ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1473/2022

 25 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ , ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.M.K.,

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για τον Αιτητή: Βασιλόπουλος για Μούσουλος, Κανέλλα & Συνεργάτες

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Σταύρου (κα) για Α. Σιαξατέ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17.02.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 13.11.2021 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Ercan στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ακολούθως εισήλθε στις 27.11.2021 στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 31.01.2022. Στις 07.02.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιo λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA»), ο οποίος στις 14.02.2022 υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 17.02.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν αυθημερόν, ήτοι στις 17.02.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής επικαλείται κατά πρώτον έλλειψη δέουσας έρευνας καθότι, ως ισχυρίζεται, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικασιών συνέντευξης και του άρθρου 13Α (9) του περί Προσφύγων Νόμου καθότι η αρμόδια λειτουργός δεν έλαβε, ως ισχυρίζεται, τα κατάλληλα μέτρα για τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε συνθήκες ώστε ο Αιτητής να είναι σε θέση να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείται διεθνούς προστασίας. Ισχυρίζεται κατά τρίτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με πλάνη περί το νόμο και κατά κατάχρηση εξουσίας και κατά τέταρτον, ότι είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζεται τέλος ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο, καθώς η Εισηγητική Έκθεση συντάχθηκε από λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA), ενώ τέτοια εξουσία είχε δοθεί μόνο στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) δυνάμει της ΚΔΠ 207/2019.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, ισχυριζόμενοι ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Σχετικώς με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση, επισημαίνουν πως κατά τον χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξης του Αιτητή, βρισκόταν σε ισχύ η ΚΔΠ 297/2019 και, ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο είχε αρμοδιότητα να διεξάγει συνεντεύξεις επί αιτημάτων ασύλου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, εύκολα διαπιστώνεται ότι οι λόγοι ακυρώσεως που εγείρονται, προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[1]

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, της έλλειψης δέουσας έρευνας κ.τ.λ. ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει , στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του  πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην αναρμοδιότητα και στην έλλειψη δέουσας έρευνας, είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους. Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω τα ζητήματα αναρμοδιότητας που εγείρονται, τα οποία ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως που άπτεται της αναρμοδιότητας

 

Προέχει συνεπώς, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο οποίος προωθείται με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση, ως έχει παγίως νομολογηθεί, το ζήτημα της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου υπάγεται στα ζητήματα που μπορούν, αλλά και πρέπει, να εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διασφάλιση της δημοσίας τάξης.

 

Με γενική αναφορά στον  περί Προσφύγων Νόμο και χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένη νομική διάταξη, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προωθεί στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης τη θέση ότι η εισηγητική έκθεση συντάχθηκε από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), ο οποίος ιδρύθηκε το 2022, με την κατάργηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO). Η τελευταία και μόνο, ως ισχυρίζεται η πλευρά του Αιτητή, κατείχε εξουσία και αρμοδιότητα να συντάσσει εισηγητικές εκθέσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας δυνάμει της ΚΔΠ 297/2019.

 

Παραπομπή στο ισχύον νομικό πλαίσιο καθίσταται επιβεβλημένη πριν από την εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού:

 

Ως διαλαμβάνεται στο άρθρο 17(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται είτε από το Σύνταγμα είτε από το νόμο είτε από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

 

Το ζήτημα αυτό λοιπόν ρυθμίζεται από τον περί Προσφύγων Νόμο  και συγκεκριμένα από το άρθρο 13Α(1Α) σύμφωνα με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Δυνάμει του προρρηθέντος άρθρου, εκδόθηκε η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019[6], η οποία προνοεί τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων

 

Σύμφωνα δε με την ερμηνεία που δίνεται στο άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, «“Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο” σημαίνει την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, η οποία ιδρύθηκε διά του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010».

 

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ως αυτή ιδρύθηκε δια του Κανονισμού 439/2010 δεν υφίσταται πλέον, ενώ ο Κανονισμός δυνάμει του οποίου αυτή ιδρύθηκε, έχει ρητώς καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον Κανονισμό 2021/2303 Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2021 σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 19.01.2022[7]. Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 67 του εν λόγω Κανονισμού (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(67) Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην τροποποίηση και επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν είναι σημαντικές ως προς τον αριθμό και κατά τη φύση τους, θα πρέπει, για περισσότερη σαφήνεια, να αντικατασταθεί η εν λόγω πράξη στο σύνολό της έναντι των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό. Ο Οργανισμός, όπως έχει συσταθεί με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να αντικαταστήσει και να αναλάβει τα καθήκοντα της EASO, όπως είχε συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010, ο οποίος, κατά συνέπεια, θα πρέπει να καταργηθεί. Έναντι των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.»

 

Συνεπώς, η εγκαθίδρυση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο ως συνέχεια της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, αποτυπώνεται ρητά στον ίδιο τον τίτλο του Κανονισμού και διατρέχει όλο το κείμενό του. Συγκεκριμένα (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (ο «Οργανισμός»). Ο Οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), η οποία είχε συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010

[…]

 

Άρθρο 71

Μεταβατική διάταξη

Ο Οργανισμός διαδέχεται την EASO όσον αφορά όλα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, τις συμφωνίες, τις νομικές υποχρεώσεις, τις συμβάσεις εργασίας, τις οικονομικές δεσμεύσεις και ευθύνες. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του προσωπικού της EASO και η συνέχεια της σταδιοδρομίας εξασφαλίζεται από κάθε άποψη.

[…]

 

Άρθρο 72

Αντικατάσταση και κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 439/2010 αντικαθίσταται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό. Επομένως, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 439/2010 καταργείται. Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό, οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα II.

[…]

Άρθρο 73

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.»

 

Δυνάμει του άρθρου 1Α του Συντάγματος, ο ανωτέρω Κανονισμός αποτελεί πηγή δικαίου στην κυπριακή έννομη τάξη, έχοντας άμεση ισχύ και εφαρμογή, χωρίς να είναι απαραίτητη εναρμονιστική εθνική πράξη ή διάταξη[8].

 

Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 18 τόσο του ανωτέρω όσο και του προϋπάρχοντος Κανονισμού[9], προβλέπεται η κατάρτιση επιχειρησιακού σχεδίου μεταξύ του Οργανισμού και του κράτους-μέλους που έχει αιτηθεί την συνδρομή του Οργανισμού με ομάδες υποστήριξης ασύλου. Στο εν λόγω επιχειρησιακό σχέδιο καθορίζονται με ακρίβεια, μεταξύ άλλων, τα καθήκοντα αυτών των ομάδων. Κατά τον κρίσιμο χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή (07.02.2022) και της σύνταξης της Εισηγητικής Έκθεσης (14.02.2022) από λειτουργό της EUAA, υφίστατο σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της EUAA (και πρώην EASO), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει αυτούσιο έως σήμερα[10]. Εκεί, αναφέρεται ρητά ότι «κατά την περίοδο 2022-2024, η EASO σκοπεύει να συνεχίσει να υποστηρίζει τις κυπριακές αρχές στη διεξαγωγή συνεντεύξεων και στη συγγραφή γνωμοδοτήσεων»[11].

 

Ιδιαίτερης σημασίας κατά την παρούσα εξέταση, έχει η υποσημείωση 2 ήδη στον τίτλο του Σχεδίου, η οποία προσδιορίζει ρητά το νομικό πλαίσιο που διέπει τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας και του EASO, ενόψει της αντικατάστασης του τελευταίου από την EUAA δυνάμει του Κανονισμού EUAA, ο οποίος κατά τον χρόνο υπογραφής του Σχεδίου, αναμένετο να τεθεί σε ισχύ:

 

The European Asylum Support Office (hereinafter ‘EASO’) established by Regulation (EU) No 439/2010 shall be replaced by the European Union Agency for Asylum (hereinafter ‘EUAA’ or ‘the Agency’) upon the entry into force of the EUAA Regulation, whereby any reference to “EASO” should be construed as referring to the “European Union Agency for Asylum (EUAA)”.

 

Ομοίως, η υποσημείωση 4 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Any reference to the EASO Founding Regulation shall be construed as reference to the EUAA Regulation upon the entry into force of the latter. At the moment of the signature of this Operating Plan the EUAA Regulation has not yet come into application. However, any reference to the draft EUAA Regulation shall be construed as reference to the draft of 03 November 2021 and any reference to the Articles of the draft EUAA Regulation shall be construed as reference to the Articles of the final version of the EUAA Regulation upon its entry into force.».

 

Τα ανωτέρω αποσαφηνίζονται στο σημείο 5.1. του εν λόγω Σχεδίου, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα αναφορικά με τη νομική βάση της συμφωνίας μετά τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού EUAA:

 

«Legal basis upon the entry into force of the EUAA Regulation:

Regulation (EU) No 439/2010 shall be replaced for Member States bound by the EUAA Regulation in accordance with Article 72 of the draft EUAA Regulation. Regulation (EU) No 439/2010 shall be repealed with effect from the date of entry into force of the EUAA Regulation and the present operating plan shall be implemented in accordance with the Articles 1, 2, 3, 16 to 20 and 23 to 28 of the draft EUAA Regulation.».

 

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι υφίσταται αρμοδιότητα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) να συνδράμει την Υπηρεσία Ασύλου στην διεξαγωγή συνεντεύξεων και την σύνταξη εισηγητικών εκθέσεων, δυνάμει της εν ισχύ Κ.Δ.Π. 297/2019 και κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 2021/2033, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 19.01.2022 και δεσμεύει άμεσα την Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας 

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[12].

 

Ως  εκ  τούτου , προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παρατηρώ συναφώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας ενός σοβαρού οικογενειακού προβλήματος. Πρόσθεσε δε, ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει και αυτό αποτελεί έναν ακόμη λόγο για τον οποίο ζητά προστασία και βοήθεια (ερυθρό 1, διοικητικού φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.» και  μετάφραση αυτού ερ. 77).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa, συγκεκριμένα στην περιοχή Kalamu της πόλης. Σε σχέση με το θρήσκευμά του, ο Αιτητής  δήλωσε Χριστιανός καθολικός και σε σχέση με την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε ότι ανήκει στη φυλή Bandundu. Ομιλεί Lingala και γαλλικά. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ισχυρίστηκε ότι αμφότεροι οι γονείς του έχουν αποβιώσει εξαιτίας ασθένειας, η μητέρα του το 2012 και ο πατέρας του το 2021, ενώ έχει τρεις αδερφές, μία εκ των οποίων διαμένει στην Αγκόλα και δύο στην Κινσάσα. Διατηρεί σποραδική επικοινωνία με τη μία εκ των αδερφών του που διαμένει στην Κινσάσα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος ενώ ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε ότι εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων κατά το διάστημα 2015-2018 και έπειτα εργαζόταν σε νυχτερινό κέντρο έως το 2021 (ερυθρά 23-21 του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής,  κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής προέβαλε πως όταν απεβίωσε  ο πατέρας του το 2021, η αδερφή του πατέρα του και θεία του ίδιου, επισκέφθηκε την πατρική οικία του και διαμήνυσε στον Αιτητή και τις αδερφές του ότι θα πρέπει να την εγκαταλείψουν καθώς αποτελεί δική της περιουσία. Μετά το περιστατικό αυτό, ο Αιτητής απήχθη δύο φορές και έλαβε απειλές από μέλη της συμμορίας Kuluna, θεωρώντας υπεύθυνη για αυτά τα τρία περιστατικά την θεία του, στην προσπάθειά της να σφετεριστεί την περιουσία του πατέρα του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι η οικογένεια του πατέρα του δεν ήταν εξαρχής σύμφωνη με τον γάμο του με τη μητέρα του Αιτητή. Όταν η τελευταία απεβίωσε  το 2012, η οικογένεια του πατέρα του τον πίεζε να παντρευτεί ξανά αλλά εκείνος δεν το επιθυμούσε. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως μια μέρα το 2021, καθώς βρισκόταν στην εργασία του, ενημερώθηκε από την αδερφή του ότι ο πατέρας τους δεν αισθανόταν καλά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Τρεις ημέρες αργότερα απεβίωσε, , ενώ είχε αφήσει ένα γράμμα στον Αιτητή στο οποίο τον συμβούλευε να είναι προσεκτικός και να φροντίζει τις αδερφές του, αναφέροντας παράλληλα πως η αιτία θανάτου της μητέρας τους ήταν ότι την είχαν δηλητηριάσει. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, δήλωσε ότι στις 10.10.2021 έγινε η κηδεία του πατέρα του η οποία διήρκεσε πέντε μέρες, ενώ στις 16.10.2021, η θεία του τους επισκέφθηκε στην πατρική τους οικία, ζητώντας τους να φύγουν. Ο Αιτητής ακολούθως υποστήριξε ότι περί τη μία εβδομάδα αργότερα, καθώς επέστρεφε από την εργασία του, απήχθη από αγνώστους που επέβαιναν σε αυτοκίνητο. Τον μετέφεραν σε ένα κτήριο καθώς ο ίδιος είχε χάσει τις αισθήσεις του, ενώ μόλις τις ανέκτησε, οι απαγωγείς του, τού είπαν πως στάθηκε τυχερός καθώς ο άνδρας (“the guy”) που τους προσέλαβε να τον σκοτώσουν δεν τους είχε πληρώσει και ως εκ τούτου, τον άφησαν ελεύθερο αφού τον λήστεψαν. Ο Αιτητής ενημέρωσε για τον αδερφό της μητέρας του για το τι είχε επισυμβεί και, λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε να δέχεται απειλές από τη συμμορία Kuluna ώστε να εγκαταλείψουν την πατρική οικία. Ο Αιτητής υποστήριξε περαιτέρω ότι την 01.11.2021 έγινε εκ νέου απόπειρα απαγωγής του, ωστόσο επενέβη η αστυνομία καθώς ήταν μέρα και υπήρχε αρκετός κόσμος τριγύρω. Ωστόσο, όταν ο Αιτητής εξήγησε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, η αστυνομία δεν προχώρησε με διερεύνηση της υπόθεσης καθώς είπαν πως πρόκειται για οικογενειακό ζήτημα. Τότε ο θείος του Αιτητή τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη χώρα και διευθέτησε το ταξίδι του ενώ σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος υποστήριξε, την ημέρα που θα ξεκινούσε το ταξίδι, ο θείος του τον πληροφόρησε ότι για τον θάνατο των γονέων του ευθύνεται η αδερφή του πατέρα του, η οποία ήθελε να σφετερισθεί την περιουσία τους  (ερυθρό 20 Δ.Φ.)

 

Κατά την εξεταστική διαδικασία προς διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος και ερωτηθείς ως προς τη σχέση με τη θεία του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση και επικοινωνία πριν τον θάνατο του πατέρα του (ερυθρό 19, 3Χ του δ.φ.). Κληθείς να περιγράψει το περιστατικό την ημέρα που η θεία του επισκέφθηκε την πατρική τους οικία στις 16.10.2021, ο Αιτητής δήλωσε ότι η θεία του διαμήνυσε στον ίδιο και τις αδερφές του ότι η περιουσία αυτή ανήκε στον αδερφό της και τώρα στην ίδια, απειλώντας τους να εγκαταλείψουν την οικία. Ο Αιτητής αρνήθηκε και η θεία του έφυγε αναφέροντας ότι τους δίνει λίγες ημέρες διορία (ερυθρό 18, 2Χ-3Χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς αν την είδε ξανά μετά από αυτό το περιστατικό, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 18, 4Χ Δ.Φ.). Σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά την αναχώρησή του από τη χώρα, ενοικιάζουν σε τρίτους την πατρική του οικία και οι αδερφές του διαμένουν με τον θείο του στην Kasa-vubu, ενώ δεν έχουν λάβει οποιαδήποτε απειλή από την θεία τους (ερυθρό 17 Δ.Φ.). Ο Αιτητής υποστήριξε πως στοχοποιήθηκε ο ίδιος λόγω του ότι  είναι ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια του (ερυθρό 15, 1Χ  Δ.Φ.). Κληθείς να εξηγήσει πώς συνδέει το περιστατικό της απαγωγής του με την θεία του, ο Αιτητής προέβαλε ότι αυτό του είπε ο θείος του, ο οποίος το γνώριζε από τον πατέρα του Αιτητή. Ο τελευταίος, ζήτησε από τον θείο να προσέχει τα παιδιά του και να διασφαλίσει ότι η περιουσία του θα παραμείνει σε εκείνα (ερυθρό 16, 1Χ Δ.Φ.). Κληθείς να περιγράψει τις απειλές που δέχθηκε από τη συμμορία Kuluna, ο Αιτητής υποστήριξε πως περί τον Οκτώβριο του 2021, πριν το περιστατικό της δεύτερης απαγωγής του, δέχθηκε επίθεση από μέλη της συμμορίας καθώς περπατούσε στο δρόμο. Ειδικότερα, δήλωσε ότι τον πλησίασαν απειλητικά με μαχαίρι και σιδερένιους λοστούς, λέγοντάς του “we don’t like you, you don’ t take care of us, you never gave us anything”, ωστόσο ο Αιτητής κατόρθωσε να διαφύγει (ερυθρό 15, 2Χ Δ.Φ.). Κληθείς και πάλι να επεξηγήσει πώς αυτό το περιστατικό συνδέεται με την θεία του, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως αυτό του είπε ο θείος του (ερυθρό 15, 3Χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς αν απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές για οποιοδήποτε εκ των τριών περιστατικών, ο Αιτητής δήλωσε πως κατήγγειλε μόνο εκείνο με τη συμμορία Kuluna, χωρίς ωστόσο να υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη, ενώ αναφορικά με τις απαγωγές, το ζήτημα θα το διευθετούσε ο θείος του (ερυθρό 14 Δ.Φ.).

 

Ως προς την δυνατότητα επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής υποστήριξε πως δε θα ήταν ασφαλής στην Κινσάσα και πως είναι δυνατό να ζήσει σε άλλη περιοχή της χώρας, ωστόσο ο ίδιος δεν έχει οποιονδήποτε συγγενή αλλού (ερυθρό 23 4Χ, Δ.Φ.).

   

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Έχοντας παραθέσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε επί αυτών, από τον αρμόδιo λειτουργό του EUAA.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός EUAA διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ο δεύτερος αφορά τις απειλές που δέχθηκε και τις απαγωγές του εξαιτίας της κληρονομιάς του πατέρα του. Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ ο έτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς σύμφωνα με τον λειτουργό EUAA δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία του, λόγω έλλειψης λεπτομέρειας, συνοχής και συνεκτικότητας στις δηλώσεις του.

 

Συγκεκριμένα, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμόo αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η θεία του σκόπευε να σφετεριστεί την περιουσία του πατέρα του και δεν περιέγραψε επαρκώς τη συζήτηση που έγινε στην πατρική οικία μετά το θάνατο του πατέρα του. Επίσης, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις σχετικά με τις επισκέψεις της θείας του, καθώς αρχικά δήλωσε πως η θεία επισκέφθηκε την οικία τους πολλές φορές, ενώ αργότερα είπε ότι δεν την ξαναείδε. Αναφορικά με τις απαγωγές και την επίθεση από μέλη των Kuluna, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε σε αυτά χωρίς επαρκή λεπτομέρεια και δεν τα συνέδεσε αιτιωδώς με την υποτιθέμενη επιθυμία της θείας του για σφετερισμό της περιουσίας. Ο λειτουργός κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή βασίζονται αποκλειστικά στα λεγόμενα και στις υποθέσεις του θείου του περί του ότι για τα περιστατικά που επισυνέβηκαν στον Αιτητή ευθύνεται η θεία του και ότι οι αδερφές του Αιτητή, που διαμένουν στη χώρα, δεν έχουν λάβει οποιαδήποτε απειλή ούτε έχουν αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα (ερυθρό 15, 1Χ του δ.φ.). 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού λόγω αοριστίας, έλλειψης συνοχής και περιγραφικής λεπτομέρειας.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού δεν θα μπορούσε να διασταυρωθεί σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.  Εντούτοις, παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται η ύπαρξη και δράση της συμμορίας Kuluna, η οποία είναι υπεύθυνη για ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις κυρίως στην Κινσάσα. Αναφορικά με τις κτηματικές διαφορές, οι πληροφορίες στις οποίες παραπέμπει ο λειτουργός επιβεβαιώνουν ότι είναι κύριο αίτιο διενέξεων στη χώρα, ωστόσο υπάρχουν πρωτοβουλίες και οργανωμένα σχέδια από ΜΚΟ σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη, ώστε να αποσοβηθούν. Παρόλα αυτά, στη βάση της των ευρημάτων του κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa , ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός έκρινε κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία  στην πόλη Kinshasa, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού του EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρxικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ό λειτουργός της EUAA.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητήκατόπιν προσεκτικής μελέτης τόσο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, όσο και της εισηγητικής έκθεσης του λειτουργού EUAA, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εξιστορισθέντα γεγονότα λεπτομερώς και ευλογοφανώς, ενώ  κατά το στάδιο της διερεύνησης των ισχυρισμών του δεν μπόρεσε να παράσχει σαφείς, συνεκτικές, λεπτομερείς και ευλογοφανείς  απαντήσεις.  Παρατηρώ ότι το αφήγημά του συνίσταται σε ένα συγκεχυμένο σύμπλεγμα δηλώσεων, υποθέσεων και γεγονότων, τα οποία φέρεται να έλαβε γνώση αποκλειστικά δια της μαρτυρίας τρίτου προσώπου. Καθώς ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε μια άκρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του τελευταίου αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο επιγραμματικά αξιολογεί ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς  τους ισχυρισμούς του, κυρίως δε να παρουσιάσει με τρόπο συνεκτικό και ευλογοφανή τη σύνδεση του φερόμενου φορέα δίωξής του με τις φερόμενες πράξεις δίωξης. Η μόνη τέτοια σύνδεση που προκύπτει από τις δηλώσεις του Αιτητή, βασίζεται σε εικασίες του ίδιου και στα λεγόμενα του θείου του. Δεν προκύπτει επομένως αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στα τρία περιστατικά επίθεσης που δέχθηκε ο Αιτητής και την εμπλοκή της θείας του. Εξάλλου από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, δεν προκύπτει οποιουδήποτε είδους στοχοποίησή του.

Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε τη δυνατότητα στον Αιτητή να παραθέσει και να αποσαφηνίσει  κάθε πτυχή του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο τελευταίος ωστόσο δεν μπόρεσε δια των δηλώσεών του να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία του προβληθέντος αφηγήματος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο συντάσσεται με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί αδυναμίας επιβεβαίωσης του πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού σε εξωτερικές πηγές λόγω της υποκειμενικής του φύσης και ως εκ τούτου, βασιζόμενο αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, απορρίπτει τον ισχυρισμό του Αιτητή ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.

 

Υπό το φως λοιπόν, του μοναδικού ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός τόσο από τον λειτουργό EUAA όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Όλως επικουρικώς, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει κατά την προφορική του συνέντευξη για ποιο λόγο φοβάται ότι θα κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, δεδομένου ότι η επίμαχη περιουσία παραμένει στην ιδιοκτησία της οικογένειάς του και ενοικιάζεται, ενώ ούτε ο ίδιος ούτε οι αδερφές του που εξακολουθούν να διαμένουν στην ευρύτερη περιοχή, έχουν δεχθεί έκτοτε οποιαδήποτε απειλή από την θεία τους. Ειδικότερα, υποβληθείς στη συγκεκριμένη ερώτηση, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς νοηματική συνέπεια ότι ο ίδιος αντιμετώπισε αυτά τα προβλήματα ίσως επειδή είναι ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια του (ερυθρό 15 1Χ του δ.φ.).

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Λαμβάνοντας, εν προκειμένω  υπόψη το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια, καθώς  από το προαναφερόμενο ιστορικό, επί τη βάση και του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή αλλά και δεδομένου ότι ο ίδιος δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[13] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του εδαφίου (γ) του άρθρου 19(2) σημειώνεται ότι σε σχέση με τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[14] ότι αυτοί είναι:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12 ,  EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

  

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011[15] αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[16] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[17] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει χρόνος από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022, οι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[18].

 

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 24.05.2023 έως 24.05.2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 56 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 66 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (44 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (21 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[19]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται, το 2023, σε 16.316.000 κατοίκους[20], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί  ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών  περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότιεάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] Διαθέσιμη σε: https://www.cylaw.org/KDP/data/2019_1_297.pdf

[7] Κανονισμός 2021/2303 Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2021 σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010, διαθέσιμος στα ελληνικά σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32021R2303

[8] Άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A12016ME%2FTXT

[9] Βλ. Παράρτημα ΙΙ του Κανονισμού 2021/2303, όπου παρατίθεται πίνακας αντιστοιχίας των διατάξεων του προϋπάρχοντος με τον εν ισχύ Κανονισμό.

[10] Operating Plan 2022-2024 agreed by the European Asylum Support Office and the Republic of Cyprus (December 2021), διαθέσιμο στα αγγλικά σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf 

[11] Το ζήτημα της αρμοδιότητας των λειτουργών της EASO/EUAA να διεξάγουν συνεντεύξεις και να συντάσσουν εισηγήσεις έχει εξετασθεί σε αρκετές αποφάσεις του ΔΔΔΠ, βλ. ενδεικτικά απόφαση ημερ. 04/12/2023, M.E.Ev. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπόθεση αρ. 7509/22; απόφαση ημερ. 30/06/2023, NSv. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπόθεση αρ. 7741/2021; απόφαση ημερ. 10/02/2023, SLNv. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπόθεση αρ. 1904/2022; απόφαση ημερ. 10/01/2022, MPB v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπόθεση αρ. 453/2021.

 

[12] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[13] ΔΕΕ, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, ημερ. 17.2.2009, σκέψη 32

[14] ΔΕΕ, C-901/19, ημερ. 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[15] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερ. 28.11.2011.

[16] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.

[17] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[18] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ [ημερ. πρόσβασης 10/06/2024]

[19] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: COUNTRY VIEW- EVENT DATE - 24.05.2023 - 24.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots και REGION - Western Africa – Democratic Republic of Congo-Kinshasa)

[20] https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 10/06/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο