ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 3641/21 

 

26 Ιουνίου 2024 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

C.M.

Αιτητής

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

E. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Ι. Χαραλάμπους (κα) για Χρ. Δημητρίου (κα) Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 03/06/2021, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας τον Αιτητή ως πρόσφυγας, ως το αιτητικό Α στην αίτηση ακυρώσεως ή εναλλακτικά ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ως το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως.   

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο “Α” στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, γεννηθείς το 1982, υπήκοος Καμερούν, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, στις 30/11/2017 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και μετέβη οδικώς στη Νιγηρία. Από εκεί ταξίδεψε, επίσης οδικώς, μέχρι τη Λιβύη και στη συνέχεια ακτοπλοϊκώς μέχρι τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο 2018 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 26/02/2018 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 29/09/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA και πρώην EASO), παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 16/03/2021, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος της Αιτητή. Στις 18/05/2021, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, με επισυναπτόμενη την αιτιολογία αυτής, περιέχεται σε επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 03/06/2021 και παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή στις 11/06/2021, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε αρχικά αυτοπροσώπως την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω της κυβέρνησης, επειδή είναι μέλος των Ambazonians. Προσέθεσε επίσης ότι τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων καθώς στη χώρα καταγωγής του υπάρχει δικτατορία.

 

Σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας, και συγκεκριμένα την 22/12/2021 εγκρίθηκε αίτημα του Αιτητή για νομική αρωγή και ακολούθησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτήν νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ως εκ τούτου τροποποιηθείσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 03/06/2022.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως η συνήγορος για τον Αιτητή προωθεί πλήθος λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς αυτοί ωστόσο να εξειδικεύονται και να συναρτώνται με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κατά παράβαση των εν ισχύει διαδικαστικών κανονισμών. Ακολούθως με την γραπτή της αγόρευσης, η συνήγορος του Αιτητή δεν εγείρει οποιοδήποτε νομικό ισχυρισμό προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αναλύοντας ωστόσο την ουσία της υπόθεσης υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και συγκεκριμένα λόγω του ότι υποστηρίζει την ανεξαρτησία των αγγλόφωνων περιοχών του Καμερούν επειδή συμμετείχε σε διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης και επειδή είναι ενεργός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγγέλλοντας τις κρατικές παραβιάσεις και τα εγκλήματα εναντίον του αγγλόφωνου πληθυσμού του Καμερούν από την κυβέρνηση.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου τους, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης∙ ισχυρίζονται ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Προσθέτουν τέλος ότι η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν εγείρεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο επειδή δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα και/ή δεν δικογραφούνται.

 

Κατόπιν ειδοποίησης αλλαγής δικηγόρου στις 08/08/2023, η νέα συνήγορος του Αιτητή δια της απαντητικής της αγόρευσης υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής θα υποβληθεί σε σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων του αφού διατρέχει κίνδυνο να συλληφθεί από τις αρχές και να τύχει εξευτελιστικής μεταχείρισης και/ή να βασανιστεί κατά την κράτησή του. Προσθέτει δε ότι λόγω της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο τελευταίος μπορεί να κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή ακόμη και να τύχει παράνομης αφαίρεσης της ζωής του επειδή είναι πολιτικοποιημένο πρόσωπο. Καταληκτικά, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι Αιτητής θα πρέπει να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως να του εκχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του άρθρου 19 του ανωτέρω Νόμου.

 

Κατά την ενώπιόν μου διαδικασία και το στάδιο των διευκρινήσεων, αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων τους.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων. Κατ’ αρχήν, παρατηρώ, σε συμφωνία με την συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση, ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς του Αιτητή που περιέχονται στην τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως δεν φαίνεται να προωθούνται στη συνέχεια μέσω της αγόρευσης για τον Αιτητή. Παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΤΙΚ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως προς την εμβέλεια των κανονισμών 6 και 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι περιέχονται στη αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην γραπτή του αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, με την γραπτή του αγόρευση ο Αιτητής, δεν εγείρει οιοδήποτε νομικό ισχυρισμό αντ’ αυτού στην πολυσέλιδη αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του, σχολιάζει την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση με τα φερόμενα ως πραγματικά περιστατικά, καταλήγοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη από την κυβέρνηση λόγω της διασύνδεσής του με τους αγγλόφωνους αυτονομιστές στη βάση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας του Καμερούν, αφήνοντας να νοηθεί ότι προωθεί την θέση ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα των δεδομένων της υπόθεσης του Αιτητή.  

 

Σε κάθε περίπτωση και δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, ως εκ τούτου κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Κατά την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του επειδή την 1η Οκτωβρίου 2017 το αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν ανακήρυξε την ανεξαρτησία του από το κράτος, γεγονός το οποίο οδήγησε σε πόλεμο μεταξύ της κυβέρνησης και των ένοπλων πολιτών των αγγλόφωνων περιοχών του Καμερούν. Ο πόλεμος οδήγησε σε πλήθος συλλήψεων, βασανιστηρίων, απαγωγών, μυστικών δολοφονιών και μαζικών τάφων. Τόνισε επίσης ότι τις συλλήψεις ακολουθήσαν μη δίκαιες δίκες, μετά τις οποίες οι καταδικασθέντες απομακρύνθηκαν από τη συγκεκριμένη περιοχή με αποτέλεσμα να χάσουν επαφή με τις οικογένειές τους. Προέβαλε, τέλος, ότι μέχρι σήμερα έχουν πεθάνει πάνω από 1.000 άτομα και καθώς η κυβέρνηση χαρακτήρισε τους κάτοικους των αγγλόφωνων περιοχών ως τρομοκράτες, αυτοί πλέον διώκονται βάσει του ποινικού κώδικα της χώρας.

 

Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Yaoundé όπου εργαζόταν ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1990 οι γονείς του τον μετέφεραν σε ένα χωριό στο Βορειοδυτικό τμήμα του Καμερούν όπου διέμεινε με τη γιαγιά του. Όταν όμως πέθανε η γιαγιά του Αιτητή το 1996, εκείνος αναγκάστηκε να επιστρέψει στους γονείς του οι οποίοι είχαν πλέον εγκατασταθεί στην πόλη Kumba η οποία βρίσκεται στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν. Το 2007 και έχοντας ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, ο Αιτητής εισήχθη στο πανεπιστήμιο της Yaoundé από όπου αποφοίτησε το 2010 ως πτυχιούχος της Αγγλικής γλώσσας. Το 2013 ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκαταστάθηκε στην πόλη Bamenda πρωτεύουσα της περιφέρειας του Βορειοδυτικού Καμερούν όπου μέχρι το 2016 εργαζόταν ανεπίσημα ως δάσκαλος, προετοιμάζοντας τους μαθητές για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Το 2016 όμως έπρεπε να σταματήσει να εργάζεται προκειμένου να υπηρετήσει το σκοπό της αγγλόφωνης επανάστασης και στις 30 Νοεμβρίου 2017 εγκατέλειψε το Καμερούν. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν, ενώ διαθέτει και 3 αδερφούς, εκ των οποίων δύο βρίσκονται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν και ο ένας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος.

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αναφέρθηκε στην κατάσταση που εξελίχθηκε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, πλην όμως κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι ο ίδιος δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα. Προσέθεσε όμως ότι από το 2016 δημοσίευε μέσω ψεύτικων σελίδων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μηνύματα υπερ της Αμπαζονίας. Δήλωσε ότι προωθούσε τα μηνύματα των ένοπλων μαχητών μέσω των ανωτέρω μέσων, χωρίς ωστόσο να έχει ο ίδιος κάποια σχέση μαζί τους. Ως προς τις αντιδράσεις που λάμβανε επί των ανωτέρω μηνυμάτων/δημοσιεύσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτοί που υποστήριζαν την ανεξαρτησία της Αμπαζονίας τον επικροτούσαν, οι δε αντίθετοι με τις απόψεις του τον έβριζαν.

 

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον συλλάβουν οι αρχές λόγω της δραστηριότητάς του στο Facebook εξαιτίας της ισχύουσας στο Καμερούν αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση, διέκρινε δύο ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, τον τόπο καταγωγής και αυτό της τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο δε δεύτερος συνίσταται στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι δημοσίευε στο Facebook άρθρα για την Αμπαζονία.

 

Αμφότεροι οι ισχυρισμοί του Αιτητή έγιναν δεκτοί, αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως σαφείς, συνεκτικές και διεπόμενες από συνοχή και περιγραφική λεπτομέρεια.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στον τόπο τελευταία συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Bamenda, o αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο δίωξης αφού, ούτως ή άλλως, ουδέποτε αντιμετώπισε εκεί κάποιο πρόβλημα εξαιτίας των δημοσιεύσεών στις οποίες προέβη μέσω ψεύτικων λογαριασμών στο Facebook, παρά το ότι διέμεινε στη χώρα καταγωγής από το Νοέμβριο του 2016 μέχρι και το Νοέμβριο του 2017. Ούτε άλλωστε τα αδέρφια του, τα οποία βρίσκονται στο Καμερούν, τον έχουν ενημερώσει σχετικά με οποιαδήποτε ποινική εκκρεμότητα και δη σχετιζόμενη με τις αναρτήσεις του στο Facebook.

 

Σε σχέση όμως με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας ανευρέθη ότι οι Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Bamenda, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του, πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα στους Αγγλόφωνους αποσχιστές και τις δυνάμεις του κατεξοχήν Γαλλόφωνου κράτους του Καμερούν, με αποτέλεσμα χιλιάδες άμαχοι να έχουν χάσει τη ζωή τους. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στην Bamenda, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης εξαιτίας της επικρατούσας εκεί κατάστασης ασφαλείας.

 

Ακολούθως, κατά την νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ), ο αρμόδιος λειτουργός κατόπιν έρευνας διαπίστωσε ότι ναι μεν στην πόλη Bamenda επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, προχωρώντας όμως σε περαιτέρω έρευνα, εντόπισε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα εκ των οποίων προέκυψε ότι τα περιστατικά ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν δεν ανέρχονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στην πόλη Bamenda θα κινδυνεύσει ως άμαχος, αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. Συνεκτιμώντας στη συνέχεια τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, τις προσωπικές του περιστάσεις και δη την απουσία οιασδήποτε ευαλωτότητας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ).  

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στη βάση της ως άνω ανάλυσης, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής κάθε ισχυρισμού αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του και στη συνέχεια ως προς τη διαδικτυακή του δραστηριότητα μέσω ψεύτικων προφίλ στο Facebook κατά το χρόνο που ξέσπασε η αγγλόφωνη κρίση στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές, αγγλόφωνες, περιοχές του Καμερούν. Δεν παραγνωρίζω άλλωστε την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του Αιτητή και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτόν μέρος της απόφασης[1].

 

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην πόλη Bamenda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τoυ, βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα.

 

Ως προς τον κίνδυνο που δύναται να απορρέει από τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τη διαδικτυακή του δραστηριότητα, μέσω ψεύτικων προφίλ, στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι ελλείψει οιασδήποτε παρελθούσας δίωξης στο πρόσωπό του και δεδομένου ότι δεν ανέκυψαν στοιχεία υφιστάμενης, πραγματικής και προσωπικής δίωξής του στη χώρα καταγωγής, δεν προκύπτει απολύτως κανένας λόγος που να δικαιολογεί το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του. Σε σχέση δε με τον αντιτρομοκρατικό νόμο στη χώρα καταγωγής του, βάσει του οποίου ισχυρίζεται ότι θα εκδιωχθεί από τις αρχές του Καμερούν, το Δικαστήριο εντόπισε έκθεση του 2019 του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ σχετικά με το Καμερούν, η οποία αναφέρει ότι «το Καμερούν συνέχισε να χρησιμοποιεί τον αντιτρομοκρατικό νόμο που θεσπίστηκε το 2014 για να καταστείλει την κριτική και την ελευθερία της έκφρασης συλλαμβάνοντας δημοσιογράφους και ακτιβιστές σε σχέση με τη συνεχιζόμενη κρίση στις αγγλόφωνες περιοχές»[2]. Το Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων της Αυστραλίας, σε έκθεση του 2024 η οποία πραγματεύεται τον ανωτέρω νόμο στο Καμερούν, επιβεβαιώνει ότι «ο αντιτρομοκρατικός νόμος του 2014, είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο για την εξάλειψη της κυβερνητικής διαφωνίας για διάφορους λόγους: Πρώτον, ο αντιτρομοκρατικός νόμος «διπλασιάζει» τον ποινικό κώδικα. Αυτό δημιουργεί ένα διπλό νομικό σύστημα που εφαρμόζεται επιλεκτικά ανάλογα με το ποιον θεωρεί απειλή η κυβέρνηση του Καμερούν. Για παράδειγμα, μετά τις διαδηλώσεις του 2016, ηγέτες αγγλόφωνων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν με τη θανατική ποινή βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου για τρομοκρατικές πράξεις, συνέργεια σε τρομοκρατικές ενέργειες, εξέγερση, εξέγερση κατά του κράτους, υποκίνηση πολιτών, αναταραχή, διάδοση ψευδών ειδήσεων. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, η θανατική ποινή εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πολιορκίας ή πολέμου. Σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο, η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε καιρό ειρήνης. Αν και η κυβέρνηση του Καμερούν βασίζεται περισσότερο στην απειλή της θανατικής ποινής παρά στις ίδιες τις εκτελέσεις, είναι η επιλεκτική εφαρμογή (κατά την κρίση των διορισμένων από την κυβέρνηση στρατιωτικών δικαστών) που αποτρέπει την αντιπολίτευση. Δεύτερον, η κυβέρνηση του Καμερούν χρησιμοποίησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο κατά των μαχητών της Μπόκο Χαράμ στην περιοχή του Άπω Βορρά και κατά των Αγγλόφωνων αυτονομιστών στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο, κατασκευάστηκε μια ηθική ισοδυναμία μεταξύ της τρομοκρατικής ομάδας Μπόκο Χαράμ και των Αγγλόφωνων αυτονομιστών. Αυτές οι δύο ομάδες όχι μόνο έχουν δραματικά διαφορετικούς στόχους και προθέσεις, αλλά χρησιμοποιούν τη βία με διαφορετικό τρόπο: για τον θρησκευτικό ιδεολογικό εθνικισμό η πρώτη και για πολιτικούς στόχους αυτοδιάθεσης η δεύτερη»[3].

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες σε συνάρτηση όμως με το ότι ο Αιτητής δεν είχε ουδεμία ανάμειξη ή πολιτική δραστηριότητα στη χώρα καταγωγής του κατά την εξέλιξη της αγγλόφωνης κρίσης, γεγονός το οποίο προκύπτει και από το ότι ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα με τις αρχές του Καμερούν μέχρι και σήμερα, το Δικαστήριο κρίνει το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του αβάσιμο και μη δικαιολογημένο. Η δε επίκληση των αναρτήσεων στις οποίες προέβη στο Facebook μέσω ψεύτικων προφίλ, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το φόβο του, αφού δεν ανέκυψε κάποιο άλλο στοιχείο σύνδεσής του με του αυτονομιστές Αμπαζόνιανς καθώς και τη δραστηριότητά τους, γεγονός υπερ του οποίο συνηγορεί ότι τα αδέρφια του εξακολουθούν να διαμένουν στο Καμερούν με ασφάλεια μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχει υποπέσει στην αντίληψή τους οιαδήποτε ποινική δίωξη και/ή ενέργεια των αρχών εναντίον του Αιτητή.

 

Συμπερασματικά, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση ωστόσο, διαπιστώνω, αντίθετα στη θέση της συνηγόρου του Αιτητή, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Bamenda, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Αν και ο αντιτρομοκρατικός νόμος του Καμερούν του 2014 θα μπορούσε θεωρητικά να δικαιολογήσει αντίστοιχο φόβο του Αιτητή όπως προέκυψε από εξωτερικές πηγές, η έλλειψη οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπο του Αιτητή, το ότι ο Αιτητής δεν αποτέλεσε ποτέ άτομο γνωστής πολιτικής δραστηριότητας, καθώς και το ότι δεν ανέκυψε κάποιο άλλο στοιχείο διασύνδεσής του με τους αγγλόφωνους αυτονομιστές, δεν συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στη βάση του αντιτρομοκρατικού νόμου του Καμερούν του 2014.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Bamenda της Βορειοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του.

 

Από έγκυρες πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται η συνεχιζόμενη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ενώ παράλληλα, από τα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί (ως καταγράφονται στις εν λόγω πηγές), διακρίνεται πως στις εν λόγω περιοχές επικρατεί ένταση[4].

 

Σύμφωνα με Έκθεση του OCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) η κατάσταση στη βορειοδυτική αλλά και στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν παραμένει τεταμένη, με συνεχιζόμενη βία και στοχευμένες επιθέσεις. Οι ένοπλες συγκρούσεις και η αυξημένη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED, Improvised Explosive Devices) συνέχισαν να οδηγούν στο θάνατο, τραυματισμό και εκτοπισμό αμάχων. Περισσότεροι από 15.130 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τους τόπους καταγωγής τους λόγω της βίας και στοχευμένων επιθέσεων. Οι περισσότεροι από τους εκτοπισμένους παραμένουν σε εκκρεμή κατάσταση, με την πλειονότητα των εκτοπισμένων να επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους μόλις το επιτρέψει η κατάσταση ασφαλείας[5].

 

Ως προς τον αριθμό των εσωτερικά εκτοπισμένων προσώπων, εκτιμήσεις της UNOCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) αναφέρουν ότι τουλάχιστον 598.000 πρόσωπα έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά εξαιτίας της βίας στις αγγλόφωνες περιοχές, ενώ 79.600 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, διαφεύγοντας στη Νιγηρία[6].  

 

Ως προς τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στην ευρύτερη Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (εντός της οποίας εντοπίζεται και η πόλη Bamenda, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή), σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 έως 21/06/2024, καταγράφηκαν συνολικά 979 περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια, εκ των οποίων προέκυψαν 597 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 388 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 362 θύματα), 538 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 207 θύματα), 30 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως βία (με 27 θύματα), 21 ως εξεγέρσεις (με 5 θύματα) και 14 ως διαδηλώσεις (με κανένα θύμα)[7]. O δε πληθυσμός της Βορειοδυτικής Περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στους 1.950.667 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2015[8].

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ: «Το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τον γεωγραφικό χαρακτήρα της σύρραξης στο πλαίσιο γενικευμένης βίας στην υπόθεση Sufi και Elmi. Στην εθνική νομολογία σχετικά με το άρθρο 15 στοιχείο γ), το γερμανικό FAC και το γαλλικό εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για θέματα ασύλου έκριναν ότι η εκτίμηση δεν απαιτεί ανάλυση της γενικής κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά στην οικεία περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής που πρόκειται να ακολουθηθεί από το σημείο επιστροφής στην περιοχή καταγωγής»[9].

 

Διερευνώντας λοιπόν την επικρατούσα κατάσταση στην πόλη Bamenda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 έως 21/06/2024 συγκεκριμένα στην πόλη Bamenda των 615.000 κατοίκων[10], καταγράφηκαν 46 περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών, τα οποία επέφεραν το θάνατο 33 αμάχων[11].

 

Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι παρόλο που στην περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνουν χώρα περιστατικά ασφαλείας και ειδικότερα περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των αμάχων, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και η έντασή τους δεν φτάνει σε βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στη περιοχή συνήθους διαμονής, θα τον  εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Εφαρμόζοντας άλλωστε τη μέθοδο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ, παρατηρώ ότι τo προφίλ του Αιτητή δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ως άμαχος, καθώς πρόκειται για ενήλικο άνδρα, ο οποίος είναι υγιής, αρτιμελής, ικανός προς εργασία και διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

 

Τα αναθεωρημένα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στην πόλη Bamenda, δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι η ένταση των περιστατικών που επιφέρουν  απώλειες αμάχων, ο αριθμός των τελευταίων στην πόλη Bamenda, καθώς και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή δε συνηγορούν υπερ αυτού.

 

Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ



[1] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639

[2] USDOSS, Country Reports on Terrorism 2019: Cameroon, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/country-reports-on-terrorism-2019/cameroon/#:~:text=Cameroon%20continued%20to%20use%20the,crisis%20in%20the%20Anglophone%20regions., (τελευταία πρόσβαση 17/06/2024).

[3] Australian Institute of International Affairs, The Anglophone Crisis: Anti-Terror Laws Undermine Genuine Conflict Resolution in Cameroon, January 2024, διαθέσιμο https://www.internationalaffairs.org.au/australianoutlook/the-anglophone-crisis-anti-terror-laws-undermine-genuine-conflict-resolution-in-cameroon/, (ημερ. πρόσβασης 17/06/2024).

[4] Βλ. (ενδεικτικάακόλουθες πηγές: ACAPS, Country analysis: CAMEROON, 2023, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# ;

EUAA, COI QUERY RESPONSE - CAMEROON: Security situation in the Far North, Northwest and Southwest regions, 11 October 2023, (ημερ. πρόσβασης 17/06/2024)

[5] ΟCHA, Cameroon: North-West and South-West, January 2023 , SITREP_NWSW_January 2023_Final.pdf

[6] R2P Monitor, διαθέσιμο σε www.ecoi.net/en/document/2083197.html, (ημ πρόσβασης 25/06/2024)

[7] ΑCLED – DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PROJECT, 

The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024,https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 24/05/2023 και 24/05/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence /Riots/Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle Africa - Cameroon-Sud-Ouest) [ημερ.πρόσβασης17/06/2024].

[8] Knoema, WORLD DATA ATLAS  CAMEROON, North-West, διαθέσιμο σε https://knoema.com/atlas/Cameroon/North-West, [ημερ. Πρόσβασης 17/06/2024].

[9] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 30 - σημείο 1.8.2. Η περιοχή καταγωγής ως περιοχή προορισμού (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), (ημ πρόσβασης 25/06/2024)

[10] Bamenda, Cameroon Metro Area Population 1950-2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20361/bamenda/population#:~:text=The%20current%20metro%20area%20population,a%203.62%25%20increase%20from%202021., (ημερ. πρόσβασης 25/06/2024)

[11] ΑCLED – DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PROJECT, 

The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024,https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 21/06/2023 και 21/06/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ Violence against civilians και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle Africa - Cameroon-Sud-Ouest- Point View-Bamenda ) [ημερ.πρόσβασης 25/06/2024].

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο