ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 3910/23 

11 Ιουνίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

E.W.A. από τη Νιγηρία και τώρα στη Πάφο

                                                                                             Αιτητής

-και- 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Λαζάρου για Χρ. Λαζάρου - Αρτέμη (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ε. Προκοπίου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Ο Αιτητής είναι παρών. (Παρoύσα η διερμηνέας κα Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο  Αιτητής προσβάλει την απόφαση  των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 09/09/23 με την οποία το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε καθότι είναι άκυρη και/ή παράνομή  και/ή αντισυνταγματική  και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. 

 

 ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, υπήκοος της Νιγηρίας, εγκατέλειψε την χώρα του στις 17/03/2023 και στις 22/03/2022 εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων από την Τουρκία και μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών της Δημοκρατίας. Στις 29/03/2023 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Την  01/09/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 09/09/2023 ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την έκθεση και εισήγηση σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του με αναστολή έως την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής ή έως την έκδοση πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως, ετοιμάστηκε επιστολή ημερ. 22/09/2023 από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στον Αιτητή την ίδια ημέρα σε γλώσσα πλήρως κατανοητή από την ίδια (Αγγλικά). Στις 20/10/2023 ο Αιτητής προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής μέσω νομικής εκπροσώπου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια της δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή του Αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς  δέουσα έρευνα  και είναι αναιτιολόγητη.

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα  και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο.

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 04/04/2024, ο Αιτητής, δια της δικηγόρου του, περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στην έλλειψη δέουσας έρευνας

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AΑΔ 598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι η  απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 . Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή της και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε και η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Ωστόσο η συνήγορος απέσυρε όλους του νομικούς ισχυρισμού πλήν τον ισχυρισμό περί ελλιπούς δέουσας έρευνας .

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής η δέουσα έρευνα  κρίνω ότι είναι γενικός και αόριστος και δεν γίνεται οποιοδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας   που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξης του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Επιβεβαίωσε επίσης ότι δεν έχει έγγραφα να υποβάλει και όσα αναγράφονται στην αίτηση του είναι αληθή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω  έρευνας  σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο  Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος  Νιγηρίας. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε  ότι είναι πάστορας στη χώρα καταγωγής του. Έλαβε γραπτή απειλή κατά της ζωής του, μια εβδομάδα μετά που βοήθησε έναν νεαρό άντρα να εγκαταλείψει την ομάδα αίρεσης στην οποία ανήκε και να μεταβεί σε άλλη πολιτεία.  Ο Αιτητής απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές και του ανέφεραν ότι θα το διερευνήσουν. Πρόσθεσε ότι μια μέρα έκαναν επίθεση στην οικία του και τον έψαχναν, ενώ απουσίαζε. Αναγκάστηκε να μετακομίζει από το ένα μέρος στο άλλο και συνέχισαν να έρχονται στο σπίτι του, όπου μια μέρα χτύπησαν τον πατέρα του και του έσπασαν το χέρι. Τέλος ο Αιτητής ανάφερε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην οικογένειά του για αυτό  αποφάσισε να φύγει από την Νιγηρία.  

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Okuzu στην πολιτεία Anambra, το 2000 πήγε στην πόλη Abuja και διαβιούσε μέχρι το 2017. Ακολούθως πήγε στην πολιτεία Bayelsa όπου παρέμεινε πέντε έτη και στην συνέχεια μετέβηκε στην πόλη Abuja μέχρι την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του, (ερυθρό 24 του Δ.Φ.). Ο Αιτητής ανήκει στην φυλή Igbo και ομιλεί  Αγγλικά. Ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση του σε Πανεπιστήμιο στην πολιτεία Bayelsa, και απέκτησε πτυχίο στην μικροβιολογία το 2022. Σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση είναι άγαμος και η οικογένεια του διαμένει στην Abuja, (ερυθρό 23 του Δ.Φ.). 

 

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη Νιγηρία, o Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του, ότι εγκατέλειψε την Νιγηρία λόγω απειλών από ομάδα ατόμων. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι  ήταν πάστορας και μια μέρα, ένας νεαρός άνδρας του ζήτησε βοήθεια αναφέροντας του, ότι είχε προβλήματα με έναν από τους ηγέτες στην ομάδα στην οποία ανήκε. Ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, τον βοήθησε δίνοντας του χρήματα και να μετακομίσει σε άλλη πολιτεία.  Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά πάροδο δύο με τριών εβδομάδων, του έδωσε η γραμματέας του ένα σημείωμα το οποίο έγραφε απειλές εναντίον του. Προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία και ανέκριναν τη γραμματέα του. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι στις 3 Ιανουάριου καθώς γυρνούσε στο σπίτι του δέχτηκε επίθεση και ο θυρωρός περιέγραψε τα άτομα που ήρθαν στην αστυνομία. Πρόσθεσε ότι μετά την  επίθεση φοβήθηκε πολύ, γι αυτό έφυγε από την πολιτεία Bayelsa και πήγε στην Abuja όπου είναι οι γονείς του. Όμως εν λόγω άτομα πήγαν στην οικία των γονέων του και έπιασαν το πατέρα του ενώ οδηγούσε. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι μετά το εν λόγω περιστατικό, κρύφτηκε μέχρι να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, (ερυθρό 21 -1Χ του Δ.Φ.). 

 

Εν συνεχεία, στο στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνώριζε ποιος ήταν ο νεαρός άνδρας που βοήθησε, ούτε τι προβλήματα αντιμετώπιζε. Σχετικά με τα άτομα δήλωσε ότι μια αντικυβερνητική ομάδα που αγωνίζεται για την εξόρυξη πετρελαίου στην κοινότητά τους χωρίς κυβερνητική βοήθεια. Ερωτηθείς τι συνέβη με την αστυνομία απάντησε ότι ήρθαν στο γραφείο του ρώτησαν την γραμματέα για το σημείωμα και της ανάφεραν να μην ανησυχεί. Κληθείς να δηλώσει πότε έγινε η επίθεση στο σπίτι του, απάντησε στις 14 Ιανουαρίου. Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να εξηγήσει την αντίφαση που προέκυψε στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, αφού προηγουμένως είχε δηλώσει ότι η επίθεση έγινε στις 3 Ιανουάριου. Ο Αιτητής  ισχυρίστηκε ότι έλαβε το σημείωμα στις 03/01/2023, στις 14/01/2023 επιτέθηκαν στο σπίτι του και στις 15/01/2023 πήγε στην Abuja. Σε ερώτηση  πως κατάλαβαν ότι βοήθησε το νεαρό άνδρα, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει. Σε περαιτέρω ερώτηση  πως βρήκαν την διεύθυνση των γονέων του στην Abuja, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείς σχετικά με την επίθεση του πατέρα του στην Abuja, ο Αιτητής ισχυρίστηκε δεν γνωρίζει αρκετά για την επίθεση, του ανάφεραν ότι ενώ οδηγούσε ο πατέρας του ένα άλλο αυτοκίνητο τον  πλησίασε, τον έπιασε και τον πήρε μακριά. Πρόσθεσε ότι μετά από μερικές ημέρες τον παράτησαν ο ίδιος ήταν στην Abuja, όμως απουσίαζε από το σπίτι. Κληθείς να αναφέρει πότε μίλησε με τον πατέρα του απάντησε μετά που ήρθε Κύπρο. Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να αναφέρει πληροφορίες για τον προηγούμενο του ισχυρισμό ότι κρύφτηκε. Ο Aιτητής ισχυρίστηκε ότι κρύφτηκε σε ένα άλλο χωριό στην περιοχή Abuja, σε ένα άλλο χωριό, από τον Ιανουάριο μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του.  Ερωτηθείς εάν του συνέβη οτιδήποτε στο χρονικό διάστημα των τριών μηνών, απάντησε αρνητικά. Σε ερώτηση ποιες  θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στην Νιγηρία, δήλωσε ότι πιθανόν να τον σκοτώσουν.

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή του επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή και β) Ισχυριζόμενα προβλήματα από μια ομάδα ατόμων.

 

Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό,  δεν αμφισβητείται, αυτός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής καθότι ο Αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής  δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε ερωτήματα που αφορούσαν στον πυρήνα του αιτήματος του.

 

Στην προσπάθεια του να στοιχειοθετήσει το αίτημα του, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι ισχυρισμοί του δεν ήταν ευλογοφανείς και δεν παρείχε ικανοποιητικές εξηγήσεις που αφορούν τον ισχυρισμό του ότι απειλήθηκε από μια ομάδα ατόμων.  Αναφορικά με τον νεαρό άνδρα που του ζήτησε βοήθεια, ο Αιτητής δεν γνώριζε ποια προβλήματα αντιμετώπιζε και ήθελαν να τον σκοτώσουν,  ούτε παρείχε πληροφορίες τι ειπώθηκε μεταξύ τους. (ερυθρά 21, 2Χ-4Χ και 20, 1Χ-4Χ του Δ.Φ.). Σε σχέση την ομάδα ατόμων που τον απείλησε, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες ούτε να την κατονομάσει. Ως προ τον ισχυρισμό του για την γραπτή απειλή και την επίθεση στο σπίτι του δεν κατάφερε να παραθέσει ικανοποιητικές λεπτομέρειες για να τον τεκμηριώσει (ερυθρά 2Ο, 5Χ, 19, 21, ΙΧ,  και 18, 1-3Χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω ως προς το ισχυριζόμενο περιστατικό στην Abuja και της επίθεση κατά του πατέρα του, ο Αιτητής απέτυχε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα όπως, πως  εντόπισαν την οικογενειακή του κατοικία, πως γνώριζε ότι ήταν η ίδια οργάνωση που έκανε την επίθεση στην πολιτεία Bayelsa. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κρύφτηκε για τρεις μήνες προτού αναχωρήσει από την Νιγηρία, χωρίς να του συμβεί οτιδήποτε.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία, κρίθηκε πως τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Σε ότι αφορά αυτό το μέρος του αιτήματος, οι πληροφορίες που παρείχε ο Αιτητής  επί των ισχυρισμών του, υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.

Από τα παραπάνω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι εφόσον το μέρος του αιτήματος του που την απειλή από ομάδα ατόμων δεν έγινε αποδεκτό, κατά συνέπεια δεν γίνεται αποδεκτός και ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξής του.

 

Εν συνεχεία,  στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του και τη χώρα καταγωγής του, και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Bayelsa, δεν επικρατούν συνθήκες που συνεπάγονται εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει για τον Αιτητή βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή του στη Νιγηρία δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην έκθεση-εισήγησή του, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αφού δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου.

Σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου δίωξης λόγω από ομάδα ατόμων, ορθά και πάλι οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν τον  Αιτητή εσωτερικά και εξωτερικά  αναξιόπιστο και απέρριψαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, καθώς οι πλειονότητα των απαντήσεων του είναι διατυπωμένες με γενικότητα, χωρίς συνέπεια και συνοχή ενώ παράλληλα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, ήτοι ότι κινδύνευε από την εν λόγω ομάδα. Υπέδειξε πλήρη άγνοια σε βασικά ερωτήματα που του τέθηκαν ως προς το φορέα δίωξης του. Περαιτέρω ως ίδιος δήλωσε, δεν συνέβη κάποιο περιστατικό που έθεσε σε κίνδυνο  την ζωή του και παρέμεινε στην πόλη καταγωγής του, μέχρι και την νόμιμη αναχώρηση της από την Νιγηρία. 

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

 

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ.851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C- 285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ. 26/05/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, τη  Νιγηρία, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Βάσει λοιπόν, έρευνας της Υπηρεσίας Ασύλου ορθά  κρίθηκε ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. Βλ. ερ. 35-34 του διοικητικού φακέλου.

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο Αιτητής περιορίζει την  θεραπείας που επιδιώκει  ενώπιον του παρόντος  Δικαστηρίου ήτοι την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης  λόγω ανεπαρκούς έρευνας το Δικαστήριο δεν  προβαίνει  σε επικαιροποιημένη έρευνα   στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.

 

 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα  δέουσας έρευνας  και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

                                    

 

                                          Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο