ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 2015/2022 

 

26 Ιουνίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

O. U.

Αιτητής 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

                                                                                                                                                                                                                   Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Π. Μπενέτη (κος), για τον Αιτητή 

Μ. Σουρουλλά (κα) για Ν. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A.A.AΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 04/03/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και κάτοχος ταυτότητας εκδοθείσας από την χώρα καταγωγής του, ο οποίος στις 16/09/2019, σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, έχοντας στην κατοχή του φοιτητική άδεια όπου διέμεινε για ένα μήνα. Στη συνέχεια ο Αιτητής μη έχοντας πρόθεση να σπουδάσει εκεί, εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 17/10/2019 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας, την οποία αφού υπέβαλε, παρέλαβε στις 18/10/2019 βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 15/09/2021 και 28/12/2021 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/02/2022 αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 22/02/2022 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 04/03/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 28/03/2022, θέτοντας την υπογραφή του.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως ο Αιτητής προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου του προωθούνται ορισμένοι από αυτούς. Ειδικότερα, ο συνήγορος του Αιτητή, ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ων η αίτηση εφάρμοσαν το νόμο λανθασμένα και υπό πλάνη και χωρίς να διερευνήσουν δεόντως το αίτημα του Αιτητή έκριναν ότι δεν δικαιούται προσφυγικού καθεστώτος.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Επιπρόσθετα ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και αιτούνται στην απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή.     

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Αιτητή υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης, εμμένοντας στη θέση του περί ελλιπούς έρευνας εκ μέρους της διοίκησης και δη στο γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις επί του αφηγήματος του Αιτητή, με σκοπό να διερευνήσουν πλήρως τους ισχυρισμούς του. Οι Καθ’ ων η αίτηση, υποστήριξαν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν η ενδεδειγμένη δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και τίποτε μεμπτό δεν καταδεικνύεται ως προς τη διαδικασία και την κατάληξη της αρμόδιας αρχής.  

 

Σημειώνω ότι εκκρεμούσης της διαδικασίας υποβλήθηκε αίτηση του Αιτητή για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία συνίστατο σε φωτογραφικό υλικό που απεικονίζουν τον ίδιο με πρόσωπο ιδίου φίλου ως ο φερόμενος σύντροφός του, ώστε να τεκμηριώσει τον προβαλλόμενο στην αίτησή του ισχυρισμό περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18/01/2023, η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους ευπαίδευτους συνήγορους των μερών και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους προωθούμενους ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω επίθεσης που δέχθηκε το χωριό του από την Boko Haram, που είχε ως αποτέλεσμα ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές σπιτιών.  

 

Στα πλαίσια της πρώτης συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στο χωριό Owerre Ezukala, της πόλης Awka, στην Πολιτεία Anambra, όπου έζησε για 28 χρόνια. Στη συνέχεια πήγε στην πρωτεύουσα Abuja όπου έμεινε για 4 χρόνια, τόπο τον οποίο δηλώνει ως περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του.  Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση δηλώνει άγαμος και άτεκνος, οι γονείς του απεβίωσαν, και τα 3 αδέρφια του (1 αδερφός και 2 αδερφές) εξακολουθούν να ζουν στη Νιγηρία. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και για 3 χρόνια εργαζόταν σε εστιατόριο και στη συνέχεια άνοιξε ένα μικρό περίπτερο στο χωριό του όπου πωλούσε διάφορα προϊόντα.

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του ανέφερε ότι έφυγε λόγω της δίωξης που δέχθηκε λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Υποστήριξε ότι άτομα του χωριού του τον χτύπησαν και τον πήραν στον αστυνομικό σταθμό, όπου παρέμεινε για μια εβδομάδα μέχρι που ο αρχηγός του χωριού τον ελευθέρωσε. Με την απελευθέρωση του έφυγε για την Abuja, μέχρι που κάποια πρόσωπα τον πήραν ξανά στην αστυνομία με αποτέλεσμα να καταλήξει πίσω στο χωριό του. Κατόπιν συζήτησης με τον αρχηγό του χωριού λήφθηκε απόφαση εκδίωξης του από το χωριό, και κατέληξε στη φυλακή για 2 μήνες. Κατάφερε να δραπετεύσει, ωστόσο κατέληξε ξανά στη φυλακή μέχρι και τον Ιούνιο του 2018. Ο υπεύθυνος των φυλακών αστυνομικός, όπως ανέφερε ο Αιτητής, τον βοήθησε και τον πήρε στη μητέρα του στο χωριό, όπου η ίδια αρνήθηκε να τον δεχθεί πίσω. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στη μητέρα του δέχθηκε και πάλι σωματική επίθεση, μαζί με τον αστυνομικό που τον συνόδευε, από τους ανθρώπους του χωριού. Επιστρέφοντας στην πόλη, ο αστυνομικός του είπε ότι θα τον βοηθήσει να διαφύγει καθώς κινδυνεύει η ζωή του. Έδωσε στον αστυνομικό τα χρήματα που είχε για να του οργανώσει το ταξίδι, και ο ίδιος έφυγε για Καμερούν όπου έμεινε για 3 εβδομάδες καθώς τον έψαχναν ως δραπέτη φυλακών. Όταν τα διαδικαστικά του ταξιδιού ολοκληρώθηκαν, επέστρεψε Νιγηρία από όπου αναχώρησε για τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα κατεχόμενα, όπου έμεινε με φίλο του αστυνομικού δέχθηκε κακομεταχείριση η οποία περιλαμβάνει στέρηση τροφής και εξαναγκασμό σε ερωτική πράξη. 

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, ο Αιτητής ανέφερε ότι αποκάλυψε στη μητέρα του το σεξουαλικό του προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλος κατόπιν πιέσεων της να παντρευτεί. Ως υποστήριξε, η αντίδραση της μητέρας του οδήγησε στην αποκάλυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας στην ευρύτερη κοινότητα του χωριού. Τον χτύπησαν, και τον οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό, καθώς ήταν ενάντια στο νόμο και στις παραδώσεις τους. Όπως ισχυρίστηκε δέχθηκε σωματική επίθεση δύο φορές. Η πρώτη φορά το 2015 όπου τον χτύπησαν ενόσω βρισκόταν στο σπίτι του με κάποιο αγόρι, και η δεύτερη στο σπίτι κάποιου ατόμου που είχαν κανονίσει συνάντηση για ερωτική συνεύρεση και το οποίο άτομο στη συνέχεια ενημέρωσε άτομα του χωριού. Μετά από αυτό η μητέρα του τον έδιωξε και αυτός μετέβη στην πόλη Abuja όπου εργαζόταν σε εστιατόριο από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι και το 2018. Δραπέτευσε από τη φυλακή με τη βοήθεια του αστυνομικού, με τον οποίο, ως ισχυρίστηκε ήταν σε σχέση. Αναζήτησε καταφύγιο στο Καμερούν για 3 εβδομάδες και όταν τα διαδικαστικά του ταξιδιού ολοκληρώθηκαν επέστρεψε στη Νιγηρία από όπου αναχώρησε για Κύπρο.

 

Τέλος, κληθείς να επιβεβαιώσει αν είναι ο ίδιος που συμπλήρωσε και υπέγραψε την υποβληθείσα αίτηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά. Κατόπιν ανάγνωσης των καταγεγραμμένων στην αίτηση, ο Αιτητής υποστήριξε πως ότι καταγράφηκε στην αίτηση είναι από λειτουργό της υπηρεσίας, ενώ ο ίδιος είχε μεταφέρει στον λειτουργό την ιστορία του, πυρήνας της οποίας είναι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ημερομηνίας 28/12/2021, ο Αιτητής κλήθηκε να απαντήσει ερωτήσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν στα πρότυπα του μοντέλου DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm). Ο Αιτητής υποστήριξε πως ξεκίνησε να νιώθει διαφορετικός στην ηλικία των 22 ετών και στην ηλικία των 24 συνειδητοποίησε ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κληθείς να περιγράψει την εμπειρία και τους τρόπους με τους οποίους ένιωθε διαφορετικός, ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν ήταν με κορίτσι δεν είχε αισθήματα ενώ όταν ήταν με κάποιο αγόρι είχε. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με άλλους άντρες και προτιμούσε να μένει μόνος, ενώ όταν τον προσέγγιζε άτομο με τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό ένιωθε ελεύθερος. Η οικογένεια του τον απέρριψε λόγω αυτού, εκδιώχθηκε από το χωριό του, και το μόνο άτομο που τον βοήθησε είναι ο προαναφερόμενος αστυνομικός. Ως περαιτέρω ανέφερε, τα άτομα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα του γνωρίζονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ δεν υπάρχουν οργανισμοί οι οποίοι να εκπροσωπούν την εν λόγω κοινότητα στη Νιγηρία. Κληθείς να αναφέρει περιστατικά που τον έβλαψαν, ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα ανέφερε στην πρώτη συνέντευξη του αναφορικά με τις σωματικές επιθέσεις που δέχθηκε, τις φυλακίσεις και δραπετεύσεις με τη βοήθεια του αστυνομικού, υπευθύνου των φυλακών. 

 

Ισχυρίστηκε τέλος ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο χωριό του εφόσον η ομοφυλοφιλία είναι ενάντια στο νόμο και αρκετά άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση απομόνωσε τρεις  ουσιώδεις ισχυρισμούς από τις δηλώσεις του Αιτητή. Πρώτον, ως προς τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεύτερο ως προς το σεξουαλικό του προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλο άτομο και τρίτο ως προς τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού. 

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε ότι πληρούνταν η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων τoυ Αιτητή.

 

Ωστόσο, όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή, απορρίφθηκε καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, ενώ η αφήγηση του στερείται ευλογοφάνειας. Περαιτέρω επισημαίνεται στην Έκθεση/Εισήγηση, ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε πολλές αντιφάσεις κατά τη διάρκεια των δύο συνεντεύξεων. Ειδικότερα, ενώ αρχικά ανέφερε ότι δημιούργησε την πρώτη του σχέση σε ηλικία 24 ετών ενόσω ήταν στο χωριό του, στη συνέχεια ανέφερε ότι στην ηλικία των 23 ετών είχε σχέση, την οποία κρατούσε κρυφή. Δηλώσεις οι οποίες είναι αντικρουόμενες, ενώ έρχονται και σε αντίφαση με τη δήλωση του ότι συνειδητοποίησε τη σεξουαλική του ταυτότητα σε ηλικία 24 ετών. Επιπρόσθετα, ενώ στη δεύτερη συνέντευξη ανέφερε ότι ήταν η μοναδική σχέση που είχε, στην πρώτη συνέντευξη υποστήριξε ότι ήταν σε σχέση και με τον αστυνομικό που τον βοήθησε. Τέλος, κληθείς να περιγράψει την έννοια της διαφορετικότητας σε σχέση με τα προσωπικά του βιώματα, ο Αιτητής ανέφερε ότι διαφορετικότητα σημαίνει να είναι διαφορετικοί από τον ίδιο, εάν μάθουν για το σεξουαλικό του προσανατολισμό δεν θα θέλουν να σχετίζονται μαζί του. Ο λειτουργός, εξετάζοντας τις δηλώσεις του Αιτητή στη βάση του μοντέλου DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm), κατέληξε ότι τα όσα ανέφερε και εξέφρασε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, δεν είναι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του εν λόγω μοντέλου. Αναφορικά με τη εξωτερική αξιοπιστία, η Έκθεση/Εισήγηση αναφέρει ότι τα όσα δήλωσε στις συνεντεύξεις ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Περαιτέρω, γίνεται μια σύντομη αναφορά στο εθνικό νομικό πλαίσιο όπου, οι ομοφυλοφιλικές πράξεις ποινικοποιούνται και τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 14 χρόνια.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, επίσης απορρίφθηκε, ως άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ισχυρισμό περί του σεξουαλικού προσανατολισμού του Αιτητή ως ομοφυλόφιλο άτομο, ο οποίος κρίθηκε ήδη αναξιόπιστος. Ως σημειώνεται από τον αρμόδιο λειτουργό, καθώς η γενεσιουργός αιτία της ισχυριζόμενης δίωξης του Αιτητή είναι σεξουαλικός του προσανατολισμός, ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός, τότε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ούτε ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του εξαιτίας αυτού. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής, σε ερωτήσεις που του τέθηκαν υπέπεσε σε αντιφάσεις και χρονικές ασυνέπειες με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία του. Ειδικότερα, σημαντική αντίφαση εντοπίζεται στο όνομα του αστυνομικού που κατ’ ισχυρισμόν τον βοήθησε να δραπετεύσει και να φύγει από τη χώρα, και με τον οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα του ήταν σε σχέση. Στην πρώτη συνέντευξη ως δήλωσε το όνομα του είναι Μ. Υ. ενώ στη δεύτερη Α. Α. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στις συνεντεύξεις αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του. Επιπρόσθετα, προχώρησε σε έρευνα για επαλήθευση του περιστατικού απόδρασης του Αιτητή μαζί με άλλους 8 ομοφυλόφιλους συγκρατούμενους του από τη φυλακή Kuje Prison στην πόλη Abuja το 2018. Ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκε η συγκεκριμένη πληροφορία, καθώς η μόνη απόδραση που εντοπίστηκε από τη συγκεκριμένη φυλακή αφορά απόδραση 2 κρατουμένων τον Ιούνιο του 2016.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μόνου αποδεδειγμένου ισχυρισμού και λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή και της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας στη Νιγηρία, και ειδικότερα στην πόλη Abuja, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής θα υποστεί δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του ίδιου Νόμου.

 

Στη βάση των ανωτέρω, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού, οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές, η δε ανάλυση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση των δύο απορριφθέντων ισχυρισμών, ήτοι δεύτερο και τρίτο κρίνεται επίσης ορθή.

 

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή, παρατηρώ επιπλέον τα κάτωθι. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να προβάλει το στοιχείο της διαφορετικότητας, ως το έζησε και το βίωσε ο ίδιος προσωπικά. Σημειώνεται ότι σε σχετική ερώτηση, ως προς το τι σημαίνει η διαφορετικότητα για τον ίδιο, ο Αιτητής απάντησε ότι διαφορετικότητα σημαίνει ότι είναι διαφορετικοί από τον ίδιο (σε δικά του λόγια “Different is that they are different from me if they find out that I am gay they will not like to associate with me”). Σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως η διαφορετικότητα εντοπίζεται στο αποκλίνον και όχι στη νόρμα. Εν αντιθέση, ο Αιτητής αναφέρεται στην αναγνώριση της πλειοψηφίας ως ‘διαφορετικοί’ και όχι στο προσωπικό του ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ως ‘διαφορετικό’. Επιπρόσθετα, δεν εκφράστηκαν αισθήματα ντροπής λόγω αποδοκιμασίας, περιθωριοποίησης ή στιγματισμού παρά την ισχυριζόμενη απόρριψη της οικογένειας του, και εκδίωξης του από το χωριό του. Η αναφορά ή περιγραφή τέτοιων περιστατικών συνήθως συνοδεύεται με το συναισθηματικό βίωμα του ατόμου, ωστόσο, παρά την αναφορά στα εν λόγω γεγονότα ελλείπει η αισθηματική κατάσταση και διαχείριση της εκ μέρους του Αιτητή. Τέλος, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε σημαντικές αντιφάσεις. Ειδικότερα, σημαντική κρίνεται η αντίφαση στο όνομα του αστυνομικού, καθώς δήλωσε διαφορετικό όνομα στις δύο συνεντεύξεις. Επιπλέον, σημαντική θεωρείται και η αντίφαση όσον αφορά το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στο Καμερούν, στη πρώτη συνέντευξη ανέφερε ότι έμεινε 3 εβδομάδες, ενώ στη δεύτερη συνέντευξη ανέφερε ότι έμεινε για κάποιους μήνες, διευκρινίζοντας σε σχετική ερώτηση ότι έμεινε για 3 μήνες. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι η εκδίωξη του από το χωριό του λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο πυρήνας του αιτήματος του είναι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός, και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, τότε δεν δύναται να γίνει αποδεκτός ούτε ο εν λόγω ισχυρισμός.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Πράγματι, το εθνικό νομικό πλαίσιο της Νιγηρίας ποινικοποίησε τους γάμους, και τις σχέσεις μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, καθώς και τη συμμετοχή σε ομάδες προάσπισης των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.[1] Περαιτέρω, ως αναφέρει έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με τίτλο ‘Nigeria: Accountability for Human Rights Violations Remains Elusive’, εξακολουθούν να υφίστανται παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άτομα που συνάπτουν σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου ή άτομα που δεν ταυτίζονται με τις συμβατικές ταυτότητες φύλου. Ως διευκρινίζεται τα εν λόγω άτομα υπόκεινται σε συλλήψεις, εκβιασμούς, διακρίσεις και δημόσιο αποτροπιασμό.[2]

 

Παρά το ότι οι ανωτέρω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του αναφορικά με τη δίωξη που δέχονται τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ωστόσο, λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός.

 

Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Με βάση τα ανωτέρω και ελλείψει παρελθούσας εις βάρος του Αιτητή πράξης δίωξης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στην πόλη Abuja, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματική, υφιστάμενη και τρέχουσα απειλή από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου ο φόβος του κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Αποτελεί κρίση μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 έτσι ώστε να εκχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αφού δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του Αιτητή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Abuja της Νιγηρίας.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανομένα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Abuja, ήτοι τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 27/05/2023 – 24/05/2024 καταγράφηκαν στην περιφέρεια Federal Capital Territory, όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Abuja, 252 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 85 ανθρώπινες ζωές. Ειδικότερα, στην πρωτεύουσα Abuja, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφηκαν 87 περιστατικά ασφαλείας, στα οποία χάθηκαν 2 ανθρώπινες ζωές. Τα 87 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 6 ταραχές (riots), 74 διαμαρτυρίες (protests), 6 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, και 1 μάχη (battle) η οποία είχε ως αποτέλεσμα 1 θάνατο.[3] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της πόλης Abuja για το έτος 2023 (3,480,000 κάτοικοι)[4], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

Αντίθετα στους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Αιτητή τους οποίους απορρίπτω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία έχοντας μάλιστα προβεί σε δύο συνεντεύξεις στις οποίες τέθηκαν στον Αιτητή ανοικτού και κλειστού τύπου ερωτήσεις ώστε να διερευνηθεί πλήρως το αίτημά του, η δε εκδοθείσα τελική απόφαση κρίνεται πλήρως αιτιολογημένη.

 

Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ



[1] USDOS - US Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Nigeria, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/nigeria/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 17/06/2024]

[2] Amnesty International, Nigeria: Accountability for Human Rights Violations Remains Elusive, Submission to the 45th Session of the UPR Working Group, January-February 2024, σελ. 4, https://www.ecoi.net/en/file/local/2094865/AFR4469702023ENGLISH.pdf

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: All Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Federal Capital Territory, LOCATION: Abuja) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 14/06/2024]

 

[4] CIA The World Factbook: Nigeria, https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/nigeria/#people-and-society  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 14/06/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο