ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 1805/2022

28 Ιουνίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    L.N.

2.    A.N. δια της L.N. ως ασκούσας τα γονικά δικαιώματα του

3.    Α.Ν. δια της L.N. ως ασκούσας τα γονικά δικαιώματα της

Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

                                                                                                                                                                                                                 Δ. Κακουλής , Δικηγόρος για τους Αιτητής

Μ. Καρπούζη (κα) για Π. Βασιλείου (κος), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 07/03/2022 σύμφωνα με την οποία το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλούν το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Με δεύτερο αίτημα θεραπείας, οι Αιτητές αιτούνται την έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος των Αιτητών σε αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, της Ένστασης, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια 1 είναι ενήλικη, μητέρα των ανήλικων Αιτητών 2 και 3, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής ΛΔΚ). Η Αιτήτρια 1 σύμφωνα με δηλώσεις της, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της στις 18/04/2018 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου διέμεινε για περίπου οχτώ μήνες. Την 14/12/2018 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου στις 27/12/2018 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 24/02/2019 η Αιτήτρια 1 γέννησε το αγνώστου πατρός, ανήλικο τέκνο - Αιτητή 2, προσκομίζοντας αντίγραφο σχετικού πιστοποιητικού γεννήσεως εκδοθέν από την Κυπριακή Δημοκρατία, στην Υπηρεσία Ασύλου, λαμβάνοντας αντίστοιχη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας. Στις 10/07/2021, η Αιτήτρια γέννησε επίσης το αγνώστου πατρός ανήλικο - Αιτήτρια 3, της οποίας και σε αυτή την περίπτωση προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου αντίγραφο σχετικού πιστοποιητικού γέννησης εκδοθέν από την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Στις 12/11/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1 από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕASO, νυν EUAA). Στις 13/12/2021 ο αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας 1. Ακολούθως, στις 29/12/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργού, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 07/03/2022 μαζί με την αιτιολογία αυτής, επιδόθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια 1 η οποία έθεσε την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της σε γλώσσα καταληπτή από την ίδια, ήτοι τη γλώσσα Lingala, στις 11/03/2022.

 

Εμπρόθεσμα, οι Αιτητές καταχώρησαν την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με τη συνδρομή δικηγόρου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως οι Αιτητές, μέσω του συνηγόρου τους, προβάλλουν αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματος τους για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου τους, προωθούνται εν τέλει ορισμένοι μόνο από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται, μέσω της γραπτής του αγόρευσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, καθώς επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Οι συγκεκριμένοι ωστόσο ισχυρισμοί προβάλλονται αόριστα και χωρίς υπαγωγή σε πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση κατ΄ αρχήν υποβάλλουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι «το αιτητικό Β της προσφυγής είναι αβάσιμο και/ή άκυρο και/ή ανεδαφικό και/ή υποκείμενο σε απόρριψη αφού το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν έχει καμία εξουσία για έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης και/ή ούτε έχει την εξουσία να αποφανθεί επί της ουσίας της αίτησης. Η εξουσία του Σεβαστού Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και σε κάθε περίπτωση τυχόν έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος των Αιτητών και/ή της Αιτήτριας θα ισοδυναμούσε σε υποκατάσταση της κρίσης του αρμόδιου και/ή του καθ’ ύλην αρμόδιου οργάνου». Άνευ βλάβης, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης απορρίπτοντας όλους τους προβαλλόμενους από τους Αιτητές ισχυρισμούς. Αποτελεί θέση τους ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε δεόντως αιτιολογημένη.

 

Με την απαντητική του αγόρευση ο συνήγορος των Αιτητών υπεραμύνεται τις αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας καταλήγοντας ότι η τελευταία έχει αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αντεξέτασαν οποιαδήποτε στοιχεία και/ή επιχειρήματα προκειμένου να αιτιολογήσουν την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς η προσφυγή των Αιτητών θα πρέπει να επιτύχει με έξοδα σε βάρος των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία, κρίνοντας ορθό όπως να ακούσει την Αιτήτρια σε κατ’ ουσία εξέταση της αίτησή της, η οποία δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Αίγυπτο υποβλήθηκε σε σεξουαλική κακοποίηση, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει πότε περίπου συνέβη το εν λόγω περιστατικό. Δήλωσε όμως ότι διέμενε στην οικία ενός φίλου του πατέρα της και μια ημέρα που η γυναίκα του εν λόγω άνδρα έλειπε, η ίδια βγήκε για να αγοράσει μπισκότα  και ρώτησε κάποια άγνωστα άτομα από που θα μπορούσε να προμηθευτεί φαγητό. Εκείνοι όμως έπεσαν ομαδικώς επάνω στην Αιτήτρια και την κακοποίησαν σεξουαλικά με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις της, ενώ όταν συνήλθε εντός του νοσοκομείου, ο θεράπων ιατρός την ενημέρωσε ότι έπεσε θύμα βιασμού. Προσέθεσε ότι δε γνωρίζει τον άνδρα που τη μετέφερε στο νοσοκομείο, ωστόσο ο συγκεκριμένος άνδρας επέστρεψε στο νοσοκομείο, πληρώνοντας το κόστος της νοσηλείας της Αιτήτριας. Της εξήγησε δε ότι περνούσε από το μέρος που την είχαν βιάσει και επειδή την είδε να κείτεται στο δρόμο τραυματισμένη και αναίσθητη, αποφάσισε να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο. Η Αιτήτρια ωστόσο δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ο συγκεκριμένος άνδρας πλήρωσε το κόστος της νοσηλείας της αν και δε τη γνώριζε. Ζητηθείσα να περιγράψει τον τρόπο ζωή της στην Αίγυπτο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έζησε εκεί από τον Απρίλιο του 2018 μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ενώ σε σχέση με την καθημερινότητά της δήλωσε ότι παρέμενε εντός της οικίας που φιλοξενείτο καθώς η γυναίκα που τη φιλοξενούσε την ενημέρωσε ότι τα πράγματα στην Αίγυπτο είναι δύσκολα και ότι οι πολίτες της είναι ρατσιστές. Προσδιόρισε δε ότι η ημέρα κατά τη διάρκεια της οποία έπεσε θύμα βιασμού, ήταν η πρώτη φορά που εξήλθε της οικίας που διέμενε. Κληθείσα να προσδιορίσει τη διάρκεια της διαμονής της στο νοσοκομείο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι παρέμεινε εκεί για τρεις ημέρες, ενώ ως προς τη θεραπεία που δέχτηκε, η Αιτήτρια δήλωσε δε θυμάται λεπτομέρειες, ισχυρίστηκε όμως ότι της τοποθέτησαν ενδοφλέβιο ορό. Όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν εξερχόμενη από το νοσοκομείο ρώτησε να μάθει τα στοιχεία του άνδρα που τη μετέφερε εκεί και κάλυψε το κόστος της νοσηλείας , εκείνη απάντησε αρνητικά. Σε σχέση με το που πήγε όταν εξήλθε του νοσοκομείου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο άνδρας που τη μετέφερε στο νοσοκομείο της παρέδωσε σε κάποιους έγχρωμους ανθρώπους να τη φιλοξενήσουν, με τους οποίους διέμεινε μέχρι να εγκατάλειψε την Αίγυπτο με προορισμό την Κύπρο. Ερωτηθείσα πότε αντιλήφθηκε ότι ήταν έγκυος, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μια μέρα ανέβασε πυρετό και η κοπέλα με την οποία διέμενε της είπε ότι πρέπει να είναι έγκυος. Σε σχέση με τα ανήλικα τέκνα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το πρώτο της τέκνο είναι απότοκο του βιασμού της στην Αίγυπτο, ενώ πατέρας του δεύτερου τέκνου της είναι ένας τουρίστας που γνώρισε στην Κύπρο, με τον οποίο διατήρησαν ερωτική σχέση για περίπου ένα μήνα, χωρίς ωστόσο να βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί του σήμερα.

 

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα συμβεί στα ανήλικα τέκνα της σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει δυσκολίες γιατί δε διαθέτει οικογενειακό δίκτυο και ενδέχεται να τη σκοτώσουν με αποτέλεσμα τα ανήλικα τέκνα της να μείνουν μόνα τους.

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και εν πρώτης διαπιστώνω ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς των Αιτητών που περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως δεν φαίνεται να προωθούνται στη συνέχεια μέσω της αγόρευσής και δεν εξειδικεύονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 . Παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΚΙΤ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως προς την εμβέλεια του κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί των Αιτητών οι οποίοι περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην γραπτή τους αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος διεθνούς προστασίας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους υπόλοιπους προβαλλόμενους και προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς, στο μέτρο που με επιείκεια μπορώ να θεωρήσω ότι αναπτύσσονται στη γραπτή της αγόρευση.

 

Προέχει όμως η εξέταση της προδικαστικής ένστασης σε σχέση με την αιτούμενη θεραπεία Β επί της αίτησης ακυρώσεως παρόλο που ουδέν περαιτέρω αναφέρθηκε από τους συνηγόρους των μερών στις αγορεύσεις τους.

 

Ο περί της Ίδρυσης και λειτουργία Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω προνοεί ρητά ότι το Δικαστήριο προβαίνει τόσο σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, «εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα και (β) επικυρώνει εν λόγω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν λόγω ή εν μέρει αυτή» καθιστώντας το Δικαστήριο, Δικαστήριο ουσίας και όχι μόνο ακυρωτικό.

 

Τούτων λεχθέντων, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δύναται να τροποποιήσει την εκδοθείσα από την αρμόδια αρχή απόφαση, συνεπώς η προδικαστική ένσταση ως έχει υποβληθεί από τον συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.

 

Με την αίτησή της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της επικρατούσας εκεί κατάστασης ασφαλείας, ενώ προσέθεσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά κατά την παραμονή της στην Αίγυπτο.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και διέμεινε αποκλειστικά στην Kinshasa. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε κατά τη γέννησή της, ο πατέρας της απεβίωσε το 2018 και δε διαθέτει αδέρφια. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη πλην όμως μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν αμφότερα στην Κύπρο το πρώτο το 2019 και το δεύτερο το 2021. Σε σχέση με το ανήλικο 1, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι αγνώστου πατρός, ενώ πατέρας του ανηλίκου 2 είναι ένα τουρίστας τον οποίο η Αιτήτρια γνώρισε στην Κύπρο. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοίτησε στο σχολείο για 8 χρόνια, ενώ ανέφερε ότι δεν έχει εργαστεί ποτέ.

 

Σε σχέση δε με το ταξίδι της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής στις 18/04/2018 και μέσω της Δημοκρατίας του Κονγκό (Congo Brazaville) ταξίδεψε μέχρι την Αίγυπτο όπου διέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Στη συνέχεια ταξίδεψε με βάρκα από την Αίγυπτο μέχρι τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου στις 12/12/2018, όπου διέμεινε για δύο ημέρες πριν εισέλθει παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 14/12/2018. Προσέθεσε, ότι κατά την παραμονή της στην Αίγυπτο έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από 4 αγνώστων στοιχείων άτομα.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι ο πατέρας της ήταν μέλος του κόμματος ECIDE, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται στην πατρική της οικία συγκεντρώσεις του εν λόγω κόμματος. Ένα βράδυ η Αιτήτρια άκουσε πυροβολισμούς εντός της οικίας της και όταν εξήλθε του δωματίου της διαπίστωσε ότι ο πατέρας της αιμορραγούσε ενώ αντίκρυσε και κάποια άτομα που είχαν καλύψει με μάσκες τα πρόσωπά τους. Στη συνέχεια, ένα εκ των ατόμων τα οποία είχαν εισέλθει εντός της οικίας της προέτρεψε τους υπόλοιπους εισβολείς να σκοτώσουν και την ίδια, πλην όμως οι εισβολείς άρχισαν να διαφωνούν μεταξύ τους ως προς την τύχη της Αιτήτριας. Ακολούθως η Αιτήτρια δήλωσε ότι αναγνώρισε ένα εκ των δολοφόνων του πατέρα της γιατί τον κοίταξε στα μάτια, ωστόσο τα εν λόγω άτομα αποχώρησαν από την οικία της. Την επόμενη ημέρα ένας εκ των γειτόνων της Αιτήτριας την προέτρεψε να μεταβεί στην οικία του πριν την άφιξη της αστυνομίας καθώς αμφέβαλλε για το εάν η αστυνομία θα διερευνήσει το έγκλημα το οποίο διαπράχθηκε. Καθ’ οδόν για την οικία του συγκεκριμένου ατόμου, η Αιτήτρια εθεάθη από άλλους γείτονες, με αποτέλεσμα να καταστεί γνωστό ότι θα διέμενε στην οικία του συγκεκριμένου προσώπου. Δηλώνει περαιτέρω ότι ο εν λόγω γείτονας φοβήθηκε ότι οι άλλοι γείτονες θα ενημερώσουν την αστυνομία σχετικά με το που βρίσκεται η Αιτήτρια και τη συμβούλεψε να περπατήσει ενώ ο ίδιος θα την ακολουθεί με το αυτοκίνητό του. Ως εκ τούτου η Αιτήτρια μετέβη στην οικία του αδερφού του γείτονά της ο οποίος όταν ενημερώθηκε σχετικά με το τι είχε προηγηθεί, εξέφρασε την ανησυχία του σχετικά με το ότι είδαν την Αιτήτρια να μεταβαίνει στην οικία του και δήλωσε ότι δεν ήθελε να εμπλακεί με την υπόθεσή της. Η Αιτήτρια ωστόσο διέμεινε στην οικία της για δύο ημέρες και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρά 47 – 46 διοικητικού φακέλου).

 

Με βάση τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε κατά την προφορική της συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση, διέκρινε δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού αφενός μεν οι δηλώσεις τις Αιτήτριας  κρίθηκαν ως σαφείς και συγκεκριμένες, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός της Αιτήτριας, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις της περί του ότι πέντε άγνωστα άτομα δολοφόνησαν τον πατέρα της το 2018 έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του πατέρα της, αφού η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι δε γνωρίζει κάποια άλλη πληροφορία, πλην του ότι ο πατέρας της ήταν μέλος του κόμματος ECIDE, του οποίου πρόεδρος ήταν ο Martin Fayulu. Παρόλα αυτά, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τα καθήκοντα του πατέρα της ως μέλος του εν λόγω κόμματος και/ή να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με αυτό. Σε σχέση δε με τις δηλώσεις της περί του ότι ο πατέρας της συνελήφθη κατ’ επανάληψη λόγω της πολιτική του δραστηριότητας, η Αιτήτρια δεν παρέθεσε κάποια άλλη ενισχυτική πληροφορία. Καθώς η Αιτήτρια προέβαλε ότι όποτε λάμβανε χώρα συγκέντρωση του κόμματος ECIDE στην πατρική της οικία, ο πατέρας της της δήλωνε ότι κινδυνεύει, ο αρμόδιος λειτουργός της ζήτησε να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες, ωστόσο η Αιτήτρια επέδειξε άγνοια επικαλούμενη το νεαρό της τότε ηλικίας της. Σε σχέση δε με τις συγκεντρώσεις που φέρονται να λάμβαναν χώρα επί της πατρικής της οικίας, η Αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι παρευρίσκοντο πολλά άτομα τα οποία καθόταν σε καρέκλες στον κήπο (βλ. ερυθρά 46 3Χ, 45 1Χ, 2Χ, 3Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς το περιστατικό που αποτελεί ουσιαστικά τη δολοφονία του πατέρα της, η Αιτήτρια δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της δολοφονήθηκε από πέντε άτομα τα οποία εισήλθαν εντός της οικίας της φορώντας μάσκες και ότι διαφωνούσαν ως προς εάν θα σκότωναν και την ίδια. Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι αναγνώρισε έναν εκ των δολοφόνων του πατέρα της, αν και εκείνος φορούσε μάσκα, επειδή τον κοίταξε στα μάτια και αναγνώρισε τη φωνή του, πλην όμως δεν ανέφερε άλλες πληροφορίες ως προς την ιδιότητα του συγκεκριμένου άνδρα (βλ. ερυθρά 47 2Χ, 44 1Χ – 2Χ διοικητικού φακέλου).

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήτο ασαφείς, ενώ ο ισχυρισμός της συνίστατο σε ένα σύνολο προσωπικών της, αυθαίρετων συμπερασμάτων, ως προς τα κίνητρα των δολοφόνων του πατέρα της, με αποτέλεσμα τα όσα η Αιτήτρια εξιστόρησε, να μην κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποία εντόπισε πληροφορίες αναφορικά με το πολιτικό κόμμα ECIDE, της οποίες όμως η Αιτήτρια δεν γνώριζε. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της κρίθηκε ως εξωτερικά μη αξιόπιστος και καταληκτικά απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, σε συνάρτηση με τις επικρατούσες στη ΛΔΚ συνθήκες, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει παρελθούσας εις βάρος της Αιτήτριας δίωξης, δεν προκύπτουν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει περαιτέρω πράξεις δίωξης ή θα κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Κατά το δε στάδιο της νομικής ανάλυσης, και με δεδομένες τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ αλλά και την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμο. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης της Αιτήτριας ούτε στο πλαίσιο των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο τόπος τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας είναι ασφαλής, καθώς στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι αναμένεται η Αιτήτρια να μπορεί να επιστρέψει στην Kinshasa χωρίς κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Καταληκτικά, το αίτημα της Αιτήτριας απορρίφθηκε στο σύνολό τους ως αβάσιμο.

 

Οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας προνοούνται στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«18. [...]

(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

 

(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,

 

(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

 

(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

 

(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,

 

(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει».

 

(.)

 

        (7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών

 

 [.]

(7Α) (δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για σκοπούς της παραγράφου (α) ή/και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 11 και εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτωμένων του προσώπων, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης του αιτητή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και την ηλικία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Προϊστάμενος εκδίδει ξεχωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.»

Η εξέταση του ισχυρισμού των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δε μπορεί παρά να εκκινήσει από το γεγονός ότι η Αιτήτρια 1 μετά την είσοδό της στη Κυπριακή Δημοκρατία και πριν τον χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξής της, απέκτησε δύο τέκνα, το μεν πρώτο το 2019, το δεύτερο το 2021. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το γεγονός αυτό (της απόκτησης παιδιών) δεν διερευνήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, δεν εξετάστηκε κατά το στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής. Πρόκειται για παράλειψη που μεταβάλλει ουσιωδώς την ίδια την αίτηση, καθώς θα πρέπει να αξιολογηθούν τυχόν ανάγκες διεθνούς προστασίας των ανήλικων τέκνων της τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνάρτηση με την αίτηση της μητέρας τους.  Μεταβάλλει περαιτέρω και το προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας ως μόνης μητέρας ανήλικων τέκνων και συνεπώς κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στην οποία προέβησαν οι Καθ’ ων είναι λανθασμένη στο μέτρο που δε λήφθηκαν υπόψιν τα ανωτέρω. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τόσο η Αιτήτρια 1, όσο και τα ανήλικα τέκνα της, Αιτητές 2 και 3 είναι πρόσωπα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης, ευάλωτα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 2 (δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση αναγκών διεθνούς προστασίας.

 

Καίτοι το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας αιτήματος διεθνούς προστασίας, είναι η εκτίμησή μου ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, όπου διακρίνεται παντελής απουσία εξέτασης των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας, τη στιγμή που το δεδομένο αυτό ήταν ενώπιον τους, το Δικαστήριο δε μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο ορθότητας επί της ουσίας της προσφυγής, εφόσον δεν έχει ενώπιον του κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και σαφώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν το δικαίωμα των Αιτητών σε πραγματική προσφυγή, καθώς θα κατέληγε σε εξέταση του αιτήματος μόνο από μία αρχή, σε ένα μόνο βαθμό και σε αποστέρηση του δικαιώματος να επανεξεταστεί απόφαση που έχει ληφθεί από την διοίκηση.

 

Ως προς τον περιορισμό της έκτασης του ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο σε λόγους νομιμότητας σε ορισμένες περιπτώσεις, υιοθετώ το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστή Ε. Ρήγα στην υπόθεση αριθ. 1588/21, X.S. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 06/10/2023 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 4 το παρόν Δικαστήριο ασκεί ακυρωτικό έλεγχο, αναπέμποντας κατά τούτο την υπόθεση πίσω στη διοίκηση προς επανεξέταση. 

 

Βασικός δικαιολογητικός λόγος που υποκρύπτεται πίσω από την υποχρέωση της αναπομπής, είναι η βούληση του νομοθέτη το Δικαστήριο να επιλαμβάνεται της ουσίας τέτοιων υποθέσεων, νοουμένου ότι έχει ήδη υπάρξει μία πρώτη κρίση της διοικητικής αρχής, η οποία έχει ληφθεί με τη νόμιμη διαδικασία[1]. Και τούτου διότι, το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι το πρώτο που θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου και θα εκδώσει την αρμόζουσα ατομική διοικητική πράξη τηρώντας την προσήκουσα διοικητική διαδικασία. Στις περιπτώσεις που το διοικητικό όργανο δεν έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ή η πράξη έχει εκδοθεί από όργανο αναρμόδιο ή με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, τότε δεν έχει επιληφθεί της υποθέσεως σε πρώτη φάση το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η θέση αυτή διαπνέεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών -η οποία χωρίς να είναι ρητώς διατυπωμένη στο κείμενο του Συντάγματος, συνάγεται αβίαστα από πολλές επιμέρους διατάξεις του- δεδομένου ότι εάν στις ως άνω περιπτώσεις το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, τότε θα ήταν εκείνο που θα έκρινε το πρώτον την υπόθεση, υποκαθιστώντας πλήρως το έργο της διοικητικής αρχής[2]. Το Δικαστήριο ωστόσο δεν έχει τη δυνατότητα, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί της υπόθεσης. Η υπεισέλευση του Δικαστή σε θέματα για τα οποία η διοικητική αρχή δεν έχει ασκήσει την αποδιδόμενη σε αυτήν ευχέρεια εξομοιώνεται με «πλήρη υποκατάσταση» της εκτελεστικής λειτουργίας και δε στοχεύει απλώς στο να διορθώσει πλημμέλειες της διοικητικής λειτουργίας[3].Παρά τις διευρυμένες εξουσίες που έχει το παρόν Δικαστήριο σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις (διεθνούς προστασίας), ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει, όσο πλήρης κι αν είναι, το στάδιο διοικητικής κρίσης για ζητήματα για τα οποία δεν έχει αποφανθεί η διοίκηση σε πρώτο βαθμό. Ως χαρακτηριστικά σημειώνεται από τον Γ. Δελλή, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013», σελ. 329, «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες». ».

 

Επισημαίνω περαιτέρω και δεν διαφεύγει της αξιολόγησής μου το γεγονός πως η Αιτήτρια εκπροσωπείται από δικηγόρο τουλάχιστον κατά το στάδιο της παρούσας αίτησης ακύρωσης, ώστε θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει την ολοκληρωμένη υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, να προσκομίσει οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα, να αιτιολογήσει επαρκώς τυχόν πλημμέλειες εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, είναι η εκτίμησή μου ότι τέτοιες παραλείψεις του συνηγόρου της Αιτήτριας δε μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε απόφαση που θα προέκρινε την τήρηση των τύπων έναντι της διασφάλισης της πλήρους και αποτελεσματικής διερεύνησης, ιδιαίτερα δεδομένου ότι η απόφαση αφορά και ανήλικα και πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού[4].

 

Δεν πρέπει να αγνοείται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής φέρει το βάρος να τεκμηριώσει την αίτηση του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 11 (7) του περί Προσφύγων Νόμου, κάθε αιτητή διεθνούς προστασίας υπέχει υποχρέωση «να ενημερώνει το Κλιμάκιο για τη γέννηση νέων μελών της οικογένειάς του ή/και για τα νέα εξαρτώμενα από αυτόν πρόσωπα και να επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό γέννησης. Το Κλιμάκιο οφείλει να ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία Ασύλου και το Διευθυντή».

 

Προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η Αιτήτρια προσκόμισε ενώπιον της διοίκησης τα σχετικά πιστοποιητικά γέννησης των τέκνων της συνεπώς κρίνω ότι η ίδια εκπλήρωσε την υποχρέωση της προς ενημέρωση ήδη πριν την διεξαγωγή της συνέντευξης της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ωστόσο η αρμόδια αρχή παρέλειψε ως είχε υποχρέωση να προβεί σε έρευνα και αξιολόγηση αυτών.

 

Παρατηρώ επίσης, ότι ο αρμόδιος λειτουργός, αν και έθεσε σχετικές ερωτήσεις στην Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, παρέλειψε εντελώς τόσο να διακρίνει και να αξιολογήσει, ως αυτοτελή ισχυρισμό, τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι έπεσε θύμα βιασμού στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της με προορισμό την Κύπρο, ισχυρισμός ο οποίος, σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτός, ενδεχομένως να προσέθεσε στο προφίλ της Αιτήτριας μια περαιτέρω ευαλωτότητα ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, γεγονός που θα μπορούσε να μεταβάλει τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως προς την αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως θα αντιμετώπιζε η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, παρά το ότι αναφέρθηκε ρητά από την ίδια τόσο η απόκτηση των τέκνων της στην Κύπρο, όσο και το ότι εκείνη, κατά δήλωσή της, έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στην Αίγυπτο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της.

 

Το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και ο συνήγορος της Αιτήτριας δεν αναφέρθηκε ειδικά και εμπεριστατωμένα επί των συγκεκριμένων και καθοριστικών για την τύχη της προσφυγής ζητήματος, ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.

 

Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιδικάζονται €800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ ΔΔΔΠ.

 

 

 

 



[1] Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 3η, 2018, σελ.439.

[2] ΣτΕ 693/2013, σκ. 7.

[3] Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, παρ. 360, Η. Κουβαράς, Η απαγόρευση υποκατάστασης του δικαστή στο έργο της Διοίκησης ως είδωλο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, δημοσίευση στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr.

[4] άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989); UN Committee on the rights of the Child, 'General comment No. 14 on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration', 29 May 2013, para. 6.; ECtHR, Rahimi v. Greece, Application No. 8687/08, 05/04/2011, par. 108,

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο