντος διατάγματος, ήτοι του εδαφίου (β), παρά το γεγονός ότι στη σελ. 13 της γραπτής της αγόρευσης, αναφέρεται στο σημείο αυτό παραπέμποντας ωστόσο σε νομολογία η οποία αναφέρεται στα εναλλακτικά μέτρα κράτησης.

 

Έχοντας εξετάσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του Αιτητή υπό το φως των όσων προκύπτουν και από τον διοικητικό φάκελο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (δ.φ. 1) φρονώ πως αυτός δικαίως παραπονείται για την έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ποια ήταν εκείνα τα στοιχεία επί των οποίων βασίζεται η αίτηση ασύλου του και τα οποία θα έπρεπε να προσδιοριστούν, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη χωρίς την κράτησή του, ιδίως όταν υπάρχει ο κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

 

Δεν προκύπτει από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε και του Σημειώματος ημερ. 16.04.2024 (βλ. ερυθρά 122-120 του δ.φ.1)της Λειτουργού Μετανάστευσης Σ.Χ.[3] (στο εξής αναφερόμενο ως «Το Σημείωμα της Σ.Χ.») επί του οποίου αυτή ερείδεται, ποια είναι αυτά τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να προσδιοριστούν. Ούτε βεβαίως και εντοπίζεται κάτι άλλο σχετικό στον διοικητικό φάκελο δυνάμενο ενδεχομένως να αναπληρώσει και/ή συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή.

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή ασύλου για τον συγκεκριμένο αυτό λόγο είναι σχετικές και προς τούτο παραπέμπω στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».

 

Στην απουσία λοιπόν στοιχείων δυνάμενων να φωτίσουν τους λόγους που οι Καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν το προσβαλλόμενο διάταγμα επί τη βάση του εδαφίου (β) το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει και να εξάγει ασφαλή επί τούτου συμπεράσματα. Φρονώ συνεπώς, σε συμφωνία και με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία.

 

Ωστόσο θα διαφωνήσω με τον Αιτητή ότι η πάσχουσα αυτή αιτιολογία συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την έτερη αιτιολογία που δόθηκε και/ή ότι κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα . Ως προς αυτό, το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 διαλαμβάνει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης».

 

Μελετώντας το επίδικο διάταγμα αλλά και το σχετικό με αυτή Σημείωμα της Σ.Χ., φρονώ πως εύκολα διαφαίνεται πως κύρια αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) καθιστώντας κατά τούτο την αιτιολογία του εδαφίου (β) ως επικουρική.

 

Επιβάλλεται συνεπώς η εξέταση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.

 

Το εν λόγω εδάφιο καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας  επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εντός των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.

 

Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παράγραφο (δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση.  Η παράγραφος (δ) εντάσσεται στο πλαίσιο του εδαφίου (2) το οποίο διαλαμβάνει ότι:

 

«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». 

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (3) προνοεί ότι:

 

«Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». 

 

Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί. 

 

Σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

 

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Εν προκειμένω, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 28.03.2024, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, ενώ δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασης του. Ο Αιτητής έλαβε γνώση του εν λόγω διατάγματος το οποίο επιδόθηκε προσωπικά στον ίδιο, γεγονός που δεν αμφισβητείται, εναντίον του οποίου καταχώρισε μάλιστα και την προσφυγή αρ. 621/2024(IJ)(K), η οποία ευρίσκεται υπό εκδίκαση ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Συνεπώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της περίπτωσης του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησής του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του δυνάμει του Κεφαλαίου 105. Το δεδομένο αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Ως προς τη δεύτερη παράμετρο για την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εξέταση της προϋπόθεσης αυτής επιβάλλει την μελέτη του ιστορικού που περιβάλλει την υπόθεση του Αιτητή, αφού ασφαλώς η κάθε του ενέργεια και το μεταναστευτικό του προφίλ του κρίνονται σχετικά και αξιολογούνται προκειμένου να κριθεί ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις κατά την καταχώριση της αίτησης ασύλου.

 

Είναι η θέση του Αιτητή ότι ουδέποτε ενημερώθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου να προσέλθει σε συνέντευξη αλλά ούτε και μεταγενέστερα για το κλείσιμο του φακέλου του και για έκδοση απόφασης επιστροφής.

 

Επισημαίνεται εκ προοιμίου η δυσκολία του παρόντος Δικαστηρίου να εξετάσει το ως άνω ζήτημα το οποίο αναπόφευκτα θα αποτελέσει και αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο εξέτασης της προσφυγής αρ. 621/2024(IJ)(K) ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου, αντικείμενο της οποίας είναι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφ. 105 και το οποίο βεβαίως περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας μέχρι την τυχόν ακύρωση του. Με τεκμήριο νομιμότητας περιβάλλεται και η απόφαση το κλείσιμο του φακέλου του, εναντίον της οποίας ο Αιτητής δεν έχει καταχωρίσει προσφυγή. Ωστόσο φρονώ πως δεν υπάρχει άλλη οδός. Η εξέταση του κατά πόσο έλαβε ή όχι ο Αιτητής γνώση της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του και της έκδοσης εναντίον του απόφασης επιστροφής, αναδεικνύεται ως βασικό ζήτημα προς εξέταση του κατά πόσον ο ίδιος, καταχωρώντας την αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, ενεργούσε σκοπίμως, ήτοι με σκοπό να προβάλει προσκόμματα ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του. Αν κριθεί πως δεν είχε πλήρη γνώση της έκδοσης απόφασης επιστροφής εναντίον του αλλά και της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του, τότε ενδεχομένως να μην  πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) ως προς την τεκμηρίωση στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων περί της σκοπιμότητας της καταχωρισθείσας αίτησης επανανοίγματος.

 

Υπενθυμίζω ότι δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) το κρίσιμο είναι να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχουν στην, υπό εξέταση υπόθεση, αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο Αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Είναι βασική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ότι ο Αιτητής τελούσε υπό την εντύπωση ότι η αρχική αίτησή του ευρισκόταν ακόμη υπό εξέταση καθώς ουδέποτε κλήθηκε γραπτώς ή τηλεφωνικώς για να παραστεί σε συνέντευξη αλλά ούτε και ενημερώθηκε σε οποιονδήποτε στάδιο, πριν από τη σύλληψή του, ότι η αίτηση του απορρίφθηκε.  

 

Παράθεση των γεγονότων που διαπλέκονται με το ζήτημα αυτό ως αυτά προκύπτουν από τους ενώπιόν μου διοικητικούς φακέλους (δ.φ.1 και δ.φ. 2), επιβάλλεται προς ευχερέστερη κατανόηση των αμφισβητούμενων ζητημάτων:

 

·         Στις 06.12.2023 και 07.12.2023 ο Αιτητής κλήθηκε τηλεφωνικώς από την Υπηρεσία Ασύλου για να παραστεί σε συνέντευξη, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του.

 

·         Παράλληλα, στις 07.12.2023 σχετική επιστολή στάλθηκε μέσω ταχυδρομείου στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνσή του, για να παραστεί σε προγραμματισμένη συνέντευξή στις 22.01.2024.

 

·         Ως καταγράφεται σε σχετική εισηγητική έκθεση ημερ. 23.01.2024 του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρό 40 του δ.φ. 2), έγινε έλεγχος μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου όπου δεν εντοπίστηκε αλλαγή διεύθυνσης του ή αναχώρηση του από τη Δημοκρατία μετά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία. Υπό το φως των δεδομένων αυτών, ο λειτουργός ασύλου επισημαίνοντας ότι λόγω της μη παρουσίας του Αιτητή κατά την προσωπική συνέντευξη, υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο ίδιος έχει αποσύρει σιωπηρά την αίτησή του ή υπαναχώρησε από αυτήν δυνάμει του άρθρου 16Β(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, εισηγήθηκε το κλείσιμο του φακέλου και την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον, ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου, λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με αποτέλεσμα το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή και την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του.

 

·         Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου και η διακοπή της διαδικασίας εξέτασής της αίτησής του Αιτητή στις 23.01.2024, ενώ συντάχθηκε σχετική ενημερωτική επιστολή απευθυνόμενη προς τον Αιτητή, ημερομηνίας 23.01.2024[4].

 

·         Η επιστολή αυτή φαίνεται να ταχυδρομήθηκε στις 15.02.2024 με συστημένο ταχυδρομείο (βλ. ερυθρό 82 του δ.φ. 2), η οποία έλαβε (από το ταχυδρομείο) τον αριθμό (barcode) RB007961100CY ωστόσο ως προκύπτει από το ερυθρό 81 του δ.φ. της υπηρεσίας ασύλου (δ.φ. 2), αυτή επιστράφηκε πίσω στην Υπηρεσία Ασύλου με την ένδειξη «αζήτητο».

 

·         Στις 27.03.2024 ο Αιτητής εντοπίστηκε κατά τον τροχονομικό έλεγχο της Τροχαίας Πάφου και διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του στο έδαφος της ΚΔ και την ίδια μέρα και ώρα συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τέθηκε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια Πάφου. Ακολούθησε η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105).

 

·         Στις 31.03.2023, ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, δηλώνοντας ότι ουδέποτε κλήθηκε σε συνέντευξη (στο πλαίσιο προφανώς της αρχικής του αίτησης για άσυλο), αίτηση η οποία έγινε αποδεκτή και ο φάκελος του επανάνοιξε στις 09.04.2024. Ως εκ τούτου στις 18.04.2024 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ το διάταγμα απέλασής του ημερ. 28.03.2024 αναστάλθηκε.

 

Παρεμβάλλω στο παρόν στάδιο ότι μετά την επιφύλαξη της απόφασης και κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής, μελετώντας πλέον τους ενώπιόν μου κατατιθέμενους διοικητικούς φακέλους (δ.φ.1 και δ.φ.2) προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·         Η κρίσιμη επιστολή ημερ. 23.01.2024 στην οποία περιλαμβάνεται ενημέρωση προς τον Αιτητή: (α) για το κλείσιμο του φακέλου του, (β) για την προθεσμία των 15 ημερών για προσβολή της απόφασης στο ΔΔΔΠ καθώς και (γ) για την έκδοση απόφασης επιστροφής εναντίον του με περίοδο εθελοντικής αναχώρησης εντός 7 ημερών, εντοπίζεται στο ερυθρό 43 του δ.φ.2. Επί αυτής αναγράφονται τα ακόλουθα «postal date 07.12.2023 A.M.[5] 23/01/2024».

 

·         Ωστόσο, στο αρχείο καταγραφής του δ.φ. 2 (αρχικές σελίδες του δ.φ. 2) εντοπίζεται σε σχέση με το ερυθρό 43 η καταγραφή «08/02/24 Επίδοση απόφασης ταχυδρομικώς».

 

·         Στο ερυθρό 44 του δ.φ.2 εντοπίζεται κατάσταση του Φεβρουαρίου 2024 των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου που αποσταλθήκαν μέσω συστημένου ταχυδρομείου σε διάφορους αιτητές, μεταξύ αυτών και του Αιτητή, τα στοιχεία του οποίου εντοπίζονται στον αριθμό 8. Στο κάτω μέρος της επιστολής υπάρχει σφραγίδα με την ένδειξη «Registered 15 FEB24».

 

·         Στο ερυθρό 82 του δ.φ.2, εντοπίζεται η απόδειξη κατάθεσης συστημένης επιστολής (της επίδικης) η οποία φέρει ημερομηνία 15.02.2024

 

·         Στο ερυθρό 81 δ.φ. 2, φάκελος με την ένδειξη «Αζήτητο», που υποδηλοί ότι η επιστολή επιστράφηκε πίσω στον παραλήπτη της, ως αζήτητη. Ωστόσο, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ημερομηνία επί του φακέλου αυτού που να αποκαλύπτει την ημερομηνία επιστροφής του.

 

·         Στο ερυθρό 49-48 του δ.φ. 1 εντοπίζεται η επιστολή ημερ. 28.03.2024 από τον υπεύθυνο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Πάφου προς την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπου καταγράφονται τα ακόλουθα: «Στις 16/07/2021 αιτήθηκε όπως του παραχωρηθεί καθεστώς Διεθνούς Προστασίας, η οποία στις 23/01/2024 απορρίφθηκε σιωπηρά και του αποστάλθηκε η σχετική απόφαση στις 08/02/2024. Δεν υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ εντός του προκαθορισμένου χρόνου και εκ τότε διαμένει παράνομα».

 

·         Επί της προρρηθείσας επιστολής επισυνάπτεται, μεταξύ άλλων, και το ερυθρό 42 του δ.φ. 1, το οποίο αφορά έρευνα στο μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου από το οποίο παρέχονται λεπτομέρειες για την υπόθεση του Αιτητή, όπου σε σχέση με το ζήτημα αυτό εντοπίζεται η αναφορά «Ημερομηνία αποστολής απαντητικής επιστολής 08/02/2024». Στο ίδιο έγγραφο εντοπίζεται και η αναφορά «Ληγμένη προθεσμία προσφυγής: Όχι».

 

·         Στο ερυθρό 122-120 του δ.φ.1 εντοπίζεται το Σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης ημερ. 16.04.2024 επί του οποίου βασίστηκε και η έκδοση του επίδικου διατάγματος. Από  μελέτη αυτής, διαπιστώνεται ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης καταγράφοντας το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, βασίζεται εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που έλαβε από το Επαρχιακό Κλιμάκιο της ΥΑΜ Πάφου ημερ. 28.03.2024 (βλ. ερ. 49-48 ανωτέρω), καταγράφοντας ως εκ τούτου και μεταξύ άλλων ότι στις 23.01.2024 η αίτησή του Αιτητή  «απορρίφθηκε σιωπηρά και του αποστάλθηκε η σχετική απόφαση στις 08/02/2024. Δεν υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ εντός του προκαθορισμένου χρόνου και εκ τότε διαμένει παράνομα».

 

Είναι εμφανές από τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν πως δεν προκύπτει με βεβαιότητα πότε αποστάλθηκε τελικώς η επίδικη επιστολή και ποια πορεία αυτή έλαβε, ούτως ώστε να αξιολογηθεί ο χρόνος που αυτή επιστράφηκε πίσω ως «αζήτητη», ενώ εγείρονται περαιτέρω αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής είχε παρέλθει κατά τον ουσιώδη χρόνο σύλληψης του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αντιφατικά προκύπτουν από τα ανωτέρω.

 

Και εξηγώ.

 

Ενώ στην επιστολή της ΥΑΜ Πάφου ημερ. 28.03.2024, καταγράφεται ρητά ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ εντός του προκαθορισμένου χρόνου, η πληροφόρηση αυτή φαίνεται να απορρέει -αφού εκεί παραπέμπει- από τα επισυνημμένα σε αυτήν έγγραφα, με σχετικό το ερυθρό 42, στο οποίο ωστόσο ρητά καταγράφεται ότι «Ληγμένη προθεσμία προσφυγής: Όχι».

 

Πέραν τούτου, η κρίσιμη επιστολή άλλοτε φαίνεται να ταχυδρομήθηκε στις 07.12.2023, άλλοτε στις 15.02.2024 και άλλοτε στις 08.02.2024. Ως προς την ημερ. 07.12.2023, επισημαίνω ότι αυτή είναι εξόφθαλμα λανθασμένη, καθώς είναι προγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή, η οποία λήφθηκε στις 23.01.2024.

 

Έχοντας πλέον διαπιστώσει τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη την κρισιμότητα της εξακρίβωσης του κατά πόσο ο Αιτητής έλαβε ή όχι γνώση της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του πριν από τον εντοπισμό και σύλληψή του, το Δικαστήριο προχώρησε στις 06.06.2024 σε επανάνοιγμα της υπόθεσης καλώντας τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του. Κατά την εν λόγω δικάσιμο, το Δικαστήριο κάνοντας χρήση της εξουσίας που του απονέμει το άρθρο 11 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 - ο οποίος δυνάμει του άρθρου 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής- σύμφωνα με το οποίο (άρθρο 11) προς πλήρη απονομή της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο δύναται να καλέσει οποιονδήποτε πρόσωπο να προσαγάγει έγγραφα, διέταξε και τους δύο διαδίκους όπως προσκομίσουν τυχόν έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους ή μπορούν να εξασφαλίσουν από τα οποία να προκύπτουν περαιτέρω πληροφορίες για το ζήτημα που απασχολεί, παραπέμποντας τους και σε σχετική έρευνα στο ηλεκτρονικό σύστημα των Κυπριακών Ταχυδρομείων (web tracking) προς εντοπισμό της πορείας που έλαβε η επίδικη επιστολή.

Ως προς την εξέταση αυτή την οποία το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμη, το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας  (1929 έως 1959), στη σελίδα 252, είναι αρκετά εύγλωττο:-

 

«Η κοινοποίησις δέον να αποδεικνύηται ως λαβούσα πράγματι χώραν. Αποδεικτικόν κοινοποιήσεως μη συνταγέν υπό δημοσίου οργάνου δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν δια την κρίσιν περί εμπροθέσμου ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Δεν αποτελεί δε πλήρη απόδειξιν  κοινοποιήσεως το ότι η πράξις φέρεται διεκπεραιωθείσα δια παραδόσεως εις το Ταχυδρομείον, εφ΄ όσον δεν αποδεικνύεται και η περιέλευσις αυτής εις τον προς ον η κοινοποίησις και δη από βεβαίας χρονολογίας, έστω και αν έτι βεβαιούται η παραλαβή του σχετικού εγγράφου ως συστημένου υπό της ταχυδρομικής υπηρεσίας

 

Σε επόμενη δικάσιμο, ήτοι στις 12.06.2024, ο συνήγορος του Αιτητή κατέθεσε σχετική έρευνα στο ηλεκτρονικό σύστημα των Κυπριακών Ταχυδρομείων (web tracking) αναφορικά με τον εντοπισμό της πορείας αποσταλθέντος αντικειμένου με αριθμό αναφοράς επιστολικού ταχυδρομείου (barcode) RB007961100CY το οποίο και κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3 (στο εξής αναφερόμενο ως «Τ3»). Τα αποτελέσματα αυτά (track & trace αποτελέσματα) ανέδειξαν την πορεία που έλαβε το συγκεκριμένο επιστολικό αντικείμενο, το οποίο συνιστά την επιστολή ημερ. 23.01.2024. Κρίνω σκόπιμο να μεταφέρω τον πίνακα που εντοπίζεται στο Τ3 (την πρώτη σελίδα αυτού) για ευχερέστερη παρακολούθηση και κατανόηση των όσων ακολούθως θα αναφέρω:

 

Ώρα

Τοποθεσία

Γεγονός

Επόμενο Γραφείο

Επιπρόσθετες πληροφορίες

16/02/2024

15:22

Lefkosia

D.P.O. 1901

Receive item from customer (Otb)

 

 

17/02/2024

07:52

Lefkosia

D.P.O. 1901

Send item to domestic location (Domestic)

Pafos D.P.O.

8900

 

19/02/2024

06:17

Pafos D.P.O.

8900

Receive item at location (Inb)

 

 

19/02/2024

06:17

Pafos D.P.O.

8900

Send items to delivery point

Pafos B.O.2 8903- Kato Pafos

 

19/02/2024

08:45

Pafos B.O.2 8903- Kato Pafos

Send item to domestic location (Otb)

Larnaca O/E AIR 6911

 

17/04/2024

09.56

Pafos B.O.2 8903- Kato Pafos

Unsuccessful item delivery attempt (Inb)

 

Λόγος: Unclaimed

Μέτρο: Item returned to sender

17/04/2024

10:15

Pafos B.O.2 8903- Kato Pafos

Send item to domestic location (Otb)

Lefkosia

D.P.O. 1901

 

 

Το τι προκύπτει από τον ως άνω πίνακα, είναι ότι το εν λόγω επιστολικό αντικείμενο, κατατέθηκε στις 16.02.2024 σε ταχυδρομείο της Λευκωσίας και στις 17.02.2024 στάλθηκε στο ταχυδρομείο Πάφου, το οποίο παρέλαβε αυτό στις 19.02.2024, ώρα 06:17. Την ίδια ημερομηνία και ώρα φαίνεται να στάλθηκε το αντικείμενο στο σημείο παράδοσης (delivery point), ενώ για άγνωστο λόγο εντοπίζεται η αναφορά ότι την ίδια ακριβώς ημέρα, ώρα 08:45, ήτοι δύο και κάτι ώρες αργότερα, το αντικείμενο στάλθηκε από το ταχυδρομείο Πάφου σε εγχώρια τοποθεσία (sent item to domestic location), και συγκεκριμένα ως καταγράφεται στην «Larnaca O/E Air 6911». Από τις 19.02.2024, η επόμενη καταγραφείσα αναφορά είναι ημερομηνίας 17.04.2024, ώρα 09:56, όπου ξεκάθαρα καταγράφεται ότι η προσπάθεια παράδοσης του αντικειμένου δεν ήταν εφικτή Unsuccessful item delivery attempt») για τον λόγο ότι το αντικείμενο δεν ζητήθηκε («unclaimed») και ως αποτέλεσμα, αυτό στάλθηκε πίσω στον αποστολέα του.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής συλλήφθη στις 27.03.2024 και παραμένει κρατούμενος μέχρι και σήμερα, οπότε στις 17.04.2024, ο Αιτητής ήταν κρατούμενος.

 

Ερωτηθείσα ως προς την θέση της σε σχέση με τα όσα παρουσιάζονται στο Τ3, η κα Βασιλείου πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι από ενημέρωση που έλαβε από την Υπηρεσία Μετανάστευσης, ο Αιτητής ενημερώθηκε για την ύπαρξη συστημένης προς παραλαβή επιστολής στις 19.02.2024. Κατέθεσε προς τούτο σχετική αλληλογραφία που είχε με λειτουργό μετανάστευσης ημερ. 10.06.2024, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 4 (στο εξής αναφερόμενο ως «Τ4»). Σύμφωνα με το Τ4, ο λειτουργός μετανάστευσης Π.Ξ.[6] ενημερώνει ότι κατόπιν επικοινωνίας που είχε με τα κυπριακά ταχυδρομεία, αυτά έχουν επιβεβαιώσει ότι η γνωστοποίηση της ύπαρξης της συστημένης επιστολής προς τον αλλοδαπό έγινε στις 19.02.2024 και ότι λόγω του ότι ο αλλοδαπός δεν ανταποκρίθηκε στην πρώτη ειδοποίηση, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες στις δεκαπέντε ημέρες απέστειλαν και υπενθύμιση ενώ ακολούθως στις 17.04.2024, λόγω του ότι ο αλλοδαπός δεν ανταποκρίθηκε στις ειδοποιήσεις που του στάλθηκαν, η επιστολή χαρακτηρίστηκε ως αζήτητη και ξεκίνησε η διαδικασία επιστροφής της στον αποστολέα της. Ο κ. Πιερίδης δεν έφερε ένσταση στην καταχώριση του Τ4, επισήμανε ωστόσο ότι πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία η οποία, με το περιεχόμενο που περιέχει, δεν μπορεί κατά την εισήγησή του να ληφθεί υπόψη.

 

Καταρχάς επισημαίνω ότι ο Π.Κ. δεν παρέστη ποτέ ενώπιόν μου ούτε κατέθεσε ενόρκως τα όσα καταγράφονται στο σχετικό ηλεκτρονικό του μήνυμα. Δεν μου διαφεύγει ότι στο σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα καταγράφεται ότι «Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ικανοποιηθεί με τις θέσεις μας, τότε ζητούμε όπως μας δοθεί χρόνος για να ζητήσουμε επίσημη ενημέρωση από το αρμόδιο τμήμα των Κυπριακών Ταχυδρομείων» καθώς και ότι η κα Βασιλείου, αιτήθηκε κατά την δικάσιμο 10.06.2024 ολιγοήμερη αναβολή προς περαιτέρω διερεύνηση, η οποία ωστόσο δεν ήταν αρκετή για να επανέλθει με περαιτέρω λεπτομέρειες, πληροφορίες ή/και διαβήματα. Συνεπώς, υποχρεούμαι να εξετάσω τα όσα τέθηκαν, και ως αυτά τέθηκαν, ενώπιόν μου. Επισημαίνω λοιπόν ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η κα Βασιλείου, έστω και προφορικώς με προσκόμιση του σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος, συνιστά «εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού» δηλαδή, μαρτυρία η οποία προέρχεται από μια δεύτερη ή τρίτη πηγή, δηλαδή, το πρόσωπο που δίνει τη μαρτυρία στο δικαστήριο έχει ακούσει την πληροφορία από κάποιον άλλο που επίσης την έχει ακούσει από ένα άλλο πρόσωπο [βλ. άρθρο 27(1)(γ) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9].

 

Ειδικότερα τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία του κ. Π.Ξ., ο οποίος μάλιστα δεν αποκαλύπτει το φυσικό πρόσωπο από το οποίο έλαβε την καταγραφείσα πληροφόρηση, παρά μόνο καταγράφει ότι έχει επικοινωνήσει με τα «Κυπριακά Ταχυδρομεία», χωρίς καμία περαιτέρω πληροφορία. Με ποιο τμήμα των Κυπριακών Ταχυδρομείων έχει επικοινωνήσει, σε ποιον τηλεφωνικό αριθμό και εν τέλει από πιο φυσικό πρόσωπο λήφθηκε η πληροφορία αυτή, ουδόλως αποκαλύπτεται. Δεν αποκαλύπτεται συνεπώς από που προέρχεται και εκπηγάζει η γνώση και πληροφόρηση του Π.Ξ. και συνεπώς, με τον τρόπο που αυτά τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Επισημαίνω άλλωστε ότι τα όσα λέχθηκαν, έστω και με τον τρόπο που λέχθηκαν, δεν υποστηρίζονται από τα αποτελέσματα του track and trace, ως αυτά παρατέθηκαν ανωτέρω. Ως έχω ήδη επισημάνει, η επιστολή φαίνεται να παραλήφθηκε από το ταχυδρομείο της Πάφου στις 19.02.2024, ώρα 06:17. Την ίδια ημερομηνία και ώρα φαίνεται να στάλθηκε το αντικείμενο στο σημείο παράδοσης (delivery point) το οποίο είναι ως αποκαλύπτεται το Pafos B.O.2 8903- Kato Pafos, ενώ για άγνωστο λόγο εντοπίζεται η αναφορά ότι την ίδια ακριβώς ημέρα, δύο περίπου ώρες αργότερα (ήτοι στις 08:45) η επιστολή στάλθηκε από το ταχυδρομείο αυτό της Πάφου σε εγχώρια τοποθεσία (sent item to domestic location), και συγκεκριμένα ως καταγράφεται στην «Larnaca O/E Air 6911». Γιατί στάλθηκε το αντικείμενο σε ταχυδρομικό κέντρο διαλογής της Λάρνακας και μάλιστα αεροπορικό κέντρο, ως μπορεί να υποτεθεί από το «Larnaca O/E Air 6911»; Υπό τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου δεν μπορώ να εξάγω ασφαλή συμπεράσματα αλλά ούτε και μπορεί να γινεί αποδεκτή η θέση του λειτουργού μετανάστευσης Π.Ξ. ότι ο Αιτητής ειδοποιήθηκε για την ύπαρξη της συστημένης επιστολής στις 19.02.2024, αφού καμία αποδεκτή μαρτυρία δεν έχει προσκομιστεί προς απόδειξη τούτου.   

 

Προσθέτω περαιτέρω ότι δεν προκύπτει από τα αποτελέσματα αυτά, πότε η εν λόγω επιστολή στάλθηκε ξανά πίσω στην Πάφο αφού αμέσως μετά την τελευταία καταχώριση της ημερομηνίας 19.02.2024, εντοπίζεται πλέον η αναφορά της 17.04.2024, για ανεπιτυχή προσπάθεια παράδοσης της επιστολής. Το κενό αυτό, στην απουσία σχετικής αξιόπιστης μαρτυρίας, δεν μπορεί να καλυφθεί.

 

Δεν μου διαφεύγει ότι για να υπάρχει η αξιολόγηση της επιστολής ως «αζήτητής», προφανώς προηγήθηκε μία διαδικασία, ήτοι ενημέρωση του Αιτητή ότι υπάρχει μία συστημένη επιστολή προς παραλαβή και ταχθείσα προθεσμία για την παραλαβή της (συνήθως 15νθήμερης), στην μη παραλαβή της οποίας το ταχυδρομείο αποφασίζει την επιστροφή της στον αποστολέα της. Τουλάχιστον αυτή φαίνεται (γενική γνώση) να είναι η συνήθης πρακτική των κυπριακών ταχυδρομείων. Λαμβάνω ωστόσο υπόψη ότι ο Αιτητής ήταν κρατούμενος ήδη από τις 27.03.2024, ήτοι 21 ημέρες πριν από την καταχώριση της 17ης Απριλίου στο ηλεκτρονικό σύστημα. Οπότε οποιαδήποτε προσπάθεια για παράδοση της επιστολής αυτής στο διάστημα αυτό, ασφαλώς δεν θα επέφερε αποτελέσματα.

 

Ωστόσο μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν και βεβαίως τα υποθετικά αυτά σενάρια, αδυνατούν να υποκαταστήσουν το κενό που εντοπίζεται. Κατά τούτο, η μόνη ασφαλής κατάληξη είναι ότι υπήρξε ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης της κρίσιμης αυτής επιστολής, με την οποία ο Αιτητής ενημερώνεται για το κλείσιμο του φακέλου του και για τα νομικά διαβήματα που είχε στη διάθεση του για αμφισβήτηση της απόφασής αυτής, στις 17.04.2024, ή έστω 15 ημέρες προηγουμένως που κατά συνήθη γενική πρακτική φαίνεται να είναι η προθεσμία που συνήθως τίθεται (γενική γνώση) για παραλαβή επιστολικών αντικειμένων από το ταχυδρομείο. Όποια και να είναι η περίπτωση, και στις δύο αυτές χρονικές τοποθετήσεις ο Αιτητής ήταν ήδη κρατούμενος και υπό την θέση αυτή αδυνατούσε ασφαλώς να παραλάβει την επιστολή αυτή.

 

Προσθέτει στα πιο πάνω η κα Βασιλείου, ότι ο Αιτητής είχε εν πάση περιπτώσει αλλάξει διεύθυνση και δεν ενημέρωσε σχετικώς την Υπηρεσία Ασύλου παρά το γεγονός ότι είχε υποχρέωση να πράξει τούτο. Λέγει συνεπώς ότι εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής δεν θα λάμβανε ούτως ή άλλως την επιστολή αφού είχε ήδη μετακομίσει και αυτό από δική του ευθύνη που δεν ενημέρωσε δεόντως την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Δεν παραγνωρίζω ότι ο Αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη σε σχέση με την αρχική του αίτηση ασύλου, στην οποία ο ίδιος ωστόσο δεν παρέστη με αποτέλεσμα το κλείσιμο του φακέλου του. Σε σχέση με την επιστολή για κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης ασύλου, η οποία εντοπίζεται στο ερυθρό 80 του δ.φ.2, αυτή φέρει ημερομηνία 07.12.2023 και φαίνεται αποστάλθηκε στον ίδιο ταχυδρομικώς στις 07.12.2023 (βλ. ερυθρό 32 του δ.φ.2), με τον φάκελο να επιστρέφεται και πάλι πίσω στον αποστολέα της, Υπηρεσία Ασύλου, ως προκύπτει από τα ερυθρά 77 και 76 του δ.φ.2 υπό την ένδειξη «Αζήτητο».

 

Επίσης, δεν παραγνωρίζω ότι ο Αιτητής δεν ενημέρωσε τις αρχές για την αλλαγή της διεύθυνσής του. Δεν έχει ωστόσο τεθεί υπόψη μου το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο Αιτητής άλλαξε διεύθυνση ούτως ώστε αυτό και η όποια ενδεχόμενη σημασία του να αξιολογηθεί. Άλλωστε επί του σημείου τούτου, ο Αιτητής έχει δικαίωμα ακρόασης, ως αποκαλύπτουν οι πρόνοιες των άρθρων 8(2)(α) και 16Β(2)(β) [7].  

Είναι ωστόσο η κατάληξή μου, ότι τα πιο πάνω δεν μπορούν να διορθώσουν τις παραλείψεις που εντοπίζονται από μέρους των Καθ’ ων η αίτηση. Τούτο διότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν επαρκώς το κρίσιμο ζήτημα του κατά πόσο ο Αιτητής ειδοποιήθηκε για την ύπαρξη της επίδικης επιστολής για το κλείσιμο του φακέλου του και κατά πόσο ο ίδιος παρέλειψε τελικώς να παραλάβει την επιστολή αυτή προκειμένου να του καταλογιστεί, εν τέλει, γνώση. Η έρευνα αυτή θα αποκάλυπτε αυτά που εντοπίζονται στο κατατιθέμενο τεκμήριο Τ3. Έχοντας αυτά κατά νου, διαπιστώνω ότι το ενδεχόμενο πλάνης των Καθ’ ων η αίτηση δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο το προσβαλλόμενου διατάγματος, όσο και από το περιεχόμενο του Σημειώματος της Σ.Χ. ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό την εντύπωση ότι η απόφαση για το κλείσιμο του φακέλου, στάλθηκε στον Αιτητή στις 08.02.2024 και ότι ο ίδιος δεν υπέβαλε προσφυγή εντός του προκαθορισμένου χρόνου.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος των αιτητών είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας, ως στηριζόμενης πάνω σε ανυπόστατα πραγματικά περιστατικά (βλ. Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900).

 

Υπό τις περιστάσεις, το τεκμήριο κανονικότητας ως προς την ενημέρωση του Αιτητή έχει καμφθεί. Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), σελ. 304 και 305 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».

 

Φρονώ συνεπώς ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.

 

Η κατάληξη αυτή καταδεικνύει το εξής σημαντικό: λαμβάνοντας υπόψη, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένα και κατά ελλιπή έρευνα δεν αντιλήφθηκαν ότι η επιστολή για το κλείσιμο του φακέλου του, ουδέποτε παραληφθήκε από τον Αιτητή, για τους λόγους που εκτενώς αναφέρθηκαν ανωτέρω, τελώ υπό αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Αιτητής είχε λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση περί των εξελίξεων επί της αίτησης ασύλου την οποία καταχώρισε. Δέχομαι συνεπώς την θέση του Αιτητή ότι ουδέποτε έλαβε γνώση για το κλείσιμό του φακέλου του, θέση η οποία, ενόψει των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω δεν βρίσκεται σε ασυμφωνία με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων αλλά συνάδει με αυτό. Εφόσον λοιπόν ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψής του δεν είχε γνώση για το κλείσιμο του φακέλου του αλλά ούτε και κατ’ επέκταση ενημερώθηκε για την εκκίνηση διαδικασίας επιστροφής εναντίον του, μέσω της έκδοσης απόφασης επιστροφής, δεν μπορεί  βάσιμα να κριθεί ότι η καταχώριση της αίτησης επανανοίγματος του φακέλου του, υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την παρεμπόδιση της διαδικασίας επιστροφής του.

 

Επισημαίνω άλλωστε και το γεγονός ότι ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους, σχετική ενημέρωση μέσα από το ηλεκτρονικό σύστημα ότι σε σχέση με την σιωπηρή απόσυρσή της αίτησής του Αιτητή (implicit withdrawal) η προθεσμία προσφυγής δεν είχε λήξει, ωστόσο τούτο ουδόλως τους απασχόλησε ή, ορθότερα, πλανήθηκαν ως προς την πληροφόρηση αυτή. Τούτου γιατί παρά την ενημέρωση που ευθέως προέκυπτε από την σχετική έρευνα, ωστόσο το Σημείωμα της Σ.Χ. ρητά καταγράφει ότι «Δεν υπέβαλε προσφυγή εντός του προκαθορισμένου χρόνου και έκτοτε διέμενε παράνομα». Ωστόσο, η κρίσιμη αυτή διαπίστωση δεν συνάδει με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και ιδιαίτερα του ερυθρού 42 του δ.φ. 1, στο οποίο ρητά καταγράφεται: «Ληγμένη προθεσμία προσφυγής: Όχι».

 

Προσθέτω και τα ακόλουθα:

 

Ως καταγράφεται στο Σημείωμα της Σ.Χ. (βλ. ερυθρό 121), η ΥΑΜ Πάφου ενημέρωσε το ΤΑΠΜ με σχετική επιστολή 15.04.2024 ότι έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο του Αιτητή με την οποία ενημέρωνε για την αίτηση επανανοίγματος που ο Αιτητής καταχώρισε αλλά και για το γεγονός ότι ο ίδιος είναι νυμφευμένος  με ομοεθνή του, η οποία κυοφορεί το παιδί του και η οποία έλαβε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία. Ως καταγράφεται στο σημείωμα ο Αιτητής είναι νυμφευμένος  με θρησκευτικό γάμο «μη νομικά επίσημα αναγνωρισμένος από τη Δημοκρατία».  Καταγράφεται επίσης ότι στην εν λόγω επιστολή της ΥΑΜ Πάφου «Αναφέρουν επίσης ότι ο αλλοδαπός δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου ή άλλου Τ/Ε (…) και εισηγούνται όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος ούτως ώστε να διερευνηθεί η υπόθεση του με τις ανάλογες διαδικασίες».

 

Καταλήγει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

« Σχετικά με τα πιο πάνω, το μεταναστευτικό ιστορικό του αλλοδαπού, εκ πρώτης όψεως, δείχνει ότι το αίτημα του ενδέχεται να έχει υποβληθεί καταχρηστικά με σκοπό να σταματήσει ή να παρεμποδίσει τη διαδικασία της απέλασής του καθότι δεν υπέβαλε προσφυγή μετά την απόρριψη της ΥΠΑΣ λόγω σιωπηρής απόρριψης και το έκανε μόνο αφού συνελήφθηκε. Ο δικηγόρος του αναφέρει ότι διέμενε σε διεύθυνση της συζύγου του ενώ αυτός είχε άλλη δηλωμένη στο σύστημα της ΥΠΑΣ. Ευθύνη του αλλοδαπού ήταν να ενημερώνει τις σχετικές Αρχές για τη διεύθυνση παραμονής του. Η ΥΑΜ ανέφερε ότι δεν είχε μόνιμη διεύθυνση διαμονής.

 

Κίνδυνος διαφυγής:

 

Μετά από αξιολόγηση του φακέλου του αλλοδαπού καθώς και της ενημέρωσης που λήφθηκε από την ΥΑΜ, κρίνεται ότι σε περίπτωση που ο αλλοδαπός αφεθεί ελεύθερος υπάρχει ο κίνδυνος να διαφύγει για τους εξής λόγους:

 

(α) Μη συμμόρφωση με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1. Απορριπτική επιστολή της ΥΠΑΣ ημερ. 08/02/2024. 2. Διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28/03/2024.

 

(β) Μη κατοχή ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων ταυτότητας. Η ΥΑΜ ανέφερε στην πιο πρόσφατη επιστολή της ότι δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου ή άλλου Τ/Ε.

 

(γ) Δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής: Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι ο αλλοδαπός δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί.

 

Η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται στο μεταναστευτικό ιστορικό του αλλοδαπού, στο γεγονός ότι δεν συμμορφώθηκε με απόφαση επιστροφής και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία και εντοπίστηκε μόνο κατά τον έλεγχο της τροχαίας Πάφου και έπειτα υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, αφού κρατήθηκε με σκοπό την απέλασή του, στη μη κατοχή Τ/Ε, στο ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, στη μη δήλωση διεύθυνσης μόνιμης διαμονής και, στο ότι, εκ των πιο πάνω, υπάρχει κίνδυνος ο αλλοδαπός να διαφύγει σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος.».

 

Ως προς τα ανωτέρω, επισημαίνω τα εξής σημαντικά:

 

(α) Η κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου άλλου τ/ε είναι αντιφατική με το ερυθρό 48, το οποίο συνιστά επιστολή ημερ. 28.03.2024 από τον ΥΑΜ Πάφου, προς το ΤΑΠΜ όπου ρητά καταγράφεται ότι «Το διαβατήριο του βρίσκεται εντός του προσωπικού τ(ου) φακέλου στην ΥΠ.ΑΣ», ενώ ως προκύπτει από τον δ.φ. 2, η ταυτότητα του είχε κατατεθεί στην Υπηρεσία Ασύλου (βλ. ερυθρά 9 και 5).

 

(β)  Η εισήγηση επί της οποίας βασίστηκε και η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται σε «εκ πρώτης όψεως» και «δείχνει ότι το αίτημα του ενδέχεται να έχει υποβληθεί καταχρηστικά». Ωστόσο το «εκ πρώτης όψεως» και το «ενδέχεται» δεν ικανοποιεί φρονώ την απαίτηση του εδαφίου (δ) να «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής».

 

(γ) Η εισήγηση της ΥΑΜ Πάφου «όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος ούτως ώστε να διερευνηθεί η υπόθεση του με τις ανάλογες διαδικασίες» αγνοήθηκε, χωρίς να τύχει αξιολόγησης αλλά και χωρίς να καταγραφεί αιτιολογία για την, εν τέλει, κράτηση του Αιτητή παρά την ύπαρξη της σχετικής εισήγησης. Επί τούτου επισημαίνω και την αναφορά που εντοπίζεται στο ίδιο το προσβαλλόμενο διάταγμα ότι «ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του και ότι θα πρέπει αυτό να διερευνηθεί».  

 

Οι ως άνω καταγραφές, καταδεικνύουν το αυθαίρετο της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος χωρίς να διερευνηθούν επαρκώς κατά πόσο υφίσταντο εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την έκδοση του επίδικου διατάγματος.

 

Επισημαίνω περαιτέρω ότι η πιο πάνω καταγραφή επί του Σημειώματος της Σ.Χ. ότι η αίτηση ασύλου του Αιτητή «απορρίφθηκε[8] σιωπηρά και του στάλθηκε η σχετική απόφαση στις 08/02/2024», δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα των γεγονότων της υπό εξέταση υπόθεσης. Ως έχω ήδη επεξηγήσει, προκύπτουν εύλογες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ήταν εις γνώση του Αιτητή ότι η αίτησή του απορρίφθηκε. Ήταν συνεπώς σημαντικό να καταγραφεί ότι η απόφαση αυτή αποστάλθηκε στον Αιτητή, την οποία ο ίδιος ουδέποτε παρέλαβε, καθώς η επιστολή επιστράφηκε ως μη παραδοτέα και να εξεταστεί δεόντως. Η ίδια εξέταση απαιτείτο και ως προς την αξιολόγηση της μη συμμόρφωσης του Αιτητή με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, που ως τέτοιες είναι κατά τους Καθ’ ων η αίτηση οι «1. Απορριπτική απόφαση της ΥΠΑΣ η οποία του επιδόθηκε στις 08.02.2024 και 2. Απόφαση επιστροφής (Διάταγμα απέλασης) το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28/03/2024».

 

Επισημαίνω ότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δεν είχε λάβει γνώση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ως αυτή προωθήθηκε στον Αιτητή δια της  επιστολής τους ημερ. 23.01.2024, δεν δύναται να κριθεί ότι ο Αιτητής παρέλειψε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο αυτής.

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνεται λόγος στις 18.04.2024 για παράλειψη συμμόρφωσης του Αιτητή με το διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28.03.2024 και ενόσω κατά τον χρόνο αυτής της κρίσης, ήτοι στις 18.04.2024, ο Αιτητής θεωρείτο αιτητής ασύλου, ενώ περαιτέρω ο χρόνος των 75 ημερών για καταχώριση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής δεν είχε λήξει και συνεπώς η απόφαση επιστροφής δεν μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την συναίνεση του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα του για πραγματική προσφυγή, ως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη. Ο ίδιος είχε άλλωστε καταχωρίσει προσφυγή εναντίον του διατάγματος απέλασης την ίδια εκείνη ημερομηνία 18.04.2024.

 

Τα προαναφερθέντα λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της ύπαρξης ή όχι βάσιμων λόγων να πιστεύεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν οι οποίοι συνεπικουρούνται και από τους λόγους που επακολουθούν, φρονώ ότι εν προκειμένω δεν υπάρχουν τέτοιοι βάσιμοι λόγοι.

 

Τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου, ήδη πριν από την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, στις 16.07.2021 και ενώ εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 30.05.2021 και διήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών στις 21.06.2021. Ο Αιτητής, ως έχει ανωτέρω αναφερθεί, τελούσε υπό την εντύπωση ότι η αίτησή του ευρισκόταν ακόμη υπό εξέταση. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν -ως εκτενώς υποδείχθηκε ανωτέρω- ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε την επιστολή για το κλείσιμο του φακέλου του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής είχε καταχωρίσει αίτηση ασύλου, η οποία ενόψει της απόφασης για κλείσιμο του φακέλου του, αυτή ουδέποτε εξετάστηκε επί της ουσίας της, η κρίση ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση επανανοίγματος με αποκλειστικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής δεν είναι αιτιολογημένη.

 

Επισημαίνω ότι εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρονται σε «μεταγενέστερη αίτηση» ωστόσο από τα γεγονότα προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν καταχώρισε μεταγενέστερη αίτηση, αλλά αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του που είχε κλείσει, δυνάμει του άρθρου 16Ε, ως αυτό προκύπτει από σχετική σημείωση ημερ. 09.04.2024, η οποία εμφαίνεται στην 3η σελίδα των περιεχομένων του Τ2 με παραπομπή στο ερυθρό 54 του Τ2.

Και αυτό έχει τη σημασία του, αφού ως πολύ ορθά παραπέμπει και ο κ. Πιερίδης, σύμφωνα με το άρθρο 16Ε:

 

«16Ε.-(1) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος αποφάσισε να κλείσει το φάκελο και διακόψει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 16Β, ο εν λόγω  αιτητής δικαιούται, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του Προϊσταμένου στον αιτητή, ή στον δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα, να ζητήσει από την Υπηρεσία Ασύλου επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της υπόθεσής του, ή να υποβάλει νέα αίτηση επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16Δ.

 

(2) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3), σε περίπτωση που αιτητής ασκήσει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) δικαίωμα του εμπρόθεσμα, ο Προϊστάμενος επανανοίγει το φάκελο του αιτητή και συνεχίζει την εξέταση της αίτησής του επί της ουσίας και από το στάδιο στο οποίο η εξέταση είχε σταματήσει, έστω αν ο αιτητής υπέβαλε δυνάμει του εδαφίου (1) νέα αίτηση».

 

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο αποτελεί και τη νομική βάση έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος «ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εφόσον λοιπόν δεν πρόκειται για μεταγενέστερη αίτηση αλλά για επανάνοιγμα του φακέλου του και συνέχιση της εξέτασης της αίτησής του από το σημείο στο οποίο αυτή είχε σταματήσει, δεν μπορεί, αυθαίρετα και χωρίς αξιολόγηση των γεγονότων που περιστοιχίζουν την υπόθεση του Αιτητή, να κριθεί ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.  

 

Η απαραίτητη αυτή τεκμηρίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, φρονώ ότι δεν έλαβε χώρα στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, οι Καθ' ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε επεξήγηση του συμπεράσματός τους περί μη γνησίας αιτήσεως ασύλου ούτε ποια αντικειμενικά κριτήρια έλαβαν προς τούτο υπόψη προτού καταλήξουν στην κρίση ότι μοναδικός σκοπός καταχώρισης της μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του, ήταν η παρακώλυση της διαδικασίας επιστροφής του.

 

Παραπέμπω προς τούτου στις αρχές που καθορίστηκαν από το ΔΕΕ στην υπόθεση Arslan[9], C-534/11 (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«61.  Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.

 

62. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.

 

63. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 

Η νομολογία λοιπόν απαιτεί, ως ορθώς επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, όπως η καταχώριση της αίτησής ασύλου να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Τέτοια κρίση ωστόσο δε δύναται να εξαχθεί στην υπό εξέταση περίπτωση όπου ο Αιτητής είχε ήδη υποβάλει αίτηση ασύλου, ένα περίπου μήνα από την είσοδό του στη Δημοκρατία, η οποία ουδέποτε εξετάστηκε επί της ουσίας της.

 

Επαναλαμβάνω ότι αυτό που εξετάζεται εν προκειμένω είναι το διάταγμα κράτησης εναντίον ενός αιτητή ασύλου. Ξεκινώντας με δεδομένο ότι η στέρηση της ελευθερίας, εκτός όπου επιβάλλεται μετά από ποινική καταδίκη, μπορεί να επιβληθεί μόνο ως έσχατη λύση, το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα προβλέπουν ότι για τον έλεγχο της μετανάστευσης, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα,  μετά από μεμονωμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, αναγκαία και αναλογική.  Επίσης η κράτηση οποιουδήποτε δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και να στηρίζεται σε νομική βάση.

 

Στην 15η αιτιολογική σκέψη της  Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταγράφεται ρητώς ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή  της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων και υπό το φως των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω τα αντικειμενικά αυτά δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση ασύλου προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής του.  

 

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου προσφυγής.

 

Παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, με δεδομένο ότι από τον φάκελο ελλείπουν σημαντικά στοιχεία και/ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε την κράτηση του  Αιτητή  στη βάση των εδαφίων (2) (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν κρίνω ότι μπορεί να επικυρωθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης. 

 

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αφού στη βάση του σκεπτικού της απόφασης του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020 (από τούδε και στο εξής «FMS»), θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε ο αιτητής να παραμένει σε ισχύ.  Στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ,  FMS,  λέχθηκαν τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Συνάγεται από το απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης, ότι θα πρέπει ο λόγος που δικαιολόγησε την έκδοση του διατάγματος κράτησης να παραμένει σε ισχύ, ώστε να μπορέσει, κατά περίπτωση, να διαταχθεί η λήψη εναλλακτικών μέτρων.  Στην παρούσα προσφυγή, δεν διακρίνω από τα στοιχεία του φακέλου να υφίστανται τα αντικειμενικά στοιχεία και κριτήρια, τα οποία θα δικαιολογούσαν την κράτηση του Αιτητή, σύμφωνα με την αιτιολογική βάση των παραγράφων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), ώστε να προχωρήσω με την εξέταση της σκοπιμότητας και δυνατότητας να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.   

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει αιτιολογία που να υποδηλώνει ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.

 

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της προσφυγής του Αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Διατάζεται δε η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή δυνάμει του αιτητικού (Γ) της προσφυγής του.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. αποφάση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16,  EU:C:2018:584, σκέψη 148απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides C‑651/19, ECLI:EU:C:2020:681, σκέψεις 35 έως 42, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C 556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 73.

[2] Βλ. Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), άρθρο 9(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320.

 

[3] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[4] Η επιστολή αυτή δεν εντοπίζεται στον φάκελο του τμήματος μεταναστεύσεως αλλά στο φάκελο της υπηρεσίας ασύλου, ερυθρό 43.

[5] Το ονοματεπώνυμου της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[6] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[7] Το άρθρο 8(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί ότι «Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο(...) Ο αιτητής προβαίνει στην προαναφερόμενη ενημέρωση του Κλιμακίου είτε εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επέλευση της αλλαγής του τόπου διαμονής του είτε σε μεταγενέστερο χρόνο, ο οποίος είναι ο συντομότερος δυνατός από την επέλευση της αλλαγής του τόπου διαμονής του και εφόσον ο αιτητής υποβάλλει ικανοποιητική για τον υπεύθυνο του Κλιμακίου εξήγηση ως προς το ανέφικτο της τήρησης της αρχικής πενθήμερης προθεσμίας, αν ο υπεύθυνος του Κλιμακίου κρίνει ότι η προαναφερόμενη εξήγηση του αιτητή δεν είναι ικανοποιητική, θεωρεί την ενημέρωση ως εκπρόθεσμη.  Ο υπεύθυνος του Κλιμακίου δεν αρνείται την παραλαβή του εντύπου λόγω εκπρόθεσμης υποβολής του, αλλά πρέπει σε τέτοια περίπτωση να αναφέρει ότι το έντυπο υποβάλλεται εκπρόθεσμα.». Πρόσθετα, το άρθρο 16Β(2)(β) προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι  «διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.».

 

[8] Προφανώς εννοεί αποσύρθηκε.

[9] C-534/11, Mehmet Arslan κατά Policie ČR, Krajské ředitelství policie Ústeckého kraje, odbor cizinecké policie, 30.05.2013, ECLI:EU:C:2013:343

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο