ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 1626/23

 

28 Ιουνίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 

 

                                                      G. B. G.

Αιτητή

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………….

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Γ. Γεωργίου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Η. Φασούλης (κος) για πιστή διερμηνεία από την λινγκάλα στην ελληνική και αντίστροφα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 4.5.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και αποφασίστηκε η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (στο εξής: ΛΔΚ) και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του. Περί τις 31.3.2021 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 20.4.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό, ο οποίος στις 28.4.2023 υπέβαλε σχετική Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Στις 4.5.2023, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 29.5.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας αναφέρει ότι διαφωνεί με την επίδικη απόφαση λόγω του ότι κινδυνεύει η ζωή του από το πρακτορείο στο οποίο είχε αιτηθεί φοιτητική άδεια εισόδου με σκοπό να σπουδάσει. 

 

3.             Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής αναφέρει ότι αιτείται την επανεξέταση του φακέλου του λόγω των νέων στοιχείων που προέκυψαν. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι κλήθηκε μαζί με άλλους σε συνάντηση για την εξόφληση κάποιου χρηματικού ποσού που χρωστούσε, αλλά η συνάντηση κατέληξε σε διαπληκτισμό μεταξύ αυτών και των υπαλλήλων με συνέπεια να προκληθούν ζημιές και σοβαροί τραυματισμοί. Αναφέρει ότι στη συνέχεια μέλη των οικογενειών των υπαλλήλων άρχισαν να τους απειλούν, καθώς ένας εξ αυτών τραυματίστηκε στο κεφάλι και έμεινε εγκεφαλικά παράλυτος, ενώ οι ιδιοκτήτες του καταστήματος προέβησαν σε καταγγελίες για τους βανδαλισμούς. Αναχώρησε από τη χώρα του με τη βοήθεια του ξαδέρφου του. Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι λόγω των καταγγελιών που εκκρεμούν, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης ή άλλου είδους βασανιστήρια και απάνθρωπη μεταχείριση που πιθανόν να προκύψει από την παραμονή του στις φυλακές. Τέλος αναφέρει πως η κράτησή του θα επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του.

 

4.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη. Παραπέμπουν στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας διαδικασίας και έρευνας. Αναφέρονται εκτεταμένως στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή και στην αξιολόγησή τους από την Υπηρεσία Ασύλου, υποδεικνύοντας ότι δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει το αίτημά του προς υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καταλήγοντας ότι η επίδικη συνιστά προϊόν δέουσας έρευνας. Επισημαίνουν επιπλέον, πως οι ισχυρισμοί που προβάλλονται μέσω της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή ουδεμία σχέση έχουν με τους ισχυρισμούς που προέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τόσο στην αίτησή του, όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Καταλήγουν πως ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου προκειμένου να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε και οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του προαναφερθέντος Νόμου για αναγνώριση σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώθηκε ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.

 

5.              Στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο εντάλματος αναζήτησής του από τις αρχές της ΛΔΚ. Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι σε συνάντηση που είχε στις 5.3.2021 με τον υπεύθυνο του πρακτορείου, ο οποίος θα οργάνωνε το ταξίδι του για σπουδές στον Καναδά, κάποιος κτύπησε υπάλληλο με ρόπαλο και εξαιτίας αυτού, συγγενείς του θύματος τον αναζητούν, ενώ ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου υπέβαλε καταγγελία για το συμβάν. Αναφέρθηκε στο ένταλμα αναζήτησης που εκκρεμεί εναντίον του και ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του ισχυρίστηκε ότι πιθανόν να συλληφθεί και να φυλακιστεί.

 

Νομικό πλαίσιο

6.             Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

7.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

 

8.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (στο εξής: ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό εκ προοιμίου ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

12.          Παρατηρώ συναφώς, ότι στο έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από την Kinshasa και ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mukongo. Ως προς τον λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι στις 21 Φεβρουαρίου απήχθη με ένα κίτρινο ταξί και κατάφερε να ξεφύγει όταν προκλήθηκε διάτρηση στα ελαστικά του οχήματος. Έκτοτε ανέφερε πως άρχισε να λαμβάνει απειλητικά μηνύματα κατά της ζωής του. Η οικογένειά του τον παρότρυνε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε επειδή θα επιδείνωνε την κατάσταση και ως εκ τούτου, αποφάσισε να αναχωρήσει από τη χώρα του. 

 

13.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του την Kinshasa (περιοχή Bandalungwa) της ΛΔΚ. Ως προς τη θρησκεία δήλωσε Χριστιανός – Καθολικός. Σπούδασε σε δημόσιο πανεπιστήμιο της Kinshasa διοίκηση και λογιστική και αποφοίτησε το 2019. Ομιλεί λινγκάλα, τη γαλλική και λιγότερο την αγγλική γλώσσα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ανέφερε ότι δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει τέκνα. Οι γονείς του και τα δύο του αδέρφια εξακολουθούν να διαμένουν στην Kinshasa. Εργάστηκε για οκτώ μήνες σε τηλεοπτικό σταθμό, μεταφέροντας δεδομένα σε υπολογιστή.

 

14.          Ακολούθως, κληθείς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι το πρακτορείο στο οποίο αποτάθηκε για να εξασφαλίσει φοιτητική άδεια για τον Καναδά τον εξαπάτησε και αρνήθηκαν να του επιστρέψουν τα χρήματα που είχε καταβάλει. Ισχυρίστηκε ότι στις 21 Φεβρουαρίου 2021 άγνωστα άτομα τον απήγαγαν και του πήραν όλα τα έγγραφα δια της βίας για να μην μπορέσει να τους καταγγείλει στην αστυνομία.

 

15.          Στη συνέχεια, ο Αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων σχετικά με τη διαδικασία που ακολούθησε μέσω του πρακτορείου προκειμένου να φοιτήσει σε πανεπιστήμιο του Καναδά. Ο Αιτητής ανέφερε ότι το 2018, πριν αποφοιτήσει, ξεκίνησε τη διαδικασία με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στον Καναδά, η οποία διαδικασία περιελάμβανε εξέταση στη γαλλική και αγγλική γλώσσα. Ως ισχυρίστηκε, κατέβαλε το ποσό των 300 δολαρίων στο γαλλικό ινστιτούτο και παρακάθισε σε εξέταση γλώσσας τον Νοέμβριο του 2018 και στο πρακτορείο κατέβαλε αρχικά 400 δολάρια για να του ανοίξουν φάκελο. Ακολούθως, ανέφερε ότι κατέβαλε το ποσό των 200 δολαρίων για την εκπαίδευσή του, στη συνέχεια 800 δολάρια προκαταβολή στο πανεπιστήμιο, καθώς και 125 δολάρια για να στείλει όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Αντιλήφθηκε ότι τον εξαπάτησαν κατά το τελικό στάδιο της διαδικασίας, όταν δεν έλαβε επιστολή πρόσκλησης από το πανεπιστήμιο και μετά από πολλά αιτήματα προς το πρακτορείο ανακάλυψε ότι εγκατέλειψαν τις εγκαταστάσεις τους, ενώ ούτε τηλεφωνικώς ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει μαζί τους. Ισχυρίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης έστειλε μήνυμα για να συναντηθούν, λέγοντάς του ότι θα τους επιστρέψει τα χρήματα και διευθέτησε συνάντηση στην οποία έστειλε υπαλλήλους του. Κατά τη συνάντηση, ισχυρίστηκε ότι πήρε τα έγγραφά του και όταν απαίτησε την επιστροφή χρημάτων του, του είπαν ότι δεν έχουν τα χρήματα και πως ακόμη κι αν αποταθεί στις αρχές, ο ιδιοκτήτης έχει διασυνδέσεις παντού. Στις 21 Φεβρουαρίου 2021, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όταν πήρε ταξί για να επιστρέψει στην οικία του, επέβαιναν στο ταξί τρία άτομα της συμμορίας Kuluna, τα οποία εικάζει ότι έστειλε το πρακτορείο, και τα οποία τον κτύπησαν και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν συνεχίσει να απαιτεί επιστροφή των χρημάτων του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα άτομα αυτά συνέχισαν να τον απειλούν με μηνύματα μετά το περιστατικό της απαγωγής. Ισχυρίστηκε ότι αποτάθηκε στην αστυνομία, αλλά επειδή δεν είχε χρήματα, δεν το διερεύνησαν. Με τη βοήθεια μίας μη κυβερνητικής οργάνωσης (Les Etoiles) διευθέτησε την αναχώρησή του από τη χώρα. Ερωτηθείς για τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του, δήλωσε πως φοβάται από τα άτομα του πρακτορείου και από εγκληματίες που πιθανόν να χρησιμοποιεί το πρακτορείο. Σε ερώτηση κατά πόσο θα μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια σε μία άλλη πόλη όπως είναι η Lubumbashi, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το πρακτορείο έχει παντού διασυνδέσεις. 

 

16.          Διερευνητικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή και αναφορικά με το έγγραφο που προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, το οποίο αφορά σε επιστολή από το πανεπιστήμιο του Τορόντο σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διαπιστευτηρίων του Αιτητή (ερυθρά 46-44 του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι πρόκειται για την εγγραφή του σε πανεπιστήμιο του Τορόντο, το οποίο ενώ φέρει ημερομηνία 20 Ιουλίου 2020, ισχυρίστηκε ότι το παρέλαβε τον Αύγουστο του 2022 λόγω καθυστερήσεων στο ταχυδρομείο εξαιτίας της πανδημίας. Ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω έγγραφο βεβαιώνει την επιτυχία του σε εξέταση και ότι εκκρεμεί ακόμη η επιστολή πρόσκλησης από το πανεπιστήμιο.

 

17.          Αξιολογώντας τα όσα προέβαλε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, χώρα καταγωγής, και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι εξαπατήθηκε από πρακτορείο το οποίο πλήρωσε για να διευθετήσει την αίτησή του στο πανεπιστήμιο του Τορόντο και ο τρίτος σχετικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι δέχθηκε επίθεση και απειλές από άγνωστα άτομα, τα οποία έστειλε το πρακτορείο.  

 

18.          Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε ως αξιόπιστος. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι πρόκειται για υπήκοο της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και διαμονής την Kinshasa. Τα όσα προέβαλε ο Αιτητής κρίθηκε πως βρίσκονται σε συμφωνία με το προσκομισθέν από τον Αιτητή έγγραφο (έγγραφο διαβατηρίου) και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.  

 

19.          Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε επίσης αποδεκτός. Ο Αιτητής ανέφερε πως απευθύνθηκε σε ένα πρακτορείο με την επωνυμία CCJ το 2018 προκειμένου να ξεκινήσει τη διαδικασία υποβολής αίτησης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και να συνεχίσει τις σπουδές του στον Καναδά. Κατέβαλε ως ανέφερε διάφορα χρηματικά ποσά στο πρακτορείο προκειμένου να του ανοίξουν φάκελο, να ξεκινήσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για παρακαθίσει σε εξετάσεις γλώσσας στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Kinshasa, για τα δίδακτρα του πανεπιστημίου και τέλος για να στείλει τον φάκελό του μέσω εταιρείας παράδοσης δεμάτων. Ως ισχυρίστηκε, πέρασε την εξέταση γλωσσικής επάρκειας που παρακάθισε τον Νοέμβριο του 2018 και στη συνέχεια ενημέρωσαν τον ίδιο και άλλους φοιτητές ότι θα λάβουν επιστολή πρόσκλησης από το πανεπιστήμιο. Ο Αιτητής ανέφερε ότι μετά την πάροδο ενός έτους και ενώ αντιλήφθηκε ότι η εξέταση στην οποία παρακάθισε δεν θα είχε πλέον ισχύ, αποτάθηκε στο πρακτορείο τον Δεκέμβριο του 2019 για να ρωτήσει για την εξέλιξη της διαδικασίας, αλλά διαπίστωσε ότι είχαν εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις τους, ενώ αντιμετώπιζε δυσκολία να επικοινωνήσει μαζί τους τηλεφωνικώς. Δήλωσε πως δεν έπαιρναν συγκεκριμένη απάντηση και ως εκ τούτου συνειδητοποίησε πως τον είχαν εξαπατήσει. Οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως ο Αιτητής προέβη σε λεπτομερή και ικανοποιητική περιγραφή όλων των σταδίων της διαδικασίας που ακολούθησε για να υποβάλει αίτηση στο πανεπιστήμιο μέσω του πρακτορείου, υπήρξε συγκεκριμένος αναφορικά με τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε, τη χρονική περίοδο εγκυρότητας της εξέτασης, καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αντιλήφθηκε ότι πρόκειτο για απάτη. 

 

20.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή ενισχύονται από τα έγγραφα που προσκόμισε σχετικά με την εγγραφή του στο πανεπιστήμιο του Τορόντο (ερυθρά 46-44 του διοικητικού φακέλου). Επιπλέον, προέβησαν σε έρευνα, κατά την οποία καταγράφεται μαρτυρία ενός υπηκόου της ΛΔΚ, ο οποίος έπεσε θύμα απάτης από ταξιδιωτικό πρακτορείο της Kinshasa (ερυθρό 53 του διοικητικού φακέλου). Καθότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

 

21.          Ο τρίτος ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τις συνθήκες υπό τις οποίες διευθέτησε συνάντηση με τους συνεργάτες του πρακτορείου, ούτε έδωσε λεπτομέρειες για το τι συνέβη κατά τη συνάντηση που είχαν, ενώ αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό επίθεση που δέχτηκε από άγνωστα άτομα, καθώς επέβαινε σε ταξί, ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και δεν έδωσε επαρκείς περιγραφές ούτε για την επίθεση, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε ότι τα εν λόγω άτομα σχετίζονται με τις συμμορίες Kuluna και το πρακτορείο. Επιπρόσθετα, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν την έλλειψη επαρκών πληροφοριών ως προς την καταγγελία του περιστατικού στην αστυνομία. 

 

22.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε πως το φαινόμενο  των συμμοριών Kuluna είναι ευρέως διαδεδομένο στην Kinshasa και ότι η εν λόγω συμμορία έχει δεσμούς με τις δυνάμεις ασφαλείας και τους πολιτικούς της περιοχής και συχνά χρησιμοποιούνται από άτομα με εξουσία για διάφορους σκοπούς (ερυθρά 56-54 του διοικητικού φακέλου).

 

23.          Οι Καθ' ων η αίτηση, με βάση τα ανωτέρω, λόγω της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, ο συναφής ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

24.          Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν τα ακόλουθα. Στη βάση του πρώτου ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του Αιτητή και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, και ειδικότερα πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή φόβου δίωξης ή βλάβης του Αιτητή. Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ήτοι ότι ο Αιτητής εξαπατήθηκε από πρακτορείο, το οποίο θα διευθετούσε την αίτησή του για σπουδές σε πανεπιστήμιο του Καναδά, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι παρά το γεγονός ότι είναι συνήθεις οι απάτες πρακτορείων στη ΛΔΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίωξη, ούτε σοβαρή βλάβη με βάση τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

25.          Προχωρώντας τέλος στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.  

 

26.          Στο πλαίσιο της δικαστική διαδικασίας ο Αιτητής μέσω της γραπτής του αγόρευσης διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς της συνέντευξής του, αναφέροντας ότι η συνάντηση στην οποία είχε κληθεί, χωρίς να προσδιορίσει τα μέρη της συνάντησης, με σκοπό την εξόφληση χρηματικών ποσών που όφειλαν, είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό ενός ατόμου στο κεφάλι και καταστροφή κινητής και ακίνητης περιουσίας. Ισχυρίστηκε ότι λόγω του ότι μέλη της οικογένειας του τραυματία άρχισαν να τους απειλούν και λόγω του ότι ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου προέβη σε καταγγελία, αναχώρησε με τη βοήθεια του ξαδέρφου του και εάν επιστρέψει θα αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης.

 

27.          Στο  πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, έγινε αποδεκτό έγγραφο, το οποίο κατατέθηκε από τον Αιτητή. Κατά την ακροαματική διαδικασία διαπιστώθηκε προς πρόκειται για αντίγραφο εγγράφου, το οποίο αφορά ένταλμα αναζήτησής του εκδοθέν στις 14.3.2021 από τις αρχές της ΛΔΚ με την κατηγορία έλλειψης σεβασμού προς στους νόμους. Τέθηκαν στον Αιτητή διευκρινιστικά ερωτήματα σχετικά με το ένταλμα αναζήτησης το οποίο προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο  Αιτητής ισχυρίστηκε ότι του το έστειλε ένας φίλος του, ο οποίος το βρήκε τυχαία από άτομο των κρατικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Αιτητής σε σχετική ερώτηση, ισχυρίστηκε ότι το έγγραφο το παρέλαβε τον Μάρτιο του 2021, και ότι συνδέεται με περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα στις 5.3.2021, ημερομηνία κατά την οποία συναντήθηκε με τον υπεύθυνο του πρακτορείου, το οποίο θα διευθετούσε την εγγραφή του σε πανεπιστήμιο του Καναδά. Σε διερευνητικά ερωτήματα του Δικαστηρίου, ο Αιτητής ανέφερε πως το εν λόγω πρακτορείο αναλάμβανε διαδικασίες για ταξίδια και εγγραφές σε πανεπιστήμια και πως ο ίδιος είχε αποταθεί σε αυτό για να μεταβεί για σπουδές στον Καναδά, αλλά δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες και ο σκοπός της συνάντησης ήταν να του επιστραφεί το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλει. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι πλήρωσε 1200 δολάρια ως προκαταβολή για το πανεπιστήμιο, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε απόδειξη και όταν ζήτησε εξηγήσεις, δεν του έδιναν σαφείς απαντήσεις με αποτέλεσμα να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του. Ως ισχυρίστηκε, διευθετήθηκε συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στις 5.3.2021 και η οποία είχε ως συνέπεια να κτυπήσει κάποιος έναν υπάλληλο με ρόπαλο, ενώ ο ίδιος μόλις αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, διέφυγε γιατί φοβήθηκε να μην θεωρηθεί συνυπαίτιος. Ερωτηθείς για την εξέλιξη της υπόθεσης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν επέστρεψε στην οικία του, αλλά πληροφορήθηκε από τους γονείς του ότι την επόμενη μέρα τον αναζητούσαν συγγενείς του τραυματία με σκοπό να εκδικηθούν. Ισχυρίστηκε ότι μερικές εβδομάδες αργότερα ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου ενημέρωσε τους γονείς του ότι είχε προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία. Κληθείς να αναφέρει κατά πόσο ο ίδιος ή η οικογένειά του είχαν οποιαδήποτε ένδειξη ότι τον αναζητούσε η αστυνομία, ο Αιτητής απάντησε αόριστα ότι ένας φίλος του με τον οποίο έψελναν μαζί στην εκκλησία, έλαβε τυχαία την πληροφορία από φίλο του που γνώριζε άτομο που εργαζόταν στο πρακτορείο πληροφοριών. Ισχυρίστηκε ότι του το έστειλε το 2021, αλλά δεν το προσκόμισε στη συνέντευξη διότι φοβόταν. Τέλος, ανέφερε πως έκτοτε κανείς δεν τον αναζήτησε στο σπίτι του, δεν γνωρίζει κατά πόσο καταδικάστηκε κάποιος για την εν λόγω υπόθεση και ότι δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει. Σε σχετική ερώτηση, δήλωσε πως εξέδωσε άδεια εισόδου με τη βοήθεια του ξαδέρφου του, αναχώρησε νόμιμα από το αεροδρόμιο της Kinshasa, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, καθότι ως ισχυρίστηκε δεν είχε γίνει ακόμη γνωστό ότι ήταν αναζητούμενο πρόσωπο. Εάν επιστρέψει στη ΛΔΚ ισχυρίστηκε ότι πιθανόν να τον συλλάβουν και να τον καταδικάσουν και ίσως η οικογένεια του τραυματία αναζητήσει εκδίκηση. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά κατά τη γραπτή του αγόρευση στο περιστατικό της απαγωγής, το οποίο περιέγραψε κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής δεν έδωσε οποιαδήποτε σαφή απάντηση.

 

28.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, αρχικά συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής την Kinshasa.

 

29.          Συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του δεύτερου σχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμού, ήτοι ότι ο Αιτητής αποτάθηκε σε πρακτορείο με σκοπό να διευθετήσει το ταξίδι και τις σπουδές του στον Καναδά και ότι στην πορεία είχε ενδείξεις ότι πιθανόν να τον είχαν εξαπατήσει. Όπως ορθά αναλύθηκε και από τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες τόσο για το πρακτορείο, όσο και για τη διαδικασία που ακολούθησε. Ανέφερε την ονομασία του πρακτορείου, τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε, τις εξετάσεις επάρκειας γλώσσας στις οποίες παρακάθισε, καθώς και το χρονικό διάστημα το οποίο ανέμενε από το πρακτορείο για να τον ενημερώσει για την πορεία της εγγραφής του στο πανεπιστήμιο. Ο Αιτητής ανέφερε πως η εξέταση γλώσσας είχε ισχύ για δύο χρόνια  και πως ο ίδιος φοβούμενος ότι θα έληγε, άρχισε να ζητά εξηγήσεις από το πρακτορείο, καθότι δεν είχε λάβει επιστολή πρόσκλησης από το πανεπιστήμιο. Αφηγήθηκε με συνοχή πως κατά την προσπάθειά του να μάθει τι συνέβη, το πρακτορείο είχε εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις του και δυσκολευόταν να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς μαζί τους. Πράγματι, ο Αιτητής ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το πρακτορείο, για τα στάδια που ακολούθησε και για το τι τον οδήγησε στην πορεία να σκεφτεί πως πιθανόν να τον έχουν εξαπατήσει. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε έρευνα κατά την οποία εντοπίστηκε σελίδα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με την ονομασία “C.C.J.”, το οποίο ασχολείται με διαδικασίες μετανάστευσης και με προγράμματα πρόσληψης εργαζομένων και φοιτητών στον Καναδά.[1] Τέλος, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός ενισχύεται από το έγγραφο που παρουσίασε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου και το οποίο αφορά επιστολή αξιολόγησης των εκπαιδευτικών διαπιστευτηρίων του Αιτητή από το πανεπιστήμιο του Τορόντο.

 

30.          Αναφορικά με τον τρίτο σχηματισθέντα ισχυρισμό, συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας του. Ειδικότερα κρίνεται ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε απαγωγή του από άγνωστα άτομα, τα οποία ισχυρίστηκε ότι έστειλε ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου για να τον απειλήσουν. Ο Αιτητής ανέφερε ότι μετά από συνάντηση που είχε με τον ιδιοκτήτη του πρακτορείου και συγκεκριμένα στις 21.1.2021, στο ταξί με το οποίο θα επέστρεφε στην οικία του, επέβαιναν τρία άγνωστα άτομα, τα οποία ισχυρίστηκε ότι ανήκουν στη συμμορία Kuluna και τα οποία του επιτέθηκαν και τον απείλησαν. Ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν πως ο Αιτητής υπήρξε αόριστος σχετικά με τη συνάντηση που ισχυρίστηκε ότι είχε με το πρακτορείο και γενικός στην περιγραφή της επίθεσης, ενώ δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για το πώς τα συγκεκριμένα άτομα συνδέονταν με το πρακτορείο ή με τις συμμορίες Kuluna. Παρουσιάζεται εξάλλου ανακόλουθος ως προς τις συνθήκες απελευθέρωσής του. Η ίδια γενικότητα παρατηρείται και στις δηλώσεις του Αιτητή περί καταγγελίας του περιστατικού στην αστυνομία. Αξιοσημείωτη είναι και η αντίφαση που προκύπτει από την αρχική αίτηση του Αιτητή, στην οποία κατέγραψε πως η οικογένειά του τον παρότρυνε να υποβάλει καταγγελία στην αστυνομία για το εν λόγω περιστατικό, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε, καθώς ως ισχυρίστηκε θα επιδείνωνε την κατάστασή του. Αντίθετα κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αποτάθηκε στις αρχές της χώρας του, αμέσως μετά το περιστατικό, χωρίς ωστόσο να προωθηθεί η υπόθεσή του (βλ. ερ. 31 του διοικητικού φακέλου)

 

31.          Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Αιτητής υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, ενώ διαφοροποίησε εκ βάθρων την αφήγησή του αναφορικά με το περιστατικό, το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε συνάντηση που είχε με το πρακτορείο στις 5.3.2021, ημερομηνία την οποία ουδέποτε ανέφερε στη συνέντευξή του. Αντιθέτως, ο Αιτητής είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι μετά τη συνάντηση που είχε και συγκεκριμένα στις 21.1.2021 έλαβε χώρα το περιστατικό απαγωγής και επίθεσης εναντίον του από άγνωστα άτομα. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνάντησης, όπου κτυπήθηκε στο κεφάλι υπάλληλος του πρακτορείου με ρόπαλο μπέιζμπολ, γεγονός το οποίο τον ώθησε να αναχωρήσει από τη συνάντηση και φοβούμενος μη θεωρηθεί συνυπαίτιος, δεν επέστρεψε στην οικία του. Επικαλείται για πρώτη φορά απειλή από συγγενείς του τραυματία και από τον ιδιοκτήτη του πρακτορείου, οι οποίοι ως ισχυρίστηκε τον αναζήτησαν στην οικία του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο ιδιοκτήτης του πρακτορείου προέβη σε καταγγελία εναντίον του και ότι πέραν των δύο αυτών επισκέψεων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν τον αναζήτησαν ξανά. Οι δηλώσεις του Αιτητή κατά την αφήγηση των ανωτέρω παρουσιάστηκαν αντιφατικές, συγκεχυμένες και αόριστες. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πόσα άτομα παρευρέθηκαν στην συνάντηση που είχαν με το πρακτορείο, ενώ αρχικά ανέφερε ότι πήγε μόνος του, ακολούθως αναφέρθηκε σε δέκα άτομα και στη συνέχεια δήλωσε πως ήταν παρόντα κι άλλα άτομα που είχαν προβεί στις ίδιες διαδικασίες. Επιπρόσθετα, ενώ στη συνέντευξή του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αναχώρησε από τη χώρα του με τη βοήθεια μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, κατά την ακροαματική διαδικασία αναφέρθηκε σε βοήθεια από τον ξάδερφό του. Επιπλέον, ο Αιτητής επέδειξε πλήρη άγνοια σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης, δεδομένο μη ευλογοφανές. Τέλος, σημειώνεται ότι ο Αιτητής ουδεμία αναφορά έκανε στο περιστατικό της απαγωγής από άγνωστα άτομα της ομάδας των Kuluna και όταν ρωτήθηκε σχετικά δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση.

 

32.          Όσον αφορά στο ένταλμα αναζήτησης που προσκόμισε ο Αιτητής κατά την ακροαματική διαδικασία στις 20.11.2023, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα καταρχήν να αποφανθεί επί της γνησιότητας ενός εγγράφου, τόσο διότι κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. και Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Εξάλλου, δεδομένης της απαγόρευσης συνεργασίας με τις αρχές της χώρας καταγωγής, ακόμα κι αν υπάρχουν δημόσια έγγραφα που στηρίζουν τους ισχυρισμούς, αυτά θα είναι κατά κανόνα αμετάφραστα και ανεπικύρωτα. Αξιολογήσεις περί γνησιότητας ή πλαστότητας είναι συνεπώς δυσχερείς. Τελικώς ακόμα και εάν η γνησιότητα των εγγράφων διασταυρωθεί μέσω των προφορικών ισχυρισμών, αυτά θα ενισχύσουν προφορικούς ισχυρισμούς αλλά δεν επαρκούν αφ' εαυτών για να τους αποδείξουν (βλ. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης - Μάρκου, Προσφυγικό Δίκαιο, Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ. 31.). Επιφύλαξη στην αρχική επισήμανση, αποτελούν οι περιπτώσεις όπου τα έγγραφα παρουσιάζουν προφανή σημεία αλλοίωσης. Τούτων λεχθέντων, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με το έγγραφο, ο Αιτητής έδωσε συγκεχυμένες και μη ευλογοφανείς απαντήσεις, αναφέροντας πως το εξασφάλισε τυχαία από φίλο του, φίλος του οποίου έχει γνωστό στην υπηρεσία πληροφοριών. Το εν λόγω ένταλμα αναζήτησης  αναγράφει ως λόγο αναζήτησης του Αιτητή την ανυπακοή στους νόμους, χωρίς να εξειδικεύει ή να δίνει λεπτομέρειες για την ισχυριζόμενη κατηγορία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συνέντευξή του, ο Αιτητής ουδεμία αναφορά έκανε σε ύπαρξη εντάλματος αναζήτησής του, και ερωτηθείς σχετικά, ισχυρίστηκε ότι φοβόταν να το προσκομίσει για να μην συλληφθεί και αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα του. Επιπρόσθετα, ερωτηθείς κατά την ακροαματική διαδικασία εάν ο ίδιος ή οι γονείς του έλαβαν κάποια έγγραφα, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν ενημερώθηκε για κάτι τέτοιο, ενώ στη συνέχεια επικαλείται το ένταλμα, χωρίς να δίνει ικανοποιητική εξήγηση για το γεγονός ότι δεν το ανέφερε. Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αιτητής αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα και όταν ρωτήθηκε σχετικά ισχυρίστηκε ότι δεν είχε γίνει ακόμη γνωστό το γεγονός ότι τον αναζητούσαν. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι όντως το προσκομισθέν ένταλμα ημερομηνίας 14.3.2021, φαίνεται να εκδόθηκε μετά την αναχώρηση του Αιτητή από τη χώρα καταγωγής του στις 9.3.2021. Επίσης, ενώ όπως ανέφερε είχε πρόσβαση σε άτομο των μυστικών πληροφοριών, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ο Αιτητής δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον να ενημερωθεί για την εξέλιξη της υπόθεσης, γεγονός το οποίο εγείρει περαιτέρω ερωτηματικά αναφορικά με το αληθές των ισχυρισμών του, καθότι εάν αντιμετώπιζε όντως δίωξη, ευλόγως θα φρόντιζε να πληροφορηθεί για την υπόθεση. Αντιφατικός επίσης κρίνεται ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι, παρόλο που εκκρεμεί ένταλμα αναζήτησής του, ουδέποτε τον αναζήτησε η αστυνομία στο σπίτι του στη ΛΔΚ. Κατόπιν έρευνας, σε έκθεση του Immigration and Refugee Board του Καναδά αναφέρεται ότι τα έγγραφα με "υψηλή συχνότητα" απάτης στη ΛΔΚ είναι τα πιστοποιητικά γέννησης, τα πιστοποιητικά γάμου, τα ακαδημαϊκά διπλώματα, τα διαβατήρια, οι δικαστικές αποφάσεις και τα εντάλματα αναζήτησης.[2]

 

33.          Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, από το σύνολο των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, επισημαίνεται πως δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με συνεκτικότητα, σαφήνεια και λεπτομέρεια[3] τους ισχυρισμούς του περί αναζήτησής του από τις αρχές, ούτε περί απειλών κατά της ζωής του από το πρακτορείο ή από την οικογένεια του ατόμου που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης. Ο Αιτητής κατά τη δικαστική διαδικασία, διαφοροποίησε άρδην τους ισχυρισμούς της συνέντευξής του και προέβη σε ασυνεπείς, μη ευλογοφανείς και αόριστες δηλώσεις χωρίς να είναι σε θέση να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τις αντιφάσεις που προέκυψαν. Οι καινοφανείς και αντιφατικοί ισχυρισμοί του Αιτητή που προβάλλονται με έλλειψη ευλογοφάνειας και συνέπειας, σε συνδυασμό με την οψιγενή προβολή τους απορρίπτονται ως αναξιόπιστοι.

 

Αξιολόγηση κινδύνου

 

34.          Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Πράγματι βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν προκύπτει από τη θρησκεία του Αιτητή, ήτοι χριστιανός καθολικός, καθώς σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη ΛΔΚ για το 2023, 55% του πληθυσμού είναι καθολικοί, 33% ευαγγελικοί, 32% προτεστάντες και 2% μουσουλμάνοι.[4] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες που να παραπέμπουν σε εμπλοκή της εθνοτικής φυλής του Αιτητή, ήτοι Mukongo, σε εσωτερικές διενέξεις, ή διακρίσεις εναντίον ατόμων που ανήκουν στην εν λόγω φυλή. Σημειώνεται, ότι ούτε ο Αιτητής πρόβαλε οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο προς αυτή την κατεύθυνση.  

 

35.          Ως προς τον δεύτερο αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί πιθανότητας εξαπάτησής του από πρακτορείο στο οποίο αποτάθηκε για να διευθετήσει την εγγραφή του σε πανεπιστήμιο του Καναδά με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του, αυτός  δεν εμπίπτει ούτε στο όρο δίωξη με την έννοια του άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου (πράξεις «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών), πολλώ δε μάλλον για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων).

 

36.          Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, και συγκεκριμένα ως προς την κατάσταση ασφαλείας, και εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψαν τα ακόλουθα. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης που καταγράφει τις συρράξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΛΔΚ εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων κυρίως στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa.[5] Επιπρόσθετα, Έκθεση (2023) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu και στις ανατολικές επαρχίες του Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[6] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

37.          Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα δεδομένα  αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), τη χρονική περίοδο 24.6.2023 - 21.6.2024 καταγράφηκαν στην πόλη Kinshasa 85 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια την απώλεια 36 ανθρώπινων ζωών. Τα 85 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 24 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 42 διαμαρτυρίες (protests), 14 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 18 ανθρώπινες απώλειες και 5 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 17 ανθρώπινες απώλειες.[7] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται σήμερα (2024) σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[8], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (36 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

38.          Στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν καταδεικνύει ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], πιο συγκεκριμένα ότι δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)).

 

39.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, λόγω της ύπαρξης διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, όπου, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

40.          Ιδίως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε π απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

41.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

42.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

43.          Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, ιδίως δε του χαμηλού βαθμού απομακρυσμένης βίας, η οποία είναι εκ φύσεως δυνατό να επιφέρει απώλειες αμάχων, καθώς και του σχετικά χαμηλού αριθμού μαχών και περιστατικών βίας κατά αμάχων, σε σχέση και με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στην πόλη Kinshasa να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια στιγμή, επισημαίνεται επικουρικώς ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε παράγοντας επίτασης του κινδύνου στο πρόσωπο του Αιτητή, δεδομένου ότι αυτός είναι άρρεν, νεαρής ηλικίας, χωρίς εξαρτώμενα, απόφοιτος πανεπιστημίου, χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, καθότι διαμένουν τόσο οι γονείς του, όσο και τα αδέλφια του.  

 

44.          Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας ούτε και ο ίδιος προβάλλει οποιεσδήποτε αιτιάσεις πέραν αυτών που ήδη εξετάστηκαν ανωτέρω, οι οποίες θα είχαν οποιαδήποτε επίδραση κατά της απόφασης επιστροφής του, υπό το φως της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Έρευνα στη μηχανή αναζήτησης “Google search” , πεδίο έρευνας: “Cyber café Jeremiehttps://www.google.com/search?sca_esv=5e69d4e75b5a8bf3&sca_upv=1&rlz=1C1GCEA_enCY939CY939&sxsrf=ADLYWIJ--YxHsfC5mY1JWQ0o3lyXaY7QkQ:1719469116586&q=Cyber+cafe+Jeremie&udm=2&fbs=AEQNm0AUC2sM0el5HXnXJtHoC0EAcEZQ37lOT3ijo5RuQIxUFxlmk5pIAt2FA5TCcFaHy4RZz2DkkWHON_jfVCETStUdEcQiip4z8AjTZIHjKoewL7tNSbML2oEbjRtckdE05-V_fdbEIRoN2Ynx-vXnHiJhMq6BSwVYme_pGvpPenZcgkgJFwZZWAhfbgppDhxWCB4JJnYj6XiSKY2pmUlaB_FQyA4nuw&sa=X&ved=2ahUKEwjAypXPkfuGAxX6YEEAHU1YB60QtKgLegQICxAB&biw=1745&bih=835&dpr=1.1

 

[2]  IRB Canada, Democratic Republic of the Congo: Prevalence and availability of fraudulent identity, administrative and legal documents (2020–March 2022), 23 March 2022

https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458568

 

[3] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis, Second edition, σ. 120-134 

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

 

[4] U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Democratic Republic of Congo

https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/republic-of-the-congo/

 

[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse3accord

 

[6] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022 https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[7] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/

(Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Democratic Republic of Congo – Kinshasa)

[8] Kinshasa - Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023 | MacroTrends

https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο