ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  5553/2022

27 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

W.D.A.M.D.,

 από Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου

                                                    Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Κιρακόζοβα (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα)

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα), για Ρ. Χαραλάμπους (κα)  Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 12.07.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2019 (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου (στο εξής αναφερόμενη και ως «η Αίγυπτος»)  την οποίαν εγκατέλειψε στις 13.06.2018 και αφίχθηκε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με άδεια εργασίας. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 20.08.2012 στο πλαίσιο της οποίας προσήλθε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου και ακολούθως, κατόπιν εξέτασης της ουσίας της υπόθεσής του, η αίτησή του απορρίφθηκε στις 12.09.2012. Προσφυγή  εναντίον της απόφασης αυτής την οποία καταχώρισε ο Αιτητής ενώπιόν της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων απορρίφθηκε στις 12.11.2012. Ακολούθως ο Αιτητής καταχώρισε στις 09.12.2019 μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21.11.2020. Εναντίον της απόφασης αυτής ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή στο παρόν Δικαστήριο η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του  Δ.Δ.Δ.Π. στις 22.09.2021. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 25.05.2022 με την καταχώριση της υπό κρίση (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε, υποβλήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου  Σημείωμα/Εισήγηση ημερ. 10.06.2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με το οποίο εισηγείτο όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στις 12.07.2022 ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.

                                       

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, δεν θα συμφωνήσω με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη και αόριστη σειρά επιχειρημάτων, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή  κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Τουναντίον, παρατηρώ ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία, σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που προωθεί ο Αιτητής καθώς και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας όσο και στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των νομικών σημείων που προωθεί ο Αιτητής. Περαιτέρω, παραθέτει επαρκή επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως που εν τέλει αποφάσισε να προωθήσει, ως αυτοί περιορίστηκαν κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία, ενώ, δομικά, η αγόρευση του συνάδει και με την επιταγή του Κανονισμού 8 του περί της Λειτουργίας του  Διοικητικού  Δικαστηρίου  Διαδικαστικού  Κανονισμού (Αρ.1) του 2015[1], ως προς τη συνοπτική παρουσίαση του «σκελετού» των επιχειρημάτων στη βάση των νομικών σημείων που προσδιορίζονται στο δικόγραφο της προσφυγής του.

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[2].  

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκειμένου να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους.

 

Είναι η θέση της ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς ο Αιτητής, ο οποίος είναι Χριστιανός, ανέφερε τόσο στο αρχικό του αίτημα όσο και σε κάθε μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε καθώς και στην υπό εξέταση, ότι κινδυνεύει η ζωή του αν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του λόγω του ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο. Ισχυρίζεται λοιπόν η κα Κιρακόζοβα ότι το γεγονός ότι ο Αιτητής εμμένει στο να επικαλείται τα ίδια περιστατικά και γεγονότα δίωξης κατ’ επανάληψη μέχρι και σήμερα, θα έπρεπε να υποδήλωνε τουλάχιστον ότι οι φόβοι του Αιτητή είναι γνήσιοι και πηγάζουν από σοβαρές απειλές και δίωξη η οποία συνεχίζει να υφίσταται εναντίον του. Προσθέτει πως η αρμόδια λειτουργός δεν προέβη σε οποιανδήποτε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή ως όφειλε.

 

Προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί που ο ίδιος προώθησε δια της υποβληθείσας μεταγενέστερης αίτησής του καθώς και η αξιολόγηση που έλαβε χώραν επί αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, στην υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε συγκεκριμένα ότι «I have revenge problem between me and Muslim. I cannot go back» (βλ. ερ. 96 του δ.φ.).

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 98-97 του δ.φ.) ότι o Αιτητής δεν ανέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο στην μεταγενέστερη αίτησή του.  Παρέπεμψαν προς τούτου στην αρχική συνέντευξή του Αιτητή όπου ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω του ότι σκότωσε κάποιον Μουσουλμάνο, ισχυρισμός ο οποίος απορρίφθηκε, σχολιάζοντας περαιτέρω οι Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής ανέφερε τους εν λόγω ισχυρισμούς στην αρχική του συνέντευξη, αυτοί εξετάστηκαν κατ’ ουσία και απορρίφθηκαν και ότι συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ’ ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Και επειδή οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή καταγράφονται στην απόφαση του Δ.Δ.Δ.Π. στην υπόθεση αρ. 149/21[7], την οποίαν ο ίδιος καταχώρισε μετά την απόρριψη του πρώτου μεταγενέστερου αιτήματός του, κρίνω ευχερέστερο όπως παραπέμψω στα όσα κατέγραψε η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους στην εκεί απόφασή της (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«17. Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι ο ισχυρισμός του ότι είναι χριστιανός και ότι κινδυνεύει σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του δεν αναφέρθηκε από υπαιτιότητα του Αιτητή σε προηγούμενο στάδιο. Σημειώθηκε δε ότι ο Αιτητής είχε την ευκαιρία κατά δύο στάδιο διοικητικής εξέτασης της αίτησής του για άσυλο. Επιπλέον, δεν άσκησε το δικαίωμα του να προσφύγει κατά της απορριπτικής απόφασης της ΑΑΠ επί της διοικητικής του προσφυγής εκδοθείσα στις 12.11.2012.

 

18. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του Αιτητή κατά την πρωτοβάθμια διοικητική εξέταση της πρώτης αίτησής του για άσυλο, αυτός ανέφερε ότι αφίχθη στη Δημοκρατία για να εργαστεί και επιθυμία του είναι να παραμείνει στη Δημοκρατία νόμιμα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι το Νοέμβριο του 2007 σε μια διαμάχη στο χωριό του, μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, κτύπησε κάποιο Μουσουλμάνο, ο οποίος πέθανε και τον ψάχνουν για εκδίκηση. Ο Αιτητής ανέφερε ότι έφυγε από το χωριό και μετέβη στη πόλη Ismaliya και στη συνέχεια σε άλλα μέρη μέχρι να του στείλει ο αδελφός του άδεια (visa) για να μπορεί να ταξιδέψει. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία νωρίτερα γιατί η άδεια εργασίας του ήταν σε ισχύει και τον είχαν συμβουλέψει να συνεχίσει να εργάζεται. Ο Αιτητής δήλωσε ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής του θα του επέτρεπαν να επιστρέψει όμως σε τυχόν επιστροφή του τα άτομα με τα οποία καβγάδισε θα τον περιμένουν. Αξιολογώντας, τους πιο πάνω ισχυρισμούς, ο Προϊστάμενος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ενώπιον της ΑΑΠ ο Αιτητής ανέφερε κατά τρόπο γενικό, όπως διαπιστώθηκε, ότι το πρόβλημά του έγινε δημόσιο πρόβλημα και ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του. Η ΑΑΠ αξιολογώντας τα ενώπιόν της στοιχεία αλλά και την απόφαση του Προϊσταμένου κατέληξε ότι η εν λόγω απόφαση είναι ορθή και ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να υποβάλει νέα στοιχεία που να στηρίζουν την αίτησή του για άσυλο και τα οποία να ανατρέπουν την απόφαση του Προϊσταμένου.

 

19.  Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής επικαλείται κίνδυνο στη χώρα του εκ του γεγονότος ότι αυτός είναι Χριστιανός.

 

20.   Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του παραδεκτού ήτοι την υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων, παρατηρώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση εμμέσως θεωρούν τον ισχυρισμό του περί δίωξης ως Χριστιανού νέο ισχυρισμό, τον οποίον ο Αιτητής δεν προέβαλε σε προηγούμενο στάδιο.  Το παρόν Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της αρχής  non reformatio in pejus, δεν θα προβεί σε επανεξέταση αυτής της ευνοϊκής για τον Αιτητή κρίσης. Σημειώνεται συναφώς ότι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ο Αιτητής είχε προβάλει σε προηγούμενο στάδιο την ιδιότητά του ως Χριστιανού ως λόγο δίωξής του, η επαναφορά του ιδίου ισχυρισμού χωρίς την υποβολή νέων στοιχείων θα καθιστούσε μη παραδεκτή τη μεταγενέστερη αίτησή του. Στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης ο Αιτητής αναφέρθηκε σε επεισόδιο διαπληκτισμού του με Μουσουλμάνους ως Χριστιανός, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός Μουσουλμάνου και εξ αυτού τη δίωξή του για λόγους εκδίκησης. Συνεπώς, η ιδιότητά του, ως Χριστιανός, υφίστατο και κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησης ασύλου του. Συνεπώς, το γεγονός ότι περί τα επτά έτη μετά την πρώτη αίτησή του προβάλλει αυτή την ιδιότητα ως λόγο δίωξης για πρώτη φορά, οφείλεται πράγματι σε δική του υπαιτιότητα. Δεν προβάλλει δε καμία βάσιμη αιτιολογία αναφορικά με τους λόγους που δεν προώθησε αυτό τον ισχυρισμό (σε κάθε περίπτωση εάν θεωρεί ότι ήδη τον προέβαλε δεν θα συνιστά νέο στοιχείο).  Συνεπώς, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί, ότι πρόκειται περί καινοφανούς ισχυρισμού, ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να τον προβάλει κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του. Ως εκ τούτου, ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή μίας εκ των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης».

 

Αντιπαραβάλλοντας λοιπόν τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε προγενέστερες διαδικασίες, με τα όσα εκθέτει στην υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτησή του, διαφαίνεται πως δεν προβάλλει νέους ισχυρισμούς αλλά ούτε και προσκομίζει οποιαδήποτε έγγραφα ή στοιχεία δυνάμενα να καταστήσουν την αίτηση του παραδεκτή ούτως ώστε να κληθεί ο Αιτητής σε συνέντευξη προς περαιτέρω αξιολόγηση του αιτήματός του. Οι γενικόλογοι ισχυρισμοί του περί κινδύνου λόγω «προβλημάτων εκδίκησης», ως ο ίδιος κατονομάζει, μεταξύ του ιδίου και κάποιων Μουσουλμάνων, δεν πληροί ασφαλώς τις αυστηρές προϋποθέσεις για αξιολόγηση της αίτησής του ως παραδεκτής και δεν δικαιολογούν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου.

 

Έχοντας διεξέλθει των στοιχείων και δεδομένων που ευρίσκονται ενώπιον μου, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην έρευνα, αιτιολογία και κατάληξή των Καθ' ων η αίτηση. Είναι και η δική μου κρίση ότι πράγματι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούν «νέα στοιχεία», αφού τους ίδιους ισχυρισμούς είχε προβάλει ο Αιτητής κατά τις προηγούμενες διαδικασίες εξέτασης της αίτησής του (δια της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του και δια της προσφυγής του ενώπιόν του Δ.Δ.Δ.Π.), ενώ η απόρριψη της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του εξετάστηκε και από το Δ.Δ.Δ.Π. στα πλαίσια της προγενέστερης προσφυγής του Αιτητή, περιβληθείσα πλέον με ισχύ δεδικασμένου. Ορθώς λοιπόν και με βάση την αρχή του δεδικασμένου, η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του Αιτήτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη χωρίς  να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της κας Κιρακόζοβας ότι η επαναλαμβανόμενη αναφορά των ίδιων περιστατικών και γεγονότων από τον Αιτητή θα έπρεπε να υποδηλώνει ότι οι φόβοι του είναι γνήσιοι, φρονώ ότι αυτός είναι αβάσιμος. Επισημαίνω ότι η επανάληψη των ίδιων ισχυρισμών χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων ή αποδείξεων που να υποστηρίζουν την ύπαρξη σοβαρών απειλών και δικαιολογημένο, αντικειμενικά, φόβο δίωξης δεν πληροί την προϋπόθεση υποβολής νέων στοιχείων που απαιτείται για την αξιολόγηση ως παραδεκτής της μεταγενέστερης αίτησης του. Η γνησιότητα των φόβων του Αιτητή πρέπει να τεκμηριώνεται με αντικειμενικά και νέα στοιχεία, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προηγούμενες αιτήσεις του Αιτητή έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί με βάση τους ίδιους ισχυρισμούς.

 

Υποστηρίζει περαιτέρω η κα Κιρακόζοβα ότι η αρμόδια λειτουργός όφειλε να προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για να εξετάσει τους ισχυρισμούς του αιτητή. Ενώ η έρευνα σε εξωτερικές πηγές μπορεί να είναι χρήσιμη, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ευθύνη για την παροχή νέων στοιχείων ή πορισμάτων βαραίνει πρωτίστως τον Αιτητή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν παρείχε νέα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν περαιτέρω έρευνα.

 

Φρονώ συνεπώς ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη. Η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση χαρακτηρίζεται από γενικόλογες αναφορές και ισχυρισμούς που δεν τεκμηριώθηκαν με οποιαδήποτε έγγραφα ή με περαιτέρω λεπτομέρειες, και που αποτελούν επανάληψη των ισχυρισμών του Αιτητή ως αυτοί τέθηκαν κατά την υποβολή της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του. Εφόσον συνεπώς ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα επί της υπόθεσής του, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με βάση και την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.  

 

Υπό των φως των πιο πάνω κρίνω ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Αίγυπτος), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

                                                      Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7] W.D.A.M.D ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Προσφυγή αρ. 149/21, 22.09.2021.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο