ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                       

                                                                          Υπόθεση αρ. 5877/2021

                                   

06 Ιουνίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

                                                         J. B. M.  

                                                                                                                                                                                                                                                      Αιτητή

Και

 

                   Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Καθ' ων η αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Χριστοδουλίδη (κος) Δικηγόρος για Αιτητή

 

Π. Δημητρίου (κα) για Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 25/08/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 09/09/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής, ενήλικας υπήκοος Καμερούν και αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 09/07/2018.

 

Στις 03/03/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (εφεξής: Ε.Υ.Υ.Α.). Ακολούθως, στις 17/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή η οποία εγκρίθηκε στις 25/08/2021. Στις 03/09/2021, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 09/09/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα κατανοητή για τον αιτητή.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η συνήγορος του Αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα των καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Η συνήγορος του αιτητή προχώρησε με την καταχώρηση αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας στις 11/07/2022. Στις 28/11/2022 η συνήγορος του αιτητή περιόρισε μέρος του αιτητικού της όπως και των σχετικών επισυναπτόμενων τεκμηρίων όπου ακολούθως εκδόθηκε σχετικό διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας, με την σύμφωνη γνώμη των καθ΄ων η αίτηση. Στις 06/12/2022 καταχωρήθηκε η σχετική μαρτυρία, ήτοι η ένορκη δήλωση του αιτητή μαζί με τα τεκμήρια  3 και 4 ήτοι ένα usb με οπτικοακουστικό υλικό (2 βίντεο), μιας και τα υπόλοιπα τεκμήρια είχαν αποσυρθεί από την συνήγορο του αιτητή.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής του για διεθνή προστασία (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου), ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, λόγω της αγγλόφωνης κρίσης και της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι ο ίδιος τύγχανε σπουδαστής όταν ξέσπασε η κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα τη καταστροφή σχολείων, σπιτιών, τη δολοφονία και παρενόχληση ανθρώπων, προκαλώντας μια γενικότερη αστάθεια στο πληθυσμό. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι κάποιος φίλος του, του πρότεινε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να μεταβεί στις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας, όπου θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του. Κατά την άφιξή του, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα παρακρατήθηκαν από τρίτο πρόσωπο, με σκοπό την αποπληρωμή υποτιθέμενης οφειλής του αιτητή προς αυτό, αποβάλλοντας τον από την οικεία που διέμενε. 

 

Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από τη περιοχή Fotabe του Καμερούν, τόπο που αποτελεί και το συνήθη τόπο διαμονής του στη χώρα καταγωγής του. Χριστιανός του πρεσβυτεριανού δόγματος, άγαμος και άτεκνος, φοίτησε για δύο χρόνια σε πανεπιστήμιο και χαίρει υγείας. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του που διαμένουν στη γενέτειρα του, και επτά αδέρφια, δύο εκ των οποίων απεβίωσαν, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Εγκατέλειψε τη χώρα του αεροπορικώς στις 09/09/2017 και μέσω των κατεχόμενων περιοχών εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία το Μάιο του 2018, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση χορήγησης Διεθνούς Προστασίας.

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής αναφέρθηκε στη στοχοποίηση του από μέλη της ομάδας των Ambazonians, λόγω της άρνησής του να στρατολογηθεί μαζί τους. Ειδικότερα, δήλωσε ότι περί τον Ιούνιο του 2017, όντας φοιτητής στη Yaoundé, επέστρεψε στη γενέτειρα του για διακοπές, όπου συνήθιζε να πηγαίνει για κυνήγι μετά του αδερφού του [  ]. Την ίδια περίοδο, ενόψει της αγγλόφωνης κρίσης, και της στρατολόγησης από τους Ambazonians, προσεγγίστηκε ο ίδιος και ο αδερφός του από μέλη των Ambazonians, ζητώντας τους επανειλημμένα να ενταχθούν στην ομάδα τους, κάτι το οποίο αρνήθηκαν, παρά τις απειλές ότι θα τους σκοτώσουν. Μία εβδομάδα αργότερα, ο αδερφός του, ονόματι [ ], δολοφονήθηκε στο δάσος, ως μήνυμα ότι θα δολοφονηθεί ο αιτητής και ο αδερφός του. Έτσι, κατόπιν προτροπής και με τη βοήθεια του αδερφού του, ονόματι [  ], ο αιτητής μετέβη στη Yaoundé, στην οικεία της αδερφής του. Ο αδερφός του [  ] κρατήθηκε από τους Ambazonians, για να εξαναγκαστεί ο αιτητής να επιστρέψει, χωρίς να γνωρίζει αν πλέον ζει ή είναι νεκρός, ενώ ο έτερος αδερφός του [ ], διέφυγε στη Νότια Αφρική, όπου σκοτώθηκε μυστηριωδώς.

 

Ερωτηθείς σχετικά με την προσέγγιση του από τους Ambazonians, δήλωσε ότι

η πρώτη φορά ήταν τον Ιούνιο του 2017, όταν επέστρεφε από τον κυνήγι με τον αδερφό του, λέγοντάς τους ότι μάχονται για τους αγγλόφωνους, πως χρειάζονται στρατιώτες, πως όλοι πρέπει να πολεμήσουν και πως εφόσον γνωρίζουν να χειρίζονται ντουφέκι, πρέπει να δεχτούν την πρόταση τους και να μεταβούν σε μάγο για την σχετική τελετή. Ο ίδιος αρνήθηκε, λέγοντας τους πως είναι φοιτητής και θέλει να κυνηγήσει τα όνειρά του. Ερωτηθείς πόσες φορές τον προσέγγισαν μέλη των Ambazonians απάντησε τέσσερις, ενώ όταν του ζητήθηκε να τις περιγράψει, δήλωσε ότι κάθε φορά που τον προσέγγιζαν τους έλεγε πως είναι φοιτητής και πως δεν θέλει να ενταχθεί στο στρατό, υπό το φόβο της στοχοποίησής του από τη κυβέρνηση. Ερωτηθείς σχετικά με τους λόγους που επιθυμούσαν να τους στρατολογήσουν, δήλωσε ότι γνώριζαν πως ήταν κυνηγοί και πως ξέρουν να χειρίζονται ντουφέκι, γνώση που απέκτησαν λόγω της μικρής κοινωνίας. Ερωτηθείς γενικά για τους Ambazonians, δήλωσε ότι αν κάποιος αρνηθεί την ένταξη του στην ομάδα τους τον σκοτώνουν και πως δεν γνωρίζει άλλες πληροφορίες, καθώς δεν ήθελε να έχει σχέση μαζί τους, υπό το φόβο στοχοποίησης από τις αρχές της χώρας. Ερωτηθείς σχετικά με την τελευταία φορά που τον προσέγγισαν, δήλωσε ότι συνέβη τον Αύγουστο, μετά το θάνατο του αδερφού του [  ], όταν τον επισκέφτηκαν με όπλα, απειλώντας τον πως την επόμενη φορά που θα τον επισκεφτούν θα πρέπει να αλλάξει την στάση του, ενώ ερωτηθείς σχετικώς, δήλωσε ότι του έδωσαν χρόνο γιατί είναι ντόπιος και τους γνώριζε προσωπικώς πριν την έναρξη της κρίσης.

Ερωτηθείς αν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρα καταγωγής του, απάντησε αρνητικά, δεδομένης της αδράνειας των αρχών σε παρόμοιες υποθέσεις, ακόμα και όταν αφορούσαν ανθρώπους της κυβέρνησης.

 

Ερωτηθείς σχετικά με την απαγωγή του αδερφού του [  ], ο αιτητής δήλωσε ότι συνέβη τον Αύγουστο του 2017, όταν ο ίδιος είχε μεταβεί στη Yaoundé, λόγω της επιθυμίας των Ambazonians να στρατολογήσουν τον ίδιο και τον άλλου του αδερφό, που γνώριζαν να χειρίζονται ντουφέκι. Ερωτηθείς σχετικά με τον αδερφό του [  ], δήλωσε πως δολοφονήθηκε τον Ιούλιο του 2017, ενώ   σχετικά με τους θύτες της δολοφονίας, δήλωσε ότι σχημάτισε την πεποίθηση ότι επρόκειτο για τους Ambazonians, καθώς συνέβη αμέσως μετά την άρνησή τους να στρατολογηθούν μαζί τους και πως όλοι γνωρίζουν πως η δολοφονία ήταν ένα μήνυμα. Ερωτηθείς για τον έτερο αδερφό του [   ], δήλωσε ότι δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 2021, ότι πριν τη δολοφονία του είχαν επικοινωνήσει τηλεφωνικώς και ήταν καλά και πως κατάφερε να εγκαταλείψει το Καμερούν, καθώς οι Ambazonians του είχαν δώσει τρεις ημέρες προθεσμία για να αποφασίσει αν θα ενταχθεί ή όχι στην ομάδα τους.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το διάστημα που παρέμεινε στη Yaoundé, δήλωσε πως παρέμενε κρυμμένος στο σπίτι της αδερφής του και πως το μόνο σημαντικό που συνέβη ήταν το μήνυμα που το μετέφερε ο αδερφός του, ότι τον παρακολουθούν. Ως προς το τελευταίο, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πως προσέγγισαν τον αδερφό του οι Ambazonians και πως αυτό του το μετέφερε τηλεφωνικώς ο αδερφός του.  Ερωτηθείς σχετικώς, δήλωσε ότι το διάστημα που παρέμεινε στη Yaoundé οι γονείς του δεν δέχτηκαν κάποια όχληση από τους Ambazonians.

 

Ως προς το φόβο επιστροφής του, δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή του από του Ambazonians, οι οποίοι θα τον σκοτώσουν με μυστηριώδη τρόπο, αποκεφαλίζοντάς τον, όπως πράττουν και με άλλους ανθρώπους. Περαιτέρω, δήλωσε ότι φοβάται ακόμα και στη Δημοκρατία, δεδομένου ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε επαφή με τους Ambazonians, ενώ ερωτηθείς για τους λόγους που υπέβαλε αίτημα Διεθνούς Προστασίας στη χώρα στην οποία φοβάται, δήλωσε ότι λόγω των όσων συνέβησαν στα αδέρφια του, αλλά και λόγω της ύπαρξης της κοινότητας των Καμερουνέζων στη Δημοκρατία, φοβάται ότι μπορεί να τον σκοτώσουν.

 

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α., αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του, κατηγοριοποίησε τους ισχυρισμούς του ως εξής: 1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του αιτητή, 2) Ο αιτητής αναζητείται από τους Ambazonians, εξαιτίας της άρνησής του να ενταχθεί στην ομάδα τους.

 

Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν εσωτερικά αξιόπιστες, ενώ επιβεβαιώνονται και από εξωτερικές πηγές, κάνοντας τον ισχυρισμό αποδεκτό. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφεια και ανεπάρκεια πληροφοριών. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες τόσο σχετικά με τις τέσσερις φορές που προσεγγίστηκε από μέλη της ομάδας των Ambazonians και της γνώσης τους ότι ο ίδιος και ο αδερφός του μπορούσαν να χειριστούν όπλο, όσο και σχετικά με τους Ambazonians εν γένει. Εξίσου, κρίθηκε, ότι οι δηλώσεις του αιτητή που αφορούσαν τη δολοφονία του ενός και την απαγωγή του άλλου αδερφού του αιτητή, καθώς και οι απειλές εις βάρος του, στερούνταν λεπτομερειών. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πηγές που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των Ambazonians. Βάσει των ανωτέρω και ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων, λαμβανομένου υπόψη και του προφίλ του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του Αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο Καμερούν, και συγκεκριμένα στις αγγλόφωνες περιοχές, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), καθότι δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή ως άμαχος πολίτης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης και ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του Αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε πολλές ασάφειες, αντιφάσεις και ανακρίβειες, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του.

 

Επί του κρίσιμου ρόλου της αξιοπιστίας των αιτητών ασύλου κατά την εξέταση του αιτήματός τους, παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) στην Υποθ. Αρ. 626/2010, JAFAR KALASH v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ημερ. 08/10/2013, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ και δια της παρούσης: « ΄Έχει νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).  Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις. Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της. Συγκεκριμένα το άρθρο 196 του Εγχειριδίου προβλέπει:

«Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωση του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας».

Και στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 197 του Εγχειριδίου:

«Η προϋπόθεση έτσι της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να τηρείται με μεγάλη αυστηρότητα ενόψει της δυσχέρειας της απόδειξης που είναι εγγενής στην ειδική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αιτών το καθεστώς του πρόσφυγα.  Η ανοχή μιας τέτοιας πιθανής έλλειψης τεκμηρίωσης δεν σημαίνει πάντως ότι οι αθεμελίωτοι ισχυρισμοί πρέπει να εκλαμβάνονται κατ΄ ανάγκη ως αληθείς εάν είναι ανακόλουθοι προς τη συνολική αφήγηση του αιτούντος». 

Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του κατά τη συνέντευξη:  δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του σε αναφορά με τη θέση του ότι θα συλληφθεί από τις Συριακές αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση στην πόλη Qamishli.  Τα σημεία αναξιοπιστίας του διαπιστώθηκαν τόσο κατά την εξέταση από το αρμόδιο Λειτουργό Ασύλου στη συνέντευξη ημερ. 3.3.2009, όσο και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος με αποτέλεσμα να πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του αιτητή στον πυρήνα του αιτήματός του  και δικαιολογημένα εγείρει κώλυμα έγκρισης της αίτησης (Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).»

Ορθώς λοιπόν θεωρώ κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση, ότι τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγόμενων του αιτητή, αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε ανωτέρω σχετικά με τον ισχυρισμό του περί κινδύνου κατά της ζωής του λόγω προσωπικής στοχοποίησης του από τους Ambazonians ενόψει του ότι αρνήθηκε να στρατολογηθεί στο πλευρό των Ambazonians. Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του αιτητή σε σχέση με τον απορριφθέντα ισχυρισμό του, ήταν γενικόλογες και αόριστες, χωρίς να παραπέμπουν σε πρόσωπο που εξιστορεί ιδία βιώματα, αλλά ούτε μπορούν να δικαιολογηθούν από το προφίλ του αιτητή. Ειδικότερα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες σε σχέση με τις επαφές που είχε με μέλη της ομάδας των Ambazonians, αναφέροντας κατά τρόπο γενικό και αόριστο, τόσο τις συνθήκες που διαδραματίστηκαν οι επαφές, όσο και των μεταξύ τους διαλόγων, ενώ οι δηλώσεις του στερούνταν βιωματικών στοιχειών. Ακόμη, οι δηλώσεις του σε σχέση με τους λόγους που επιδίωκαν να τον στρατολογήσουν, αλλά και τη γνώση τους περί της δεξιότητας του αιτητή να χειρίζεται όπλα, υπήρξαν ασαφείς. Παρομοίως, και όσον αφορά τη στοχοποίηση των τριών αδερφών του, ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδώσει με τρόπο σαφή τους σχετικούς ισχυρισμούς του, αναφερόμενος με τρόπο γενικό στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκαν από μέλη των Ambazonians, αλλά και ασαφή ως προς τη δολοφονία των δύο αδερφών, χωρίς να είναι σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία. Ακόμη και ως προς τους θύτες της δολοφονίας του μεγαλύτερου του αδερφού, ο αιτητής αναφέρθηκε με ασάφεια και γενικόλογα, υποστηρίζοντας πως η πράξη αυτή ήταν ένα μήνυμα για τον ίδιο, χωρίς να μπορεί εντούτοις να αιτιολογήσει τη πεποίθησή του αυτή, βασιζόμενος σε υποθέσεις. Περαιτέρω, και σε σχέση με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε ο αιτητής κατά τη παραμονή του στη Yaoundé, εμφανίστηκε ασαφής και αόριστος, χωρίς την επάρκεια πληροφοριών που εύλογα αναμένετο να είχε παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του τέθηκαν από το λειτουργό. Επομένως, ορθώς θεωρώ κρίθηκε ότι τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του Αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγόμενων του αναφορικά με τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Κρίνω σκόπιμο επίσης να αναφέρω ότι στην αίτηση του, δεν αναφέρθηκε στην προσωπική στοχοποίηση του παρά μόνο στη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί λόγω της αγγλόφωνης κρίσης, γεγονότα που διαφέρουν από όσα ανάφερε στην συνέντευξη του, στοιχεία που ενδεικνύουν επίσης την μη τεκμηρίωση της εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτητή. Οι απαντήσεις του στερούνταν εμφανώς εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις, αντιφάσεις και ασυνέπειες όσον αφορά τις απειλές και τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι διατρέχει ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται. Οι ισχυρισμοί του αιτητή που αφορούν την απειλή της ζωής του είναι γενικοί, αόριστοι, αντιφατικοί και δεν προβάλλονται με επαρκή λεπτομέρεια για να μπορούν να κριθούν και ευλογοφανείς.

Σχετικά με την αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αιτητής προσκόμισε μέσω ενός usb δύο βίντεο ενώπιον μου  όταν προσάχθηκε η μαρτυρία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, τα οποία ως ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση του που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως μέρος της μαρτυρίας του, απεικονίζουν το βανδαλισμό του τάφου του αδερφού του [  ], από μέλη των Ambazonians. Στα εν λόγω βίντεο, τα οποία και εξέτασα, απεικονίζονται άντρες αγνώστων στοιχείων, οι οποίοι φαίνονται να καταστρέφουν τάφο, επίσης αγνώστων στοιχείων. Δέον, όπως σημειωθεί εξ αρχής ότι η γνησιότητα των ανωτέρω βίντεο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο, καθώς δεν προκύπτει ούτε ο εκδότης, αλλά ούτε και η χρονολογία του υλικού, κάτι το οποίο ούτε ο αιτητής με τις δηλώσεις του ήταν σε θέση να ορίσει, δηλώνοντας γενικόλογα ότι το εν λόγω υλικό του το προσκόμισε συγγενικό του πρόσωπο, με τον οποίο πλέον βρίσκονται σε επαφή. Αλλά και ως προς τα όσα απεικονίζονται στα εν λόγω βίντεο, δεν δύναται να συναχθεί ότι υπάρχει κάποια συσχέτιση με την υπόθεση του αιτητή, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εν λόγω τάφος αφορά τον αδερφό του αιτητή, καθώς δεν είναι ευδιάκριτο ούτε το όνομα στον τάφο που επικαλούνται οι συνήγοροι του αιτητή, ούτε ότι τα εν λόγω άτομα που βανδαλίζουν τον τάφο έχουν κάποια σχέση με τους Ambazonians, ενώ ούτε από τα βίντεο, αλλά ούτε και από τις δηλώσεις του αιτητή, δεν δύναται να θεμελιωθεί οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ της εν λόγω πράξης του βανδαλισμού και της δίωξης που επικαλείται ο αιτητής ότι θα υποστεί από τους Ambazonians.

Εξάλλου, σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης, σε σχέση με το ζήτημα της αναγκαστικής στρατολόγησης μαχητών από τους Ambazonians, κατόπιν έρευνας που προέβη το παρόν Δικαστήριο[1], διακρίνεται ότι η στρατολόγηση αφορά κυρίως ανήλικα παιδιά (όπου καταγράφεται αύξηση εντός του 2020 στον αριθμό των παιδιών που στρατολογούνται) καθώς και εκτοπισμένα άτομα που δεν είναι καταγραμμένα και βρίσκονται εκτός της εμβέλειας των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Κατά τα λοιπά, στην ίδια πηγή καταγράφεται επίσης ότι τα ζητήματα σχετικά με την προστασία των έφηβων αγοριών και νεαρών ανδρών εξακολούθησαν εντός του 2019, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις δολοφονίες, τις απαγωγές, την αυθαίρετη κράτηση και την αναγκαστική στρατολόγηση, καθώς και ότι οι Ambazonians στρατολογούν άτομα κυρίως από την αγγλόφωνη κοινότητα, εντούτοις παρατηρείται επίσης ότι οι αυτονομιστικές ομάδες κερδίζουν υποστήριξη και στρατολόγηση από τη διασπορά του Καμερούν (κυρίως από τη Νιγηρία). Συνεπώς ουδόλως διαφοροποιεί την κατάληξη μου περί της μη αξιοπιστίας του Αιτητή, καθότι δεν διαπιστώνεται να υπάρχει αναγκαστική στρατολόγηση σε ουσιαστικό βαθμό (ή έστω αυθαίρετα ή αδιάκριτα) από τους Ambazonians.

Συναφώς, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι, παρά το γεγονός ότι το φαινόμενο της αναγκαστικής στρατολόγησης από τους Ambazonians, ενόψει της αγγλόφωνης κρίσης είναι υπαρκτό, αυτό φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων (ανηλίκους), αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τόσο την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, και στην χαμηλή αποδεικτική ισχύ του προσκομισθέντος από τον ίδιο οπτικοακουστικού υλικού, κρίνω ότι ορθώς ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος.

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Πρόσθετα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο Αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει ο Αιτητής από την ατομική του κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji[2] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[3]

Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω.

Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και  περιθωριοποιήσει.[4] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[5]

Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζόνια».[6]

Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2022, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya  δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών και καθώς του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[7].

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις εντός της χώρας. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό  στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram  στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[8].

Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[9].

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[10].

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά η περιοχή Fotabe, η οποία θεωρείται το τελευταίο μέρος συνήθους διαμονής του Αιτητή για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία.

Η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών στην Νοτιοδυτική περιφέρεια αποτελεί απότοκο των αποσχιστικών τάσεων των ένοπλων ομάδων και της αντίθεσης της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας στο ενδεχόμενο απόσχισης. Λαμβάνοντας υπόψη ενημερωτικό σημείο του ACLED- Έργο Δεδομένων Τοποθεσίας & Συμβάντων ένοπλων συγκρούσεων το οποίο συντάχθηκε από το ACCORD, και περιλαμβάνει τα περιστατικά ασφαλείας (στο σύνολο τους) που έλαβαν χώρα στο Καμερούν από 24/05/2023, μέχρι 24/05/2024, καταγράφηκαν σε ολόκληρο το Καμερούν 2.679 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προήλθαν 2.238 απώλειες [11].

Οι δείκτες του ACAPS όσον αφορά το επίπεδο σοβαρότητας της κατάστασης που συνδέονται με την Αγγλόφωνη Κρίση στο Καμερούν (τελευταία ενημέρωση 30/04/2024) την κατατάσσουν σε υψηλά επίπεδα[12].

Η πιο προβεβλημένη σε βία και περιστατικά ανασφάλειας ήταν η περιφέρεια Extrême-Nord με 954 περιστατικά ασφαλείας (περίπου το 70% επί του συνόλου των περιστατικών που καταγράφηκαν το έτος 2023 στο Καμερούν) από τα οποία προήλθαν 592 απώλειες σε αμάχους[13].

Στην περιοχή South West, στην οποία υπάγεται η περιοχή Fotabe, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο (24/05/2023 – 24/05/2024) καταγράφηκαν 745 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 675 καταγεγραμμένες απώλειες[14]. Εξ αυτών των περιστατικών τα 248 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με  347 απώλειες), τα 25 ως εξεγέρσεις (με  7 απώλειες), τα 463 ως βία κατά αμάχων (με  304 απώλειες), και τα 9 ως απομακρυσμένη βία (7 απώλειες)[15]. Σημειώνεται ωστόσο ότι βάσει περαιτέρω έρευνας, στην περιοχή Fotabe, τελευταίος τόπο διαμονής του Αιτητή, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν καταγράφηκε κάποιο περιστατικό ασφαλείας.[16]

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015,[17] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να εκτιμηθεί ότι  σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. Το εν λόγω συμπέρασμα ενδυναμώνεται άλλωστε και από το ότι, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, στον περιοχή Fotabe, τόπο που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, το τελευταίο έτος δεν έχει καταγραφεί κανένα περιστατικό ασφαλείας και δη με απορρέουσες απώλειες αμάχων.

 

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ του Αιτητή εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., το Δικαστήριο καταληκτικά κρίνει ότι δε συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή Fotabe της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης στα πλαίσια της υφιστάμενης εσωτερικής σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Καμερούν δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή, η εξέταση του φόβου επιστροφής γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας της περιοχής όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καθώς και τους προαναφερθέντες αριθμούς, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνιστούν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.

Κατ’ αρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[18] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[19]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο IOM από τον Ιούνιο του 2017 έως το 2021 έλαβαν βοήθεια κατά την εθελούσια επιστροφή τους και τη διαδικασία επανένταξής τους 5.450 Καμερουνέζοι πολίτες.[20]

Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη να επιστρέψει στη χώρα.

Η περιοχή Fotabe, που ανήκει γεωγραφικά στην Nοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, από την οποία κατάγεται ο Αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής του βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες του περιστάσεις, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στο Fotabe της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, ο Αιτητής  δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να του δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή.  Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. 

                                                                             

                                                                                  Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  EASOCOI QUERY RESPONSE - Cameroon: Forced recruitment29 June 2021,

<https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Query_Cameroon_forced%20recruitment.pdf https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Query_Cameroon_forced%20recruitment.pdf> (βλ. ενότητα 'Forced recruitment' - σελ. 3-4) [ημερπρόσβασης 24/01/2024]

 

[2] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009, διαθέσιμη σε

 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[3] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), σελ. 28, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[4] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[5] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[6] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[7] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[8]    ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024,  https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024). 

[9] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014,  διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[10] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009

[11] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Cameroon, year 2023: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 8 April 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2107093/2023yCameroon_en.pdf  (Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/06/2024).

[12] Assessment Capacities Project/ACAPS, ‘Cameroon, Current Crises in Cameroon’, CMR003 – Anglophone Crisis, last updated 30/04/2024, διαθέσιμο σε https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/anglophone-crisis (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024).

[13] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Cameroon, year 2023: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 8 April 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2107093/2023yCameroon_en.pdf (Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/06/2024).

[14] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Cameroon, year 2023: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 8 April 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2107093/2023yCameroon_en.pdf (Ημερομηνία Πρόσβασης: 05/06/2024).

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 01/01/2024 – 19/04/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa - Cameroon - Sud-Ouest) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024).

[16] Ό.π.

[17] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), < https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823> (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024).

[18] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/1/2024)

[19] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024)

[20] ΙΟΜ, ‘Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial’, n.d.,  διαθέσιμο σε https://storyteller.iom.int/stories/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο