ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ


Υπόθεση Αρ.: 36/24

 

12 Ιουνίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ι. S.

Αιτητού

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

 

Α. Πλιάκα (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 27.10.2023 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος). Ταυτόχρονα αιτείται την έκδοση απόφασης από τον παρόν Δικαστήριο με την οποία να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Ινδία και είναι κάτοχος του διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του. Εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία ως φοιτητής την 1.11.2016 και στις 2.2.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του μέσω τηλεφωνικών κλήσεων στις 2.7.2021, στις 7.7.2021 και στις 12/7/2021, προκειμένου  να πραγματοποιηθεί η συνέντευξή του. Στις 20 .7.2021 εκλήθη  μέσω επιστολής και ακολούθως δεν παρέστη στην προγραμματισμένη του συνέντευξη. Στις 26.6.2023 λήφθηκε απόφαση για κλείσιμο του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία. Στις 2.8.2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής τους, η οποία εγκρίθηκε στις 10.9.2022. Στις 23.10.2023,  πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 27.6.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 8.12.2023 αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής προωθεί ως λόγους προσφυγής στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης, κατά πρώτον, τον ισχυρισμό περί υπέρβασης εξουσίας και παράβασης διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι δεν του επεξηγήθηκαν τα βασικά δικαιώματά του, ήτοι ότι θα μπορούσε να έχει δικηγόρο παρόντα στη διαδικασία της συνέντευξης, και ότι δεν προκύπτει από κάποιο έγγραφο η γνώση της αγγλικής γλώσσας από πλευράς του λειτουργού. Περαιτέρω, προβάλλονται ως λόγοι ακύρωσης η πλάνη περί το νόμο και μη δέουσα έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίζεται  ότι λόγω λανθασμένης αξιολόγησης αποδεκτικών στοιχείων, δεν λήφθηκε υπόψιν η προηγούμενη δίωξη που υπέστη και ο αιτιώδης σύνδεσμος με την ιδιότητα του ως μελος ιδιαίτερου κοινωνικου συνόλου ώστε να απολαύει του προσφυγικού καθεστώτος, ενώ επίσης,, διατείνεται ότι εσφαλμένα δεν του αποδόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Τέλος, είναι θέση του Αιτητή ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία κινδυνεύει η ζωή του και συνεπώς η προβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

3.              Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης και επισημαίνουν ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας. Εισηγούνται ότι οι λόγοι που προβάλλει ο Αιτητής δεν προβάλλονται κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, o οποίος επιβάλλει την εξειδίκευση των λόγων προσφυγής, καθώς αυτοί δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία και δεν γίνεται σαφής παραπομπή στις περιστάσεις του Αιτητή. Εισηγούνται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί. Αναφέρονται εκτεταμένως στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή και στην αξιολόγησή τους από τους Καθ’ ων η αίτηση, και βάλλουν κατά της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, υποδεικνύοντας ότι  δεν κατάφερε να καταδείξει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων. 

 

Νομικό Πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό. 

 

8.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

9.             Το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 12Βτρις των περί Προσφύγων ημερομηνίας 31.5.2024 (στο εξής: η ΚΔΠ 191/2024) ορίζει την Ινδία ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Κατάληξη

10.          Ως προς τον ισχυρισμό που προωθείται από τη συνήγορο του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελείς  χαρακτηρίζονται  οι λόγοι προσφυγής, οι οποίοι ακόμα και αν γίνουν δεκτοί δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

11.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

12.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου(Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68)

 

Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: Στην αίτησή του για διεθνή προστασία,  ως προς το λόγο για τον οποίο αιτήθηκε διεθνούς προστασίας και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι λόγω του γεγονότος ότι επρόκειτο να παντρευτεί μια Ευρωπαία γυναίκα, η οικογένειά του τον αποκλήρωσε απ’ όλα τα περιουσιακά του στοιχεία ενώ παράλληλα δέχτηκε απειλές, ότι αν επέστρεψε στην πατρίδα του θα προκαλούσαν βλάβες σε αυτόν και στη σύντροφο του (βλ. ερ. 1,2 και 3 του δ. φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Αmrsitsar, Punjab όπου ζούσε με την οικογένεια του έως το 2012 όταν μετεγκαταστάθηκε στο Δελχί, όπου εργαζόταν σε μια εταιρεία πολυμέσων. Ως προς το μορφωτικό του υπόβαθρο δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει τηδευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής του, και μετέπειτα έλαβε δίπλωμα υπολογιστών από ιδιωτικό ινστιτούτο.  Εν συνεχεία, κατά την παραμονή του στην Δημοκρατία,  συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα «επιχειρήσεις, διοίκηση και οικονομικά» τις οποίες ωστόσο δεν ολοκλήρωσε.  Αναφορικά με τα μέλη της οικογένειάς του, ο πατέρας, η μητέρα, ο αδερφός και η αδερφή του, παραμένουν στην Ινδία αλλα όπως δήλωσε δεν επικοινωνεί μαζί τους. Επεσήμανε πως τελευταία φορά που μίλησε με κάποιο μέλος της οικογένειας του ήταν με τον αδερφό του, ένα έτος πριν τη συνέντευξη (ερ. 62 δ.φ.).

 

13.          Αναφορικα με το ταξίδι του, δήλωσε ότι το χρηματοδότησε ο ίδιος και αναχώρησε απο την πατρίδα του έχοντας διαβατήριο και φοιτητική θεώρηση εισόδου. Αναχώρησε απο το αεροδρόμιο του Νέου Δελχί και έχοντας ως ενδιάμεσο σταθμό το Μπαχρέιν έφτασε στην Λάρνακα. Μετά την αναχώρηση του από την Ινδία το 2016, δήλωσε ότι επέστρεψε δύο φορές, το 2018 και το 2019 και επισκέφτηκε το Δελχί και την πόλη Αρμιτσάρ όπου συναντήθηκε με την οικογένεια του (ερ. 61 δ. φ.).

 

14.           Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι αρχικά εγκατέλειψε την Ινδία για να σπουδάσει και για μια καλύτερη ζωή ( ερ. 60 δ.φ.)

 

15.           Αναφορικα με τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι λόγω της σχεσης του με χριστιανή γυναίκα, η οικογένεια του τον αποκλήρωσε και δέχτηκε απειλές για τη ζωή του. (ερ. 60, βλ χ5, χ6 δ.φ.)

 

16.          Πιο συγκεκριμένα, κατα το στάδιο της συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε ότι  απο το 2018, διατηρεί σχέση με μια γυναίκα απο τη Ρουμανία με την οποία συζεί. Ανέφερε το όνομά της, δηλώνοντας περαιτέρω ότι έχει δυο παιδιά, 7 και 8 χρονών αντίστοιχα απο τον πρώτο της άντρα ο οποίος ήταν Παλαιστίνιος. Αυτη τη στιγμη ο Αιτητής και η σύντροφος του, διαχειρίζονται το δικό τους (ερ. 60, χ1, χ3, ερ. 59).

 

17.          Όπως δήλωσε, το 2019, μετέβη στην Ινδία προκειμένου να πληροφορήσει την οικογένειά  του για το δεσμό του με τη σύντροφο του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ζήτησε την αποδοχή των συγγενών του, οι οποίοι την αρνήθηκαν, προσπαθώντας ο ίδιος στη συνέχεια μάταια να τους μεταπείσει. ( ερ. 60, χ4)

 

18.          Σε διευκρινιστικές ερωτησεις, αναφορικά με το λόγο που δεν αποδέχτηκαν, ο αιτητής εξήγησε ότι ο ίδιος ειναι Sikh ενώ η σύντροφος του χριστιανή και έχει δυο κόρες μουσουλμάνες. Προσέθεσε επίσης ότι όταν τους επισκέφτηκε το 2019 προσπαθώντας να τους μεταπείσει η κατάσταση χειροτέρεψε με αποτέλεσμα να δημοσιεύσουν στην εφημερίδα την αποκλήρωσή του ( ερ. 60, χ4,χ5 δ.φ.). Απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, δήλωσε ότι η αποκληρωση του έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 2020 και ότι θα προσκόμιζε σχετικό έγγραφο προς υποστήριξη του ισχυρισμού. (ερ.60, χ8,χ9)

 

19.          Ο Αιτητής επίσης προσέθεσε ότι έλαβε απειλές απο τον θείο του. Σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν διευκρίνισε ότι έλαβε τις απειλές μέσω κινητού (WhatsApp) το 2019  στις οποίες αναφερόταν ότι ο ίδιος είναι ντροπή για την οικογένεια και ότι αν επέστρεφε θα τον έδερναν και θα τον σκότωναν. Ερωτηθείς δε για τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε στις απειλές, απάντησε ότι τις αγνόησε (ερ.60,χ5, ερ59,χ7).

 

20.          Αναφορικα με το ενδεχόμενο επιστροφής στην πατρίδα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά δεν μπορεί να μεταβεί με τη σύντροφό του καθώς δεν έχει περιουσιακά στοιχεία. (ερ.59)

 

21.          Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τις συνέπειες ενδεχόμενης επιστροφής του στην Ινδία, o Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει καθώς εχει διακόψει επικοινωνία με την οικογένειά του. Πρόσθεσε επίσης ότι μπορούν να τον βλάψουν. Ως προς αυτο το σημείο διευκρίνισε  ότι λόγω του γεγονότος ότι έχει περιουσία απο τους παπούδες του, τα μέλη της οικογένειας του γνωρίζουν ότι αν επιστρέψει μπορεί να τη διεκδικήσει (ερ. 59).

 

22.          Επίσης σε ερωτηση που του τέθηκε σχετικά με το  για το αν θα μπορουσε να μεταβεί στην Ινδία με τη σύντροφο του και να παντρευτούν εκει, ώστε μετέπειτα να μεταβούν στη Ρουμανία, δήλωσε ότι ο πρώην σύντροφος της δεν θα της επέτρεπε να παρει τα παιδιά (ερ. 59, δ.φ.) Αναφορικά με τη σχέση της συντρόφου του και τον πρωην σύντροφο της ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν η σύντροφος του ήταν στην Ιταλία, ο πρωην σύντροφος της πέτυχε την φυλάκιση της για δυο χρονια, ενώ ο ίδιος πήρε τα δυο τέκνα και πήγαν στην Παλαιστίνη. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι ο σύντροφός της εργαζόταν παράνομα, όταν εισήλθε στη Δημοκρατία, συνελήφθη και η αστυνομία του ζήτησε να υπογράψει συμβιβασμό  ώστε να φερει τα παιδιά στην Κύπρο (ερ, 58,  δ.φ.)

 

23.          Αξιολογώντας τις ανωτέρω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο μεν πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο δε δεύτερος αναφορικά το λόγο αναχώρησής του απο την πατρίδα του λόγω ακαδημαϊκού περιεχομένου και ο τριτος αναφορικάμε το λόγο που δεν επιθυμει να επιστρεψει στην πατρίδα του, εξαιτίας των απειλών που δεχτηκε από το οικογενεικό του περιβάλλον εξαιτίας της σχέσης μου διατηρεί με Ευρωπαία πολίτη ( ερ. 96, δ.φ.).

 

24.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και βρισκόταν σε συμφωνία με το προσκομισθέν από τον Αιτητή έγγραφο (πρωτότυπο έγγραφο διαβατηρίου) και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

25.          Ο  δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε επίσης δεκτός. Αναφορικά με την αξιολόγηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού, λειτουργό, τα όσα ανέφερε ο Αιτητής  αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστηριξη ωστόσο δεν θεωρήθηκε ευλογη περαιτέρω ανάλυση μέσω άλλων πηγων πληροφόρησης.

 

26.          Ο  τρίτος ισχυρισμός του αιτούντος δεν έγινε αποδεκτός. Ως προς τη εσωτερική αξιοπιστία αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό,  οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες  σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του καθώς οι πληροφορίες που παρείχε διεπονταν απο ασυνέχεια και ανεπάρκεια.  Ειδικότερα κρίθηκε ότι δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε αναφέροντας ότι τον απείλησαν ότι θα τον χτυπήσουν και θα τον σκοτώσουν επειδή  ειναι ντροπή για την οικογένεια, καθώς και για τον τρόπο που αντέδρασε στις απειλές. Παράλληλα, δεν θεωρήθηκε ευλογοφανές ότι παρά την αποκλήρωσή του θα εξακολουθεί να δέχεται απειλές απο την οικογένεια του, ενώ επί τούτου δεν παρείχε επαρκή αιτιολόγηση καθώς αρκέστηκε να δηλώσει ότι αν έχουν προσωπικούς λόγους θα τον βλάψουν. Για το λόγο αυτο κρίθηκε επίσης ότι τα λεγόμενα του στερούνται συνοχής. Περαιτέρω, αναφορικά με τη διαφωνία της οικογένειάς του με τη σχέση που διατηρεί, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα λεγόμενα του χαρακτηρίζονται απο ασυνέχεια. Πιο συγκεκριμενα, αν και διατηρεί τη σχέση απο το 2018, και ενώ ανέφερε ότι δέχτηκε απειλές, ο ίδιος επισκέφτηκε την Ινδία και το έτος 2019,  συναντώντας την οικογένεια του. Επίσης, αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής στην Ινδία με  τη σύντροφό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα χρειαζόταν η έγκριση του πρώην συζύγου της.

 

27.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία αναφορικά με  τον εν λόγω ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι ινδικοί νόμοι επιτρέπουν την σύναψηγάμου μεταξύ Ινδού και αλλοδαπού πολίτη, ενώ ο γάμος μπορεί να τελεστεί και  να καταχωριστεί σύμφωνα με τον ειδικό νόμο περί Γάμου 1954 (Special Marriage Act 1954). Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο μπορεί επισης να πραγματοποηθεί γάμος μεταξύ δυο ατόμων στην Ινδία, ανεξαρτήτως της θρησκείας αυτών( ερ. 93 και 92).

 

28.          Με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή (πρώτο και δεύτερο, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν πως δεν διαπιστώθηκε βάσιμος φόβος δίωξής ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή καταγωγής του, την πόλη Νέο Δελχί, η οποία αποτελεί τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του, και κατ’ επέκταση έκριναν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας (ερ. 92). Προς τούτο οι Καθ’ ων προηγουμένως αξιολόγησαν και την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή προκειμένου να διερευνηθεί εάν ο Αιτητής μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες περί συμπληρωματικής προστασίας. Οι Καθ’ ων  η αίτηση παρέπεμψαν σε πληροφορίες σχετικά με την γενική κατάσταση ασφαλείας και ειδικότερα σε συγκεκριμενες περιοχές της χώρας καταγωγής.  Ωστόσο, επεσήμαναν πώς δεν συνδέονται με το αίτημα διεθνούς προστασίας του εφόσον ο Αιτητής  διέμενε στο Νέο Δελχί όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί άμα τη επιστροφή του.  Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υποψιν το προφίλ του Αιτητή, την ηλικία, το μορφωτικό του επίπεδο και την κατάσταση της υγείας του σε συνάρτηση με την κατάσταση ασφαλείας στο Νέο Δελχί, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ευλογοι/ βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής στο Νέο Δελχί να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.( ερ.90)

 

29.          Εν κατακλείδι και βάσει των ανωτέρω οι Καθ’ ων η αίτηση, προχωρώντας στηστη νομική ανάλυση, κατέληξαν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

30.          Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία προσφέροντας νέα στοιχεία προκειμένου να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του, παρά επανέλαβε τους ισχυρισμούς περί αποκλεισμού από την οικογένειά του λόγω της σχέσης του με τη σύντροφό του. Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του στηρίζει και σχολιάζει το αίτημά του λακωνικά σε συνάρτηση με τα όσα διαμείφθηκαν κατά τη συνέντευξή του. Η συνήγορός του αναφέρεται επιγραμματικά στην εφημερίδα που ισχυρίζεται ότι προσκόμισε ο Αιτητής κατά τη διοικητική διαδικασία που αποδεικνύει ότι οι γονείς του τον αποκλήρωσαν, επισημαίνοντας πως οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε εσφαλμένη αξιολόγηση του ισχυρισμού του Αιτητή. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η γενική αναφορά σε νομολογία και η επισήμανση των κατ' ισχυρισμό σφαλμάτων της διοίκησης δεν αποτελεί νομική τεκμηρίωση και ανάλυση του δικαιώματός του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

31.          Επίσης, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 10.6.2024, η συνήγορος του Αιτητή επιβεβαίωσε ότι ο Αιτητής εγείρει λόγους που άπτονται σε οικογενειακής / φυλετικής φύσεως διαφορές, ενώ περαιτέρω δήλωσε πως δεν γνωρίζει αν ο Αιτητής αποτάθηκε για προστασία στις αρχές της χώρας του. Σε κάθε περίπτωση εμμένει στην θέση της ότι ο Αιτητής υφίσταται πράξη δίωξης από την οικογένειά του η οποία συνίσταται στο ότι δεν τον θεωρούν πια παιδί τους και τον έχουν αποκληρώσει.   

 

32.          Όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου,  με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, θα προχωρήσω σε εξ υπαρχής και ex nunc αξιολόγηση των περιστάσεων του Αιτητή.  Αρχικά συντάσσομαι με τον τρόπο που διέκριναν οι Καθ’ ων η αίτηση τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή. Περαιτέρω, συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης καθώς ο Αιτητής προσκόμισε αυθεντικό διαβατήριο της χώρας του.

 

33.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτούντος ήτοι την αναχώρηση απο την χώρα του για ακαδημαϊκούς λόγους συντάσσομαι με την κατάληξη ότι δεν χρήζει περαιτέρω θεμελίωσης από άλλες εξωτερικές πηγές και ότι αυτός γίνεται αποδεκτός.

 

34.          Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του από την οικογένειά του εξαιτίας της σχέσης που διατηρεί με Ευρωπαία συντάσσομαι με το συμπέρασμα περί της αναξιοπιστίας αυτού. Πιο συγκεκριμένα, οι δηλώσεις του Αιτητή τόσο κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης όσο και στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν, δεν διέπονται από επάρκεια πληροφοριών, αφενός, διότι ο βαθμός των παρεχόμενων πληροφοριών δεν αρκεί ώστε να σχηματιστεί  απαραίτητη εικόνα για την στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών και αφετέρου, διότι δεν διέπονται από την απαιτούμενη πτυχή της βιωματικότητας  που αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται και εκφράζεται ένα γεγονός. Πιο συγκεκριμένα Αιτητής, δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες για την αντίδραση της οικογένειας του, ενώ αναφερόμενος στην δική του αντίδραση απέναντι στις απειλές που δέχτηκε, αρκέστηκε να δηλωσει ότι ανταποκρίθηκε φυσιολογικά, αγνοώντας αυτές. Περαιτέρω, αναφορικά με την αποκήρυξη-αποκλήρωση απο την οικογένεια του, που κατα δήλωση του έλαβε χώρα το Φεβρουάριο του 2020 μέσω δημοσίευσης στην εφημερίδα, αν και δήλωσε ότι θα προσκόμιζε έγγραφο για υποστήριξη του ισχυρισμού, ο Αιτητής ουδέποτε προσκόμισε σχετικό έγγραφο.

 

35.          Επιπροσθέτως, αναφορικά με τον εκπεφρασμένο φόβο σχετικά  με τις απειλές απο την οικογένεια του σε ενδεχόμενη επιστροφή στην πατρίδα του πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Ο ίδιος ο Αιτητής, σε σχετική ερώτηση με το ποιές θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει καθώς έχει διακόψει την επικοινωνία με την οικογένεια του, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την βεβαιότητα του για την επέλευση του κινδύνου βλάβης από την οικογένεια του.

 

36.          Παράλληλα, ως προς το σκέλος του ισχυρισμού αναφορικά με τους κινδυνους που θα αντιμετώπιζε σε περίπτωση μετεγκατάστασης στην Ινδία με τη σύντροφο του και τα τέκνα της πρέπει να γινουν οι ακόλουθες επισημάνσεις : Ο αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν δύναται να επιστρέψει στην Ινδία είναι το θρήσκευμα της συντρόφου και των τέκνων της. Λαμβάνοντας επομένως υπόψιν το γεγονός ότι η αιτηση αφορά αποκλειστικά και μονο τον ίδιο, η δήλωση του δεν είναι άμεσα συναφής με το περιεχόμενο της αίτησης για διεθνή προστασία που αφορά αποκλειστικά στον ίδιο. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι στην ίδια αίτηση θα συμπεριλαμβάνοταν η σύντροφος του και τα τέκνα της, το σκέλος του ισχυρισμού αυτού θα κατερρίπτετο. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία του αιτουντος στο συγκεκριμένο σκέλος, o Αιτητής υπέπεσε σε ανακολουθία στις δηλωσεις του: ενώ αρχικά δήλωσε ότι σε περιπτωση επιστροφής με τη σύζυγο και τα τέκνα αυτης στην Ινδία θα αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω δίωξης, στη συνέχεια δήλωσε ότι σε κάθε περιπτωση η έξοδος της συντρόφου του και των τέκνων της  απο την Κύπρο  θα ήταν αδύνατη εφοσον ο πρώην σύζυγος της δεν θα το επέτρεπε. Για τις ανωτέρω δηλώσεις επισημαίνεται ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία. Λαμβάνοντας επομένως υπόψιν το γεγονός, ότι σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής θα επέστρεφε στην πατρίδα του μόνος του, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ευδοκιμεί.

 

37.           Παρά τη μη στοιχειοθέτηση εσωτερικής αξιοπιστιας αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό του αιτητή , σημειώνεται ότι ακόμη και αν οι δηλώσεις του διέπονταν απο τους συγκεκριμένους δείκτες εσωτερικής αξιοπιστίας, ήτοι επαρκεια πληροφοριών, ιδιαιτερότητα, αληθοφάνεια και έλειψη ανακολουθιών, ο ισχυρισμός πάλι θα απορίπτονταν ελλείψει εξωτερικής αξιοπιστίας. Οι παρεχόμενες πληροφορίες απο αξιόπιστες πηγές διεθνούς πληροφόρησης, δεν υποστηρίζουν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.

 

38.          Σύμφωνα με το DW, ο Νόμος περί Ειδικών Γάμων του 1954 επιτρέπει στους ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών να παντρευτούν χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν τη θρησκεία τους, ωστόσο ο νόμος απαιτεί τη δημοσίευση μιας προειδοποίησης 30 ημερών. [1]

 

39.          Επίσης,  σύμφωνα με το Hindustan Times, πολλές πολιτείες της Ινδίας, όπως η Ουτάρ Πραντές και η Μάντια Πραντές, έχουν θεσπίσει νόμους που περιορίζουν τις θρησκευτικές μεταστροφές για γάμο, γνωστούς και ως νόμοι περί "αγάπης τζιχάντ". Αυτοί οι νόμοι αποσκοπούν στο να αποτρέψουν τη μεταστροφή θρησκείας για το σκοπό του γάμου και απαιτούν από τους υποψήφιους να δώσουν προειδοποίηση ενός μήνα στις αρχές [2]

 

40.          Σύμφωνα με το The Better India, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας έχει τονίσει ότι η κοινωνία πρέπει να μάθει να αποδέχεται τους διαθρησκευτικούς γάμους και να μην επεμβαίνει στις αποφάσεις των ζευγαριών. Επίσης, οργανώσεις όπως το "Love Commandos" και το "Dhanak of Humanity" παρέχουν υποστήριξη και προστασία στα διαθρησκειακά ζευγάρια που αντιμετωπίζουν κίνδυνο, προωθώντας έτσι ένα πιο θετικό περιβάλλον για αυτές τις ενώσεις [3]

 

41.          Σύμφωνα με το Hindustan Times, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας έχει υπογραμμίσει τη σημασία της αποδοχής των διαθρησκειακών και διακαστικών γάμων από την κοινωνία. Το δικαστήριο δήλωσε ότι η συναίνεση της οικογένειας ή της κοινότητας δεν είναι απαραίτητη όταν δύο ενήλικες συμφωνούν να παντρευτούν, και ότι η κοινωνία πρέπει να μάθει να αποδέχεται αυτές τις ενώσεις ως το μέλλον για τη μείωση των κοινωνικών εντάσεων[4]

 

42.          Σύμφωνα με το The Independent, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα επιλογής ενός συντρόφου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αξιοπρέπεια του ατόμου και ότι αυτή η επιλογή δεν πρέπει να υποκύπτει στις έννοιες της «κοινωνικής τιμής» ή της «ομαδικής σκέψης». Επιπλέον, το δικαστήριο κάλεσε τις αρχές να θεσπίσουν κατευθυντήριες γραμμές και προγράμματα εκπαίδευσης για να βοηθήσουν τα διαθρησκειακά ζευγάρια να προστατευθούν από τις παρεμβάσεις των οικογενειών και των συγγενών τους [5]

 

43.          Αξιολογώντας τον μελλοντικό κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στην πατρίδα του,  θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί, η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του του καθώς και οι ιδιάζουσες προσωπικές και ατομικές του περιστάσεις. Από τα στοιχεία του προφίλ του καθ’ αυτά δεν προκύπτει οποιοσδήποτε εύλογος φόβος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Ούτε άλλωστε ο Αιτητής εξέφρασε οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο που να προκύπτει από αυτά. Δεν προκύπτει επίσης οποιοσδήποτε κίνδυνος εκ των οικονομικής και εκπαιδευτικής φύσεως αιτιάσεων του Αιτητή.

 

44.          Εξάλλου, όλως επικουρικώς αναφέρονται τα ακόλουθα. Aκόμη και στην περίπτωση αποδοχής των συγκεκριμένων ισχυρισμών, οι συγκεκριμένες πράξεις (απειλές μέσω WhatsApp από τον θείο του) δεν είναι αρκούντως σοβαρές ώστε να υπαχθούν στο όρο της δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπροσθέτως, το γεγονός  ότι η οικογένεια του ήδη τον έχει αποκηρύξει, ότι απειλές προήλθαν μόνο από έναν θείο του καθώς και  η παρέλευση ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς να δεχτεί νέες απειλές, είναι δηλωτικά μιας κατάστασης όπου δεν δρομολογείται επέλευση βλάβης εννόμων αγαθών του Αιτητή. Εφόσον δε επικαλέστηκε δίωξη από ιδιώτη φορέα δίωξης, ο Αιτητής έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, οι οποίες κατά τεκμήριο μπορούν να τον προστατεύσουν (ΚΔΠ 191/2024), καθώς η διεθνής προστασία είναι δευτερεύουσα έναντι της εθνικής.[6]

 

45.          Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

46.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

47.          Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Delhi, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 24/5/2023 και 24/5/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 407 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 9 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη,  4 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 2 απώλειες), 50 ως ταραχές (με 7 απώλειες) και 351 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), ένα περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[7] Σημειωτέον δε, ότι ο πληθυσμός της επαρχίας καταγράφεται στους 21.359.000 κατοίκους, σύμφωνα με  εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2023.”[8]

 

48.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

49.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

50.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

51.          Λαμβάνοντας επίσης υπόψιν την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα του Αιτητή διαπιστώνονται τα ακόλουθα. Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή είναι ασφαλής. Όπως επικουρικώς σημειώνεται ότι  σε συνδυασμό με τις ιδιάζουσες ατομικές και προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, όπως ηλικία, υγεία, μορφωτικό επίπεδο και η προηγούμενη εμπειρία του στην χώρα καταγωγής του, δεν καθιστούν εύλογη την πιθανότητα επέλευσης κινδύνου στο πρόσωπο του αιτητή άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

 

52.          Αλλά και όλως επικουρικώς, των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός, σε κάθε περίπτωση,  συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, μορφωμένο, χωρίς προβλήματα υγείας.

 

53.           Όλως επικουρικώς, ως προς την παράβαση της διαδικασίας, σημειώνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται αόριστα και αλυσιτελώς. Συγκεκριμένα, ως προς το ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να εκπροσωπείται από δικηγόρο κατά την προσωπική συνέντευξη, επαναλαμβάνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται αλυσιτελώς και ο Αιτητής μη αναφερόμενος σε συγκεκριμένα στοιχεία και ισχυρισμούς που κατ' ισχυρισμό αποστερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει καθιστά και εξ αυτού του λόγου το συναφή ισχυρισμό αλυσιτελή, καθώς δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε ζημία. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου ο  δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του Αιτητή, ο οποίος μπορεί να παρευρίσκεται κατά την προσωπική συνέντευξη επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης και ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του Αιτητή, ανεξαρτήτως αν ο Αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. 

 

54.          Παρατηρώ εξάλλου ότι ο Αιτητής δια της συνηγόρου του δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε ανάλυση της ζημίας που έχει υποστεί εκ της κατ' ισχυρισμό διαδικαστικής αυτής παράλειψης ούτε και προβαίνει σε σύνδεση της με τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, το οποίο είναι και το ζητούμενο εν προκειμένω.

 

55.          Επισημαίνεται περαιτέρω ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ' αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

56.          Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

 

57.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε αξιόπιστους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται στην περίπτωσή του η χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

 

58.          Σημειώνεται εξάλλου ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ότι αυτός δεν ήγειρε οποιοδήποτε άλλο ισχυρισμό περί φόβου δίωξης ή κινδύνου σοβαρής βλάβης στη χώρα καταγωγής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και, στην περίμετρο της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε.

 

59.          Τέλος, υπό τα φως της ανωτέρω ανάλυσης καθίσταται αλυσιτελής, η περαιτέρω εξέταση των λόγων προσφυγής που προέβαλε ο Αιτητής.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] DW, Why interfaith marriage in India is getting dangerous, 01/11/2023, Why interfaith marriage in India is getting dangerous – DW – 01/11/2023 accessed 14/06/2024).

[2] Hindustan Times, Allahabad HC rejects 8 interfaith couples’ pleas citing anti-conversion law, Allahabad HC rejects 8 interfaith couples’ pleas citing anti-conversion law | Latest News India - Hindustan Times accessed 14/06/2024. )

[3] (The Better India, Interfaith marriages and more positive news, 2024, accessed 14/06/2024).

[4] Hindustan Times, SC: Society must learn to accept intercaste, interfaith marriages, SC: Society must learn to accept intercaste, interfaith marriages | Latest News India - Hindustan Times 09/02/2024,accessed 14/6/2024 2024

[5] The Independent, India’s Supreme Court hails intercaste and interfaith marriages as ‘the way forward’, India’s Supreme Court hails intercaste and interfaith marriages as ‘the way forward’ | The Independent 12/02/2024, last αaccessed 14/6/024)

[6] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), σ. 36 

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf

[7] ACLED Dashboard (acleddata.com)

[8] India: States and Major Agglomerations - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (citypopulation.de)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο