ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 576/24

 

14 Ιουνίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

C.Α.S.

                                                     

Aιτητής,

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Σ. Σταύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

S. Habib (κα) για πιστή μετάφραση από Αραβικά σε Ελληνικά και αντίστροφα

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της  απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 19.1.2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, λόγω ρητής απόσυρσης της αίτησής του για διεθνή προστασία και κατά της απόφασης επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής  κατάγεται από τη Συρία και είναι κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του. Περί τις 15.12.2023, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 19.1.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό. Την ίδια ημέρα, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόσυρση της αίτησής του για διεθνή προστασία. Αυθημερόν, υποβλήθηκε εισήγηση στον Προϊστάμενο για απόρριψη της αίτησής του για διεθνή προστασία. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή επίσης στις 19.1.2024 Στις 20.12.2022, ο λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 16Γ του περί Προσφύγων Νόμου και για την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Στις 19.1.2024, η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία και η επιστροφή του Αιτητή στη Συρία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δηλώνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθώς η κυβέρνηση τον αναζητά και θα πάει φυλακή.

3.             Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του καθώς με την επιστροφή του εκεί. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόσωπα που γνωρίζει φυλακίστηκαν με την επιστροφή τους και ότι προκειμένου να απελευθερωθούν έπρεπε να καταβάλουν το ποσό που τους δόθηκε για ομαλή επανεγκατάσταση κατά την επιστροφής τους στη χώρα.

4.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι ο ίδιος ο Αιτητής απέσυρε την αίτησή του για διεθνή προστασία. Επισημαίνουν ότι αφ΄ης στιγμής ο ίδιος ο Αιτητής επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του δεν οφείλεται να εξεταστεί οτιδήποτε περαιτέρω προτού η διοίκηση εκδώσει απόφαση επιστροφής. Υποδεικνύουν ότι δε ότι σε κάθε περίπτωση στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής βλάβης του Αιτητή λόγω αδιάκριτης βίας και παραπέμπουν στην απόφαση του Έντιμου Δικαστή στην υπόθεση αρ. 1030/2020, ημερ. 6.11.2023 στη βάση της οποίας ως αναφέρουν κρίθηκε ότι ο Αιτητής στην εκεί προσφυγή δύναται να επιστρέψει στη Συρία.

 

To νομικό πλαίσιο

 

Το εθνικό δίκαιο

5.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

6.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

 

7.             Ο όρος μεταγενέστερης αίτηση δυνάμει του ερμηνευτικού άρθρου 2 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) σημαίνει «την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ.».

 

8.              Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16Γ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Ρητή απόσυρση αίτησης» ορίζει τα ακόλουθα:

 

«16Γ.-(1) Ο αιτητής δικαιούται να αποσύρει την αίτησή του σε οποιοδήποτε στάδιο πριν από τη λήψη απόφασης από τον Προϊστάμενο.

(2) Σε περίπτωση που ο αιτητής αποσύρει ρητά την αίτησή του κατά το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος αποφασίζει, χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13, να απορρίψει την αίτηση για το λόγο ότι ο αιτητής την απέσυρε∙ επί της απόφασης εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι και (7Ε) του άρθρου 18.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

11.          Το άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) με τίτλο «Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας προβλέπει τα ακόλουθα:

«18ΟΖ. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη -

12.  (α) τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, και

(β) την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, και

(γ) την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, στη βάση έκθεσης του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.

13.          Το άρθρο 18ΟΗ και επόμενα προβλέπει τα της απόφασης επιστροφής.

 

Ενωσιακό Δίκαιο

 

14.          Το Άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: o Χάρτης)  τιτλοφορείται «Απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας» και προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.»

 

15.          Δυνάμει του Άρθρου 19(2) του Χάρτη:

 

«Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί σε κράτος όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί τη θανατική ποινή, βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία».

 

16.          Το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής: η Οδηγία 2011/95/ΕΕ), τιτλοφορείται «Προστασία από την επαναπροώθηση» και προβλέπει τα εξής:

 

«1.   Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.

2.   Οσάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος δύναται να επαναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν:

α)

υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή

 

β)

δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

3. Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2.».

 

17.          Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις (8) και (9) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ):

 

«(8)                   Αναγνωρίζεται ότι είναι νόμιμο τα κράτη μέλη να επιστρέφουν τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα ασύλου, τα οποία τηρούν πλήρως την αρχή της μη επαναπροώθησης.

(9)        Σύμφωνα με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο.».

 

 

18.          Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας καθορίζει τα της απόφασης επιστροφής, το άρθρο 8 αυτής τα της αποφάσεως απομάκρυνσης και το άρθρο 15 αυτής, τα της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης.

 

 

Διεθνές Δίκαιο

19.           Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

20.          Δυνάμει του Άρθρου 32  της Σύμβασης της Γενεύης

 « 1. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα απελαύνουν πρόσφυγας νομίμως διαμένοντας επί του εδάφους αυτών, ειμή μόνον δια λόγους εθνικής ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως. 2. Η απέλασις τοιούτου πρόσφυγος δεν θα πραγματοποιείται ειμή μόνον κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης συμφώνως προς την υπό της νομοθεσίας προβλεπομένην διαδικασίαν. - Εφ' όσον επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφαλείας δεν αντιτίθενται εις τούτο, οι πρόσφυγες θα δικαιούνται να προσάγουν αποδείξεις περί της αθωότητος αυτών, να προσφεύγουν και να παρίστανται προς τούτο ενώπιον αρμοδίων αρχών ή ενός ή πλειόνων προσώπων ειδικώς εντεταλμένων υπό της αρμοδίας αρχής. 3. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα παράσχουν εις τους ανωτέρω πρόσφυγας λογικάς προθεσμίας προς επιδίωξιν αδείας κανονικής εισόδου εις ετέραν χώραν. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δύνανται να εφαρμόζουν, κατά τας προθεσμίας ταύτας, μέτρα εσωτερικής τάξεως οία ήθελον κριθή αναγκαία.».

 

21.            Το άρθρο 33 της Σύμβασης αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται διά λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

2.      Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την Χώραν.».

 

22.          Το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η ΕΣΔΑ) ορίζει τα εξής:

 

«Άρθρο 3: Κανένας δεν θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.».

«Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί σε κράτος όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί τη θανατική ποινή, βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία».

 

23.          Το Άρθρο 15(2) της ΕΣΔΑ καθορίζει τα δικαιώματα που δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνουν ακόμη και σε καιρό πολέμου ή έκτακτης ανάγκης, προβλέποντας ως ακολούθως ότι:.

«Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπει παρέκκλιση από το Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), εκτός για θανάτους που προκύπτουν από νόμιμες πράξεις πολέμου, ή από τα Άρθρα 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων), 4(παρ. 1) (απαγόρευση δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας) και 7 (απαγόρευση τιμωρίας χωρίς νόμο).».

 

 

Κατάληξη

24.          Επίδικες αποφάσεις εν προκειμένω είναι η απορριπτική απόφαση ασύλου του Αιτητή και η απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

25.          Όπως έχει επισημάνει το παρόν Δικαστήριο σε πρόσφατη απόφασή του του η απορριπτική απόφασης αιτήσεως ασύλου και η απόφαση επιστροφής τελούν σε σχέση συναφών πράξεων (Βλ. Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 434/21, D.N. v. Δημοκρατίας, ημερ. 10.6.2024, παρ. 98 επόμενες και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, ως προς τη σχέση της απορριπτικής του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της απόφασης επιστροφής εκδοθείσες δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου, τονίζεται ότι αυτές συνιστούν συναφείς αλλά διακριτές από απόψεως προϋποθέσεων έκδοσης πράξεις. Το άρθρο 18(7Β)(α1) θέτει ως προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων την απορριπτική απόφαση επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καθόσον η απορριπτική επί καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση συνιστά προϋπόθεση της έκδοσης απόφασης επιστροφής, οι προσβαλλόμενες συνιστούν συναφείς πράξεις. Μολονότι η απόφαση επιστροφής είναι δυνατό να εκδοθεί ταυτόχρονα με την απόφαση για την απόρριψη αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή να ακολουθήσει αμέσως την απόφαση αυτήν, πρόκειται, εντούτοις, για δύο διακριτές αποφάσεις, οποιαδήποτε δε απόφαση επιστροφής πρέπει να τηρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και ιδίως της αντίστοιχες εθνικές εναρμονιστικές διατάξεις με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ) (Βλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C-562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46), της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C-181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, CPAS de Liège (C-233/19, EU:C:2020:757, σκέψη 45).

26.          Ως εκ των ανωτέρω, τυχόν ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας θα σημάνει αναγκαία ακύρωση της απόφασης επιστροφής, ως νόμιμο έρεισμα αυτής, χωρίς ωστόσο να ισχύει το αντίστροφο. Η διατύπωση, εξάλλου, που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης περί «ενσωμάτωσης» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική προς χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση και της ιδιότητας της πρώτης ως «αναπόσπαστου τμήματος» της τελευταίας δε σημαίνει την απώλεια της αυτοτέλειας των δύο, αλλά συνιστά μία επιλογή του νομοθέτη με δικονομικής φύσης σκοπιμότητα, ήτοι την εκδίκαση και των δύο αυτών πράξεων από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας όταν η απόφαση επιστροφής εκδίδεται συνεπεία απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Ως προς το ζήτημα της σχέσης μεταξύ των δύο αποφάσεων καθώς και των έννομων συνεπειών τυχόν ακύρωσης μίας εκ των δύο, παραπέμπω στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Ε. Ρήγα στην υπόθεση αρ. 3213/2022, JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Δημοκρατίας, ημερ. 17.8.2023, με την οποία και συντάσσομαι. Επιπλέον, παρότι η απόφαση επιστροφής δεν αναφέρεται ρητά ανάμεσα στις αποφάσεις στις οποίες επεκτείνεται η από τούδε και στο εξής αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 11(4) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας, ενόψει της ενσωμάτωσής της και της σχέσης η οποία έχει περιγράφει με την απορριπτική της αίτησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας απόφαση, οφείλει να γίνει αποδεκτή η εξέταση από το Δικαστήριο των δεδομένων του ενδιαφερόμενου προσώπου σε επικαιροποιημένη βάση. Πράγματι, δεν παρίσταται εύλογο ενδεχόμενη ακύρωση της απορριπτικής απόφασης επί αίτησης διεθνούς προστασίας για κάποιο λόγο ο οποίος προέκυψε έπειτα από την έκδοση της πράξης να μην είναι δυνατό να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης επιστροφής. Ως εκ τούτου, και στην περίπτωση της απόφασης επιστροφής η οποία έχει εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου βάσει του περί Προσφύγων Νόμου ισχύει η υποχρέωση του Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν όλα τα στοιχεία ενώπιόν του, προβαίνοντας σε ενημερωμένη αξιολόγηση αυτών (Βλ. και Απόφαση του ΕΔΑΔ στην αίτηση αρ. 37201/06, υπόθεση SAADI v. ITALY, ημερ. 28.2.2008, παρ. 128 έως 133).[1]

27.          Εν προκειμένω, η αίτηση ασύλου του Αιτητή εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 16Γ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς προηγήθηκε η ρητή απόσυρση της αίτησής του για διεθνή προστασία. Αυτό προκύπτει από το ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου, όπου βρίσκεται καταχωρισμένο το έντυπο ρητής απόσυρσης της αίτησής του για διεθνή προστασία. Ταυτόχρονο στο πλαίσιο της σύντομης συνέντευξης που προηγήθηκε της απόσυρσης ο Αιτητής δήλωσε ρητώς ότι επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του καθώς δηλώνει μη ικανοποιημένος στην Δημοκρατίας και ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και στέγη. Το γεγονός αυτό είναι παραδεκτό από τον Αιτητή.

28.          Σε αυτή την περίπτωση, όπως άλλωστε υπαγορεύει και το εδάφιο (2) του άρθρου 16Γ, ο δεν προηγήθηκε πλήρης εξέταση της αίτησής του και ο Προϊστάμενος προχώρησε στη απόρριψη της αίτηση ασύλου του Αιτητή χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13 και κατ’ ουσία χωρίς να εξετάζεται η βασιμότητά της.

29.          Ως εκ τούτου, ως προς το σκέλος της απορριπτικής απόφασης της αιτήσεως ασύλου του Αιτητή καταλήγω ότι αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον για προώθηση της παρούσας προσφυγής, καθώς ο ίδιος προκάλεσε με τις ενέργειές του τη ρητή απόσυρση της αίτησής του την έκδοση της επίδικης απορριπτικής απόφασης ασύλου, συναινώντας κατ’ ουσία στην έκδοσή της (Bλ. αναφορικά με τους λόγους έκλειψης του εννόμου συμφέροντος Case No. 251/85, Demetriou ν. Republic (1986) 3 CLR 920). Το δεδομένο αυτό δεν μεταβάλλεται με τους καινοφανείς ισχυρισμούς που αυτός προβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου περί κινδύνου φυλάκισης που αυτός διατρέχει στη χώρα του. Το εύρος του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης απόφασης εκδόθείσας δυνάμει του άρθρου 16Γ περιορίζεται ακριβώς στη διακρίβωση του κατά πόσον ο Αιτητής απέσυρε ή όχι ρητώς την αίτησή του για διεθνή προστασία. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία πρωτογενώς να εξετάσει τη βασιμότητα της αίτησής του Αιτητή καθώς σε τέτοια εξέταση δεν προέβη προηγουμένως η διοίκηση περιοριζόμενη στο πλαίσιο που αναφέρεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται κατά αυτό το σκέλος. Σημειώνεται δε ότι ο Αιτητής εφόσον επαναφέρει την επιθυμία για προώθηση της αίτησής του για διεθνή προστασία, δύναται να το πράξει υποβάλλοντας μεταγενέστερη αίτηση δυνάμει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου επιδιώκοντας το επανάνοιγμα του φακέλου του και την εξέταση της βασιμότητας της αίτησής του.

30.          Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η απόφαση επιστροφής αποτελεί διακριτή απόφαση, η οποία υπόκεινται σε διαφορετικούς προϋποθέσεις. Θεμελιώδης προϋπόθεση έκδοσης απόφασης επιστροφής είναι η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθσηης όπως προβλέπεται στο άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου σε συνάρτηση με τα άρθρα 18ΟΗ και 18ΟΘ του ιδίου νόμου. Η υποχρέωση τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ως αρχής που οφείλει να καθορίζει τις πράξεις των αρχών της Δημοκρατία, απορρέει και από κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος όπως όπως ο Χάρτης, η ΕΣΔΑ και η Σύμβαση της Γενεύης (Βλ. Νομικό πλαίσιο ανωτέρω).

31.          Η αρχή της μη επαναπροώθησης αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών μελών και κατ’ επέκταση της Δημοκρατίας να μην απελαύνουν ή  επαναπροωθούν με οποιονδήποτε τρόπο άτομα σε περιοχές εκτός της επικράτειάς τους ή  σε οποιονδήποτε τόπο, όπου τα άτομα αυτά ενδέχεται να αντιμετωπίσουν διώξεις, τη θανατική ποινή, βασανιστήρια ή  άλλη απάνθρωπη ή  εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

32.          Από τη πλευρά του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της μη επαναπροωθήσεως κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα βάσει του άρθρου 18 και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 65), διακηρύσσεται δε εκ νέου, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 3 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/EK. Το άρθρο 18 του Χάρτη προβλέπει άλλωστε, όπως και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την τήρηση των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 75).

33.          Η αρχή της μη επαναπροώθησης είναι απόλυτη βάσει του διεθνούς δικαίου, καθώς συναρτάται με απόλυτα δικαιώματα όπως αυτό  του δικαιώματος της ζωής της απαγόρευσης των βασανιστηρίων (βλ. άρθρο 15(2) της ΕΣΔΑ. Τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα δεν επιστρέφονται σε καταστάσεις όπου αντιμετωπίζουν πραγματικό κίνδυνο διωγμού, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης.

34.          Ο απόλυτος χαρακτήρας της εν λόγω αρχής και της υποχρέωσης του κράτους να τη διασφαλίσει συνεπάγεται την υποχρέωση του κράτους να απέχει από ενέργειες ή πράξεις, οι οποίες δυνατό να εκθέσουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή κίνδυνο ζωής. Λόγω ακριβώς του απόλυτου χαρακτήρα της αρχής, το κράτος, ακόμα και εάν το πρόσωπο το επιθυμεί, δεν μπορεί να το επιστρέψει σε τόπο όπου υφίσταται κίνδυνος αυτό να υποστεί διωγμούς, βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείρισης.

35.          Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΑΔ) στην υπόθεση F.G. v. Sweden, αίτηση αρ. 43611/11, ημερ. 23.3.2016 εξέτασε ανάλογο ζήτημα επιβεβαιώνοντας τον απόλυτο χαρακτήρα της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ο αιτητής, υπήκοος Ιράν, αρχικά εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στο Ιράν παρά τους φόβους διωγμού λόγω της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό και των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η Σουηδία παραβίασε το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, καθώς δεν εξέτασε επαρκώς τον πραγματικό κίνδυνο διωγμού που αντιμετώπιζε ο αιτητής κατά την επιστροφή, ανεξάρτητα από την εκφρασμένη επιθυμία του να επιστρέψει. Το δικαστήριο τόνισε την υποχρέωση προστασίας των ατόμων από την επαναπροώθηση, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις τους.

36.          Ομοίως και στην απόφαση του ΕΔΑΔ  Hirsi Jamaa and Others v. Italy, αίτηση αρ. 27765/09, ημερ. 23.2.2012. Η υπόθεση αυτή αφορούσε Σομαλούς και Ερυθραίους υπηκόους που αναχαιτίστηκαν στη θάλασσα από τις ιταλικές αρχές και στη συνέχεια επαναπροωθήθηκαν στη Λιβύη. Ορισμένοι από τους αιτητές εξέφρασαν προτίμηση να επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής τους παρά να μείνουν στη Λιβύη. Ωστόσο, η επιστροφή στις χώρες τους θα τους εξέθετε σε σοβαρό διωγμό ή κακομεταχείριση. Το ζήτημα ήταν κατά πόσον η Ιταλία παραβίασε την αρχή της μη επαναπροώθησης, επαναπροωθώντας τους αιτητές στη Λιβύη, γνωρίζοντας ότι θα αντιμετώπιζαν κίνδυνο διωγμού αν επέστρεφαν στις χώρες καταγωγής τους. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η Ιταλία παραβίασε την αρχή της μη επαναπροώθησης επαναπροωθώντας τους αιτητές στη Λιβύη. Το δικαστήριο τόνισε ότι οι υποχρεώσεις μη επαναπροώθησης ισχύουν ακόμη και αν τα άτομα εκφράζουν την επιθυμία να επιστρέψουν στις χώρες τους. Το ΕΔΑΔ αιτιολόγησε ότι η απαγόρευση της επαναπροώθησης είναι απόλυτη και ισχύει ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των ατόμων. Το δικαστήριο υπογράμμισε ότι η επαναπροώθηση των αιτητών στη Λιβύη, όπου αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να σταλούν πίσω στις χώρες καταγωγής τους και να αντιμετωπίσουν διωγμό, συνιστούσε παραβίαση των διεθνών υποχρεώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

37.          Ο χαρακτήρας της αρχής της μη επαναπροώθησης ως αρχής μη επιδεχόμενης παρέκκλιση, σε συνδυασμό με τον απόλυτο χαρακτήρα των προστατευόμενων δικαιωμάτων, επιβεβαιώνεται και στις ακόλουθες αποφάσεις του ΕΔΑΔ, όπου η αρχή της μη επαναπροώθησης τηρήθηκε παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν λόγοι αποκλεισμού αιτούντων από καθεστώς διεθνούς προστασίας.

38.          Η υπόθεση  Ahmed v. Austria, Application No. 25964/94, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (1996) αφορούσε έναν Σομαλό πρόσφυγα στην Αυστρία, του οποίου το καθεστώς πρόσφυγα διατάχθηκε να εκπέσει μετά από καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Λόγω της απόλυτης φύσης του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική του καταδίκη ήταν άσχετη καθώς εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει κίνδυνο σοβαρής δίωξης στη Σομαλία. Ως εκ τούτου, η Αυστρία θα παραβίαζε τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με το Άρθρο 3 αν η απέλασή του εκτελείτο. Αυτή η υπόθεση υπογράμμισε την απόλυτη φύση του Άρθρου 3 όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μεταχείρισης αντίθετης προς την διάταξη, ακόμα και όταν το άτομο είχε προηγουμένως καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα δεδομένο που ήγειρε ζήτημα τη δημόσια τάξη του κράτους υποδοχής.

39.          Επίσης, η υπόθεση Chahal v. United Kingdom, Application No. 22414/93, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (1996), αφορούσε στην απέλαση από το Ηνωμένο Βασίλειο ενός Ινδού πολίτη ο οποιος θεωρήθηκε απειλή για την εθνική ασφάλεια. Το ζήτημα ήταν αν το Ηνωμένο Βασίλειο με την απέλαση του, θα παραβίαζε την αρχή της μη επαναπροώθησης παρά τον αποκλεισμό του από την προσφυγική προστασία.Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η ενδεχόμενη απέλαση θα παραβίαζε το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τονίζοντας  ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης βάσει του Άρθρου 3 είναι απόλυτη και ισχύει ανεξαρτήτως του αποκλεισμού του αιτητή από τη διεθνή προστασία. Το δικαστήριο αιτιολόγησε ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης είναι απόλυτο δικαίωμα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί, ακόμη και στο πλαίσιο των ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια.

 

40.          Υπό το φως των ανωτέρω, η αυτοματοποιημένη έκδοση απόφασης επιστροφής από τους Καθ’ ων η αίτηση εξαιτίας της επιθυμίας του Αιτητή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να επιστρέψει οικειωθελώς στη χώρα καταγωγής, χωρίς να τύχει προηγουμένως εξέταση το ενδεχομένο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, οδηγεί αναπόδραστα σε ακύρωση της απόφασης επιστροφής του Αιτητή. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση του Αιτητή, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, στην οποία, κατά δικαστική γνώση, βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής ένοπλη σύρραξη. Παρά το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση κατά την ακροαματική διαδικασία επιχείρησαν να προβάλουν ισχυρισμούς περί του ασφαλούς της επιστροφής του Αιτητή στον τόπο τελευταίας διαμονής του, υπογραμμίζεται ότι αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει εκτός του πλαισίου εξατομικευμένης εξέτασης των περιστάσεων του Αιτητή σε συνάρτηση με πρόσφατες πληροφορίες της χώρας καταγωγής του. Η εν λόγω ανάλυση οφείλει να πραγματοποιηθεί πρωτογενώς από τη διοίκηση. Ως αναφέρεται ανωτέρω, η συνέντευξη του Αιτητή, ενόψει του γεγονότος της ρητής απόσυρσης της αίτησής του για διεθνή προστασία, είχε περιορισμένο περιεχόμενο. Δεν εντοπίζεται εντός του διοικητικού φακέλου καμία επιπλέον αιτιολόγηση της απόφασης επιστροφής ούτε εντοπίζεται οποιαδήποτε αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής τυχόν διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής του στη  χώρα καταγωγής του υπό το φως της αρχής της μη επαναπροώθησης. Οι Καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένως έκριναν ότι δεν όφειλαν να εξετάσουν τις πιο πάνω παραμέτρους για το λόγο και μόνο ότι ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε την επιθυμία του να επιστρέψει. Σχολιάζεται σε κάθε περίπτωση ότι η εξουσία του Προϊσταμένου να εκδώσει απόφαση επιστροφής σε περιπτώσεις απορριπτικής απόφασης είναι δυνητική. Σε περίπτωση όπως η παρούσα όπου δεν προηγείται εξέταση της βασιμότητας της αίτησης για διεθνή προστασία και δεν προηγήθηκε πλήρης εξέταση του προφίλ του και των περιστάσεών του εγείρονται αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα έκδοσης απόφασης από τον Προϊστάμενο.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της απορριπτικής απόφασης παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας επικυρώνεται. Η προσφυγή γίνεται δεκτή κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της απόφασης επιστροφής και η τελευταία ακυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

                                                                       Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.         



[1] Για τις έννοιες της πλήρους και ex nunc εξέτασης βλ. σχετικά EASO, ‘Judicial Analysis and The Principle of non-refoulement’ (2018), 144 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/asylum-procedures-ja_en.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 27/05/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο