ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  6043/2022

07 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ , ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.N.K.,

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                          Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Φράγκου (κα), για Ρ. Χρυσάνθου (κος) Δικηγόροι της Δημοκρατίας

[Μ. Σταύρου (κα)- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την ελληνική στην γαλλική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 06.09.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 21.05.2021 και αφίχθηκε αεροπορικώς μέσω Κωνσταντινούπολης στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ακολούθως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 22.05.2021, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 07.07.2021, η καταγραφή της οποίας έγινε στις 16.07.2021.

 

Στις 16.03.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της  Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 26.08.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 30.08.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε στις 06.09.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή της αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1 την ένστασή της εναντίον της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επειδή φοβάται και κινδυνεύει η ζωή της εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της. Κατά την γραπτή της αγόρευση, ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της εξαιτίας των απειλών που λάμβανε από την αστυνομία της πόλης Ndjili. Ισχυρίστηκε ότι  ενόσω επέβλεπε ένα παιδί στο κατηχητικό, το εν λόγω παιδί, το οποίο ήταν η κόρη ενός συνταγματάρχη, είχε αρρωστήσει και η Αιτήτρια της χορήγησε παρακεταμόλη. Όταν, στην συνέχεια μετέβη στο σπίτι της ανέβασε πυρετό και εν τέλει κατέληξε στο νοσοκομείο. Η Αιτήτρια, ως ισχυρίστηκε κατηγορήθηκε, αδίκως, για τον θάνατο του παιδιού, εξ ου και συνελήφθη χωρίς ένταλμα και μεταφέρθηκε σε αστυνομικό σταθμό. Εντούτοις, κατάφερε να αποδράσει με την βοήθεια ενός πάστορα και να εγκαταλείψει τη χώρα. Διατείνεται ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της επειδή εξακολουθεί να την αναζητά τόσο η αστυνομία όσο και ο πατέρας του παιδιού.

 

Μετά την καταχώρηση της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια κατέθεσε επίσης δύο τεκμήρια προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, τα οποία συνίστανται σε μία φωτογραφία, η οποία δήλωσε ότι είναι αποδεικτικό θανάτου του παιδιού, και σε έγγραφο το οποίο δήλωσε ότι αποτελεί δελτίο καταζητούμενου προσώπου για την ίδια.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ορθώς η αίτηση  της Αιτήτριας απορρίφθηκε στο σύνολό της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από την Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι η Αιτήτρια που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής της όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα της. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου της προσφεύγουσας, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[1].

 

Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου[2].

 

Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015[3] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου.

Αρχικά, κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε την χώρα της επειδή κινδύνευε διότι η Αστυνομία θα την φυλάκιζε για την δολοφονία ενός παιδιού της ενορίας της (ερυθρό 12, δ.φ. και  μετάφραση αυτού).

 

Στις 21.07.2021, η Αιτήτρια εισήχθη στο Κέντρο Υποδοχής και Φιλοξενίας Αιτητών Διεθνούς Προστασίας (ΚΥΦΑΔΠ) Κοφίνου (ερ. 16 δ.φ.) και στις 05.08.21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη αξιολόγησης ευαλωτότητας (ερυθρά 28 – 19 δ.φ.). Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι σε ηλικία 17 ετών έπεσε θύμα βιασμού από κάποιον άνδρα που επισκεπτόταν συχνά το σπίτι της οικογένειάς της. Ο πατέρας της, δε μπορούσε να αποδεχτεί αυτό που είχε συμβεί και λίγο καιρό μετά απεβίωσε. . Τότε η μητέρα της μετέβη στην Αγκόλα προς αναζήτηση εργασίας για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της και η Αιτήτρια ανέλαβε την ευθύνη των τριών μικρότερων αδερφών της. Εργαζόταν ως νοσοκόμα και, κατά τον ελεύθερο της χρόνο τις Κυριακές, προσέφερε δημιουργική απασχόληση σε παιδιά της ενορίας στο κυριακάτικο σχολείο της τοπικής εκκλησίας. Περί τις αρχές Μαΐου του 2021, και ενώ βρισκόταν στο κυριακάτικο σχολείο, παρείχε παυσίπονα σε ένα κορίτσι που ήταν άρρωστο, η κατάσταση ωστόσο του οποίου επιδεινώθηκε και εν τέλει κατέληξε αργότερα στο σπίτι της. Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε έναν αστυνομικό σταθμό, ενώ ο πατέρας του αποβιώσαντος παιδιού, ο οποίος ήταν αστυνομικός, απειλούσε την Αιτήτρια και την κατηγόρησε για τον θάνατο της κόρης του. Η Αιτήτρια κατάφερε να αποδράσει από τον αστυνομικό σταθμό με την βοήθεια ενός πάστορα, τον οποίο έβλεπε σαν πατέρα της. Η αρμόδια λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη ευαλωτότητας, κατέγραψε στο σχετικό έντυπο αξιολόγησης ότι η Αιτήτρια αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο καθώς έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν έφηβη, τραύμα και απειλές, ενώ ταυτόχρονα, η ίδια δήλωσε ότι φοβάται ότι θα φυλακιστεί και δε θα τύχει δίκαιης δίκης σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ (ερ. 21 δ.φ.).

 

Ακολούθως, στις 11.08.2021 πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση ευαλωτότητας της Αιτήτριας (ερυθρό 29 – 36 δ.φ.) από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, νυν EUAA στο εξής αναφερόμενη ως «EASO»). Κατά την εν λόγω αξιολόγηση, η Αιτήτρια περιέγραψε πιο αναλυτικά τις συνθήκες και επιπτώσεις του περιστατικού του βιασμού της, αναφέροντας ότι ο άνδρας αυτός την είχε ξεγελάσει, προσκαλώντας την να επισκεφτούν την θεία του που ήταν άρρωστη, εντούτοις τελικά την πήρε σ’ ένα ξενοδοχείο όπου την βίασε. Η Αιτήτρια ανέφερε πως όταν ο άνδρας διαπίστωσε πως η ίδια δεν είχε ξαναέρθει σε σεξουαλική επαφή, εξαφανίστηκε και εγκατέλειψε τη χώρα. Αυτό το περιστατικό είχε επιπτώσεις στην ίδια και στην βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια της. Η Αιτήτρια  αναγκάστηκε να αναβάλει τις σπουδές της ενώ θεωρεί ότι τα προβλήματα υγείας του πατέρα της, ο οποίος εν τέλει απεβίωσε, οφείλονται σε αυτό το περιστατικό. Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς που είχε αναφέρει στην αρχική αξιολόγηση ευαλωτότητας, προσθέτοντας περισσότερες λεπτομέρειες  αναφορικά με το τί διαμείφθηκε μετά τον θάνατο του κοριτσιού, καθώς και το πώς απέδρασε από τον αστυνομικό σταθμό και εν τέλει από την χώρα. Επιπρόσθετα, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ως προς την ψυχολογική της κατάσταση, ότι η Αιτήτρια βιώνει άγχος και δεν κοιμάται καλά σκεπτόμενη την κόρη της που βρίσκεται στην ΛΔΚ, όπως και το περιστατικό της σύλληψής και κράτησής της. Ως προς πιθανές ευαλωτότητες, η λειτουργός κατέγραψε πως η Αιτήτρια είναι θύμα βιασμού (ερ. 31 δ.φ.). Τα ευρήματα αυτά μεταβιβάστηκαν στην αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που θα πραγματοποιούσε την συνέντευξη για την αξιολόγηση του αιτήματός της (ερυθρό 38 – 37 δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι 35 ετών, είναι Χριστιανή Προτεστάντης και γεννήθηκε στην περιοχή Ndjili στην Kinshasa όπου και παρέμεινε μέχρι το 2018. Ως ανέφερε μετέβαινε από το Ndjili στο Kalamu (πλησίον της περιοχής Kasa-vubu), όπου εργαζόταν, εντούτοις ο μόνιμος τόπος κατοικίας της ήταν το Ndjili. Όταν επισκεπτόταν το Kalamu διέμενε στον θείο της, αδερφό του πατέρα της, ενώ πριν εγκαταλείψει την χώρα της παρέμεινε κρυφά στην περιοχή Matadi Kibala (ερυθρό 47 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε σπουδές στη νοσηλευτική και από το 2012 εργαζόταν ως νοσοκόμα στο νοσοκομείο Kimbanguiste μέχρις ότου εγκατέλειψε την χώρα της. Παράλληλα, εργαζόταν εθελοντικά ως φροντίστρια για τα παιδιά στην τοπική εκκλησία από το 2017 μέχρι το 2021 που διέφυγε από την χώρα. Ομιλεί Lingala και Γαλλικά (ερυθρό 46 δ.φ.). Επιπρόσθετα, το 2019 απέκτησε μία κόρη, η οποία διαμένει με την αδερφή και τους δύο αδερφούς της στο Ndjili, με τους οποίους διατηρεί συχνή επικοινωνία (ερυθρό 47 – 8Χ δ.φ.). Ο πατέρας του παιδιού διαμένει στο Kalamu, με τον οποίο η Αιτήτρια έχει επαφή περιστασιακά λόγω του παιδιού (ερυθρό 47 δ.φ.). Ο πατέρας της Αιτήτριας απεβίωσε το 2007 και έκτοτε η μητέρα της μετέβη στην Ανγκόλα από όπου καταγόταν και εξακολουθεί να διαμένει, ώστε να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά της (ερυθρό 46 – 5Χ, 6Χ και ερυθρό 45).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της, ισχυρίστηκε ότι τις Κυριακές απασχολούνταν εθελοντικά στην ενορία του Ndjili, επιτηρώντας παιδιά ηλικίας 9 – 10 ετών στο κυριακάτικο σχολείο της εκκλησίας. Λόγω του επαγγέλματός της, ήταν επίσης υπεύθυνη στις περιπτώσεις που τα παιδιά αρρώσταιναν. Στις αρχές Μαΐου του 2021, ένα από τα κορίτσια είχε πυρετό και η Αιτήτρια της χορήγησε παυσίπονο, στην παρουσία και της αδερφής της, και έτσι ο πυρετός υποχώρησε. Ακολούθως, όμως, η κατάσταση του παιδιού χειροτέρευσε, μετέβη το μεσημέρι στο νοσοκομείο, όπου κατέληξε το βράδυ. Η αδερφή του παιδιού ισχυρίστηκε ότι είδε την Αιτήτρια να δίνει στην αδερφή της ένα φάρμακο. Τότε ο πατέρας, ο οποίος ήταν αστυνομικός της περιοχής, μετέβη στην εκκλησία αναζητώντας την Αιτήτρια, η οποία εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην στάση του λεωφορείου για να μεταβεί στην εργασία της. Ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, ο φύλακας της εκκλησίας την κάλεσε να μεταβεί εκεί, όπου την περίμενε ο πατέρας του παιδιού με μέλη της αστυνομίας και συνελήφθη. Την κατηγόρησαν ότι εκείνη σκότωσε το παιδί και την μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα όπου παρέμεινε υπό κράτηση περί τις τέσσερις ημέρες και στη συνέχεια θα μεταφερόταν στις φυλακές Makala. Ωστόσο, με τη βοήθεια του πάστορα ο οποίος χρημάτισε αστυνομικούς του τμήματος όπου κρατείτο, κατόρθωσε να αποδράσει και να μεταβεί στο Matadi Kibala όπου κρυβόταν περί τη μία εβδομάδα, έως την αναχώρησή της από τη χώρα (ερυθρό 44 – 2Χ).

 

Ερωτηθείσα αν υπάρχει άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στο περιστατικό του βιασμού της το 2006, σε ηλικία 17 ετών. Σε ερώτηση της λειτουργού για το πού βρίσκεται ο δράστης σήμερα και αν την προσέγγισε ξανά, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, αναφέροντας πως μετά τον βιασμό της το άτομο αυτό εξαφανίστηκε (ερ. 40 δ.φ.). 

 

Σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, ισχυρίστηκε ότι αφενός, υπάρχει κίνδυνος να φυλακιστεί επειδή δραπέτευσε και, αφετέρου, κινδυνεύει επίσης σε περίπτωση που την εντοπίσει ο αστυνομικός και πατέρας του παιδιού (ερυθρό 40 δ.φ.)

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και εξεταζόμενη εν σχέση με τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, η Αιτήτρια δήλωσε τα εξής: αναφορικά με το πρώτο τεκμήριο το οποίο αποτελεί εκτυπωμένη φωτογραφία που απεικονίζει ένα κορίτσι και πάνω σε αυτήν αναγράφεται «RIP Florida. Η εξαφάνισή σου μας θλίβει. Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ.», η Αιτήτρια δήλωσε ότι πρόκειται για το κορίτσι για το θάνατο του οποίου κατηγορείται, ενώ τη φωτογραφία την είχε στο κινητό της. Ως προς το δεύτερο τεκμήριο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πρόκειται για ένταλμα καταζητούμενου προσώπου, το οποίο μεταφράστηκε ενώπιόν μου ως εξής: «Να γίνουν έρευνες όπως ανευρεθεί η κυρία Kifundi Ndona Merlyne, η οποία διέμενε στην οδό Kinkelele 67, ενορία 13, της κοινότητας Ndjili. Η ενδιαφερόμενη διώκεται για ανθρωποκτονία, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 43 και 44 του Ποινικού Κώδικα, 2ος τόμος (βιβλίο). Σε περίπτωση που εντοπιστεί, παρακαλούμε να οδηγηθεί στην Εισαγγελία του Vanpeke- Nbouchon. Παρακαλούνται όλα τα όργανα της δημόσιας τάξης όπως συνδράμουν στην εκτέλεση του παρόντος εντάλματος.».

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Έχοντας παραθέσει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί αναπτύχθηκαν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου μετά τη διεξαγωγή της συνέντευξης της Αιτήτριας.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία / προφίλ της Αιτήτριας και ο δεύτερος αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη της Αιτήτριας από τον συνταγματάρχη της αστυνομίας με την κατηγορία ότι η κόρη του πέθανε εξαιτίας του παυσίπονου που της χορήγησε η ΑΔΠ στην Κυριακάτικη παιδική λέσχη της εκκλησίας.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθότι η λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας συνάδουν με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής και η ίδια προσκόμισε διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής της όπου αναγράφεται η περιοχή καταγωγής της. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, αυτός απορρίφθηκε καθότι κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς, λεπτομερείς, σαφείς και ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με τη πορεία των γεγονότων, καθώς και τον τρόπο διαφυγής της από τον αστυνομικό σταθμό όπου κρατείτο. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ασθένησε το παιδί ενώ δε διευκρίνισε μέσα από τους ισχυρισμούς της εάν πράγματι είχε την συγκατάθεση των γονέων για την χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά, γεγονός που όφειλε να είχε διασαφηνίσει δεδομένου ότι ήταν νοσοκόμα και το θέμα αυτό αφορούσε άμεσα την πρακτική του επαγγέλματος της. Περαιτέρω, δεν θεωρήθηκε σαφής και τεκμηριωμένη η εξήγηση για τον τρόπο που αντιλήφθηκε την συζήτηση μεταξύ του πατέρα και της αδερφής της θανούσας, ήτοι ότι την άκουσε κατά το στάδιο που η ίδια βρισκόταν στην αστυνομία. Ακόμη δε, δεν παρείχε ακριβείς λεπτομέρειες σε σχέση με την διαδικασία της σύλληψής της, ήτοι την αντίδραση του πατέρα του κοριτσιού, τα στοιχεία που η Αστυνομία είχε εναντίον της, πώς είχε κληθεί να μεταβεί στην εκκλησία, καθώς και ποια ήταν η αιτία θανάτου του κοριτσιού. Επιπρόσθετα, οι ισχυρισμοί της σε σχέση με το πώς διέφυγε από το αστυνομικό τμήμα ήταν γενικοί και αόριστοι, εφόσον δεν περιέγραψε με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο την βοήθησαν να διαφύγει. Ασαφείς ήταν και οι απαντήσεις της ως προς το πώς κατάφερε να εξέλθει της χώρας δεδομένου ότι ήταν καταζητούμενη, ενώ συνυπολογίστηκε και το γεγονός ότι χρησιμοποίησε νομίμως εκδοθέν διαβατήριο για να το πράξει και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό της από την ΛΔΚ.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής. Εντοπίστηκε η εκκλησία στην οποία η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν, καθώς και οι φυλακές στις οποίες θα μεταφερόταν μετά τον αστυνομικό σταθμό. Έτι περαιτέρω, ανευρέθηκαν πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει ότι οι αστυνομικές δυνάμεις της χώρας έχουν αναβαθμιστεί στον βαθμό όπου θα καθίστατο δυνατό να είχαν τα στοιχεία της Αιτήτριας  και να την εντοπίσουν κατά την έξοδό της από τη χώρα. Η αρμόδια λειτουργός καταλήγει ότι δεν έχει εγκαθιδρυθεί η γενική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού και ως εκ τούτου, αυτός απορρίφθηκε στο σύνολο του.

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου στα πλαίσια του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός καταλήγει απευθείας στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Υπό το σημείο αυτό, σημειώνει πως τόσο κατά τη συνέντευξη αξιολόγησης ευαλωτότητας όσο και κατά τη συνέντευξη επί του αιτήματός της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε πως βιάστηκε σε ηλικία 17 ετών (ερ. 97 δ.φ.) 

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή της Kinshasa , η Αιτήτρια  δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, η λειτουργός έκρινε κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία  στην πόλη Kinshasa, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική, όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρχικά, συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις της επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό της Αιτήτριας, διαπιστώνω, κατ’ αρχάς, ότι η αρμόδια λειτουργός συγχέει τα στάδια εξέτασης της αίτησης ασύλου, σχηματίζοντας κρίσιμους ισχυρισμούς ως «φόβο δίωξης». Ωστόσο, ο σχηματισμός κρίσιμων ισχυρισμών γίνεται με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας οι οποίοι σχετίζονται με έναν ή και περισσότερους λόγους δίωξης ως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο αυτής. Επομένως, φρονώ ότι ο ισχυρισμός πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής: «η Αιτήτρια κατηγορείται για τον θάνατο της κόρης συνταγματάρχη, κατόπιν χορήγησης παυσίπονου». Παρότι διαφοροποιούμαι από τον αρχικό σχηματισμό του ουσιώδους ισχυρισμού, κατόπιν προσεκτικής μελέτης της συνέντευξής της, των παρατηρήσεων της αρμόδιας λειτουργού επ’ αυτής καθώς και των όσων ισχυρίστηκε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, συντάσσομαι με την τελική κατάληξη για την απόρριψη του ισχυρισμού για τους λόγους που θα επεξηγήσω.

 

Παρεμβάλλω ωστόσο, πως θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, να είχε απομονωθεί και κατ' επέκταση αξιολογηθεί ως ξεχωριστός τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός το ότι «η Αιτήτρια είναι θύμα βιασμού». Παρ’ ότι το θέμα αυτό αξιολογήθηκε από την αρμόδια λειτουργό κατά την τελική αξιολόγηση κινδύνου ως ένα στοιχείο που συνυπολογίσθηκε στο προφίλ της Αιτήτριας, ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός, εσφαλμένα δεν απομονώθηκε και δεν εξετάστηκε ως ουσιώδης ισχυρισμός, δεδομένων των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με τη συχνότητα που η σεξουαλική βία απαντάται στις γυναίκες από τη ΛΔΚ καθώς και του γεγονότος ότι οι γυναίκες δύνανται να αποτελέσουν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στη ΛΔΚ, για σκοπούς προσφυγικού καθεστώτος[4].

 

Με την επιφύλαξη της αξιολόγησής του ως αυτοτελούς ισχυρισμού, σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι ορθώς η αρμόδια λειτουργός συνυπολόγισε το στοιχείο αυτό στο προφίλ της Αιτήτριας, στα πλαίσια εκτίμησης των δεικτών ευαλωτότητας της συγκεκριμένης υπόθεσης, συμφώνως και προς την αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (βλ. άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ). Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, σε αυτό φαίνεται να συνέβαλε η έγκαιρη και ορθή αξιολόγηση ευαλωτότητας που έγινε στην Αιτήτρια, από την οποία προέκυψε ότι αποτελεί ευάλωτο άτομο ως θύμα σεξουαλικής βίας, στη βάση του οποίου της παρασχέθηκαν ειδικές συνθήκες υποδοχής με την παραπομπή της στο Κέντρο Φιλοξενίας Κοφίνου, συμφώνως προς το άρθρο 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον, έγινε στη συνέχεια η επαναξιολόγηση της κατάστασής της, ενώ υπήρξε έγκαιρη ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου περί της ευαλωτότητας της Αιτήτριας πριν την διεξαγωγή της συνέντευξής της, προς διασφάλιση της πιθανής ανάγκης παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά τη διάρκειά της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, προχωρώ στην αξιολόγηση των σχηματισθέντων ισχυρισμών.

 

Αρχικά, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε σημαντικές αντιφάσεις τόσο ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και κατά την ενώπιόν μου διαδικασία. Συγκεκριμένα, κατά την συνέντευξή της στις 16.03.22 ισχυρίστηκε ότι το κορίτσι στο οποίο χορήγησε παυσίπονο μετέβη στο νοσοκομείο το μεσημέρι της Κυριακής, απεβίωσε το απόγευμα και την ίδια μέρα συνελήφθη (ερυθρό 44 – 2Χ δ.φ.). Αντιθέτως, κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, στις 02.11.23, ισχυρίστηκε ότι συνελήφθη μια μέρα μετά τον θάνατο του κοριτσιού, χωρίς να δώσει ικανοποιητική εξήγηση. Επιπλέον, κατά την συνέντευξή της με την κοινωνική λειτουργό της EASO, ανέφερε ότι την κάλεσαν οι αδερφές της εκκλησίας (sisters of the church) να μεταβεί εκεί, ενώ στην Υπηρεσία Ασύλου είπε ότι την κάλεσε ο φρουρός. Της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει την αντίφαση, χωρίς ωστόσο να πετυχαίνει τούτο, αφού ισχυρίστηκε ότι οι αδερφές είχαν φύγει, όπως και η ίδια μετά την λειτουργία (ερυθρό 44 – 2Χ δ.φ.).

 

Ακολούθως, ελλείπουν ακριβείς και συγκεκριμένες λεπτομέρειες από τους ισχυρισμούς της, γεγονός που άπτεται του σημαντικού στοιχείου της ιδιαιτερότητας στην αφήγηση ενός αιτούντος διεθνούς προστασίας[5].  Ως προς το θέμα της σύλληψής της από την Αστυνομία, συντάσσομαι με τα ευρήματα της αρμόδιας λειτουργού. Ειδικότερα, κληθείσα να αναφέρει λεπτομέρειες από το περιστατικό της άφιξής της στην εκκλησία, ισχυρίστηκε απλώς ότι την συνέλαβαν και της είπαν ότι θα πάνε στην αστυνομία. Ανέφερε επίσης ότι είχαν μαζευτεί και κάποιοι συγγενείς του κοριτσιού που την κατηγορούσαν ότι σκότωσε το παιδί (ερυθρό 43 – 8Χ δ.φ.). Ερωτηθείσα δε για την αντίδραση του συνταγματάρχη, ανέφερε λακωνικώς ότι: «Είπε ότι το παιδί του πέθανε και θα πρέπει να πάμε στην αστυνομία. Έπειτα, ζήτησε από τους αστυνομικούς να με πιάσουν.» (ερυθρό 43 – 9Χ δ.φ.). Παρότι δεν υπάρχει ενιαίος τρόπος αντίδρασης στην ανθρώπινη συμπεριφορά, εν προκειμένω θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωσε στο άκουσμα των κατηγοριών και της επικείμενης σύλληψής της για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, καθώς και να έχει ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για το λόγο που θα μεταφερόταν σε αστυνομικό σταθμό. Ακολούθως, κληθείσα να παρουσιάσει τα στοιχεία που η Αστυνομία κατείχε εναντίον της, ανέφερε ότι η τελευταία στηρίχτηκε μόνο στη μαρτυρία της αδελφής του αποβιώσαντος παιδιού, ότι δηλαδή είδε την Αιτήτρια να δίνει παυσίπονο στην αδελφή της (ερυθρό 42 – 2Χ δ.φ.). Κληθείσα ακόμα μια φορά να διευκρινίσει, απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι ο πατέρας του παιδιού ήταν συνταγματάρχης (ερυθρό 42 – 3Χ δ.φ.). Η Αιτήτρια δεν ήταν επίσης σε θέση να αναφέρει τις κατηγορίες που της είχαν προσάψει, απαντώντας σε σχετική ερώτηση ότι την ενημέρωσαν ότι θα τεθεί υπό κράτηση και ότι ο πατέρας του κοριτσιού είπε ότι ήταν υπεύθυνη για τον θάνατό του (ερυθρό 42 – 2Χ δ.φ.). Σημειωτέον ότι η Αιτήτρια δεν παρουσίασε οποιονδήποτε λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να αντιδράσει. Ενόψει των ανωτέρω, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι οι απαντήσεις της Αιτήτριας είναι εξαιρετικά γενικές.

 

Ακολούθως, συντάσσομαι με το εύρημα της λειτουργού ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τον τρόπο που κατάφερε να αποδράσει από τον αστυνομικό σταθμό, δεν ήταν ακριβείς και συνεκτικοί. Κατ’ αρχάς, εντοπίζεται αντίφαση καθότι στην συνέντευξή της με την κοινωνική λειτουργό της EUAA ισχυρίστηκε ότι απέδρασε ενόσω το φορτηγό μεταφοράς της ήταν εν κινήσει (ερυθρό 33 δ.φ.), ενώ στην συνέντευξη της ισχυρίστηκε ότι οι φρουροί στο αστυνομικό τμήμα την είχαν κρύψει για να μην μεταφερθεί στις φυλακές Makala (ερυθρό 41 – 6χ δ.φ.). Ακολούθως, δεν περιέγραψε με ακρίβεια τον τρόπο που ο πάστορας την βοήθησε να δραπετεύσει απαντώντας ότι  «[…] ήρθε σε κάποια φάση ο πάστορας της εκκλησίας και με βοήθησε να δραπετεύσω από εκεί» (ερυθρό 42 – 9Χ δ.φ.). Κληθείσα να είναι πιο συγκεκριμένη επί του θέματος αυτού αναφέρθηκε στο ότι ο πάστορας γνώριζε την οικογένεια της και επειδή η Αιτήτρια δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση αποφάσισε να την βοηθήσει να δραπετεύσει (ερυθρό 42 -  10 Χ). Η απάντηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική ούτε και διασαφηνίζει τον τρόπο παρέμβασης του πάστορα, ο οποίος έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Σημειώνω επίσης σε αυτό το σημείο ότι στην συνέντευξη της με την κοινωνική λειτουργό του EASO, ανέφερε ότι ο εν λόγω πάστορας είχε επίσης συμβουλευθεί δικηγόρο (ερυθρό 33 δ.φ.), γεγονός που η Αιτήτρια δεν ανέφερε κατά την συνέντευξη της στην Υπηρεσία Ασύλου. Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς κατάφερε να εγκαταλείψει την χώρα νομίμως, κάνοντας χρήση του διαβατηρίου της, ενώ αντιμετώπιζε κατηγορίες, είχε τεθεί υπό κράτηση και είχε δραπετεύσει και ήταν καταζητούμενο πρόσωπο. Ερωτηθείσα επ’ αυτού, απάντησε ότι δεν είχαν προλάβει να τοποθετήσουν τις φωτογραφίες της παντού (ερυθρό 41 – 3Χ δ.φ.), ενώ κληθείσα δεύτερη φορά να διευκρινίσει, απάντησε ότι όταν έφυγε από την χώρα φορούσε γυαλιά και μάσκα στο αεροδρόμιο και ο συνταγματάρχης δεν γνώριζε ότι ταξίδευε εκείνη τη μέρα (ερυθρό 41 – 4Χ δ.φ.). Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι αντιφατικοί και μη ευλογοφανείς.

 

Πέραν τούτου, σημειώνεται ότι ακόμα και αν γίνει αποδεκτό ότι ο συνταγματάρχης ήταν τόσο ισχυρός ώστε να επιτύχει την σύλληψη της Αιτήτριας χωρίς ένταλμα σύλληψης και στην συνέχεια χωρίς απτά στοιχεία να διατηρεί την κράτησή της για διάστημα 4 ημερών, δεν είναι ευλογοφανές ότι η Αιτήτρια έχει καταφέρει να δραπετεύσει τόσο από τον αστυνομικό σταθμό, όσο και από την χώρα χωρίς οποιανδήποτε συνέπεια.

 

Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και η αρμόδια λειτουργός έδωσε τη δυνατότητα στην Αιτήτρια να παραθέσει και να αποσαφηνίσει  κάθε πτυχή του υπό εξέταση ισχυρισμού, η τελευταία ωστόσο δεν μπόρεσε δια των δηλώσεών της να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία του προβληθέντος ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, δέον όπως αξιολογηθούν σε αυτό το σημείο και τα έγγραφα τα οποία η Αιτήτρια προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατόπιν ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 23.01.23. Ως προς το πρώτο τεκμήριο, αυτό συνιστά μια φωτογραφία ενός κοριτσιού, το οποίο ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια αφορά στο κοριτσάκι που σχετίζεται με την υπόθεση της, με μια λεζάντα ‘Η εξαφάνιση σου μας θλίβει, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.’ Ως προς το δεύτερο τεκμήριο, φαίνεται ότι πρόκειται για αστυνομικό / δικαστικό έγγραφο, με τίτλο ‘ProJustitia’ και υπότιτλο ‘Avis de Recherce dUne Personne’. Σύμφωνα με την μετάφραση που διενεργήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 02.11.2023, πρόκειται για έγγραφο με το οποίο καταζητείται/αναζητείται πρόσωπο και επάνω αναγράφεται το όνομα της Αιτήτριας και η διεύθυνση όπου διέμενε και διατάζεται όπως γίνουν έρευνες για την Αιτήτρια καθότι διώκεται για ανθρωποκτονία δυνάμει των άρθρων 43 και 44 του Ποινικού Κώδικα, 2ο βιβλίο. Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με το προσκομισθέν έγγραφο, αναφέρεται ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια εντοπιστεί να οδηγηθεί στην Εισαγγελία του VanpekeNbouchon, ενώ παρακαλούνται όλοι οι λειτουργοί της δημόσιας τάξης, όπως εκτελέσουν την ειδοποίηση αναζήτησης προσώπου. Το έγγραφο φέρει ημερομηνία 18.05.2021, και έχει εκδοθεί από την αρχή ‘LOfficier du Minister Public’, στην Κινσάσα, φέροντας σφραγίδα του ‘Ministere de la Justice.’

 

Προβαίνοντας στην αξιολόγηση των προσκομισθέντων τεκμηρίων, διαπιστώνω τα εξής: Κατ’ αρχάς, ερωτηθείσα η Αιτήτρια γιατί δεν προσκόμισε τα έγγραφα αυτά νωρίτερα κατά την διοικητική διαδικασία, ιδιαίτερα ενόψει της ενημέρωσης που της έγινε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου ότι μπορεί να προσκομίσει οποιοδήποτε υποστηρικτικό του αιτήματός της έγγραφο, όταν και της είχε ζητηθεί, η ίδια ισχυρίστηκε ότι δεν τα είχε στην κατοχή της. Εντούτοις, κατά δήλωση της Αιτήτριας, το πρώτο τεκμήριο αφορά φωτογραφία που είχε στο κινητό της και φρονώ ότι θα μπορούσε να την καταθέσει ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου. Σε κάθε περίπτωση, το τεκμήριο αυτό δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, καθότι δεν μπορεί να διασταυρωθεί με οποιονδήποτε τρόπο η ταυτότητα του κοριτσιού που απεικονίζεται, ούτε μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά ή αποδεικτικά προς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας.

 

Αναφορικά με το δεύτερο τεκμήριο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν το προσκόμισε νωρίτερα καθώς δεν το είχε στην κατοχή της. Σε σχέση με τον τρόπο που το εξασφάλισε, δήλωσε ότι επικοινώνησε με την αδερφή της, η οποία επικοινώνησε με τον πάστορα που είχε βοηθήσει την Αιτήτρια και αυτός ακολούθως με τη σειρά του επικοινώνησε με έναν αστυνομικό που εν τέλει εξασφάλισε φωτογραφία του εγγράφου παρά το ότι η ίδια δήλωσε ότι είναι πολύ δύσκολο κανείς να εξασφαλίσει αυτό το έγγραφο. Ερωτηθείσα λοιπόν, πώς τα κατάφερε ο πάστορας, η Αιτήτρια απαντούσε με υπεκφυγές, αρχικά  δηλώνοντας ότι «είναι πολύ δύσκολο και [ο αστυνομικός] το έβγαλε φωτογραφία», ενώ ερωτηθείσα με ποιο τρόπο έβγαλε την φωτογραφία απάντησε «από την Εισαγγελία». Ακολούθως, σε ερώτηση του Δικαστηρίου με ποιο τρόπο επικοινώνησε με την Εισαγγελία, η Αιτήτρια απάντησε «Επικοινώνησε με κάποιον που δούλευε στην Εισαγγελία.» Δεδομένων των ανωτέρω, φρονώ ότι οι δηλώσεις αυτές πλήττουν περαιτέρω την αξιοπιστία της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια θα μπορούσε να εξασφαλίσει νωρίτερα το έγγραφο αυτό, εφόσον ήδη από την συνέντευξη της, στις 16.03.2022, είχε ερωτηθεί εάν υπάρχουν άλλα έγγραφα τα οποία θα ήθελε να προσκομίσει προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημά της και απάντησε αρνητικά (ερυθρό 40 δ.φ.). Επιπλέον, θεωρώ ότι οι απαντήσεις της Αιτήτριας σε σχέση με την εξασφάλιση του εγγράφου, είναι εξαιρετικά γενικές και αόριστες, χωρίς τις απαραίτητες λεπτομέρειες που θα οδηγούσαν σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το πώς ήρθε στην κατοχή της Αιτήτριας. Επίσης, κατά δήλωση της ίδιας, είναι εξαιρετικά δύσκολο κανείς να έχει πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα, ωστόσο ο ισχυρισμός ότι ένας αστυνομικός το έβγαλε απλώς φωτογραφία αναιρεί την πρώτη δήλωση της.

 

Εξετάζοντας περαιτέρω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής αναφορικά με τα εν λόγω έγγραφα, αναφέρω τα κάτωθι:

 

Σύμφωνα με Έκθεση του Συμβουλίου Μεταναστών και Προσφύγων του Καναδά (Immigration and Refugee Board of Canada- IRB) σχετικά με αστυνομικά έγγραφα της ΛΔΚ και το τρόπο εξασφάλισής τους[6], τα έγγραφα που εκδίδονται από την Αστυνομία πιθανόν να διαφέρουν σε μορφή, χρώμα και είδος χαρτιού, εντούτοις το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Παρότι δεν συντάσσονται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις και τον τύπο που προβλέπεται από το Νόμο. Σε γενικές γραμμές, τα έντυπα είναι πανομοιότυπα παντού στην χώρα.

 

Όπως αναφέρεται στην ίδια πηγή, η ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου (wanted notice ή avis de recherche) αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο που εκδίδεται με σκοπό την διερεύνηση γεγονότων. Είναι ένα μέτρο που επιτρέπει στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Officier du Ministere PublicOMP) να αναζητήσει τον φερόμενο ως δράστη ή/και καταδικασθέντα, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Η ειδοποίηση του καταζητούμενου πάντα συνοδεύεται από ένα άλλο ένταλμα, το λεγόμενο mandate damener, με σκοπό ο ύποπτος να έρθει ενώπιον του OMP ή και να συλληφθεί, αναλόγως της περίστασης. Πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθεί ούτως ώστε ο οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες για τον καταζητούμενο να τις δώσει στον OMP ή στο αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της ειδοποίησης αυτής. Σύμφωνα με πηγή που αναφέρεται στο πιο πάνω έγγραφο του IRB, η έκδοση της ειδοποίησης καταζητούμενου επέρχεται κατόπιν ενός γραπτού ή προφορικού παραπόνου, ή κάποια πληροφόρηση από οποιοδήποτε άτομο που κατέχει γνώση των γεγονότων και του δράστη, ή από παραπομπή από το Magistrates Office ή το Officier de Police Judiciaire (OPJ).

 

Ως προς την εκδίδουσα αρχή, το IRB, παραθέτοντας διαφορετικές πηγές, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται και υπογράφονται από τον OMP, ή εκδίδονται από τον OPJ. Η ίδια πηγή που κατονομάζει τον OPJ ως την εκδίδουσα αρχή της ειδοποίησης καταζητούμενου αναφέρει ότι αυτές οι ειδοποιήσεις έχουν ισχύ τριών μηνών. Έτερη πηγή, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου δύνανται να εκδοθούν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale CongolaisePNC), το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και τις δυνάμεις ασφαλείας.

 

Ο Νόμος 11/013 της 11ης Αυγούστου 2011 για την Οργάνωση και Λειτουργία της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (The Organic Law No. 11/013 of 11 August 2011 on the Organization and Functioning of the Congolese National Police (Loi organique no 11/013 du 11 août 2011 portant organisation et fonctionnement de la Police nationale congolaise), αναφέρει τα εξής αναφορικά με τον ρόλο της PNC:

 

·      To Άρθρο 2 αναφέρει ότι η Εθνική Αστυνομία (PNC) εκτελεί τις λειτουργίες της Διοικητικής Αστυνομίας (Administrative Police) και της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police)

 

·      Το Άρθρο 77 αναφέρει ότι όταν μέλη της Εθνικής Αστυνομίας (National Police Officers) εκτελούν χρέη των μελών της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police Officers) κατέχουν καθεστώς εκπροσώπου του Δικαστηρίου και υπάγονται στην εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα. Μέλη της Εθνικής Αστυνομίας των κατηγοριών A με C κατέχουν καθεστώς Μέλους της Δικαστικής Αστυνομίας. Όλοι οι υπόλοιποι είναι Μέλη της Δικαστικής Αστυνομίας. Έκαστος υπάγεται σε νομοθετικούς περιορισμούς που δημιουργήθηκαν για την λειτουργία των Μελών της Δικαστικής Αστυνομίας.

 

Σύμφωνα με μια από τις πηγές που επικαλείται το IRB, υφίσταται διαφορά ανάμεσα στις ειδοποιήσεις καταζητούμενου (wanted notices) και τις κλήσεις για εμφάνιση (summonses to appear). Οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται από τους OPJ, ενώ οι κλήσεις για εμφάνιση από τους OMP.

 

Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Υπουργικό Διάταγμα n° 016/CAB/ME/MIN/J&GS/ 2019 du 11 janvier 2019 portant organisation et fonctionnement de la Police judiciaire des parquets[7], η Police Judiciaire des Parquets έχει δικαιοδοσία να διανέμει τα ‘avis de recherche’ ενώ εντέλλεται να δρα ως το εθνικό σημείο αναφοράς (National Central Bureau) της Interpol[8].

 

Στο ίδιο πιο πάνω έγγραφο του IRB του 2022 τονίστηκε η δυσκολία να εντοπιστούν πληροφορίες αναφορικά με την εξασφάλιση αστυνομικών εκθέσεων, ειδοποιήσεων καταζητούμενων καθώς και ειδοποιήσεις για εμφάνιση. Μια αναφερόμενη πηγή όμως αναφέρει ότι τέτοια έγγραφα εξασφαλίζονται με την εξής διαδικασία:

 

·      Παραπομπή της υπόθεσης στην αστυνομία μέσω γραπτού και ενυπόγραφου παραπόνου

·      Επιβεβαίωση του παραπόνου ενώπιον του OPJ

·      Απόφαση του OPJ, αναλόγως της υπόθεσης και των περιστάσεων της, ως προς το κατά πόσον είναι απαραίτητο ο φερόμενος ως δράστης να κληθεί [στο γραφείο] για να επαληθευτούν οι κατηγορίες εναντίον του.

 

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, παρότι δεν υπάρχει κάποια νομική βάση για την πιο πάνω διαδικασία, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να χρεωθούν ένα μικρό τέλος, γνωστό και ως ‘diligence fee’ για να εξασφαλίσουν αυτά τα έγγραφα από το PNC. To IRB αναφέρει ότι δεν είχε καταστεί δυνατό να ανευρεθούν στοιχεία που να ενισχύουν τις πιο πάνω πληροφορίες.

 

Συνεπώς, στον βαθμό που θα μπορούσε να αξιολογηθεί το εν λόγω έγγραφο σύμφωνα με τα εξωτερικά του γνωρίσματα, διαφαίνεται ότι υφίστανται μεν στοιχεία που επιβεβαιώνονται από τις πηγές, ήτοι η εκδίδουσα αρχή (OMP) και η αναφερθείσα δυσκολία εξασφάλισης αυτών, προκύπτουν ωστόσο διαφορές στις εν λόγω πληροφορίες με το προσκομισθέν έγγραφο. Πρώτον, το τεκμήριο που έχει καταχωρίσει η Αιτήτρια φέρει σφραγίδα από τον ‘‘Ministere de la Justice’, αρχή η οποία δεν αναφέρεται στις πιο πάνω παρατεθείσες πηγές. Δεύτερον, δεν συνοδεύεται από το ‘Mandat damener’ που συνοδεύει τα ‘Avis de Recherche’.

 

Ως εκ των ανωτέρω, λαμβάνοντας επίσης υπόψιν την αδυναμία της Αιτήτριας να περιγράψει συνεκτικά και να αιτιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο εξασφάλισε το εν λόγω έγγραφο, αυτό δε δύναται να γίνει αποδεκτό.

 

Σε σχέση με τον θάνατο του κοριτσιού και την ισχυριζόμενη σύνδεση της Αιτήτριας με τον λόγο θανάτου του, φρονώ πως εφόσον σύμφωνα και με την ανωτέρω ανάλυση, η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας έχει πληγεί σοβαρά, η οποιαδήποτε σύγκλιση με εξωτερικές πηγές δεν είναι αρκετή για να θεραπεύσει τις σοβαρές αντιφάσεις, αοριστίες και κενά στην αφήγησή της. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, όπως αυτός σχηματίστηκε από το παρόν Δικαστήριο, ήτοι ότι η Αιτήτρια είναι θύμα βιασμού, αναφέρω αρχικά πως, παρότι δεν απομονώθηκε ως αυτοτελής ουσιώδης ισχυρισμός από την αρμόδια λειτουργό, προκύπτει από το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης ότι αυτός έχει γίνει αποδεκτό ως γεγονός. Παραπέμπω συναφώς στο ερυθρό 97 δ.φ., όπου καταγράφεται κατά την αξιολόγηση κινδύνου ότι: «Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν, διαπιστώνεται ότι το περιστατικό βιασμού της αιτούσας ήταν μεμονωμένης φύσης και δεν διαφάνηκε ότι σχετίζεται με προσωπική δίωξη της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.».

 

Υπό το φως λοιπόν, των ισχυρισμών της Αιτήτριας που έχουν γίνει αποδεκτοί τόσο από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου για τους λόγους που επεξηγούνται κατωτέρω.

 

Αρχίζοντας με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, διαπιστώνω ότι κατά την αξιολόγηση κινδύνου οι Καθ’ ων η Αίτηση ουδόλως διερεύνησαν τις περιστάσεις της Αιτήτριας και τον πιθανό κίνδυνο που διατρέχει ως αποτέλεσμα αυτών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για γυναίκα μόνη, η οποία έχει ένα παιδί και δεν συζεί με τον πατέρα του τέκνου. Φρονώ συνεπώς ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι πλημμελής και πάσχουσα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, κατάληξη η οποία ωστόσο δεν επισφραγίζει το αποτέλεσμα της υπό εξέτασης προσφυγής αφού ως δικαστήριο ουσίας το οποίο δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, μπορώ να προχωρήσω σε έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώντας λοιπόν σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι άγαμες γυναίκες, οι οποίες αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη ΛΔΚ, εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

·      Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αναφέρει ότι οι γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στο πλαίσιο του ορισμού του πρόσφυγα, καθότι έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και έχουν επίσης ιδιαίτερη ταυτότητα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο[9]. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως η σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών είναι διαδεδομένη σε όλη την επικράτεια της χώρας, ενώ ελάχιστες γυναίκες αναζητούν βοήθεια ή προβαίνουν σε καταγγελία στις αρχές. Η κοινωνία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι πατριαρχική, γεγονός το οποίο έχει εδραιώσει την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα, τις διακρίσεις κατά των γυναικών, καθώς και την αποδοχή της σεξουαλικής βίας ως φυσιολογική. Αναφέρεται επίσης πως οι μονήρεις γυναίκες ή γυναίκες επικεφαλής των νοικοκυριών στη χώρα πιθανόν να βρίσκονται σε μεγαλύτερο ρίσκο διακρίσεων. Η προστασία που παρέχεται στις γυναίκες δεν είναι επαρκής ούτε αποτελεσματική, καθότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε νομικές υπηρεσίες, ενώ οι αστυνομικές αρχές χαρακτηρίζονται από διαφθορά και προκαταλήψεις λόγω των βαθιά εδραιωμένων πατριαρχικών αντιλήψεων[10] .

 

·      Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας επισημαίνει πως οι γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια για οικονομικές ευκαιρίες και για ενδυνάμωση, συμπεριλαμβανομένων υψηλών ποσοστών βίας λόγω φύλου και διακρίσεων. Αναφέρεται πως οι μισές γυναίκες έχουν υποστεί σωματική βία και σχεδόν το ένα τρίτο έχει υποστεί σεξουαλική βία[11].

 

·      Το Query Response της EASO, 'Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019)', σχετικά με τις γυναίκες που δεν διαθέτουν ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, αναφέρει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατέχει την 128η θέση από τις 129 χώρες που συμμετέχουν στο Sustainable Goals Gender Index του 2019.[12] Η έκθεση αναφέρει ότι παρά την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων με στόχο την καθιέρωση της ισότητας των φύλων, οι γυναίκες και τα κορίτσια  εξακολουθούν να υποφέρουν από πολλές πράξεις βίας και διακρίσεων λόγω του φύλου τους σε όλη την επικράτεια της χώρας.[13]

 

Παρά τις ως άνω πληροφορίες, αυτό που διαφαίνεται μέσα από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, είναι πως αν και πρόκειται για άγαμη γυναίκα, η οποία αποτελεί κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας και σύμφωνα με τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ενδέχεται για το λόγο αυτό να υποστεί σοβαρής μορφής διακρίσεις, εντούτοις εντοπίζονται στοιχεία στους ισχυρισμούς της που αποτρέπουν την υπαγωγή της στο προσφυγικό καθεστώς. Ειδικότερα, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η Αιτήτρια είναι απόφοιτη νοσηλευτικής η οποία εργαζόταν σε νοσοκομείο περί τα εννέα έτη, μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, έχοντας έτσι πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι δεν συζεί με τον πατέρα του παιδιού της, διατηρεί επικοινωνία και επαφές μαζί του ως η  ίδια ανέφερε, λόγω του παιδιού. Το δε παιδί βρίσκεται υπό τη φροντίδα της αδερφής και των δύο αδερφών της Αιτήτριας, οι οποίοι εξακολουθούν να διαμένουν στο πατρικό τους σπίτι όπου και αναμένεται να επιστρέψει η ίδια. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατά διαστήματα διέμενε με τον θείο της στην περιοχή όπου βρίσκεται η εργασία της, ενώ διατηρεί ισχυρούς δεσμούς και με τον πάστορα της ενορίας της, τον οποίο θεωρεί ως πατέρα της όπως δήλωσε και είναι το άτομο που την συνέδραμε ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι υφίσταται επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο για την Αιτήτρια ως άγαμη μονογονέα, αλλά και προοπτική πρόσβασής της στην αγορά εργασίας, ώστε δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στο προσφυγικό καθεστώς λόγω συμμετοχής της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

 

Σε σχέση δε με τον δεύτερο ισχυρισμό, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος της δεν κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.  Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να αναγνωριστεί οποιοδήποτε καθεστώς.

 

Προχωρώντας τώρα, στον τρίτο ισχυρισμό, αν και αποδεκτός, δεν είναι αρκετός για να οδηγήσει στην αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στην Αιτήτρια. Υπενθυμίζεται, πως όσον αφορά στις πράξεις δίωξης, το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, πως κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, τέτοιες πράξεις πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Προς καθοδήγηση, στο άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου τίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι «(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας(…)». Ομοίως, επισημαίνεται πως κάθε πράξη βίας, απόπειρα ή απειλή σεξουαλικής φύσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα, αρκούντως σοβαρή σωματική, ψυχολογική ή συναισθηματική βλάβη πληροί τις προϋποθέσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί πράξη δίωξης[14].

 

Ως εκ των ανωτέρω, επισημαίνω πως ο βιασμός[15] που η Αιτήτρια δήλωσε ότι υπέστη, δύναται να αποτελέσει πράξη δίωξης. Προχωρώντας λοιπόν στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού  κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:

 

«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».

 

Ως εκ τούτου, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η Αιτήτρια υπέστη προηγούμενη δίωξη δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης της. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ως αναφέρθηκε, πως οι αποδείξεις προγενέστερης δίωξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.

Ως η Αιτήτρια δήλωσε, ο θύτης ήταν πρόσωπο γνωστό στο οικογενειακό της περιβάλλον, το οποίο, μετά το περιστατικό και φοβούμενο την αντίδραση της οικογένειάς της, εξαφανίστηκε και έκτοτε δεν τον ξαναείδαν, ούτε προσέγγισε ξανά την Αιτήτρια με οποιονδήποτε τρόπο. Περαιτέρω, από το 2006 που έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό, η Αιτήτρια δεν ανέφερε να έχει υποστεί διακριτική μεταχείριση, στιγματισμό, περιθωριοποίηση, ή άλλη μορφή διακρίσεων λόγω φύλου που να συνδέεται με το περιστατικό του βιασμού της. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι, μετά το εν λόγω περιστατικό, διέμεινε στην ΛΔΚ για περίοδο δεκαπέντε (15) περίπου ετών, προτού αυτή αναχωρήσει τον Μάϊο του 2021. Κατά συνέπεια, παρά τη σοβαρής μορφής σεξουαλική βία που έχει υποστεί, δεν κρίνεται ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Συνεπώς, για όλους τους λόγους που έχω επεξηγήσει ανωτέρω, η Αιτήτρια δε μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα, ως μη πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.  

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η Αιτήτρια στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Λαμβάνοντας, εν προκειμένω,  υπόψη το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια, καθώς  από το προαναφερόμενο ιστορικό, τους αποδεκτούς ισχυρισμούς και δεδομένου ότι  η Αιτήτρια  δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[16] δεν προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του εδαφίου (γ) του άρθρου 19(2) σημειώνεται ότι σε σχέση με τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[17] ότι αυτοί είναι:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014,  Diakite, C-285/12,  EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011[18] αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[19] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[20] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της Αιτήτριας, προχωρώ σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, συνοικία της οποίας αποτελεί και το Ndjili όπου διέμενε η Αιτήτρια, από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·      Σύμφωνα με την έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[21] 

 

·      Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[22].

 

·      Πρόσθετα, στην Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρεται ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[23] . Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 24.05.2023 έως 24.05.2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 56 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 66 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (44 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (21 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας.[24]  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανερχόταν, το 2023, σε 16.316.000 κατοίκους[2], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (66 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότιεάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Με βάση συνεπώς το σύνολο των στοιχείων ενώπιόν μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίπτεται, χωρίς έξοδα

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530

[2] Απόφαση στην υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.20212.

[3] Άρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018.

[4] Βλ. Απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου Ο.F. από Λαική Δημοκρατία του Κονγκό -v- Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ. Τ573/2023, Ημερ. Απόφασης 21 Δεκεμβρίου 2023

[5] Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ. 10

[6] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023) [COD201410.FE], 31 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html, ημερ. πρόσβασης 29/04/2023

[7] Journal official de la République du Congo, 1 /4/ 2019, σελ. 15 – 16 ως υπάρχει δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Droit Congolais, https://www.droitcongolais.info/files/352.01.19-Arrete-du-11-janvier-2019_Police-judiciaire.pdf, ημερ. πρόσβασης 29/04/2024

[8] Interpol, Congo (Democratic Republic of), https://www.interpol.int/en/Who-we-are/Member-countries/Africa/CONGO-Democratic-Rep., ημερ. πρόσβασης 29/04/2024

[9] UK Home Office, Country Policy and Information Note: Democratic Republic of Congo (DRC): Gender Based Violence, V.2, September 2018, https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/742590/DRC._GBV._2018.v2_ext__003_.pdf σ. 6-7, ημερ. πρόσβασης 29/04/2024

[10] Ό. π., σ. 8-11

[11] The World Bank in DCR, last updated March 29th, 2023, https://www.worldbank.org/en/country/drc/overview, ημερ. πρόσβασης 29/04/2023

[12] EASO COI QUERY DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), 5 December 2019, σ. 2, https://www.ecoi.net/en/file/local/2021140/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf, ημερ. πρόρσβασης, 29/04/2023

[13] Ό. π., σ. 3, ημερ. πρόσβασης 29/04/2024

[14] Βλ.  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf , σελ 41, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2023)

[15] Ο βιασμός αναγνωρίζεται ως μορφή έμφυλης βίας στο άρθρο 36 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Βλέπε σχετικά άρθρο 36 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης διαθέσιμο σε   https://isotita.gr/wp-content/uploads/2017/04/Convention_violence-against-women_2011_el_edited.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/12/2023)

[16] Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)

[17] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[18] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[19]Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.

[20] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[21] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 29.04.2024]

[22] International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, [ημερ. πρόσβασης 29.04.2024]

[23] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 29.04.2024]

[24] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: COUNTRY VIEW- EVENT DATE - 24.05.2023 - 24.05.2024, EVENT TYPE - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots και REGION - Middle Africa – Democratic Republic of Congo- Kinshasa)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο