ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

ΥπoθΑρ.: 4755/2022 

 

18 Ιουνίου 2024

[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

 

Μεταξύ: 

G.M.M.

Αιτητής 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

 

Α. Δημητρίου (κος) για Μούσουλο, Κανέλλα και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή 

Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εμπεριέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 15/07/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση της Δημοκρατίας αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ») κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης 02/12/2019 και ημερομηνία λήξης την 01/12/2024, ο οποίος σύμφωνα με δηλώσεις του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής το Σεπτέμβριο 2020 με προορισμό τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου για λόγους τους οποίους ο ίδιος αγνοεί δεν του επετράπηκε η είσοδος και επέστρεψε στην χώρα του. Στη συνέχεια στις 16/03/2021, ταξίδεψε εκ νέου προς τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου διέμεινε για περίπου 3 μήνες. Στις 08/06/2021, ο Αιτητής εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία και στις 10/06/2021, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, παραλαμβάνοντας αυθημερόν αντίστοιχη βεβαίωση υποβολής αιτήματος.

 

Έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας με τoν Αιτητή με σκοπό τον προγραμματισμό της συνέντευξης (ερυθρό 15 στο διοικητικό φάκελο). Στις 07/02/2022 στάλθηκε στη τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, ταχυδρομικώς επιστολή με την οποία καλείτο να παραστεί σε συνέντευξη στις 24/02/2022 επίσης ανεπιτυχώς.

 

Με βάση τα πιο πάνω, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, την 24/02/2022 συνέταξε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο αυτής, σύμφωνα με την οποία εισηγείται το κλείσιμο του φακέλου, δεδομένης της στάσης του Αιτητή, ήτοι σιωπηρής απόσυρσης ή υπαναχώρησης του από το αίτημά του για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 16Β του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Η εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού εγκρίθηκε την 16/03/2022 από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή. Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ταχυδρομήθηκε στην τελευταία γνωστή διεύθυνση διαμονής του Αιτητή στις 28/04/2022.

 

Στις 20/06/2022 ο Αιτητής καταχώρησε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας το οποίο κρίθηκε παραδεκτό δυνάμει του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου, ως εκ τούτου προγραμματίστηκε συνέντευξη του Αιτητή.

 

Στις 06/07/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία αυθημερόν συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 08/07/2022, συγκεκριμένη λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 15/07/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή την ίδια ημέρα, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο, ήτοι τη Γαλλική.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής δια των συνηγόρων του καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προς ακύρωση της υπό εξέταση απόφασης, οι συνήγοροι του Αιτητή ισχυρίζονται αόριστα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη χωρίς να έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση, ενώ προσθέτουν ότι κατά τη συνέντευξη του Αιτητή, παραβιάστηκαν οι νόμιμες διαδικασίες. Ολοκληρώνοντας, οι συνήγοροι του Αιτητή εγείρουν ότι ο Αιτητής φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης καθώς έχει πέσει θύμα απειλών και ότι εάν επιστρέψει στη ΛΔΚ, θα τον σκοτώσουν.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, απορρίπτοντας όλους τους προβαλλόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς. Ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης και ότι ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο και βάση του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν σε αιτιολογημένη απόφαση μετά από δέουσα έρευνα.

 

Στο στάδιο των διευκρινήσεων οι συνήγοροι του Αιτητή περιόρισαν τους νομικούς ισχυρισμούς τους στην κατ' ισχυρισμό παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε δέουσα έρευνα, αποσύροντας τους λοιπούς ισχυρισμούς.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11(3) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή δεχόταν απειλές θανάτου. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι o αρχηγός της επιχείρησης στην οποία εργαζόταν διακινούσε ναρκωτικά και όταν ο Αιτητής βρήκε τα ναρκωτικά σε ένα κομμάτι πάγου, του ζήτησαν να γίνει και ο ίδιος διακινητής. Καθώς όμως ο Αιτητής αρνήθηκε, άρχισε να δέχεται απειλές και τον αναζητούσαν προκειμένου να τον σκοτώσουν. Προσέθεσε δε ότι για το συγκεκριμένο λόγο, οι διώκτες του σκότωσαν τον πατέρα του και κακοποίησαν σεξουαλικά τη μητέρα και τις αδερφές του, ενώ ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της ΛΔΚ. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Αύγουστο του 2020, η δε μητέρα του εξακολουθεί να διαμένει στην Kinshasa με τα αδέρφια του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι η σύντροφός του απεβίωσε το 2017, ενώ πρόσθεσε ότι διαθέτει και μια κόρη η οποία γεννήθηκε το 2016 και δε γνωρίζει που βρίσκεται, αν και όταν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η κόρη του διέμενε με τη μητέρα του. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι σπούδασε για 6 μήνες τεχνικός ηλεκτρολόγος, ενώ ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε ότι εργάστηκε περιστασιακά ως τεχνικός κινητών τηλεφώνων.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, ο Αιτητής δήλωσε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο γιατί σκότωσαν τον πατέρα του. Προσέθεσε ότι ο ίδιος ήταν πρόεδρος σε ένα γκρουπ που οργάνωνε πικνίκ και όταν κανόνισε ένα λεωφορείο με αφορμή τα γενέθλια ενός φίλου του, έγινε ένα ατύχημα κατά το οποίο απεβίωσαν όλοι οι φίλοι του, ενώ ο ίδιος έσπασε το δάχτυλό του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν ξύπνησε μετά από δύο μήνες στο νοσοκομείο και ρώτησε που βρισκόταν οι φίλοι του, ενημερώθηκε ότι οι φίλοι του είχαν σκοτωθεί πλην ενός ο οποίος βρισκόταν εν ζωή. Στη συνέχεια ο Αιτητής προέβαλε ότι οι συγγενείς των θυμάτων καθώς και οι αυτοί της συντρόφου του κατηγόρησαν τον Αιτητή ως υπεύθυνο για το θάνατο των συγγενών τους και τον έψαχναν για να τον σκοτώσουν.

 

Aπαντώντας σε περεταίρω διευκρινιστικές ερωτήσεις ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο που απειλήθηκε, ο Αιτητής δήλωσε ότι όποτε τον έβλεπαν του έλεγαν πως θα έπρεπε να έχει πεθάνει και ο ίδιος, ενώ προέβαλε ότι μια φορά είπαν στην αδελφή του ότι θα πρέπει να πεθάνει ο αδερφός της. Ερωτηθείς αν τον έχουν προσεγγίσει ποτέ τα άτομα που τον απειλούσαν, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Όταν ρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που απειλήθηκε λεκτικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε θυμάται ακριβή ημερομηνία αλλά ήταν το 2020. Προσέθεσε ότι τα άτομα που τον απειλούσαν μετέβησαν στην οικία του προκειμένου να τον χτυπήσουν, ωστόσο εκείνος απουσίαζε. Όταν ρωτήθηκε πότε έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε χώρα πριν πεθάνει ο πατέρας του. Στη συνέχεια ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας που των απειλών που λάμβανε μέσω τρίτων προσώπων επειδή ήταν ο πρόεδρος του γκρουπ “The Europeans”. Ζητηθείς να περιγράψει το ατύχημα το οποίο επέφερε το θάνατο των φίλων του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο οδηγός ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα, βρήκε σε λακκούβα και ανατράπηκε το λεωφορείο. Δήλωσε επίσης ότι το ατύχημα έλαβε χώρα μεταξύ Μάρτη- Απρίλη 2017 στην περιοχή Nsele. Σε σχέση με τον οδηγό του λεωφορείου, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το χώρο. Ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από το 2017 που συνέβη το ατύχημα, μέχρι το 2021, χρόνο κατά τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε άκουγε απλά τις απειλές γιατί ζούσε στην εκκλησία από το 2020.

 

Ερωτηθείς στη συνέχεια για ποιο λόγο τα όσα δήλωσε κατά την υποβολή του αιτήματός του δε συνάδουν με τα όσα εξιστόρησε κατά την προφορική του συνέντευξη, ο Αιτητής δήλωσε ότι υπάρχουν δύο ιστορίες. Ερωτηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που επισκέφτηκε την εν λόγω εταιρεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη το 2019.

 

Σε σχέση δε με το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πιστεύει ότι δολοφονήθηκε από τους συγγενείς των θυμάτων που επέβαιναν στο λεωφορείο, αν και δεν είναι σίγουρος να προσδιορίσει τη ταυτότητα των ατόμων που προκάλεσαν το θάνατό του. Προσέθεσε ότι κάποια άτομα είχαν την πρόθεση να κακοποιήσουν σεξουαλικά την αδερφή του ωστόσο δεν το έπραξαν. 

 

Η αρμόδια λειτουργός στην εισηγητική της έκθεση αξιολογώντας την αξιοπιστία του Αιτητή, διέκρινε συνολικά δύο (2) ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι απειλήθηκε από τις οικογένειες των θυμάτων που απεβίωσαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 2017.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν μεν σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης, ωστόσο ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεων του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του ισχυρισμού. Όταν επίσης κλήθηκε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες ως προς τα εξιστορισθέντα γεγονότα, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ενώ οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως ασαφείς και στερούμενες νοηματικής συνέπειας και ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ασαφώς ότι απειλήθηκε αποκλειστικά μέσω της αδερφής του γιατί οι συγγενείς των θυμάτων τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το θάνατο των οικείων προσώπων τους. Όταν όμως ερωτήθηκε αν τον πλησίασε κάποιος από του συγγενείς των θυμάτων, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ζητηθείς να αποσαφηνίσει πότε έλαβε η αδερφή του τις απειλές, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε θυμάται. Ως προς το φερόμενο ατύχημα άλλωστε, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια πότε συνέβη αυτό. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δήλωσε ότι από το 2017 που έγινε το ατύχημα, μέχρι και το 2021 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, δεν του συνέβη κάτι άλλο. Ο Αιτητής άλλωστε υπέπεσε και σε χρονικές αντιφάσεις γύρω από τη νοσηλεία του. Σε σχέση δε με την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στα όσα δήλωσε κατά την υποβολή του αιτήματός του και την προφορική του συνέντευξη, ο Αιτητής δήλωσε ανεπαρκώς ότι υπήρχαν δύο ιστορίες. Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, η αρμόδια λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή, λόγω της προσωπικής τους φύσης, δε δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές και στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Ως εκ τούτου, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι από μόνος του ο ισχυρισμός για την ταυτότητα του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, δεν δύναται να αποτελέσει λόγο για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19(1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν 6(Ι)/2000, το δε αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Παρατηρώ ωστόσο ότι στα πλαίσια της αξιολόγησης του ενδεχομένου πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) περί συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός σε ουδεμία έρευνα προχώρησε ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο σκέλος της προσβαλλόμενης κρίνεται ως αναιτιολόγητο. Παρόλα αυτά, το παρόν Δικαστήριο, βάσει και της παρεχόμενης σε αυτό εκ του Νόμου δικαιοδοσίας, θα προχωρήσει στη συγκεκριμένη έρευνα σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης του κάθε ισχυρισμού.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Εισηγητικής Έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης της αρμόδιας λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Εφόσον οι δηλώσεις του κρίνονται σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης, ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το Δικαστήριο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού που αφορά τις απειλές που ο Αιτητής φέρεται να δέχτηκε από την οικογένειες των θυμάτων που επέβαιναν στο λεωφορείο το οποίο ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή συνιστούν ένα συγκεχυμένο, χωρίς συνοχή και περιγραφική λεπτομέρεια σύνολο δηλώσεων εκ των οποίων δεν προκύπτει ουδεμία στοχοποίηση του Αιτητή. Οι δε δηλώσεις του περί του ο ίδιος ουδέποτε ενοχλήθηκε δια ζώσης από τους συγγενείς των θυμάτων και ότι λάμβανε τις κατ’ ισχυρισμό απειλές αποκλειστικά μέσω τρίτων προσώπων, συνηγορούν υπερ του πιο πάνω συμπεράσματος. Επιπλέον, παρατηρώ τη μεταβολή του πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή ανάμεσα στην υποβολή του αιτήματός του και των δηλώσεων του κατά την συνέντευξη, την οποία ο Αιτητής, δεν κατάφερε να δικαιολογήσει όταν του δόθηκε προς τούτο η δυνατότητα από την αρμόδια λειτουργό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τις δηλώσεις του Αιτητή δεν απορρέουν στοιχεία που θα μπορούσα να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση των δηλώσεών του, λόγω της προσωπικής τους φύσης, και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικές εμπειρίες καθώς, σε αντίστοιχη περίπτωση, θα αναμενόταν από τον Αιτητή να παράσχει σαφείς, συνεκτικές, ευλογοφανείς και περιγραφικές πληροφορίες και/ή στοιχεία.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν στοιχεία πραγματικής, υφιστάμενης και τρέχουσας απειλής εναντίον του από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος του Αιτητή που απορρέει από το σύνολο των δηλώσεών του κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος. 

 

Ως εκ τούτου, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση όμως το άρθρο 19(2)(γ) του ως άνω Νόμου και δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν σε διερεύνηση των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του περιστάσεις προς διερεύνησης των προϋποθέσεων υπαγωγής στο συγκεκριμένο άρθρο το Δικαστήριο προχώρησε αυτεπάγγελτα σε πλήρη έρευνα.

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη προς αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[1] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[2] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[3]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 24/05/2023 έως 24/05/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 56 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 66 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (44 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (21 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[4]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι.[5]), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ

 

Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του από τους Καθ’ ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα και δεδομένης της ελλιπούς έρευνας που διεξήχθη από τους Καθ’ων η αίτηση, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστούν μειωμένα έξοδα στο ποσό των €500 υπερ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ



[1] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 03/06/2024).

[2] Travel.State.Gov., U.S. Department of StateBureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 03/06/2024).

[3] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 03/06/2024).

[4] Αccled, Kinshasa, reference period 24/05/2023 - 24/05/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 17/06/2024]

[5] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 17/06/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο