ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. 2776/21

 

28 Ιουνίου, 2024

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το Συντάγματος

Μεταξύ:

 

J. K.

 

Αιτήτριας

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

 

Ανδρέας Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κυρία Σοφία Πίττα για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα.]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/02/2021, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της Ένστασης που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η αιτήτρια είναι υπήκοος Σιέρρα Λεόνε και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 29/11/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια παρέλαβε την Βεβαίωση υποβολής αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 08/12/2020 και στις 11/12/2020 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις της αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 08/02/2021, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τις συνεντεύξεις της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματός της στις 19/02/2021.  Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε δια χειρός από την αιτήτρια.  Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

H αιτήτρια με την γραπτή και προφορική της αγόρευση στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας προώθησε πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους θα παραθέσω στη συνέχεια για σκοπούς εξέτασης του αιτήματός της. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντικρούοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και υποστήριξε πως η απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν εντός των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε ότι κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε, είναι χριστιανικής θρησκείας και άγαμη.  Η αιτήτρια ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, λόγω του φόβου δίωξής της από την κοινότητα Bondo (Bondo Society).  Κατέγραψε μάλιστα επιγραμματικά και εντός παρενθέσεως, Female Genital Mutilation, (FGM), δηλαδή τον Ακρωτηριασμό των Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων «ΑΓΓΟ».

 

Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών της, η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη του Freetown, όπου διέμενε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δήλωσε πως είναι Loko ως προς την εθνοτική της καταγωγή (ερυθρό 21 3χ, του διοικητικού φακέλου).  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως πάσχει από ελονοσία, ασθένεια από την οποία έπασχε ήδη από τη χώρα καταγωγής της και για την οποία προμηθευόταν συγκεκριμένο φαρμακευτικό σκεύασμα. Έλαβε δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 24, του διοικητικού φακέλου), αναμένοντας τη θεία της να αποκτήσει δυνατότητα κάλυψης των διδάκτρων (ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου), ενώ δεν διαθέτει κάποια εργασιακή εμπειρία.

 

Σχετικά με την οικογένεια της, η αιτήτρια ανέφερε πως έχασε τους γονείς της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στην ηλικία των δέκα ετών και έκτοτε διαμένει με τους θείους της.  Όπως ισχυρίστηκε έχει μία θεία και ένα θείο από την πλευρά του πατέρα της, με τους οποίους δεν έχει επαφή, καθώς η θεία της ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και δεν της επέτρεπε εξόδους.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως «κάποιοι από τους θείους της διαμένουν στην επαρχία, κάποιοι διαμένουν στην πόλη», εξηγώντας ότι εννοεί την πόλη του Freetown.

 

Όταν ρωτήθηκε για το αν διατηρούσε επαφή μαζί τους ενώ βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια εξήγησε πως τους συναντούσε κατά τη διάρκεια των διακοπών της.  Έπειτα από την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής της ισχυρίστηκε πως εξακολουθεί να μην έχει επαφή με τους θείους της (ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου).  Δήλωσε επίσης πως δεν διατηρεί κάποια επαφή με τη θεία της. Ανέφερε πως είχε φιλικό δίκτυο στη χώρα της και μάλιστα ανέφερε πως συνήθιζε να συναντά τους φίλους της κατά χρονικά διαστήματα. Όπως ισχυρίστηκε, είχε δεσμό με συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο τη βοήθησε κατά την έξοδό της από τη χώρα.

 

Σε σχέση με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η αιτήτρια εξήγησε πως αυτοί σχετίζονται με την κακοποίηση την οποία υπέστη από το σύζυγο της θείας της, με τους οποίους διέμενε μετά το θάνατο των γονιών της.  Επιπρόσθετα, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω συγκεκριμένης παραδοσιακής κοινότητας η οποία επιβάλλει των ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων. Σε σχέση με τη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη, δήλωσε πως από την ηλικία των δεκαέξι μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών κατά τα διαστήματα απουσίας της θείας της, ο σύζυγός της την κακοποιούσε. Κατά την πρώτη φορά που υπέστη κακοποίηση, η αιτήτρια αιμορραγούσε, με αποτέλεσμα ο θείος της να καλέσει ιατρό (ερυθρό 20, του διοικητικού φακέλου). Της δόθηκε χάπι, το οποίο λάμβανε για κάποιες ημέρες, ενώ ο θείος της το παρείχε και μετά από τα περιστατικά κακοποίησης.  Όπως ανέφερε δεν γνωρίζει τι ειπώθηκε στον ιατρό τον οποίο ο θείος της κάλεσε, καθώς δεν ήταν παρούσα στη συνομιλία τους (ερυθρό 18, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο ιατρός δεν εξέτασε την αιτήτρια, δεν τη ρώτησε οτιδήποτε, ενώ δε γνωρίζει το λόγο για τον οποίο της παρεχόταν το χάπι αυτό. Αρχικά η αιτήτρια δήλωσε πως δεν είχε εξιστορήσει τα όσα βίωσε σε κάποιο πρόσωπο (ερυθρό 18 4χ, του διοικητικού φακέλου), αναφέροντας αργότερα πως είχε προβεί σε εξιστόρηση αυτών στο πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε δεσμό. Το πρόσωπο αυτό τη συμβούλευσε να απειλήσει το θείο της ότι θα αυτοκτονήσει ή ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία και εξαιτίας τούτου ο θείος της σταμάτησε να την κακοποιεί. Η αιτήτρια εξήγησε πως δεν αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό κατά τη γραπτή της αίτηση καθώς δεν είχε χρόνο προς τούτο.

 

Εξήγησε ακόμα πως η θεία της, η οποία μεταστράφηκε στο Ισλάμ ενόψει της θρησκείας του συζύγου της, επιθυμούσε τη συμμετοχή της αιτήτριας στην κοινότητα Bondo. Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αρνηθεί όταν η θεία της την ενημέρωσε πως προγραμματίζει τον ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων. Οδικώς, κατευθύνθηκαν στην πόλη Makeni και έπειτα σε κάποιο χωριό (ερυθρό 17 7χ, του διοικητικού φακέλου). Η θεία της αιτήτριας, ήταν και η ίδια μέλος της κοινότητας και έτσι παρέδωσε την αιτήτρια στα πρόσωπα της κοινότητας. Τα εν λόγω πρόσωπα ενημέρωσαν την αιτήτρια πως θα διαμείνει στις θαμνώδεις περιοχές μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, «την ώρα που όλοι θα κοιμούνται» οπότε και θα προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου).

 

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε πως διέμεινε στις θαμνώδεις εκτάσεις, ενώ το πρωί προγραμματιζόταν η διαδικασία υποβολής της σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων.  Κατά τη διάρκεια της νύχτας, έθεσε πυρκαγιά στο δωμάτιο όπου φυλάσσονταν αιχμηρά αντικείμενα, προκειμένου να προκαλέσει καταστροφή. Έπειτα από το περιστατικό, απομακρύνθηκε από την περιοχή, με τα μέλη της κοινότητας να επικεντρώνονται στη διάσωση των κατοικιών, και την αιτήτρια να διαφεύγει (ερυθρό 16 6χ, του διοικητικού φακέλου).  Μετά από το περιστατικό κατέφυγε στην κατοικία του συντρόφου της και φιλικό της πρόσωπο της προσκόμισε το διαβατήριό της (ερυθρό 14 χ, του διοικητικού φακέλου). Σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια φοβάται τη μεταχείριση που θα έχει από την κοινότητα, ενώ εξέφρασε το φόβο ότι δε θα την αποδεχτεί η θεία της (ερυθρό 14 3χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση/εισήγηση μετά από την συνέντευξη που διεξήχθηκε με την αιτήτρια και σχημάτισε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς (ερυθρό 91-102, του διοικητικού φακέλου).  Ο μεν πρώτος αφορούσε την υπηκοότητα και τόπο γέννησης και τελευταίας διαμονής της αιτήτριας, ο δεύτερος τη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη από το σύζυγο της θείας της, ο τρίτος αφορούσε την απόπειρα ακρωτηριασμού των γεννητικών της οργάνων από την κοινότητα Bondo και τη διαφυγή της από αυτήν, ενώ ο τέταρτος τη δίωξή της από την κοινότητα Bondo. O πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς κρίθηκε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού στοιχειοθετούνται, ωστόσο οι υπόλοιποι ουσιώδεις ισχυρισμοί έτυχαν απόρριψης από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός περί σεξουαλικής κακοποίησης της αιτήτριας από το σύζυγο της θείας της έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε πως η αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις και πως οι ισχυρισμοί της δεν χαρακτηρίζονταν από την απαιτούμενη ευλογοφάνεια.  Συγκεκριμένα,  από τον αρμόδιο λειτουργό αξιολογήθηκε η αντιφατικότητα μεταξύ των δηλώσεών της σε σχέση με το αν έχει μοιραστεί τα εν λόγω περιστατικά με κάποιο πρόσωπο, καθώς και η χρονική αντίφαση σε σχέση με το χρόνο που μοιράστηκε τα περιστατικά αυτά με το σύντροφό της και το χρόνο διακοπής των περιστατικών κακοποίησης. Περαιτέρω δεν κρίθηκε ευλογοφανές ότι ο θείος της αιτήτριας την κακοποίησε σεξουαλικά, ενώ στη συνέχεια την περιέθαλψε, καθώς κατά τους ισχυρισμούς της λειτουργού δεν αναμένεται κάτι τέτοιο από πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε τέτοιες πράξεις.

 

Περαιτέρω αξιολογήθηκε η άγνοια της αιτήτριας σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή την οποία λάμβανε, το λόγο λήψης αυτής, ενώ θεωρήθηκαν μη ευλογοφανείς οι απαντήσεις της σχετικά με την κλήση του ιατρού και την αντιμετώπισή του απέναντί της. Αντίστοιχα αξιολογήθηκε η άγνοια τής για το λόγο λήψης της αγωγής μετά από τα περιστατικά κακοποίησης και ως μη ευλογοφανής κρίθηκε η αναφορά της αιτήτριας στο ότι δεν θα εγκατέλειπε την κατοικία της θείας της, εάν δεν λάμβανε χώρα το περιστατικό με την κοινότητα Bondo.  Επιπρόσθετα, μη ευλογοφανής κρίθηκε και η απάντηση της αιτήτριας σε σχέση με το λόγο για τον οποίο δεν αναφέρθηκε κατά τη γραπτή της αίτηση στη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη από το θείο της. Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού παρατέθηκαν πηγές σχετικά με κακοποίηση ανηλίκων στη Σιέρρα Λεόνε, τη σχετική νομοθεσία και την εφαρμογή αυτής.

 

Στο πλαίσιο του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, της κατ’ ισχυρισμό δηλαδή απόπειρας υποβολής της αιτήτριας σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων από την κοινότητα Bondo, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας παρουσιάζουν αντιφάσεις χρονικού χαρακτήρα και περιεχομένου, γενικολογία και μειωμένη ευλογοφάνεια.  Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε η αδυναμία της αιτήτριας να αναφερθεί με ακρίβεια στην περιοχή στην οποία μεταφέρθηκε, η γενικολογία των περιγραφών σε σχέση με τα όσα λάμβαναν χώρα, ενώ ως μη ευλογοφανής κρίθηκε ο ισχυρισμός της ως προς την εγκατάλειψη της περιοχής και τη διαφυγή της.

 

Λήφθηκε ακόμα υπόψιν ότι η συγκεκριμένη εποχή, ο Αύγουστος, είναι περίοδος εντονότερης βροχόπτωσης με αποτέλεσμα να μην θεωρηθεί ευλογοφανές ότι η αιτήτρια έθεσε πυρκαγιά μόνο με τη χρήση αναπτήρα. Αντίστοιχα, αξιολογήθηκε και στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού ότι η θεία της αιτήτριας αναφερόταν στη συμμετοχή της στην κοινότητα Bondo, αντίθετα από τις πληροφορίες που άντλησε η λειτουργός από τις πηγές οι οποίες υποδεικνύουν τον κανόνα μη αναφοράς πληροφοριών σε αμύητα μέλη. Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε επίσης αποδεκτός.

 

Τέλος, ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί δίωξης της από την ομάδα Bondo δεν έγινε επίσης αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου. Προς τούτο αξιολογήθηκε η γενικολογία της απάντησής της σχετικά με το φόβο της απέναντι στους ακρωτηριαστές (sowei), όπως και η απάντησή της σε σχέση με το λόγο για τον οποίο δεν υποβλήθηκε μέχρι τότε στη διαδικασία ακρωτηριασμού. Αντίστοιχα ως γενικόλογος και στερούμενος ευλογοφάνειας κρίθηκε ο ισχυρισμός της αιτήτριας σχετικά με το φόβο της απέναντι στη θεία της. Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού παρατέθηκαν πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της σχετικά με την πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων όπως αυτή εφαρμόζεται στη Σιέρρα Λεόνε. Διαπιστώθηκε η άρνηση της πολιτικής κοινότητας προς ποινικοποίηση της πρακτικής, η ευρύτητα της εφαρμογής της, αφού μόνη η φυλετική ομάδα των χριστιανών Krios (στην οποία δεν εμπίπτει η αιτήτρια) δεν υποχρεώνει τις γυναίκες σε ακρωτηριασμό, ενώ ακόμα καταγράφονται οι ηλικιακές ομάδες στις οποίες εφαρμόζεται η πρακτική.

 

Αναφέρεται συγκεκριμένα πως «η πρακτική του ΑΓΓΟ, παρουσιάζεται σε ευρείας κλίμακας ηλικιακές ομάδες από μικρά κορίτσια μέχρι ενήλικες γυναίκες» (ερυθρό 94 διοικητικού φακέλου) και η πρακτική συνδέεται στενά με την « «αξίωση» της γυναίκας να είναι θεμιτή για γάμο, αφού οποιαδήποτε εξαίρεση την καθιστά ανίκανη να βρει σύζυγο» (ερυθρό 93 διοικητικού φακέλου). Παρέχονται ακόμα πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της σχετικά με μεταχείριση η οποία επιφυλάσσεται σε πρόσωπα τα οποία διαφεύγουν της διαδικασίας του ακρωτηριασμού και της μύησης στις συναφείς μυστικές κοινότητες. Παρατέθηκαν, τέλος, πληροφορίες για την οργάνωση των τελετών, ιδίως περί της διοργάνωσής τους κάθε πέντε με δέκα έτη, όπου λαμβάνει μέρος μεγάλος αριθμός καλεσμένων και μυημένων ατόμων. Κρίθηκε, ως εκ τούτου, πως αναμενόταν από τη θεία της αιτήτριας να παρευρίσκεται στην τελετή, ως μυημένο μέλος. Παρ’όλο που η αρμόδια λειτουργός εντόπισε τις πιο πάνω πληροφορίες, το συγκεκριμένο μέρος του αιτήματος δεν έγινε επίσης αποδεκτό από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν αποδεκτά, ότι δηλαδή η αιτήτρια είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε, η οποία γεννήθηκε και διέμενε στην πόλη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, το αρμόδιο όργανο προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου. Χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση, οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως δεν προκύπτουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, με αποτέλεσμα να κριθεί ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στο άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αλλά ούτε και στο άρθρο 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Περαιτέρω, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας (ενώ βεβαίως είχαν τέτοια υποχρέωση), οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως δεν προκύπτει κίνδυνος η αιτήτρια να έλθει αντιμέτωπη με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας στο πλαίσιο του άρθρου 15 (2) (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ για την Αναγνώριση, το οποίο έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Η κατάληξη αυτή δεν τεκμηριώνεται με πληροφορίες οι οποίες καταδεικνύουν την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, πράγμα ανεπίτρεπτο που καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση και υποδεικνύει πως δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.

 

Η αιτήτρια, στο πλαίσιο της υπό εξέταση προσφυγής που καταχώρησε εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δήλωσε πως αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξήγησε πως υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας εξαιτίας της σεξουαλικής παρενόχλησης την οποία υπέστη και ενόψει του ότι η κοινωνία στη χώρα καταγωγής της ακολουθεί «παλιούς κανονισμούς και δεν δέχεται τα νέα δεδομένα». Στο πλαίσιο της Γραπτής της Αγόρευσης η αιτήτρια επανέλαβε πως υπέστη κακοποίηση από το σύζυγο της θείας της, καθώς και ότι οδηγήθηκε από τη θεία της στο χώρο της κοινότητας Bondo προκειμένου να υποβληθεί σε τελετή ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων.  

 

Όπως ισχυρίστηκε έβαλε φωτιά στην περιοχή, με αποτέλεσμα η κοινότητα να κατευθυνθεί στην κατοικία της. Ανακηρύχθηκε καταζητούμενη προκειμένου να θυσιαστεί προς ευχαρίστηση των θεών της κοινότητας. Εξήγησε ότι η άρνηση της ίδιας να ενταχθεί στην κοινότητα οφείλεται στη χριστιανική της θρησκεία και στο ότι δεν ασπάζεται τις συγκεκριμένες μυστικές κοινότητες, ενώ εξέφρασε το φόβο της ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα θυσιαστεί βάσει των παραδόσεων της κοινότητας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αναφέρει στη Γραπτή του Αγόρευση πως η αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει, ενόψει των σημείων αναξιοπιστίας τα οποία διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των δηλώσεών της.  Διευκρίνισε μάλιστα ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση πως ακόμα και να γίνονταν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν θα μπορούσε να της δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν μπορεί να αποτελέσει μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας.  Στη βάση τούτου, ο κύριος Δημητρίου ισχυρίστηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να επικυρωθεί από το Δικαστήριο και η υπό εξέταση προσφυγή να οδηγηθεί σε απόρριψη.

 

Η αιτήτρια κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της προσφυγής, στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία περιέγραψε πως διέφυγε από την καλύβα που βρισκόταν η μυστική οργάνωση Bondo, επεξήγησε ποιοι είναι οι ακρωτηριαστές (sowei) και επανέλαβε πως σε περίπτωση επιστροφής της θα τη θυσιάσουν και δήλωσε πως θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της.  Ανέπτυξε στην ενώπιον μου διαδικασία τα ζητήματα που αντιμετώπιζε, περιέγραψε τα όσα συνέβησαν την ημέρα που βρέθηκε με την κοινότητα Bondo και επεξήγησε τους λόγους που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στη Bondo Society

 

Οι απαντήσεις της αιτήτριας στις ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν σαφείς και συνεπής σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της.  Κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση επέμεινε στο ζήτημα της ηλικίας της αιτήτριας και στην απομακρυσμένη ύπαρξη πιθανότητας να υποστεί ακρωτηριασμό σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

 

Έχω λάβει υπόψη μου όλα τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, εξετάζοντας με προσοχή τους ισχυρισμούς που πρόβαλε η αιτήτρια και μελετώντας ταυτόχρονα την έκθεση/εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υιοθετήθηκε στο σύνολό της από το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.  Είναι αναγκαίο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της υποχρέωσης κατ’ουσίαν ελέγχου του αιτήματος της αιτήτριας να εξεταστούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια και να διερευνηθούν και από το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες που συγκεντρώνονται για τη χώρα καταγωγής της.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε και αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία που αφορούν το προφίλ της αιτήτριας. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας και κατά συνέπεια δεν τυγχάνει αμφισβήτησης στην ενώπιον μου διαδικασία και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του για σκοπούς εξέτασης του πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας.

 

Σχετικά με την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, τη σεξουαλική κακοποίηση την οποία η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπέστη από το θείο της, επισημαίνω τη σειρά εικασιών στην οποία έχει υποπέσει η αρμόδια λειτουργός σχετικά με το πώς ανέμενε η αιτήτρια ή τρίτα πρόσωπα να συμπεριφερθούν.  Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, «ο εξεταστής δεν πρέπει να εικάζει ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να έχουν εξελιχθεί, ή πώς ο αιτητής ή τρίτο μέρος όφειλαν να συμπεριφερθούν. Το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει την απόφαση οφείλει να παράσχει σαφώς διατυπωμένους λόγους για ένα εύρημα ότι ορισμένος ισχυρισμός ή γεγονός δεν είναι εύλογοι.»[1]

 

Το Εγχειρίδιο εξάλλου του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο τονίζει ότι το αποφασίζον πρόσωπο οφείλει να λαμβάνει υπόψιν ότι η ευλογοφάνεια πρέπει να αξιολογείται στο πλαίσιο του υποβάθρου του αιτητή, της εκπαίδευσης, του γένους και της κουλτούρας του.[2]  Στο πλαίσιο που ανωτέρω αναφέρθηκε, η κρίση της λειτουργού ότι «δεν αναμένεται από το άτομο που κακοποιεί να παρέχει στο θύμα του ιατρική φροντίδα» (ερυθρό 99 διοικητικού φακέλου), στηρίζεται εμφανώς σε προσωπικές της εικασίες για τον τρόπο με τον οποίο ο κατ’ ισχυρισμό δράστης όφειλε να έχει συμπεριφερθεί.

 

Αντίστοιχα, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε την απάντηση της αιτήτριας ότι δε θα εγκατέλειπε την κατοικία της θείας της, δεδομένου ότι η κακοποίησή της είχε σταματήσει προ τριετίας, εάν δεν λάμβαναν χώρα τα περιστατικά με την κοινότητα Bondo.  Συγκεκριμένα, αξιολογείται ως μη ευλογοφανής η δήλωσή της, λαμβάνοντας υπόψιν το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήξης της κακοποίησης της αιτήτριας και της αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής της και τη διάθεσή της να μην εγκαταλείψει το χώρο διαμονής της εξαιτίας της κακοποίησής της από το σύζυγο της θείας της.

 

Η στέρηση της ευλογοφάνειας η οποία σχετίζεται με το διάστημα το οποίο μεσολάβησε μεταξύ της λήξης της κακοποίησής της και της αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής της, κατά κανένα τρόπο δεν αιτιολογείται από την αρμόδια λειτουργό, πολλώ δε μάλλον δεν παρέχεται σαφώς διατυπωμένος ισχυρισμός σχετικά με την έλλειψη ευλογοφάνειας των δηλώσεων. Ειδικά ως προς την αξιολόγηση ως μη ευλογοφανούς της δήλωσης της αιτήτριας ότι δε θα εγκατέλειπε την κατοικία της εάν δεν είχε μεσολαβήσει το περιστατικό με την κοινότητα Bondo, επισημαίνω ότι δε λήφθηκε υπόψιν το υπόβαθρο της αιτήτριας, ότι δηλαδή αρχικά ήταν ανήλικο πρόσωπο, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, εργασιακή εμπειρία ή στενή επαφή με υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο θα ήταν σε θέση να της παράσχει καταφύγιο.  Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε προσωπική της εικασία σχετικά με τον τρόπο που όφειλε να δράσει η αιτήτρια χωρίς να αξιολογήσει αυτούς καθαυτούς στην ουσία τους, τους ισχυρισμούς της.

 

Κατά την κρίση ακόμα της αρμόδιας λειτουργού, πάσχει ευλογοφάνειας η άγνοια της αιτήτριας σχετικά με το είδος της φαρμακευτικής αγωγής η οποία της χορηγήθηκε.  Επισημαίνω επίσης πως η αιτήτρια ήταν ανήλικο πρόσωπο κατά το χρόνο των περιστατικών και δεν παρευρέθηκε στη συνομιλία μεταξύ του θείου της και του ιατρού που κάλεσε.  Αντίστοιχα, η λειτουργός αξιολογεί το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν αναφέρθηκε κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας στη σεξουαλική κακοποίηση την οποία υπέστη από το θείο της.  Συγκεκριμένα, έκρινε ως μη ευλογοφανή τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δεν είχε χρόνο να αναφερθεί στα περιστατικά κακοποίησης, αφού η αίτησή της συμπληρώθηκε κατά την παραμονή της στο ΚΕΠΥ Πουρνάρα. Δεν καθίσταται από την αιτιολόγηση της λειτουργού εμφανές πως μόνη η παραμονή της αιτήτριας στο ΚΕΠΥ θα καθιστούσε το χρόνο που είχε στη διάθεσή της επαρκή προς συμπλήρωση της αίτησής της κατά πλήρη τρόπο.

 

Εξάλλου και το Εγχειρίδιο του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο για την Αξιολόγηση των Ενδείξεων και της Αξιοπιστίας επισημαίνει την ύπαρξη πρακτικών δυσκολιών ως προς τη συμπλήρωση της φόρμας της αίτησης.[3] Η καθυστερημένη υποβολή ισχυρισμών ενδέχεται πράγματι να επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία, εκτός, ωστόσο, αν δοθούν βάσιμες εξηγήσεις.[4] Πέραν τούτου, όπως έκρινε και το ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13[5] ( υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 «66. Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των ζητημάτων που αφορούν την προσωπική σφαίρα ενός προσώπου και, ειδικότερα, τη σεξουαλικότητά του, δεν μπορεί να κριθεί αναξιόπιστη η δήλωση του προσώπου αυτού σχετικά με τον γενετήσιο προσανατολισμό του αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι, εξαιτίας της διστακτικότητάς του να αποκαλύψει προσωπικές πτυχές της ζωής του, δεν δήλωσε εξαρχής την ομοφυλοφιλία του.»

 

Παρά του ότι η απόφαση του ΔΕΕ στις C‑148/13 έως C‑150/13, αφορά ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν για πρώτη φορά σε μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή και αφορούσαν τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, η απόφαση μπορεί να εφαρμοστεί κατά αναλογία και στην περίπτωση της αιτήτριας, καθώς ο ισχυρισμός της περί κακοποίησης από τον θείο της είναι ευαίσθητου χαρακτήρα ζήτημα που εμπίπτει στην προσωπική σφαίρα ενός προσώπου. Παρατηρώ στο πλαίσιο αυτό ότι στην αίτηση αναγράφεται κατά εντελώς συνοπτικό τρόπο μόνο η πρόταση «Φόβος δίωξης από την κοινότητα Bondo (ΑΓΓΟ) Ακρωτηριασμός Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων».

 

Κατά τα ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός όφειλε να αιτιολογήσει περαιτέρω το λόγο για τον οποίο η παραμονή της αιτήτριας στο ΚΕΠΥ καθιστά μη βάσιμο τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί έλλειψης χρόνου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψιν τον εξαιρετικά συνοπτικό χαρακτήρα με τον οποίο αναφέρθηκε στους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της.  Εν πάση περίτπωση, ακόμη και η συνοπτική αναφορά της αιτήτριας στο λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα της υποδηλώνει ότι η αιτήτρια ήταν συνεπής στους ισχυρισμούς της που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός της και από την παρουσία της στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία προκύπτει πως η αιτήτρια ήταν συνεπής ως προς τους ισχυρισμούς της και για τη σεξουαλική κακοποίηση από το θείο της αλλά και για το φόβο δίωξής της από την κοινότητα Bondo

 

Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός αξιολογεί ως χρονικά αντιφατικές τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι ο σύντροφός της, με τον οποίο διατηρούσε σχέση δύο ετών κατά τη στιγμή της συνέντευξης, ήταν το πρόσωπο το οποίο τη συμβούλευσε να απειλήσει το θείο της, περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα περί τα τρία έτη κατά τη στιγμή της συνέντευξης. Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρμόδια λειτουργό, κατά τη στιγμή σύναψης του δεσμού των δύο, ο θείος της αιτήτριας είχε ήδη πάψει να προβαίνει σε πράξεις κακοποίησης σε βάρος της τελευταίας.

 

Όπως επισημαίνει ο πρακτικός οδηγός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, και πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο), o αρμόδιος λειτουργός, ο οποίος εξετάζει αιτήματα διεθνούς προστασίας, οφείλει να παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία να επεξηγήσει ή να αποσαφηνίσει τυχόν ασυνέπειες ή αποκλίσεις των δηλώσεών του. Σε διαφορετική περίπτωση, οι συγκεκριμένες ασυνέπειες ή αποκλίσεις δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας.[6]

 

Ως εκ τούτου, εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε ως ένδειξη σε βάρος της αξιοπιστίας του ισχυρισμού της αιτήτριας η χρονική αντίφαση μεταξύ των ανωτέρω δηλώσεών της. Από κανένα σημείο, εξάλλου, της συνέντευξης δεν προκύπτει ότι η αιτήτρια δε γνώριζε προηγουμένως το συγκεκριμένο πρόσωπο, έστω και αν δεν είχε δεσμό μαζί του.  Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωσε πως γνώριζε το πρόσωπο αυτό πολύ πριν το δεσμό τους.  Αν όμως λειτουργός διαπιστώνει την αντίφαση στο αφήγημα της αιτήτριας οφείλει να θέσει τα ζητήματα ενώπιον της αιτήτριας και αυτή να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους φρονώ ότι η νομιμότητα της επίδικης πάσχει εξαιτίας εσφαλμένης αιτιολόγησης απόρριψης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού που αφορά τον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας.  Ενόψει ωστόσο της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου περί ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, θα προχωρήσω σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα τέθηκαν στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία αλλά και όλα όσα προηγήθηκαν αυτής.

 

Σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, την κακοποίηση της αιτήτριας από το θείο της, παρατηρώ ότι η αιτήτρια υπήρξε σαφής ως προς το χρόνο έναρξης και λήξης, της σε βάρος της κακοποίησης, προσδιορίζοντας αυτές βάσει της ηλικίας της. Την ίδια στιγμή η αιτήτρια υπήρξε συνεπής τόσο κατά το στάδιο της συνέντευξης, όσο και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, σχετικά με το τέλος της κακοποίησης της από το θείο της. Εξίσου συνεκτική τόσο κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, χωρίς οποιαδήποτε σχετική αντίφαση, η αιτήτρια υπήρξε και ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε η ίδια να σταματήσουν οι σε βάρος της κακοποιητικές ενέργειες. Πράγματι, σταθερά υποστήριξε ότι ενόψει των απειλών της περί καταγγελιών στις αρχές και αυτοκτονίας της, η κακοποιητική συμπεριφορά του θείου της έλαβε τέλος. Παρατηρώ περαιτέρω ότι η αιτήτρια ήταν σε θέση να αναφέρει τα προσωπικά στοιχεία του θείου της για τα οποία ερωτήθηκε, την εργασία του σε τράπεζα και να κατονομάσει αυτήν.

 

Εξίσου συνεκτική υπήρξε και σε σχέση με τη συμπεριφορά του θείου της πριν τα περιστατικά κακοποίησής της ξεκινήσουν. Πράγματι σε διαφορετικά σημεία της συνέντευξής της η αιτήτρια αναφέρθηκε στην καλή συμπεριφορά του θείου της απέναντί της, εξηγώντας μάλιστα πως συνήθιζε την προσκόμιση εδεσμάτων τόσο για την ίδια όσο και για το τέκνο του. Παρατηρώ, τέλος, πως η αιτήτρια υπήρξε περιγραφική ως προς το πώς αισθάνθηκε έπειτα από το πρώτο περιστατικό κακοποίησής της, αποδεικνύοντας το βιωματικό χαρακτήρα της αφήγησής της.

 

Επιπλέον, υπήρξε συγκεκριμένη ως προς τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, αναφέροντας πως λάμβανε τη συγκεκριμένη αγωγή για κάποιες μέρες σε συγκεκριμένη ώρα καθώς και κατόπιν κάθε περιστατικού κακοποίησης. Πράγματι, αν και η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους της διδόταν η συγκεκριμένη αγωγή κατ’ εξακολούθηση, αφού δεν ήταν παρούσα κατά τη συζήτηση μεταξύ του θείου της και του ιατρού, ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς τη λήψη αγωγής.  Ενόψει λοιπόν των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου προς αξιολόγηση κρίνω πως η αιτήτρια είναι εσωτερικά αξιόπιστη ως προς τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της.

 

Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, επισημαίνω πως κατέστη δυνατή η εξεύρεση της Rokel Commercial Bank, στην οποία κατ’ ισχυρισμό εργάζεται ο θείος της αιτήτριας, η οποία εδρεύει στο Freetown, τόπο διαμονής της αιτήτριας και των θείων της.[7] Την ίδια στιγμή επισημαίνω πως βάσει πηγής πληροφόρησης, το 2023, χρόνο περί τον οποίο ξεκίνησαν τα κακοποιητικά περιστατικά σε βάρος της αιτήτριας, η σεξουαλική βία σε βάρος των παιδιών αποτελούσε ευρέως διαδεδομένο και αυξανόμενης έντασης πρόβλημα.

 

Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης προς επίλυση του προβλήματος, μεταξύ των οποίων και η υιοθέτηση του Νόμου περί Σεξουαλικών Προσβολών (Sexual Offenses Act), παρέμεναν ουσιώδεις προκλήσεις ως προς την εφαρμογή. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο, οι μονάδες υποστήριξης της οικογένειας (Family Support Units- FSU) κατέγραψαν 539 περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, οι οποίες συμπεριλάμβαναν το βιασμό παιδιών.[8] Για υψηλό αριθμό καταγγελιών σχετικά με σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο σύνολο της χώρας κάνει λόγο και αναφορά της Κοινωνίας των Πολιτών ως προς την εφαρμογή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η οποία εκδόθηκε το 2014.[9]

 

Επιρόσθετα, έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει ότι στη Σιέρρα Λεόνε το έτος 2020 η σεξουαλική βία συνεχίστηκε αμείωτη. Η μη κυβερνητική οργάνωση Rainbo Initiative δήλωσε ότι έλαβε πάνω από 1000 αναφορές σεξουαλικών επιθέσεων μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου. Τον Ιούλιο, ιδρύθηκε το πρώτο Πρότυπο Δικαστήριο για Σεξουαλικά Αδικήματα για να επισπεύσει τις δίκες που σχετίζονται με σεξουαλικά αδικήματα και για να μειώσει τις εκκρεμούσες υποθέσεις. Αναφέρεται επίσης ότι ιδρύθηκε ένα κέντρο για επιζώντες σεξουαλικής βίας, το οποίο παρέχει ψυχοκοινωνική υποστήριξη και θεραπεία.[10]

 

Η Σιέρρα Λεόνε έχει ένα ισχυρό σύνολο νομοθετημάτων για την προστασία των γυναικών και των κοριτσιών, αλλά έρευνα έχει καταδείξει ότι η νομοθεσία δεν είναι επαρκής. Παρά την έγκριση νομοθεσιών το 2007 και το 2012 για τα σεξουαλικά αδικήματα, τα ποσοστά βιασμού και ατιμωρησίας για τα εγκλήματα αυτά παραμένουν υψηλά. Οι λόγοι για την υψηλή ατιμωρησία περιλαμβάνουν την κουλτούρα του συμβιβασμού, τους ανεπαρκείς πόρους της αστυνομίας και της δικαιοσύνης και την έλλειψη εγκληματολογικού εξοπλισμού προς ενίσχυση των αποδεικτικών στοιχείων.[11]  Ενόψει των ανωτέρω πληροφοριών ο ισχυρισμός της αιτήτριας κρίνεται και εξωτερικά αξιόπιστος και κατά συνέπεια γίνεται αποδεκτός στο σύνολό του.

 

Σε σχέση με τους δύο επόμενους ουσιώδεις ισχυρισμούς της αιτήτριας, την απόπειρα Ακρωτηριασμού Γεννητικών Οργάνων εκ μέρους της κοινότητας Bondo από την οποία διέφυγε και τη δίωξή της από την εν λόγω ομάδα, επισημαίνω πως λόγω της σχετικότητας τους είναι αναγκαίο να εξεταστούν από κοινού. Στο πλαίσιο, εξάλλου, του σχηματισθέντος ως τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος αφορά τη μελλοντική δίωξη της αιτήτριας από την κοινότητα Bondo, η αρμόδια λειτουργός προβαίνει σε κρίσεις οι οποίες αφορούν την απόπειρα ακρωτηριασμού σε βάρος της αιτήτριας και ανήκουν ουσιαστικά στην αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού.

 

Κληθείσα η αιτήτρια να περιγράψει την εμπειρία που βίωσε η ίδια, ισχυρίστηκε ότι μετέβη με τη θεία της σε χωριό της περιοχής Makeni όπου η τελευταία την παρέδωσε σε άτομα της παράδοσης (“traditional people”) και έφυγε. Τα άτομα αυτά την πήραν σε θάμνους που μοιάζουν με σπίτια του χωριού (“bush like village houses”) και της είπαν ότι θα παραμείνει εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα μέχρι να κοιμηθούν όλοι και ότι μέχρι εκείνη την ώρα θα την υπέβαλαν σε ακρωτηριασμό. Ερωτηθείσα τι έκανε από τις 5 το απόγευμα (ώρα που ισχυρίστηκε ότι έφτασαν εκεί) μέχρι τo βράδυ, η αιτήτρια απάντησε ότι δεν έκανε τίποτα και ότι περίμενε και ανέφερε πως έπαιζαν τύμπανα και τους παρακολουθούσε. Όταν της ζητήθηκε να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, η αιτήτρια ανέφερε ότι χόρευαν, έτρωγαν και έπιναν και ότι αυτό συνέβαινε για μία ώρα. Στη συνέχεια, όταν ήρθε η ώρα του ακρωτηριασμού, μεταφέρθηκαν όλοι μέσα στο σπίτι (τρεις soweis, η ίδια και ένα άλλο άτομο), κάποιοι κάπνιζαν, ενώ η ίδια πήρε τον αναπτήρα, πήγε στο διπλανό δωμάτιο όπου είχαν όλα τα σύνεργα (μαχαίρι και ψαλίδι) για τη διαδικασία και έβαλε φωτιά στο χώρο.

 

Η αιτήτρια ανέφερε πως έβαλε φωτιά χωρίς να την αντιληφθεί κανείς.  Κληθείσα να εξηγήσει πώς γίνεται, ενώ βρισκόταν σε συγκεκριμένη τοποθεσία, όπου τα άτομα έχουν συγκεκριμένη παράδοση για την οποία είχαν προετοιμαστεί, η ίδια να βάλει φωτιά και να διαφύγει χωρίς να γίνει αντιληπτή, η αιτήτρια, δήλωσε πως όλοι είχαν εστιάσει στην απόσβεση της φωτιάς. Τα πιο πάνω επιβεβαίωσε η αιτήτρια στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία ενισχύοντας τα με περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο που έβαλε τη φωτιά, τον τρόπο διαφυγής της και την απομάκρυνσής της από την περιοχή.  Οι δηλώσεις της αιτήτριας χαρακτηρίζονται από συνοχή, αμεσότητα και φυσικότητα οι οποίες αναπόφευκτα αντικατοπτρίζουν τον βιωματικό χαρακτήρα του αφηγήματός της.  Κατα συνέπεια, ο ισχυρισμός της αιτήτριας κρίνεται ως εσωτερικά αξιόπιστος.

 

Στο πλαίσιο αυτό, θα προχωρήσω αρχικά σε παράθεση πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας σε σχέση με τον πυρήνα του ισχυρισμού της, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Ταμείου Επείγουσας Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά  (UNICEF), η Σιέρρα Λεόνε καταγράφεται στην ομάδα κινδύνου 1 (χώρες με πολύ υψηλό ποσοστό) βάσει των επιπέδων του επιπολασμού μεταξύ κοριτσιών και γυναικών 15-49 ετών.[12] Βάσει της πλέον πρόσφατης έρευνας της UNICEF για τον ακρωτηριασμό στη χώρα, σχεδόν εννέα στα δέκα κορίτσια και γυναίκες έχουν υποστεί την εν λόγω πρακτική. Η ως άνω έρευνα υποδεικνύει ότι στην ηλικιακή ομάδα των γυναικών 15-49, το ποσοστό του ακρωτηριασμού ανέρχεται σε 86%.[13] Ειδικά στην ηλικιακή ομάδα των γυναικών 25-29 ετών, στην οποία η αιτήτρια ανήκει, το ποσοστό επιπολασμού ανέρχεται σε 91%.[14]

 

Σε σχέση με τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι γυναίκες στη Σιέρρα Λεόνε υποβάλλονται σε ακρωτηριασμό, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό African Journal of Reproductive Health υποδεικνύει τα πρόσωπα τα οποία δύνανται να λαμβάνουν τη σχετική απόφαση. Στο πλαίσιο της Σιέρρα Λεόνε, είναι γνωστό ότι οι ακρωτηριαστές (soweis) επισκέπτονται τις οικογένειες όπου τα κορίτσια θεωρούνται σε ηλικία ακρωτηριασμού και τις ενημερώνουν για την επόμενη τελετή ακρωτηριασμού.

 

Βάσει της έρευνας, «η πίεση που τα κορίτσια και οι γυναίκες ενδεχομένως βιώνουν στις κοινότητες οι οποίες πραγματοποιούν ακρωτηριασμούς στη Σιέρρα Λεόνε είναι δυνατό να ιδωθεί ως ‘κοινοτικός λήπτης της απόφασης’ προκειμένου τα κορίτσια να υποβληθούν σε ακρωτηριασμό»[15].  Η ίδια έρευνα επισημαίνει πως η σχετική απόφαση λαμβάνεται κυρίως στο επίπεδο της οικογένειας όπου τα θηλυκά μέλη της οικογένειας εμπλέκονται.[16] Στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνεται η μητέρα, θεία, αδελφή και γιαγιά του προσώπου που υπόκειται σε ακρωτηριασμό. Πέρα από τα εν λόγω μέλη της οικογένειας, στο δείγμα της έρευνας η σχετική απόφαση λήφθηκε από τον πατέρα, τον παππού ή το σύζυγο του εν λόγω προσώπου.[17]

 

Περαιτέρω, ως προς τις περιστάσεις που είναι δυνατό να λάβει χώρα ακρωτηριασμός, έρευνα προγράμματος της UNICEF υποδεικνύει ότι αποτελεί μέρος της κοινότητας Bondo. Βάσει αυτής, «η διαδικασία γενικά λαμβάνει χώρα σε κορίτσια μεταξύ των ηλικιών 4 και 14, σε βρέφη, γυναίκες οι οποίες πρόκειται να παντρευτούν, και ορισμένες φορές σε γυναίκες οι οποίες εγκυμονούν το πρώτο τους παιδί ή μόλις έχουν γεννήσει.»[18]

 

Επισημαίνεται ότι η είσοδος στην κοινότητα Bondo αποτελεί κοινωνικό κανόνα στη Σιέρρα Λεόνε. Συνιστά αυτό το οποίο αναμένεται «φυσικά» από τις νέες γυναίκες, ενώ είναι αυτό το οποίο μεταξύ άλλων οι σύζυγοι αναμένουν από αυτές.[19] Βάσει της ίδιας έρευνας, η πίεση προς τις νέες γυναίκες να εισαχθούν στην κοινότητα Bondo πηγάζει από διάφορα μέρη, «τη συνείδηση, την οικογένεια, την κοινότητα ως σύνολο».[20] Βάσει αναφοράς της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης 28 Too Many, «οι γάμοι οι οποίοι πραγματοποιούνται πριν τη μύηση σε μυστικές κοινότητες θεωρούνται παράνομοι»[21]

 

Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, υποδεικνύεται ότι η μόνη εθνοτική ομάδα η οποία δεν ακολουθεί την πρακτική του ακρωτηριασμού των θηλυκών γεννητικών οργάνων συνιστά η εθνοτική ομάδα των Χριστιανών Krio,[22] στην οποία δεν ανήκει η αιτήτρια. Η αιτήτρια, ως αναφέρει, ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Loko, οι οποίοι φέρεται να μυούν τα κορίτσια στην κοινότητα Bondo σε οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ της βρεφικής και των 15 ετών.[23] Σε έρευνα ωστόσο, δημοσιευθείσα στο περιοδικό African Journal of Reproductive Health, υποδεικνύεται ότι τέσσερα από τα κορίτσια της φυλής των Loko που αποτέλεσαν το δείγμα της ακρωτηριάστηκαν σε ηλικία μεγαλύτερη των δεκαπέντε ετών.[24]

 

Όπως η ίδια έρευνα αναφέρει, το 20% του δείγματός της προερχόταν από πρόσωπα εθνοτικής καταγωγής Loko, φυλή μεταξύ αυτών «που φαίνεται να ακρωτηριάζουν παραδοσιακά μεταξύ της ηλικίας των 6-14 ετών». Η ίδια έρευνα παρατηρεί «δεν είναι ασύνηθες ο ακρωτηριασμός να λαμβάνει χώρα εκτός αυτής της ηλικιακής ομάδας».[25] Μεταξύ της φυλής των Loko το ποσοστό ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων φαίνεται να ανέρχεται σε 81.4%.[26] Το ποσοστό ακρωτηριασμού μεταξύ των Χριστιανών γυναικών ανέρχεται στο ποσοστό του 69%, ενώ στη Δυτική αστική περιοχή (Western Urban area), όπου ανήκει το Freetown, το ποσοστό ανέρχεται σε 74%.[27] Η αιτήτρια είναι επιπλέον 26 ετών, σε ηλικία τεκνοποίησης, βάσει εξάλλου και των στατιστικών για τη χώρα καταγωγής της.[28]

 

Απο τις πιο πάνω πληροφορίες προκύπτει πως το ποσοστό 81,4% του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων της φυλής Loko, στην οποία ανήκει η αιτήτρια είναι πολύ υψηλό.  Η πληροφορία αυτή σε συνδιασμό με το ότι η κοινότητα Bondo προβαίνει σε ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων, γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας που είναι σε ηλικία γάμου και/ή τεκνοποίησης και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Loko μυούν τα κορίτσια στην Bondo Society  επιβεβαιώνει τα λεγόμενά της αιτήτριας και την καθιστούν και εξωτερικά αξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της.

 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε αξιολόγηση κινδύνου, προκειμένου να διαπιστώσω εάν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεδειγμένους ισχυρισμούς και στοιχεία, υπό το φως όλων των σχετικών γεγονότων που αφορούν το αίτημα της αιτήτριας. Οφείλει να λάβει χώρα ανασκόπηση των περιστάσεων οι οποίες επικρατούν στη χώρα καταγωγής της καθώς και της συμπεριφοράς των φορέων δίωξης.[29] Προς διαπίστωση του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν «οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων δίωξης.» (ΔΕΕ, Υ, Ζ, C-71/11 και 99/11, ημερομηνίας 05/09/2011, παρ.76)

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση κινδύνου, όπως επισημαίνεται στο Εγχειρίδιο του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, «αν και μία απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης δε θα αρκούσε», ο αιτητής δε χρειάζεται να καταδείξει ότι είναι περισσότερο πιθανή παρά το αντίθετο η δίωξή του.[30] Στο σύγγραμμα των Hathaway J.C. και Foster M., αναφέρεται πως «δε χρειάζεται να είναι πεπεισμένος ότι υπάρχει ξεκάθαρος κίνδυνος, ο φόβος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος (wellfounded), ακόμα και αν οι πιθανότητες της βλάβης είναι 'μικρές αλλά διακριτές'»[31]

 

Την ίδια στιγμή, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή Εξάλειψης Διακρίσεων των γυναικών στη Γενική Σύσταση 32 σχετικά με τις έμφυλες διαστάσεις μεταξύ άλλων του προσφυγικού καθεστώτος και του ασύλου, «το άρθρο 2 της Σύμβασης απαιτεί τα κράτη- μέλη να αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειάς τους και να διασφαλίζουν ότι οι γυναίκες προστατεύονται αποτελεσματικά από τη βλάβη την οποία ενδεχομένως υποστούν από μη κρατικούς δρώντες». [32] Παραπέμπει μάλιστα στη Γενική Σύσταση 19, όπου αναφέρεται πως «υπό το γενικό διεθνές δίκαιο και συγκεκριμένα σύμφωνα ανθρώπινων δικαιωμάτων» τα κράτη ενδέχεται να είναι υπεύθυνα για ιδιωτικές πράξεις εφόσον, μεταξύ άλλων, αποτύχουν να δράσουν με τη δέουσα επιμέλεια πρόληψης των παραβιάσεων των δικαιωμάτων.[33]

 

Με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς της αιτήτριας, ότι δηλαδή πρώτον, υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον θείο και κηδεμόνα της και δεύτερον, ότι κινδύνεψε να υποβληθεί σε ΑΓΓΟ με απώτερο σκοπό να μυηθεί στην κοινότητα Bondo, σε συνάρτηση με τις προσωπικές τις περιστάσεις και συγκεκριμένα το ότι πρόκειται για νεαρή, ανύπαντρη, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου γυναίκα από την Σιέρρα Λεόνε, η οποία δεν έχει υποστηρικτικό και οικογενειακό κύκλο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και η οποία δεν έχει υποβληθεί σε ΑΓΓΟ, υπάρχουν εύλογες πιθανότητες αυτή να υποβληθεί στην πρακτική  ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε. 

 

Προχωρώ να εξετάσω στο κατά πόσο η ίδια, εμπίπτει στον ορισμό του δικαιούχου διεθνούς προστασίας στα πλαίσια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν, 6 (Ι)/2000.  Για σκοπούς υπαγωγής της αιτήτριας σε καθεστώς πρόσφυγα θα πρέπει να εντοπιστεί βάσιμος φόβος δίωξης ο οποίος να συνδέεται με ένα από τους λόγους που προβλέπεται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και να προκύπτει ο φορέας δίωξης από τον οποίο δεν θα μπορούν οι αρχές της χωρας καταγωγής της να την προστατέψουν ή λόγω του φόβου να μην είναι πρόθυμη να χρησιμοποίησει την προστασία της χώρας αυτής.

 

Στο άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.»

 

Σχετικά δε με τους λόγους δίωξης, το άρθρο 3Δ, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζει την έννοια τη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]:

[…]

) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.»

 

Στις παραγράφους 39 μέχρι 42 της πρόσφατης απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης, στην υπόθεση C621-21, W.S. v. Βουλγαρίας, ημερομηνίας 16/1/2024, επαναλήφθηκαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και συγκεκριμένα αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

“39. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο επαναλαμβάνει το γράμμα του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, ως «πρόσφυγας» νοείται, μεταξύ άλλων, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 απαριθμεί ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη για καθέναν από τους πέντε λόγους δίωξης που είναι ικανοί να οδηγήσουν στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα.

 

40. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον λόγο δίωξης που έγκειται στην «ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, προκύπτει ότι η ομάδα θεωρείται ως «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, τα μέλη της ομάδας αυτής πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα από τα εξής τρία αναγνωριστικά στοιχεία, ήτοι «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά», «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» ή «από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει». Δεύτερον, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει «ιδιαίτερη ταυτότητα» στη χώρα καταγωγής «διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο».

 

41. Επιπλέον, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[λ]αμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας». Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 30 της οδηγίας 2011/95, σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα του φύλου μπορεί να σχετίζεται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, υποχρεωτική στείρωση ή υποχρεωτική αποβολή.

 

42. Επιπλέον, το σημείο 30 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, διευκρινίζει, όσον αφορά την έννοια της «κοινωνικής ομάδας» που αναφέρεται στη σύμβαση αυτή και ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, ότι «το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. […] Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης.»

 

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 30 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ καθορίζει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «για τους σκοπούς του καθορισμού της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη θέματα που απορρέουν από το φύλο του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου και του γενετήσιου προσανατολισμού, τα οποία μπορεί να σχετίζονται με ορισμένες νομικές παραδόσεις και έθιμα, που οδηγούν επί παραδείγματι σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, υποχρεωτική στείρωση ή υποχρεωτική αποβολή, στον βαθμό που έχουν σχέση με τον βάσιμο φόβο του αιτούντος για δίωξη σε βάρος του».

 

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από την απόφαση C 621/21, καθόρισε στις  Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C – 199 / 12 έως C - 201/12 X κ.λπ., Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013, Minister voor Immigratie en Asiel κατά X και Y και Z κατά Minister voor Immigratie en Asiel, τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να κριθεί ότι πρόσωπο μπορεί να ενταχθεί σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» και συγκεκριμένα ανέφερε τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«45 Κατά τον ορισμό αυτόν, μια ομάδα θεωρείται «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» όταν πληρούνται ειδικά δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Αφενός, τα μέλη της ομάδας πρέπει να έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, ή ακόμη να έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει. Αφετέρου, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην περί ης πρόκειται τρίτη χώρα επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα.»

 

Κατά την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα είναι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «η ένωση προσώπων που συνδέονται με ένα κοινό χαρακτηριστικό, άλλο από το φόβο δίωξης, ή που αντιμετωπίζονται ως ομάδα από την κοινωνία. Το χαρακτηριστικό είναι συχνά έμφυτο, αναλλοίωτο ή θεμελιώδες για την ταυτότητα, τη συνείδηση ή την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών της»[34].

 

Αναφορικά με τους λόγους δίωξης που απορρέουν από το φύλο και τη συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στα πλαίσια του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σε σχετικές Οδηγίες, αναφέρει ότι «Κατ' ακολουθία, το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης.»[35]

 

Σχετικά με γυναίκες που κινδυνεύουν να υποστούν ΑΓΓΟ και το κατά πόσο αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας σχετικά με το Χειρισμό των Αιτημάτων Ασύλου στις περιπτώσεις ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων αναφέρουν ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Συχνά πληρούν ένα από τα προαναφερόμενα κριτήρια όσες αιτούνται διεθνή προστασία επειδή έχουν υποστεί ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων. Το φύλο και η ηλικία τους είναι αμφότερα έμφυτα χαρακτηριστικά και ανεπίδεκτα αλλαγής σε δεδομένη χρονική στιγμή. Περαιτέρω, η άρνησή τους να υποστούν σωματική αλλοίωση μπορεί να θεωρηθεί τόσο αναπόσπαστα εγγενής στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους ώστε καθίσταται θεμελιώδους σημασίας για την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους”.

 

Στο δωδέκατο εδάφιο του προοιμίου της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης καθόρισε κατωτέρω πως ο ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων συνιστά παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων γεγονός το οποίο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται:

 

«Αναγνωρίζοντας με ιδιαίτερη ανησυχία ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια συχνά εκτίθενται σε σοβαρές μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός, ο εξαναγκασμός σε σύναψη γάμου, τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της ούτως-αποκαλουμένης “τιμής” και σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, τα οποία συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, καθώς και σοβαρό εμπόδιο στην επίτευξη ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών.»

 

Στο σύγραμμα “Ο καθορισμός του καθεστώτος πρόσφυγα- Ρήτρες Υπαγωγής και Ρήτρες Αποκλεισμού” (2024), η Αικατερίνη Κουτσοπούλου στις σελίδες 398 και 399, αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

Για παράδειγμα οι γυναίκες, αποτελούν παράδειγμα κοινωνικού συνόλου προσδιοριζόμενου από εγγενή και αμετάβλητα χαρακτηριστικά, τα οποία ενδέχεται να γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο από την κοινωνία, ανάλογα με τη χώρα τους, εξαιτίας των κοινωνικών, νομικών ή θρησκευτικών κανόνων της χώρας καταγωγής ή των εθίμων της κοινότητας στην οποία ανήκουν.  Επίσης, οι γυναίκες μπορούν να ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, με κριτήριο την φύση των πράξεων δίωξης, στις οποίες φοβούνται ότι θα εκτεθούν, σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους, η οποία φύση αποτελεί κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να προσδιοριστεί η “ιδιαίτερη ταυτότητα της εν λόγω ομάδας στη χώρα καταγωγής”, χωρίς βέβαια τούτο να σημαίνει ότι όλες οι γυναίκες που φοβούνται θα αποτελούν μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας.  Πρακτικές εξάλλου όπως η κλειτοριδεκτομή, μπορούν να προσδώσουν την ιδιότητα του πρόσφυγα, όπως για παράδειγμα κρίθηκε στην περίπτωση κοπέλας από τη Σενεγάλη, μέλος της εθνότητας soninke και γεννημένης στη Γαλλία διότι το ποσοστό εκτομής γυναικείων γεννητικών οργάνων παραμένει πολύ υψηλό στην εθνοτική αυτή ομάδα, ή στην περίπτωση μίας υπηκόου Μαλί, η οποία είχε υποστή την πρακτική της εκτομής γεννητικών οργάνων στην παιδική της ηλικία και εξέφρασε την άρνησή της να υποβληθεί σε νέα ολική εκτομή την οποία απαιτούσε ο μέλλων σύζυγός της διότι λόγω της αρνήσεώς της αυτής θα υφίστατο πιέσεις καθώς και απειλές από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τις τοπικές εθιμικές αρχές.”

 

Πέραν, από τις Οδηγίες της UNHCR, σχετικός κατάλογος, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) στο Εγχειρίδιο "Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας" και συγκεκριμένα στη σελίδα 24 παραθέτει παραδείγματα ιδιαίτερων ομάδων γυναικών, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα σε συγκεκριμένη χώρα καταγωγής, συμπεριλαμβάνει και τις γυναίκες και κορίτσια που αρνούνται να υποβληθούν σε ΑΓΓΟ.[36]  Το Εγχειρίδιο καθορίζει τα πιο κάτω και τοποθετεί το ζήτημα στη σωστή του βάση (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Κοινό χαρακτηριστικό

Ανάλογα με το πλαίσιο στη συγκεκριμένη χώρα καταγωγής, η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα θα μπορούσε να απαρτίζεται από γυναίκες και κορίτσια των οποίων το κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχουν υποβληθεί σε ΑΓΓΟ σύμφωνα με τις τοπικές παραδοσιακές πρακτικές ή/και εξακολουθούν να αρνούνται να υποβληθούν σε αυτόν. Η ομάδα αυτή θα μπορούσε να βασίζεται σε εγγενή χαρακτηριστικά (ηλικία, φύλο, εθνοτική ομάδα) καθώς και σε κοινό ιστορικό παρελθόν (το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκαν σε ΑΓΓΟ) ή/και σε χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις που είναι θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση. Η ομάδα αυτή μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γυναίκες και κορίτσια που έχουν ήδη υποβληθεί σε ένα είδος FGM, αλλά διατρέχουν παρ' όλα αυτά τον κίνδυνο να υποβληθούν σε επιπρόσθετο είδος FGM.

 

Ιδιαίτερη ταυτότητα

Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν η προαναφερθείσα ομάδα (ήτοι γυναίκες και κορίτσια που δεν έχουν υποβληθεί σε FGM σύμφωνα με τις τοπικές παραδοσιακές πρακτικές) μπορεί να συνιστά ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, πρέπει επίσης να αξιολογηθεί εάν η ομάδα αυτή έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα καταγωγής, ήτοι εάν γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Σε χώρες (ή περιοχές) στις οποίες το FGM είναι κρατούσα πρακτική, γυναίκες και κορίτσια με άθικτα γεννητικά όργανα (ή που δεν έχουν ακρωτηριαστεί «επαρκώς», σύμφωνα με τις τοπικές πρακτικές) ενδέχεται να θεωρούνται ότι διαφέρουν από τις γυναίκες που έχουν υποβληθεί στην πρακτική αυτή. Η ιδιαίτερη ταυτότητα αυτών των γυναικών και των κοριτσιών θα μπορούσε να αποδειχθεί από το γεγονός ότι υφίστανται κοινωνικό εξοστρακισμό. Ο εξοστρακισμός αυτός μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι θεωρούνται «ακάθαρτες» ή «αμφίβολης ηθικής» από την τοπική κοινωνία. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι οι άνδρες στην κοινωνία αυτή αρνούνται/έχουν αρνηθεί να παντρεύονται γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί σε FGM. Επιπλέον, γυναίκες και κορίτσια που αντιτίθενται στο FGM, που αρνούνται να ακολουθήσουν αυτήν την επιβλαβή παραδοσιακή πρακτική, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παραβιάζουν τα κοινωνικά ήθη και, επομένως, στιγματίζονται και υφίστανται δυσμενείς διακρίσεις από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει επίσης για τους άνδρες που αντιτάσσονται στο FGM για τις θυγατέρες τους.»[37]

 

Από την έρευνα που έχω διεξάγει προκύπτει πως ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων στη Σιέρρα Λεόνε και συγκεκριμένα στη φυλή της αιτήτριας, διαφαίνεται πως εφαρμόζεται σε βαθμό που να αποτελεί για την κοινωνία κανόνα.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά και οι μη ακρωτηριασμένες γυναίκες να αποτελούν μια κοινωνική ομάδα. Δεδομένου ότι η ύπαρξη αυτής της κοινωνικής ομάδας δεν εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που την απαρτίζουν αλλά από το πώς η κοινωνία και οι θεσμοί αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ της δίωξης και της συμμετοχής στην κοινωνική ομάδα των μη ακρωτηριασμένων γυναικών[38] και γι’αυτό το λόγο εάν δεν ακολουθηθεί η πρακτική αυτή, επηρεάζει την κοινωνική αποδοχή του ατόμου, εφόσον η πρακτική αυτή θεωρείται δείκτης πολιτιστικής ταυτότητας.[39]

 

Η φύση των πράξεων στις οποίες φοβάται ότι θα εκτεθεί μια γυναίκα στη χώρα καταγωγής της, λόγω του φύλου της ή των παραδόσεων της χώρα της, μπορεί να είναι στοιχεία καθοριστικά για να κριθεί κατά πόσον μπορεί να ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αλλά και προκειμένου να προσδιοριστεί η «ιδιαίτερη ταυτότητα» της εν λόγω ομάδας στη χώρα καταγωγής της.  Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται ότι όλα τα πρόσωπα που φοβούνται ότι θα εκτεθούν σε πράξεις δίωξης στη χώρα καταγωγής τους μπορούν ανεξέλεγκτα να θεωρηθούν ως ανήκοντα σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ακόμα και αν το πρόσωπο αυτό είναι γυναίκα, εφόσον κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται εξατομικευμένα και να λαμβάνονται υπόψη τα συγκεκριμένα περιστατικά που συνδέονται με το κάθε πρόσωπο που αιτείται προστασίας.  Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μία γυναίκα από τη Σιέρρα Λεόνε ανήκει σε κοινωνική ομάδα στο μέτρο που ενδέχεται να υποστεί, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, την πρακτική, ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων. 

 

Στην υπόθεση H. Μ. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Υπ.: 1107/22, 24 Ιουλίου 2023, (στο εξής «Η. Μ.») η αδελφή μου Δικαστής κυρία Κλεάνθους εξέτασε την απόρριψη αιτήματος διεθνούς προστασίας στο οποίο η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει να υποβληθεί σε πρακτική ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε.  Τα γεγονότα βέβαια της προαναφερόμενης απόφασης διαφέρουν με την παρούσα, εφόσον οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια δεν έγιναν αποδεκτοί στο σύνολό τους και το Δικαστήριο αξιολόγησε κατά πόσον σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα της (Σιέρρα Λεόνε) θα υποστεί ΑΓΓΟ.  Παρ’όλα αυτά η απόφαση πραγματεύεται σχετικό ζήτημα με την υπό εξέταση προσβαλλόμενη απόφαση.  Το Δικαστήριο μεταξύ άλλων αποφάσισε τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«52. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί ανωτέρω, οι γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί στην πρακτική FGM στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δύναται να βιώσουν κοινωνικό αποκλεισμό, εάν η κατάστασή τους είναι γνωστή, δέχονται λεκτικές επιθέσεις, θεωρείται ως εμπόδιο για την τέλεση γάμου, καθώς αυτό αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Γενικότερα, από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι όχι μόνο η πρακτική καθ' αυτή συνιστά δίωξη αλλά ως δίωξη δύναται να θεωρηθούν και σωρευτικώς οι διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες, οι οποίες αρνούνται να υποβληθούν σε αυτή την πρακτική εξαιτίας της έκτασης του κοινωνικού αποκλεισμού που αυτές βιώνουν. Στο πλαίσιο δε της εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία του προφίλ της (μη ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, μη προηγούμενη εργασιακή πείρα, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, νεαρό ηλικίας) επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια ευλόγως αναμένεται να υποστεί την ως άνω περιγραφείσα δίωξη ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ήτοι νεαρών γυναικών οι οποίες δεν υποβληθεί FGΜ».[40]

 

Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στο σύνολό τους, όπως αυτοί προβλήθηκαν σε όλα τα στάδια εξέτασης της αίτησης της, καθώς και τα ευρήματα έρευνας σε έγκυρες και πρόσφατες πηγές πληροφόρησης σε συνδυασμό με το προφίλ της αιτήτριας (μονήρης γυναίκα ηλικίας 26 χρονών από τη Σιέρα Λεόνε) γίνεται αποδεκτό το γεγονός ότι δεν έχει υποβληθεί στη διαδικασία ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων και όπως η ίδια ανέφερε κατά τη Γραπτή της Αγόρευση δεν επιθυμεί να το πράξει.

 

Η αιτήτρια εμπίπτει σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, η οποία σχηματίζεται από γυναίκες και κορίτσια που μοιράζονται το κοινό χαρακτηριστικό, ότι δεν έχουν υποβληθεί σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων σύμφωνα με τις τοπικές παραδοσιακές πρακτικές της χώρας και/ή συνεχίζουν να αρνούνται να υποβληθούν σε αυτό. Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε, χώρα στην οποία όπως διαπιστώθηκε βρίσκεται ανάμεσα στις τέσσερις πρώτες χώρες όπου η πρακτική του ΑΓΓΟ είναι πιο συνήθης και το ποσοστό των γυναικών που υποβάλλονται στη διαδικασία αυτή, ηλικίας μεταξύ 15-49 χρονών, ανέρχεται στο 86%, το οποίο θεωρείται πολύ υψηλό ποσοστό.

 

Επιπρόσθετα, όπως έχει διαπιστωθεί κατόπιν έρευνας, η νομοθεσία της χώρας δεν απαγορεύει, ούτε ποινικοποιεί την εν λόγω πρακτική και οι μυστικές κοινότητες/κοινωνίες στις οποίες πραγματοποιείται (όπως είναι η Bondo society), διαθέτουν ισχυρά θεμέλια στην κοινωνία και τεράστια κοινοτική και πολιτική επιρροή. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται προς κατάργηση της πρακτικής αυτής και στήριξης των γυναικών αυτών, ο ΑΓΓΟ συνδέεται άρρηκτα με την προϋπόθεση για την κοινωνική αποδοχή ενός κοριτσιού ή μίας γυναίκας.

 

Η Bondo society, η οποία διενεργεί τις τελετές μύησης και του ακρωτηριασμού, είναι συχνά υπεύθυνη για σεξουαλική βία και απαγωγές. Οι γυναίκες και τα κορίτσια που αρνούνται τη διαδικασία μύησης και του ΑΓΓΟ, θεωρούνται διαφορετικές, περιθωριοποιούνται κοινωνικά, θεωρούνται «ηθικά αμφισβητούμενες» από την κοινότητά τους, στιγματίζονται και υφίστανται διακρίσεις, ακόμη και κακοποίηση.

 

Ως προς την σύνδεση του αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας ότι ο θείος της, την βίαζε για περίπου 4 χρόνια όταν η ίδια ήταν ανήλικη και περίοδο κατά την οποία ενηλικιώθηκε, σε σχέση με την έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, η αδελφή μου Δικαστής κυρία Παπαντωνίου στην απόφαση της στην υπόθεση υπ’αριθμόν 7397/21, ND. και Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 9 Μαΐου, 2023, ανέφερε τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στην απόφαση του House of Lords στην υπόθεση In re B (FC) (Appellant) (2002) Regina v. Special Adjudicator (Respondent) ex parte Hoxha (FC) [2005] UKHL 19λέχθηκαν τα εξής:

 

"But women who have been victims of sexual violence in the past are linked by an immutable characteristic which is at once independent of and the cause of their current ill-treatment. They are certainly capable of constituting a particular social group under the Convention."

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Αλλά γυναίκες οι οποίες υπήρξαν θύματα σεξουαλικής βίας στο παρελθόν, συνδέονται με ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό, το οποίο είναι ταυτόχρονα ανεξάρτητο από και η αιτία της τρέχουσας κακομεταχείρισης τους.  Είναι σίγουρα ικανές να συνιστούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα υπό το φως της Σύμβασης.»»

 

Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τη διεθνή προστασία της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες με τίτλο Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγω (HCR/GIP/02/01), αναφέρεται ότι (υπογράμμιση του παρόντος ) «Το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το διεθνές ποινικό δίκαιο ορίζουν με σαφήνεια ποιες πράξεις παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπόσταση, όπως είναι για παράδειγμα η σεξουαλική βία, και μάλιστα τις χαρακτηρίζουν «σοβαρές» θεωρώντας ότι συνιστούν δίωξη[41] .

 

Με αυτή την έννοια το διεθνές δίκαιο μπορεί να συνδράμει τους υπεύθυνους να αποφασίσουν επί των αιτημάτων ασύλου όταν καλούνται να καθορίσουν τη διωκτική φύση μιας συγκεκριμένης πράξης. Αναμφίβολα, ο βιασμός και άλλες μορφές βίας που οφείλονται στο γένος, όπως είναι η συζυγική και η οικιακή βία, η κλειτοριδεκτομή και το δουλεμπόριο είναι πράξεις που προκαλούν πόνο και δυστυχία – τόσο σε ψυχικό όσο και σε σωματικό επίπεδο – και έχουν χρησιμοποιηθεί ως μορφές δίωξης, είτε από κρατικά είτε από μη κρατικά όργανα.»[42]

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου κρίνω πως η αιτήτρια, υπό την ιδιότητα της ως νεαρή γυναίκα, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης χωρίς υποστηρικτικό και οικογενειακό δίκτυο, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της για να μην υποστεί ΑΓΓΟ, και για την οποία υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι πρόκειται να υποβληθεί σε ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στην Σιέρρα Λεόνε, θεωρείται μέλος «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» για τους σκοπούς των άρθρων 3 και 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Στον πρακτικό οδηγό της EASO για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας αναφέρεται πως στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας , η έννοια του «βάσιμου φόβου» μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο πτυχές, οι οποίες θεωρούνται συχνά το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» στοιχείο της έννοιας. Ο υποκειμενικός φόβος πρέπει να τεκμηριώνεται αντικειμενικά, προκειμένου να θεωρηθεί «βάσιμος».

 

Προκειμένου να αξιολογηθεί η νομική προϋπόθεση του «βάσιμου», θα πρέπει η αξιολόγηση να επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος της αιτήτριας πρέπει να είναι τρέχων. Οι περιστάσεις που οδήγησαν ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει τη χώρα του μπορεί να αλλάξουν ή να παύσουν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου ή, αντιστρόφως, να εμφανιστούν μετά την αναχώρησή του.

 

Επιπρόσθετα, ο «βάσιμος φόβος» στηρίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Λόγω των εγγενών δυσκολιών που εμφανίζει η πρόγνωση του τι θα συμβεί εάν η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα της, ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης εν προκειμένω είναι υψηλός. Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου να πραγματοποιείται με βάση μια αντικειμενική μεθοδολογία, η οποία αποφεύγει τις εικασίες.  Σύμφωνα με την απόφασή του, το ΔΕΕ τόνισε τον μελλοντοστραφή χαρακτήρα του βάσιμου φόβου στην υπόθεση υπ' αριθμόν C-71/11 and C-99/11 Bundesrepublik Deutschland v Y and Z, και αναφέρεται πως εάν ο αιτητής υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ' εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος».

 

Βέβαια η ένδειξη αυτή αποτελεί μαχητό τεκμήριο, ειδικότερα αφού ο φόβος μπορεί να μην είναι πλέον βάσιμος, εάν οι συνθήκες στη χώρα καταγωγής έχουν μεταβληθεί.  Η δικαστική ανάλυση της EASO, Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), 2018, σελ. 95, σημειώνει πως:

 

"Κατά το ΔΕΕ, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Abdulla, αυτή η μεταβολή των συνθηκών «πρέπει να είναι "ουσιαστικής και μη προσωρινής φύσεως", ώστε ο φόβος του πρόσφυγα ότι θα υποστεί διώξεις να μην μπορεί πλέον να θεωρείται βάσιμος» (528). Η μεταβολή των συνθηκών είναι «ουσιαστικής και μη προσωρινής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 2 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), «όταν οι παράγοντες που προκάλεσαν τον φόβο του προσφεύγοντα ότι θα υποστεί δίωξη μπορούν να θεωρηθούν ως μονίμως εξαλειφθέντες» (529). Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση της ουσιαστικής και μη προσωρινής φύσεως της μεταβολής των συνθηκών «προϋποθέτει την απουσία βάσιμου φόβου εκθέσεως σε πράξεις διώξεως, οι οποίες συνιστούν σοβαρή προσβολή θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 της [ΟΕΑΑ]»"

 

Σε σχέση με τον βάσιμο φόβο δίωξης, σχετικές είναι οι σκέψεις 72 και 73 στην απόφαση για τις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C – 199 / 12 έως C - 201/12 X κ.λπ., Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2013, Minister voor Immigratie en Asiel κατά X και Y και Z κατά Minister voor Immigratie en Asiel (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστήριο):

 

«72 Όσον αφορά τη συγκράτηση που φέρεται ότι πρέπει να επιδείξει το συγκεκριμένο πρόσωπο, στο σύστημα της οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 76).

73 Η εν λόγω αξιολόγηση του μεγέθους του κινδύνου, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να γίνεται με προσοχή και σύνεση (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2010, C-175/08, C-176/08, C-178/08 και C-179/08, Salahadin Abdulla κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-1493, σκέψη 90), στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται ειδικά στο άρθρο 4 της οδηγίας (προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 77).»

 

Κατά την εφαρμογή του πιο πάνω αναφερθέντος νομικού πλαισίου, παρατηρώ ότι τα ψηλά ποσοστά της πρακτικής ΑΓΓΟ στην Σιέρρα Λεόνε, σε συνάρτηση με τις εξατομικευμένες περιστάσεις της αιτήτριας, ότι δηλαδή είναι νεαρή, ανύπαντρη, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου γυναίκα από την Σιέρρα Λεόνε, η οποία υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον θείο και κηδεμόνα της και η οποία δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της και για την οποία υπάρχει φόβος ότι πρόκειται να υποβληθεί σε ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στην Σιέρρα Λεόνε, είναι δεδομένο πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της καθίσταται ο φόβος της αντικειμενικός.

 

Σε αναφορά της η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εφιστά την προσοχή σε περιπτώσεις όπου μία γυναίκα δεν αντιμετωπίζει εξαναγκαστικό ακρωτηριασμό, αλλά έρχεται αντιμέτωπη με την επιστροφή σε μία «δυσάρεστη επιλογή μεταξύ (α) της βαναυσότητας ενός ‘εθελούσιου’ ακρωτηριασμού και (β) μίας σοβαρής και έντονης απόρριψης και εξοστρακισμού[43] Η Ύπατη Αρμοστεία δε θα ήθελε να αποκλείσει τις ανωτέρω περιστάσεις από ενδεχόμενο αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος, λαμβανομένων υπόψιν των εκάστοτε περιστάσεων.[44]

 

Όπως διαπιστώνει η απόφαση GW (FGM and FGMPOs) Sierra Leone CG [2021] UKUT 108 (IAC) (25 February 2021) του Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) της Αγγλίας (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«τα κορίτσια και οι γυναίκες αναμένονται να υποβληθούν σε διαδικασία μύησης στην κοινότητα Bondo πριν το γάμο και εξοστρακίζονται, αποκαλούνται με διάφορα ονόματα, και ακόμα γίνονται αντικείμενο κακομεταχείρισης εάν δεν πράξουν τούτο. Αν μία νεαρή γυναίκα δεν ακρωτηριαστεί πριν την ηλικία των 18, είναι δυνατή ακόμα η υποβολή της στη διαδικασία, είτε εξαναγκαστικά είτε από επιλογή. Αναμένεται ακόμα να υποβληθεί στη μύηση και σε ακρωτηριασμό προκειμένου να είναι επιλέξιμη για γάμο». Περαιτέρω ότι «μία νέα μόνη γυναίκα χωρίς οικογενειακό δίκτυο βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο ένδειας, εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης οι οποίες πηγάζουν από την απροθυμία της να συμμορφωθεί με τα έθιμα της κοινότητας Bondo, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή της. Οι μόνες γυναίκες ιδίως βρίσκονται σε ανάγκη οικογενειακής υποστήριξης και αντρικού συντρόφου προκειμένου να βρίσκονται σε θέση να έχουν μία σχετικά ασφαλή ζωή μακριά από την κατοικία τους, η οποία ενδεχομένως να επηρεαστεί από την έλλειψη μύησης μέσω του ακρωτηριασμού»[45]

 

Όσον αφορά τον κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια να υποστεί ΑΓΓΟ, σημαντική είναι επίσης η προσέγγιση της αδελφής μου Δικαστής κυρίας Κλεάνθους στην Η.Μ., την οποία υιοθετώ και όπου έκρινε ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«44. Σύμφωνα με τα ανωτέρω καταλήγω ότι η πρακτική FGM (ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων) δύναται να θεωρηθεί δίωξη, καθώς χαρακτηρίζεται ως μορφή βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης και ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των γυναικών και των κοριτσιών. Παραβιάζει μεταξύ άλλων την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[46] και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR).[47] Παραβιάζει επίσης το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (ICESCR),[48] το οποίο απαιτεί το «υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας». Επιπροσθέτως, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης[49] αναγνωρίζει με σαφήνεια ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια που υποφέρουν από έμφυλη βία μπορούν να αναζητήσουν προστασία σε άλλο κράτος, όταν το δικό τους δεν αποτρέπει τη δίωξη ή δεν προσφέρει επαρκή προστασία και αποτελεσματική προσφυγή. Παρατηρείται δε ότι σε αρκετές έννομες τάξεις τα δικαστήρια έχουν αναγνωρίζει ότι ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων αποτελεί μορφή δίωξης.[50] Αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αμφισβήτησε ότι ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων συνιστά κακομεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 της Σύμβασης του 1950 για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[51] Επιπροσθέτως, σε κοινή δήλωσή τους οι σχετικοί φορείς των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν ότι τo FGM είναι επιβλαβής παραδοσιακή πρακτική και θεωρείται ότι συνιστά προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κοριτσιών και γυναικών.[52]»

 

Στην απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών 85018/23 η μικρή ηλικία της αιτήτριας από τη Σιέρρα Λεόνε και συνεπώς η πιθανότητα να υποστεί ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, «εξαιρετικά διαδεδομένη και κοινωνικά αποδεκτή πρακτική στη Σιέρα Λεόνε» συναξιολογήθηκε προκειμένου να χορηγηθεί στην αιτήτρια καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.[53]  Συνεπώς, παρομοίως με τις πιο πάνω υποθέσεις, κρίνω ότι ικανοποιείται το στοιχείο της βασιμότητας του φόβου δίωξης στο αίτημα διεθνούς προστασίας της αιτήτριας, υπό τις προσωπικές της περιστάσεις τις οποίες έθεσε ενώπιον μου.

 

Παράλληλα, ο περί Προσφύγων Νόμος, μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ] αναφέρει τα εξής στο άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Πράξεις δίωξης

3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:

(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή

[………………]

 

(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.

(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.»

 

Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω οι σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να συνιστούν δίωξη, όπως επίσης και μεροληπτικές ενέργειες ή σχετικές απειλές συνιστούν δίωξη, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανομένου υπόψη του υποκειμενικού στοιχείου για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Είναι ξεκάθαρο δε, ότι «πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας», περιλαμβάνονται στον κατάλογο των πράξεων δίωξης του άρθρου 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Κατά συνέπεια, η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη επανελημμένα η αιτήτρια από τον θείο της, αποτελεί δίωξη.

 

Ως φορέας δίωξης, πέραν του οικογενειακού περιβάλλοντος, μπορεί να είναι και  η κοινωνία στην οποία ζει η αιτήτρια εξαιτίας ακριβώς του κοινωνικού αποκλεισμού που αναμένεται να υποστεί η αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της, γεγονός που βεβαίως αποτελεί δίωξη.

 

Ως προς τον αποδεκτό ισχυρισμό της αιτήτριας ότι υπήρξε θύμα βιασμού, είναι εμφανές ότι ο φορέας δίωξης, ήταν ιδιώτης, ο θείος της. Συνεπώς, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε έγκυρες πηγές για να δούμε κατά πόσο η κυβέρνηση της Σιέρρα Λεόνε, είναι σε θέση ή επιθυμεί να παρέχει προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης εναντίον της αιτήτριας[54]Έγκυρες πηγές στις οποίες ανέτρεξα και οι οποίες αναφέρονται πιο πάνω, κάνουν λόγο για τις προσπάθειες της κυβέρνησης προς επίλυση του προβλήματος σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών, χωρίς όμως αυτά τα μέτρα να έχουν αξιολογηθεί ως αποτελεσματικά.[55]  Σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023, οι νόμοι για την ισότητα των φύλων δεν εφαρμόζονται με συνέπεια και πολλά παραδοσιακά δικαστήρια συνεχίζουν να αγνοούν τα δικαιώματα των γυναικών όσον αφορά το οικογενειακό δίκαιο.[56]

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε το The Borgen Project τον Φεβρουάριο του 2022, πέρα από την πρακτική της κλειτοριδεκτομής/FGM στη Σιέρα Λεόνε και την σεξουαλική και έμφυλη βία εν μέσω συγκρούσεων,  οι γυναίκες στην κοινωνία της Σιέρα Λεόνε υπόκεινται σε ορισμένα είδη βίας τα οποία θεωρούνται ως δικαιολογημένα και αποδεκτά.[57]  Η τελευταία έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας με ημερομηνία δημοσίευσης τον Μάρτιο του 2022, αναφέρεται στην Πρωτοβουλία Rainbo, μια εθνική οργάνωση για την καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας, η οποία κατέγραψε 1.691 περιπτώσεις σεξουαλικής βίας και βίας λόγω φύλου, κυρίως κατά γυναικών, εκ των οποίων 1.522 ήταν περιπτώσεις σεξουαλικής επίθεσης και 169 ήταν σωματικές επιθέσεις, στις πόλεις Freetown, Bo, Makeni, Kenema και στην συνοικία Κόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2021.[58] Ωστόσο, οι γυναίκες που καταγγέλλουν περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζουν σκληρή κριτική από την κοινότητα, νιώθουν ντροπή γι' αυτό και πολλές επιλέγουν να παραμείνουν σιωπηλές.

 

Γενικά, πολλοί πολίτες δεν έχουν πίστη στο νομικό σύστημα. Η έλλειψη ικανότητας εντός του κατακερματισμένου νομικού συστήματος εξακολουθεί να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τους δράστες, συμβάλλοντας στην επικράτηση της κακοποίησης των γυναικών. Άλλα βασικά δικαιώματα που καταπατώνται περιλαμβάνουν την περιθωριοποίηση ως προς την πρόσβαση στην εργασία και στην εκπαίδευση, ενώ υποεκπροσωπούνται στην πολιτική.[59]  Συνεπώς, έχοντας αξιολογήσει τις πιο πάνω πηγές, κρίνω ότι το κράτος στην χώρα καταγωγής της αιτήτριας δεν παρέχει αποτελεσματική και μη προσωρινή προστασία στα θύματα ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας για τους σκοπούς του άρθρου 3Β του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Εν κατακλείδι, η αιτήτρια έχει αποδείξει την εσωτερική αξιοπιστία της σε σχέση με τους ισχυρισμούς της ότι υπήρξε θύμα σεξουαλικης κακοποίησης από τον θείο και κηδεμόνα της, ότι πρόκειται να υποβληθεί σε ΑΓΓΟ σε περίπτωση επιστροφής της στην Σιέρρα Λεόνε και ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της και συνεπώς διατρέχει κίνδυνο δίωξης εναντίον της εξαιτίας αυτού. Περαιτέρω, έχει αποδείξει ότι διατρέχει βάσιμο φόβο δίωξης επειδή δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε ΑΓΓΟ, εφόσον η κοινωνία της χώρας εξοστρακίζει της γυναίκες που δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε ΑΓΓΟ ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές μπορούν και να εκδιωχθούν, με τις αρχές να μην είναι σε θέση να την προστατεύσουν.

 

Επιπρόσθετα, η αιτήτρια έχει αποδείξει ότι έχει βάσιμο λόγο να πιστεύει ότι το κράτος της Σιέρρα Λεόνε, δεν είναι σε θέση να της παρέχει θεραπεία για την σεξουαλική κακοποίηση και ενδοοικογενειακή βία που υπέστη, ούτε μπορεί να την προστατέψει από μελλοντική δίωξη παρόμοιας φύσης.  Συνεπώς, η αιτήτρια θεωρείται μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και στην περίπτωση της συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Η ανωτέρω κατάληξη δεν είναι αρκετή για να χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα στην αιτήτρια.  Θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, ότι η εσωτερική μετεγκατάσταση δεν είναι εύλογη. Συνεπώς, σημαντική είναι η ανάλυση του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και η υπαγωγή των προσωπικών περιστάσεων της αιτήτριας στο εν λόγω άρθρο, το οποίο προβλέπει ότι:

 

«12Γ.-(1) Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-

(i)           δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii)          έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

(2) [Καταργήθηκε].

(3) Εξετάζοντας εάν ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος, κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, λαμβάνει υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16, καθώς και τα εδάφια (3), (4) και (5) του άρθρου 18.  Για το σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από σχετικές πηγές, όπως την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο

 

Παρατηρώ ότι τα υψηλά ποσοστά της πρακτικής ΑΓΓΟ στην χώρα καταγωγής της αιτήτριας, αλλά και την κατάσταση σχετικά με την σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών και γενικότερα λαμβάνοντας υπόψη την θέση της γυναίκας στην κοινωνία της Σιέρρα Λεόνε, σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπό εξέταση περίπτωσης και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, και υπάγοντάς τα στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη, θα πρέπει να αναφερθεί πως η αιτήτρια λόγω έλλειψης οικογενειακών δεσμών, απουσίας κοινωνικού δικτύου υποστήριξης και υπό το φως του κοινωνικού στιγματισμού και εξοστρακισμού των γυναικών που δεν υποβάλλονται στην πρακτική ΑΓΓΟ στην Σιέρρα Λεόνε, καθίσταται αδύνατο να μετεγκατασταθεί σε άλλο τμήμα της χώρας.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω αποδεκτά γεγονότα σε αντιστοίχιση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ως προς την αξιολόγηση του κινδύνου, συναρτάται πως στο πρόσωπο της αιτήτριας συγκεντρώνονται τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία στοιχειοθετώντας πως η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή για έναν από τους λόγους που περιγράφονται στο άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000.  Από τα στοιχεία που έχω εξετάσει, διαφαίνεται πως λόγω βάσιμου φόβου δίωξης υπό την μορφή υποβολής στην πρακτική ΑΓΓΟ, αλλά και λόγω της δίωξης που υπέστη λόγο της σεξουαλικής κακοποίησης από τον θείο της, η αιτήτρια αναγνωρίζεται πρόσφυγας.

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2018, με 1000€ έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της αιτήτριας ως πρόσφυγα και δια ταύτα χορηγείται στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] UNHCR, ‘Beyond Proof- Credibility Assessment in EU Asylum Systems’ (2013), 184 διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/media/full-report-beyond-proof-credibility-assessment-eu-asylum-systems

[2] EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis’ (2013, 2η εκδ), 129 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

[3] EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis’ (2013, 2η εκδ), 127 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

[4] EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis’ (2013, 2η εκδ), 124 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

[5] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13, (C‑148/13), (C‑149/13), (C‑150/13) κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 2ας Δεκεμβρίου 2014, παρα. 69 διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=160244&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=161410

 

[6] EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), 11 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf

[7] Βλ. σχετικά SLIEPA, ‘Rokel Commercial Bank’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.sliepa.gov.sl/invest-in-sierra-leone/existing-investors/p/item/20881/rokel-commercial-bank Σχετικά με τη SLIEPA (Sierra Leone Investment & Export Promotion Agency), η οποία προωθεί και διευκολύνει την επένδυση προς υποστήριξη της ανάπτυξης της οικονομίας της Σιέρρα Λεόνε βλ. σχετικά SLIEPA, ‘About SLIEPA’ (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.sliepa.gov.sl/about

[8] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Sierra Leone, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089224.html

[9] CARL/ PWSL, ‘SIERRA LEONE Civil Society Report on the Implementation of the ICCPR (Replies to the List of Issues CCPR/C/SLE/Q/1)’ (2014), 20 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1204804/1930_1400072105_int-ccpr-css-sle-16561-e.pdf

[10] Amnesty International, Report on the human rights situation covering 2020, 7 April 2021

https://www.ecoi.net/en/document/2048752.html

[11]Afrobarometer, Most Sierra Leoneans approve of measures against sexual violence, want more to be done Afrobarometer, Dispatch No. 424 | Fredline M'Cormack-Hale and Josephine AppiahNyameke Sanny, 8 February 2021

https://afrobarometer.org/sites/default/files/publications/D%C3%A9p%C3%AAches/ad424-sierra_leoneans_urge_further_action_on_sexual_violence-afrobarometer_dispatch-6feb21.pdf

 

[12] UNICEF, ‘Female Genital Mutilation/ Cutting’ (2013), 27 διαθέσιμο σε https://data.unicef.org/resources/fgm-statistical-overview-and-dynamics-of-change/

[13] UNICEF, ‘Female Genital Mutilation Country Profiles: Sierra Leone’ (2020), διαθέσιμο σε https://data.unicef.org/resources/fgm-country-profiles/

[14] UNICEF, ‘Female Genital Mutilation Country Profiles: Sierra Leone’ (2020), διαθέσιμο σε https://data.unicef.org/resources/fgm-country-profiles/

[15] Bjalkänder et al., ‘Female Genital Mutilation in Sierra Leone: who are the decision makers?’ (2012), 120 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/23485781?read-now=1&seq=2#page_scan_tab_contents

[16] Bjalkänder et al., ‘Female Genital Mutilation in Sierra Leone: who are the decision makers?’ (2012), 120 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/23485781?read-now=1&seq=2#page_scan_tab_contents

[17] Bjalkänder et al., ‘Female Genital Mutilation in Sierra Leone: who are the decision makers?’ (2012), 120 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/23485781?read-now=1&seq=2#page_scan_tab_contents

[18] MICS, ‘Sierra Leone Multiple Indicator Cluster Survey 2017’ (2018), 260 διαθέσιμο σε https://www.statistics.sl/images/StatisticsSL/Documents/sierra_leone_mics6_2017_report.pdf

[19] Forward, ‘IF YOU GO INTO THE BONDO SOCIETY, THEY WILL HONOUR AND RESPECT YOU RESEARCH ON FEMALE GENITAL MUTILATION IN FREETOWN, SIERRA LEONE’ (2017),10 διαθέσιμο σε https://www.forwarduk.org.uk/wp-content/uploads/2019/06/Forward-Bondo-Report-2017-Updated-Branding-WEB.pdf

[20] Forward, ‘IF YOU GO INTO THE BONDO SOCIETY, THEY WILL HONOUR AND RESPECT YOU RESEARCH ON FEMALE GENITAL MUTILATION IN FREETOWN, SIERRA LEONE’ (2017),10 διαθέσιμο σε https://www.forwarduk.org.uk/wp-content/uploads/2019/06/Forward-Bondo-Report-2017-Updated-Branding-WEB.pdf

[21] 28 Too Many, ‘Country Profile: FGM in Sierra Leone’ (2014), 22 διαθέσιμο σε  https://www.fgmcri.org/media/uploads/Country%20Images/PDF/sierra_leone_country_profile_v2_(october_2018).pdf

[22] 28 Τοο Many, ‘Country Profile: FGM in Sierra Leone’ (2014), 22, διαθέσιμο σε https://www.fgmcri.org/media/uploads/Country%20Images/PDF/sierra_leone_country_profile_v2_(october_2018).pdf

[23] Βλ. για τα παραπάνω 28 Too Many, ‘Country Profile: FGM in Sierra Leone’ (2014), 26 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/publisher,28TM,,,54bce6334,0.html

[24] Bjalkänder et al., ‘Female Genital Mutilation in Sierra Leone: who are the decision makers?’ (2012), 124 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/23485781?read-now=1&seq=2#page_scan_tab_contents

[25] Bjalkänder et al., ‘Female Genital Mutilation in Sierra Leone: who are the decision makers?’ (2012), 127 διαθέσιμο σε https://www.jstor.org/stable/23485781?read-now=1&seq=2#page_scan_tab_contents (

[26]  Statistics Sierra Leone (Stats SL) and ICF ‘Sierra Leone Demographic and Health Survey 2019’ (2020), 335 διαθέσιμο σε https://dhsprogram.com/pubs/pdf/FR365/FR365.pdf

[27] Statistics Sierra Leone (Stats SL) and ICF ‘Sierra Leone Demographic and Health Survey 2019’ (2020), 330-331 διαθέσιμο σε https://dhsprogram.com/pubs/pdf/FR365/FR365.pdf

[28] Statistics Sierra Leone, ‘Sierra Leone 2015: Population and Housing Census: Thematic Report on Nuptiality and Fertility’ (2017), 1 διαθέσιμο σε https://sierraleone.unfpa.org/sites/default/files/pub-pdf/Fertility%20and%20nuptiality.pdfThe mean age at childbearing is in the region of 30 years. Marriage is a common phenomenon amongst both men and women, although more women are married than men.”

[29] EUAA, ‘Qualification for International Protection Judicial Analysis (2η εκδ., 2023),                                                     78 Διαθέσιμο σε     https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/Qualification_international_protection_judicial_analysis_2nd_edition_0.pdf

[30] EUAA, ‘Qualification Directive Judicial Analysis’ (2η εκδ., 2023), 81  διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/Qualification_international_protection_judicial_analysis_2nd_edition_0.pdf

[31] Hathaway J. C./ Foster M., 'The Law of the Refugee Status' (2η Εκδ, CUP, 2014),114

[32] CEDAW, ‘General recommendation No. 32 on the gender-related dimensions of refugee status, asylum, nationality and statelessness of women’ (2014), παρ.27 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/docid/54620fb54.html

[33] CEDAW, ‘General recommendation No.19: Violence against Women’ (1992), παρ.9 διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/docid/52d920c54.html

[34] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του Άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2002/en/31818?prevDestination=search

[35] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων» (HCR/GIP/02/01), διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html παρα. 30

[36] Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) "Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας" διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Guidance-MPSG-EL.pdf σελ. 23

[37] Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) "Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας" διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Guidance-MPSG-EL.pdf , σελ. 24

[38] Όπ. Π.

[39] 28 Too Many (Author): FGM in Sierra Leone; Key Findings, September 2021

https://www.28toomany.org/media/uploads/Country Research and Resources/Sierra Leone/key_findings_sierra_leone_v1_(september_2021).pdf  σελ. 1-2

[40] H. Μ. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσωΥπηρεσίας Ασύλου, Αρ. Υπ.: 1107/22, 24 Ιουλίου 2023, H. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1107/22, 24/7/2023 (cylaw.org)

[41] Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, διαθέσιμο σε http://www.unhcr.org/refworld/docid/3ae6b3314.html παρα. 51

[42] ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγω (HCR/GIP/02/01), διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html παρα. 9

[43] UNHCR, ‘Ιntervener Between Zainab Esther Fornah v. Secretary of State for the Home Department, In the house of Lords On Appeal’ (2006), 32-33 Διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain?page=type&docid=45631a0f4&skip=0&publisher=UNHCR&type=AMICUS&querysi=fgm&searchin=fulltext&sort=date

[44] UNHCR, ‘Ιntervener Between Zainab Esther Fornah v. Secretary of State for the Home Department, In the house of Lords On Appeal’ (2006), 32-33 Διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain?page=type&docid=45631a0f4&skip=0&publisher=UNHCR&type=AMICUS&querysi=fgm&searchin=fulltext&sort=date

[45] Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber), GW (FGM and FGMPOs) Sierra Leone CG [2021] UKUT 108 (IAC) (25 February 2021), υπό ‘Country Guidance’, παρ. 13, 16 διαθέσιμο σε https://tribunalsdecisions.service.gov.uk/utiac/2021-ukut-108

[46] Ηνωμένα Έθνη "Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρωπίνα Δικαιώματα" διαθέσιμο σε: https://unric.org/el/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B9-2/ 

[47] Ηνωμένα Έθνη " Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4bd686e52 

[48] Ηνωμένα Έθνη " Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα" διαθέσιμο σε: https://unric.org/el/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AD%CF%82-%CF%83%CF%8D%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BA%CE%BF%CE%B9-2/ 

[49] Συμβούλιο της Ευρώπης " Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας" διαθέσιμο σε: https://rm.coe.int/1680462536 

[50] CNDA, 21 juillet 2020 Mme A. N° 18053674, CNDA 1er septembre 2020 Mme A. n°18053674 C+.pdf ; CNDA (Grande formation, France), 5 December 2019, Mmes N., S. et S., nos 19008524, 19008522 and 19008521 CNDA Grande formation 5 dÈcembre 2019 Mme N. Mmes S. ns 19008524-19008522-19008521 R.pdf ; CNDA 1er avril 2019 Mme K. n° 17024972 CNDA : La pratique de l'excision s'apparente au sein de certaines sociétés secrètes en Sierra Leone à une norme sociale et les femmes membres de ces sociétés s'opposant à l'excision de leur fille y constituent un groupe social au sens de la convention de Genève. ; DE: Regional Administrative Court granted asylum to a minor of Ethiopian origin at risk of FGM and considering the effects of the COVID-19 pandemic and the locusts plague in the country of origin (Date of Decision 27/05/2020, Case Case Number AN 9 K 18.3106 ) https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=1333&returnurl=/pages/digest.aspx

;  IT: Tribunal of Bologna granted subsidiary protection to an applicant who feared being forced to join a secret society in Sierra Leone which practices FGM. (Case Number 5135/2019, Date of Decision 27/01/2022)

https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=2990&returnurl=/pages/digest.aspx

; Italy - Cagliari Court, 3 April 2013, No. RG 8192/2012, English summary of the case available  at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/italy-cagliari-court-3-april-2013-no-rg-81922012#content 

[51] Collins and Akaziebie v. Sweden, 23944/05, Council of Europe: European Court of Human Rights, 8 March 2007, available at: https://www.refworld.org/cases,ECHR,46a8763e2.html 

[52] WHO "Eliminating Female genital mutilation - An interagency statement OHCHR, UNAIDS, UNDP, UNECA, UNESCO, UNFPA, UNHCR, UNICEF, UNIFEM, WHO" available at: https://www.unfpa.org/sites/default/files/pub-pdf/eliminating_fgm.pdf 

[53] GCR/ HIAS/ RSA, ‘Δελτίο Νομολογίας Ασύλου’ (2023), 21 διαθέσιμο σε: DeltioNomologias_1_2023_GR.pdf (hias.org) σ

 

[54] Άρθρο 3Α(γ) του περί Προσφύγων Νόμου

[55] USDOS, ‘2014 Country Reports on Human Rights Practices - Sierra Leone’ (2015), Section 6: Discrimination, Societal Abuses, and Trafficking in Persons: Children: Child Abuse, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/country,,USDOS,,SLE,,559bd53e24,0.html

[56] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Sierra Leone, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089224.html

[57] The Borgen project, THE CHALLENGES OF WOMEN IN SIERRA LEONE, February 2022, https://borgenproject.org/women-in-sierra-leone/ About Borgen Project: “The Borgen Project is an incredible nonprofit organization that is addressing poverty and hunger and working towards ending them.” – The Huffington Post, In a Nutshell: We fight extreme poverty. Mission Statement: The Borgen Project believes that leaders of the most powerful nation on earth should be doing more to address global poverty. We’re the innovative, national campaign that is working to make poverty a focus of U.S. foreign policy

[58] AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2021/22; The State of the World's Human Rights; Sierra Leone 2021, 29 March 2022  https://www.ecoi.net/en/document/2070281.html

[59] The Borgen project, THE CHALLENGES OF WOMEN IN SIERRA LEONE, February 2022, https://borgenproject.org/women-in-sierra-leone/ About Borgen Project: “The Borgen Project is an incredible nonprofit organization that is addressing poverty and hunger and working towards ending them.” – The Huffington Post, In a Nutshell: We fight extreme poverty. Mission Statement: The Borgen Project believes that leaders of the most powerful nation on earth should be doing more to address global poverty. We’re the innovative, national campaign that is working to make poverty a focus of U.S. foreign policy


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο